Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Α΄. Μετάνοιαν τοῦ περασμένου.
Συλλογίσου ἀγαπητὲ πώς ἕνα ἀπὸ τὰ φρικωδέστερα θεάματα ὅπου ἠμπορεῖ νὰ σχηματίσῃ ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἕνας χριστιανός, ὅπου καταδικάζεται εἰς τὴν κόλασιν, ὕστερα ἀφ’ οὐ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ἔκαμνεν τόσα διὰ νὰ τὸν σώσῃ. Μέτρησε κατὰ ἀκρίβειαν τὰς διαθέσεις ὅπου ἔχει ἐκεῖνος ὁ δυστυχής, αἱ ὁποῖαι εἶναι τρεῖς· μετάνοια τοῦ περασμένου, θλίψις τοῦ παρόντος, καὶ ἀπελπισία τοῦ μέλλοντος· καθὼς τὰς ἀπαριθμεῖ ὁ Σολομὼν εἰς τὴν σοφίαν του, λέγων περὶ τῶν κολασμένων «ἰδόντες ταραχθήσονται φόβῳ δεινῷ καὶ ἐκστήσονται· ἐροῦσιν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς μετανοοῦντες καὶ διὰ στενοχωρίαν πνεύματος στενάζοντες» (ε’. 2).
(ΚΑΠΝΟΣ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ ΟΙ ΗΔΟΝΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ)
Ἡ πρώτη λοιπὸν διάθεσις τοῦ κάθε κολασμένου εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ περασμένου. Τώρα στοχάσου· τί ἦτο ἐκεῖνο τὸ καλόν, διὰ τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος χριστιανὸς παρέβη τὰς ἐντολᾶς τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκολάσθη; Ητο ὀλίγος καπνὸς κοσμικῆς δόξης καὶ τιμῆς· ἦτο ἕνα γήϊνον κέρδος προσωρινοῦ πλούτου· ἦτο μία στιγμὴ πετομένη ἀκαθάρτου καὶ φαρμακερᾶς ἡδονῆς· καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἦτο ἕνα ὄνειρον καὶ ἕνα οὐδὲν καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ὄνειρον καὶ τὸ οὐδὲν τὸν ἐκέρδισεν ὁ διάβολος· καθὼς λέγει ἡ θεία Γραφὴ «θηρεύοντες ἐθήρευσάν με ὡς στρουθίον πάντες οἱ ἐχθροί μου δωρεάν» (Θρήν. γ’. 52). Έως τόσον ἐκεῖνο τὸ ὄνειρον, ἐκεῖνο τὸ τόσον οὐτιδανόν, τὸ τόσον μικρόν, ἐκεῖνο τὸ τοιουτοτρόπως ἀδύνατον εἰς τὸ νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν καρδίαν, τόσην θλιβερὰν ἐνθύμησιν ἔχει νὰ κάμνῃ εἰς ἕνα κολασμένον, ὅπου μία μόνη ὥρα τῆς τοιαύτης θλιβερᾶς ἐνθυμήσεως, εἶναι ἀρκετὴ νὰ λησμονήσῃ τὴν ἐνθύμησιν μυρίων χρόνων ἡδονῶν· καθὼς λέγει ὁ Σειρὰχ «κάκωσις ὥρας ἐπιλησμονὴν ποιεῖ τρυφῆς» (ια’. 27).
(ΑΝΩΦΕΛΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ)
Καὶ ἐκείνη ἡ μία στιγμὴ τῆς φαρμακερᾶς ἡδονῆς ὅπου ἠφανίσθη ὡσὰν ἴσκιος καὶ ὄνειρον, ἔχει νὰ προξενῇ εἰς τὸν ταλαίπωρον κολασμὲνον μίαν παντοτεινὴν καὶ αἰώνιον μετανοιαν· μετάνοιαν ὅμως ὄχι ὡσὰν τὴν μετάνοιαν ὅπου γίνεται εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ἡ ὁποία εἶναι ὠφέλιμος καὶ συντροφιασμένη μὲ τὴν θεϊκὴν ποράκλησιν καὶ παρηγορίαν· καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’. 4), ἀλλὰ μετάνοιαν ἀνωφελῆ, μετάνοιαν πικρὰν καὶ ἐστερημένην ἀπὸ κάθε παρηγορίαν, «ἐροῦσιν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς μετανοοῦντες» (Σοφ. Σολ. ε΄. 3). Καὶ τὶς ἠμπορεὶ νὰ καταλάβῃ πόσον μεγάλη εἶναι ἡ πικρὰ μετάνοια ἐκείνου τοῦ τρισαθλίου, ὅταν εὑρεθῇ καταδικασμένος εἰς τὴν ἄβυσσον ὅλον τῶν κακῶν, διὰ μίαν σταλαγματιὰν μέλι φαρμακευμένον, ὅπου ἐγεύθη εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν; τότε θέλει λέγει καὶ αὐτὸς ὡσὰν τὸν Ἰωνάθαν «γευσάμενος ἐγευσάμην βραχὺ μέλι, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω» (Α’. Βασιλ. ιδ’. 43). Καὶ τότε θέλει καταρᾶται τοὺς δαίμονας ὅπου τὸν ἐπλάνεσαν· τὸν ἑαυτόν του ὅπου ἐπλανέθη· τὸν πατέρα ὅπου τὸν ἐγέννησεν· τὴν μητέραν ὅπου τὸν ἐβύζασεν, καὶ τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα ὅπου ἐγεννήθη, ὡσὰν τὸν Ἰώβ· «καὶ κατηράσατο τὴν ἡμέραν αὐτοῦ λέγων· ἀπόλλοιτο ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἐν ᾖ ἐγεννήθην· καὶ ἡ νῦξ ἐκείνη, ἐν ᾖ εἶπον ἰδοὺ ἄρσεν» (γ’. 1). Ω πικρὰ μετάνοια χωρὶς ὄφελος*.
* Διὰ τοῦτο περὶ ταύτης τῆς μετανοίας λέγει καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος «δεινὸν ὑστεροβουλία καὶ τηνικαῦτα τῆς ζημίας αἰσθάνεσθαι ὅτε οὐκ ἔστι λύσις τῆς ζημίας μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἐκδημίαν, καὶ τὸν πικρὸν συγκλεισμὸν τῶν ἑκάστῳ βεβιωμένων, καὶ τὴν τῶν ἁμαρτωλῶν κόλασιν καὶ τὴν τῶν κεκαθαρμένων λαμπρότητα» (Λόγ. εἰς τὸ Βάπτισμα).
(ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ)
Σπούδασον λοιπὸν ἐσὺ ἀγαπητὲ νὰ καταλάβης ζωντανὰ αὐτὴν τὴν θλιβερὰν καὶ ἀνωφέλευτον μετάνοιαν τῶν κολαζομένων διὰ νὰ ὠφεληθῇς· βδελύξου τοὺς χρόνους ὅπου τόσον κακῶς ἐξώδευσες καὶ τὴν ζωὴν ὅπου ἐπέρασες ὡσὰν ἐθνικός· καὶ ἀποφάσισε νὰ ἔχῃς ὡς ἕνα οὐδὲν ὅλα τὰ τοῦ κόσμου καλὰ ὅπου περνοῦν ὡσὰν ὄνειρον. Καὶ ὅταν αὐτὰ εἶναι παρόντα ἔμπροσθέν σου, κάμνε ἐκεῖνον τὸν ἴδιον λογαριασμὸν τῆς πικρᾶς μετανοίας, τὸν ὁποῖον ἔχεις νὰ κάμνῃς εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα δι’ αὐτά, ὅταν ᾖναι περασμένα· καὶ παρεκάλεσε τὸν Κύριον νὰ σοῦ δώσῃ χάριν νὰ μετανοῇς καὶ νὰ κλαίῃς ἐδῶ μὲ τοὺς μετανοημένους ὠφελίμως, διὰ νὰ μὴ μετανοῇς καὶ κλαίῃς ἐκεῖ διὰ πάντα μὲ τοὺς κολασμένους ἀνωφελῶς, «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. δ’. 17).
Β΄. Θλίψιν τοῦ παρόντος.
Συλλογίσου τὴν δευτέραν διάθεσιν ἑνὸς χριστιανοῦ κολασμένου, «ἥτις εἶναι ἡ θλίψις τοῦ παρόντος διὰ στενοχωρίαν πνεύματος στενάζοντος» (Σοφ. ε’. 2). Αὐτὴν δὲ τὴν θλίψιν θέλει τὴν μετρᾷ ἐκεῖνος ὁ ἄθλιος ἀπὸ δύο πράγματα, ἀπὸ τὸ ἄπειρον κακὸν ὅπου ἐκέρδισεν, καὶ ἀπὸ τὸ ἄπειρον κακὸν ὅπου ἔχασεν.
(ΤΟ ΤΙΜΩΡΗΤΙΚΟ ΠΥΡ)
Καὶ τί κακὸν δὲν θέλει κερδήσει αὐτὸς ὁ δυστυχὴς ὅπου μέλλει νὰ κατοικῇ διὰ πάντα εἰς μίαν τοιαύτην κόλασιν, ὅπου τὰ τείχη της εἶναι πύρινα; Τὸ ἔδαφος πύρινον; Ὁ γύρος πύρινος; Ὁ ἀέρας πύρινος; Αἱ ἁλυσσίδες πύριναι; Τὰ βασανιστήρια πύρινα; Οἱ βασανισταὶ πύρινοι; Καὶ αὐτοὶ οἱ φυλακωμένοι ὅλοι πεπυρωμένοι; Καὶ ἀπὸ ποῖον πῦρ; Ὄχι ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦτο ὅπου ἔκαμνεν ὁ Θεὸς εἰς τοῦτον τὸν κόσμον διὰ νὰ ὑπηρετούμεθα καὶ νὰ τὸ μεταχειριζώμεθα μὲ τὰς ἀσθενεῖς δυνάμεις τῆς αἰσθήσεως καὶ τῆς φύσεώς μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πῦρ ἐκεῖνο ὅπου ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ ὄργανον ἐκδικήσεως ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν καὶ ἀποστατῶν του, τὸ ὁποῖον μεταχειρίζεται ἡ παντοδυναμία του μὲ τόσην ἐνέργειαν εἰς ἐκείνους ὅπου δὲν ἠθέλησαν νὰ γνωρίσουν τὸ μεγαλεῖον Του ἀπὸ τὰς ἀπείρους εὐεργεσίας Του, διὰ νὰ τοὺς κάμνῃ νὰ τὸ γνωρίσουν ἀπὸ τὸ βάρος καὶ τὴν δριμύτητα τῶν τύψεων καὶ τῶν πληγῶν ὅπου αὐτὸς μὲ τὸ ἴδιόν του χέρι θέλει ξεφορτώσει κατεπάνω τους· καθὼς τὸ λέγει διὰ τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ. «καὶ ἐπιγνώσῃ διότι ἐγὼ Κύριος» (ζ’ 9).
(ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ ΚΑΛΟΥ. ΑΠΕΙΡΗ ΘΛΙΨΗ)
Παρομοίως καὶ τὸ καλὸν ὅπου ἔχασεν ὁ κολασμένος ἐκεῖνος ποίαν θλίψιν δὲν ἔχει νὰ προξενήσῃ εἰς αὐτόν; «καὶ διὰ στενοχωρίαν πνεύματος στενάζοντες» ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ καλὸν εἶναι ἄπειρον εἰς ὅλα τὰ γένη τῆς τελειότητος· δηλ· ἄπειρον εἰς τὴν οὐσίαν, ἄπειρον εἰς τὴν ἀγαθότητα, εἰς τὴν σοφίαν, εἰς τὴν δύναμιν, εἰς τὴν ὡραιότητα καὶ τοῦτο εἶναι ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα ὅπου ἐπίστευεν ἐκεῖνος ὁ δυστυχὴς εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, τὸν ὁποῖον ἁμαρτάνοντας ἔχασε καὶ χάνοντας τὸν Θεόν, ἔχασεν ὁμοῦ τὰ οὐράνια καὶ ἐπίγεια καὶ ὅλα τὰ πάντα. Καὶ διατὶ τὸν ἔχασεν; ὄχι δι’ ἄλλο, παρὰ διὰ ἕνα οὐδὲν· καὶ πότε τὸν ἔχασεν; εἰς ἕνα καιρὸν ὅπου ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν ἀποκτήσῃ τόσον εὔκολα· καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον τὸν ἔχασεν, χωρὶς νὰ ἐλπίζῃ πλέον πῶς ἔχει νὰ τὸν ἀπολαύσῃ ποτέ, ποτέ. Ω χαϊμὸς ἄπειρος! ὢ χαϊμὸς ἀμέτρητος ὅπου ἔχει νὰ προξενῇ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ κάθε κολασμένου θλίψιν ἄπειρον, καὶ στενοχωρίαν καὶ πίκραν αἰώνιον «γνῶθι καὶ ἴδε, ὅτι πικρόν σοι τὸ καταλιπεῖν σε Ἐμέ, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς σου» (Ἱερ β’. 19).
(Ο ΚΑΘΕ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΚΕΥΟΣ ΟΡΓΗΣ)
Ἔπειτα ὁ κάθε κολασμένος Χριστιανὸς αὐξάνει τὴν θλίψιν του, συλλογιζόμενος καὶ ὅλας τὰς ἄλλας χάριτας ὅπου ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὰς ἔχασεν· διότι αὐτὸς ἀπὸ σκεῦος ἐλέους ὅπου ἦτο, ἔγινε σκεῦος ὀργῆς γεμάτος ἕως εἰς τὰ χείλη ἀπὸ δυστυχίας ἀκατανόητας ἀπὸ Υἱὸς Θεοῦ, ἔγινεν υἱὸς διαβόλου· ἀπὸ κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, κληρονόμος τῆς κολάσεως. Καὶ πῶς νὰ μὴ λυπηθῇ; πῶς νὰ μὴν ἀναστενάξῃ καὶ νὰ βρυχᾶται ὡσὰν λεοντάρι ἀπὸ βάθους καρδίας ἕνας κολασμένος ἐνθυμούμενος, ὅτι αὐτὸς ὅπου ἐκατοίκα τόσους χρόνους εἰς τὸν Οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, ἐκαταδικάσθη νὰ κατοικῇ εἰς τὴν κόλασιν; αὐτὸς ὅπου ἔχαιρεν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ψάλλωντας καὶ δοξολογώντας τὸν Θεὸν ὁμοῦ μὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς, νὰ καταδικασθῇ νὰ ἀκούῃ κάτω εἰς τὸν ᾅδην θρήνους καὶ μοιρολόγια; αὐτὸς ὅπου ἔβλεπε τὰς ὡραίας καὶ χαροποιὰς εἰκόνας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τῆς Μητρός Του καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, νὰ κατακριθῇ νὰ βλέπῃ τὰς ἀσχήμους καὶ θλιβερὰς θεωρίας καὶ πρόσωπα τῶν ἀγρίων δαιμόνων καὶ ὅλων τῶν κολασμένων; Καὶ αὐτὸς ὅπου ἐκοινώνησεν τόσας φοράς τὰ ἄχραντα μυστήρια, τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ· αὐτὸς ὅπου ἀπόλαυσεν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγεύθη ὅτι εἶναι Χριστὸς ὁ Κύριος, νὰ καταδικασθῇ εἰς τὴν κόλασιν καὶ νὰ δοκιμάσῃ τὴν μεγάλην ὀργὴν τοῦ Θεοῦ; Ὤ κατηραμένη, κατηραμένη ἁμαρτία! ὅπου βιάζεις ἕνα Θεὸν τόσον Ἀγαθὸν καὶ Εὔσπλαγχνον νὰ παιδεύσῃ μίαν ψυχὴν ὅπου πρὸ ὀλίγου ἐστάθη νύμφη Του, μὲ τόσα αὐστηρὰ κολαστήρια, ὅπου δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τὰ ἐφεύρουν οἱ Διοκλητιανοὶ καὶ Μαξιμιανοὶ καὶ οἱ ἄλλοι σκληρότατοι τύραννοι! Διότι ἐὰν δὲν τὴν ἐπαίδευε τοιουτοτρόπως, δὲν ἤθελε φανῇ ὅτι τὴν μισεῖ καὶ ἀκολούθως δὲν ἤθελεν εἶναι Θεὸς, ἀλλ’ ἤθελε νομίζεται τῆς κακίας συγκοινωνός, καθὼς καὶ ἐνομίσθη ἀπὸ τίνας ἄφρονας, ὡς λέγει ὁ ἴδιος· «ὑπέλαβες ἀνομίαν ὅτι ἔσομαι σοι ὅμοιος» (Ψαλμ. μθ’. 21).
(ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΥΕΡΓΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ)
Τώρα σὺ ἁμαρτωλέ, ὅπου μελετᾷς ταῦτα, τί καρπὸν ἔλαβες ἀπὸ τὴν παροῦσαν μελέτην; ἐκατάλαβες κἄν ὀλίγον τὴν μεγάλην θλίψιν καὶ βάσανον ὅπου δοκιμάζει ἕνας κολασμένος χριστιανὸς εἰς τὸν ᾅδην, διότι ἔχασεν τὸν Θεὸν καὶ τὰς θεϊκὰς Αὐτοῦ χάριτας καὶ εὐεργεσίας καὶ ἐκέρδισεν μίαν αἰώνιον κόλασιν μὲ τὸ πλήρωμα ὅλων ὁμοῦ τῶν κακῶν, διότι ἤμαρτεν; Ἄχ,ἀδελφέ! καὶ ἂν τὸ ἐκατάλαβες, διατὶ δὲν φοβεῖσαι νὰ μὴ καταδικασθῇς καὶ ἐσὺ εἰς ἐκείνην τὴν κόλασιν διὰ τὰς ἁμαρτίας σου; Διατὶ νὰ μὴ θλίβεσαι καὶ ἐσὺ τώρα θεληματικῶς, στοχαζόμενος πῶς διὰ τὰς ἁμαρτίας σου ἔχασες ὅλα τὰ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ὅλα τὰ φυσικά, καὶ ἔμεινας εἰς ὅλα τὰ παρὰ φύσιν καὶ φθαρτικά της φύσεως κινήματα; Διότι ἡ ἁμαρτία ὅπου ἔπραξες, εἶναι παρὰ φύσιν κίνησις, κατὰ τὸν Θεῖον Μάξιμον. Διατὶ νὰ μὴ λυπῆσαι ὅπου ἔχασες μίαν βασιλείαν αἰώνιον; μίαν χαρὰν ἀνεκλάλητον καὶ ἕναν παράδεισον πανευφρόσυνον;
(ΣΤΕΡΗΣΗ ΘΕΟΥ)
Τί λέγω; Διατὶ νὰ μὴ λυπῆσαι ὅπου ἔχασες Αὐτὸν τὸν ἴδιον Θεόν; Θεὸν ὅπου εἶναι τὸ ἄκρον ἀγαθὸν ἡ αἰώνιος ζωή, ἡ ἀρχὴ καὶ μέση καὶ τέλος τοῦ εἶναι σου; ἤ ὀλίγον ψηφᾷς τὴν τόσην μεγάλην ζημίαν σου; Ἄχ ἀνόητος ὅπου εἶσαι! Ἀλλ’ ὁ προφητάναξ Δαβίδ, ὅπου ἤξευρε τί θέλει νὰ εἰπῇ στέρησις Θεοῦ, ὅταν ἔχασεν τὸν Θεὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας του, δὲν ἔπαυεν ἡμέραν καὶ νύκτα νὰ λυπῆται καὶ νὰ κλαίῃ εἰς ἐκείνους ὅπου τὸν ἔλεγον, ποὺ εἶναι ὁ Θεός σου; «Ἐγενήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτός, ἐν τῷ λέγεσθαί μοι καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ποῦ ἐστὶν ὁ Θεὸς σου;» (Ψαλμ. μα’. 3). Έτσι καὶ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία ἐκυλίετο τριγύρω εἰς τὸν τάφον τοῦ τεθαμμένου καὶ γλυκυτάτου Ἰησοῦ καὶ ἔκλαιεν μὲ μεγάλους θρήνους καὶ ἀναστεναγμούς· καὶ ὅταν ἠρωτήθη ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους διατὶ κλαίει· «γύναι τί κλαίεις;» (Ἰωάν. κ’. 15). Αὐτὴ ἀπεκρίθη, πῶς διὰ τοῦτο κλαίει, διότι ἔχασε τὸν διδάσκαλόν της, τὸν σωτῆρά της, τὸν Κύριόν της· «ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποὺ ἔθηκαν Αὐτὸν» (Ἰωάν. κ’. 13). Τόσην μεγάλην ζημίαν ψηφοῦσιν οἱ ἅγιοι τὴν στέρησιν τοῦ Θεοῦ, τοὺς ὁποίους σπούδαζεν κατὰ τοῦτο νὰ τοὺς μιμηθῇς καὶ ἐσὺ ἀδελφέ.
(ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΛΛΑΓΗΣ)
Κάμε ἀπόφασιν νὰ ἀλλάξῃς τὴν ζωήν σου· ἐντράπου πὼς ὑστερήθης τόσον καιρὸν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὡμολόγησεν ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν τὰς ἁμαρτίας σου· εὐχαρίστησέ Τον διὰ τὴν ἄκραν ὑπομονήν, μὲ τὴν ὁποίαν σὲ ἐπρόσμενεν ἕως τώρα καὶ δὲν σὲ κατεδίκασεν εἰς τὸν ᾅδην· καὶ παρεκάλεσέ Τον, διὰ τὸ θεῖον Αἷμα Του, νὰ θελήσῃ νὰ δοξασθῇ εἰς ἐσέ, ὡς ἀγαθὸς καὶ εὕσπλαγχνος, μὲ τὸ νὰ σὲ συγχωρήσῃ καὶ ὄχι νὰ δοξασθῇ ὡς Δίκαιος, μὲ τὸ νὰ σὲ τιμωρήσῃ· διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατηγόρητος καὶ Δίκαιος εἰς ὅλα τὰ ἔργα Του, ὥστε ὅπου καὶ ἀπὸ τὰς εὐεργεσίας καὶ ἀπὸ τὰς τιμωρίας ὅπου κάμνει, πάντοτε κερδίζει δόξαν, καθὼς τὸ λέγει μόνος περὶ τοῦ Φαραώ, «Καὶ ἐνδοξασθήσομαι ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πάσῃ τῇ στρατιᾷ αὐτοῦ» (Ἐξοδ. ιδ’. 4).
Γ΄. Ἀπελπισίαν τοῦ μέλλοντος.
Συλλογίσου τὴν τρίτην διάθεσιν ὅπου ἔχει ἕνας κολασμένος χριστιανός, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀπελπισία τοῦ μέλλοντος «ταραχθήσονται φόβῳ δεινῷ, καὶ ἐκστήσονται» (Σοφ. ε’ 2).*
* Ὅθεν ἔγραφεν εἰς τὸν ἔπαρχον τῆς Ἀφρικῆς Γεώργιον ὁ Θεοφόρος Μάξιμος περὶ τῆς ἀπελπισίας ταύτης τῶν κολαζομένων, λέγων «Τὶς τὴν ἐγγινομένην αὐτοῖς στενοχωρίαν τῆς ἐπικειμένης κολάσεως, μηδὲ τῆς πρὸς τὸ εὖ ζῇν πάλιν μεταβολῆς ἐκδέχεσθαι προσδοκίαν, ἐξειπεῖν ἑστιν ἱκανός» ;
Αὐτὴ ἡ ἀπελπισία εἶναι ὅπου μὲ τὸ ἄπειρον βάρος τῆς αἰωνιότητος θέλει καταθλίψει εἰς ὅλον τὸ ὕστερον παντελῶς τὰς δυστυχισμένας ψυχὰς τῶν κολαζομένων, ὥστε ὅπου, ἀνίσως ἐκ τοῦ ἐναντίου ἦτο δυνατὸν νὰ φανῇ ἀπὸ κᾀνένα μέρος μία μοναχὴ ἀκτῖνα φίλης ἐλπίδος εἰς ἐκεῖνον τὸν σκοτεινὸν τόπον, καὶ ἂν εὐρίσκετο τινὰς νὰ εὐαγγελίσῃ ἐκείνους τοὺς δυστυχεῖς, πὼς ἔχουν ἕνα ποτὲ καιρὸν νὰ λάβουν ἀπὸ ἐκεῖ μέσα ἐλευθερίαν, μολονότι καὶ αὐτὴ ἡ ἐλευθερία ἔμελλε νὰ γίνῃ ὕστερα ἀπὸ τόσους μυριάδες χρόνους, ὅσαι ἤσαν αἱ σταλαγματιαί τοῦ μεγάλου ἐπὶ Νῶε ἐκείνου κατακλυσμοῦ, μὲ ὅλον τοῦτο ἡ ἐλπὶς τῆς ἐλευθερίας ταύτης, ἤθελεν εἶναι ἀρκετὴ νὰ ξηράνῃ ὅλα τὰ δάκρυα τῶν κολαζομένων· νὰ σβύσῃ ὅλας τὰς φλόγας ἐκείνου τοῦ πυρός· νὰ παύσῃ ἀπὸ ἐκείνους κάθε θρῆνον καὶ ἀναστεναγμὸν καὶ νὰ τοὺς γεμίσῃ ἀπὸ κάθε παρηγορίαν. Αλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φανῇ ἐκεῖ αὐτὴ ἡ ἀκτῖνα τῆς ἐλπίδος, ὄχι, δὲν εἶναι δυνατόν, ἐπειδὴ καὶ ἡ κόλασις ἐκείνη εἶναι αἰώνιος, οἱ βασανισταὶ αἰώνιοι, ἡ ψυχὴ αἰώνιος, ἡ ποινὴ τῆς ἁμαρτίας αἰώνιος, ἡ ἀπόφασις αἰώνιος. Όθεν δὲν μένει ἄλλο παρὰ νὰ ζητοῦν πάντοτε ἐκεῖνοι οἱ τρισάθλιοι τὸν θάνατον καὶ νὰ μὴ τὸν εὑρίσκουσι ποτέ, ποτέ· καθὼς λέγει ὁ Ἰώβ· «οἵ ἱμείρονται τοῦ θανάτου καὶ οὐ τυγχάνουσιν, ἀνορύσσοντες ὥσπερ θησαυρούς, περιχαρεῖς δὲ ἐγένοντο ἐὰν κατατύχωσιν» (γ’. 22). Καὶ θέλουν μὲν καὶ ἀγαποῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ μὴ ὄν, ἀλλὰ δὲν δύνανται· ἐπειδὴ κατὰ τὴν γνώμην τινῶν θεολόγων, οἱ κολαζόμενοι κάλλιον προτιμοῦν νὰ μὴν εἶναι ὁλότελα εἰς ὕπαρξιν παρὰ νὰ ὑπάρχωσι καὶ ἔπειτα νὰ εἶναι μισημένοι ἀπὸ τὸν Θεὸν πάντοτε* ἀλλ’ οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ πλανέσουν τὸν λογισμόν τους ἐκεῖνοι οἱ κολασμένοι, βάλλοντες τάχα εἰς τὸν νοῦν τους μίαν ψευδῆ ὑπόληψιν καὶ ἐλπίδα, πῶς ἔχει νὰ λάβῃ ποτὲ τέλος ἡ κόλασίς των, ὄχι· οὔτε αὐτὴ ἡ ψευδὴς παρηγορία δύναται νὰ γίνῃ εἰς αὐτούς, διότι κατὰ τὸν Ἰὼβ «Ἐλπὶς ἀσεβοῦς ἀπολεῖται» (η’. 13).
* Τοῦτο λέγει Γεώργιος ὁ Κορέσιος ἐν τῷ θεολογικῷ αὐτοῦ.
Όθεν οἱ δυστυχεῖς κολασμένοι ἔχουν πάντοτε νὰ θρηνοῦν καὶ νὰ λέγουν ἐκεῖνα τὰ προφητικὰ «Ἀπόλωλεν ἡ ἐλπὶς ἡμῶν· διαπεφωνήκαμεν» (Ἰεζεκ. λζ’. 11) «καὶ ἡ ψυχὴ ἡμῶν εἰς κενὸν ἤλπισεν» (Ἡσ. κθ’. 8 ). Αλλ’ οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ λησμονήσουν οἱ ταλαίπωροι κἄν δι’ ὁλίγον καιρὸν αὐτὴν τὴν ἀτελεύτητον αἰωνιότητα τῆς κολάσεώς των διότι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θέλει παριστάνει πάντοτε ἐμπρὸς εἰς τὰ ὀμμάτιά τους ἐκεῖνο τὸ οὐδέποτε· ἐκεῖνο τὸ πάντοτε, ἐκεῖνο τὸ ἀτελεύτητον καὶ αἰώνιον, ἐπάνω εἰς τὰ ὁποῖα περιφέρεται ἡ ἀθλιότης των. Καὶ διότι καθὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λείψῃ ἡ παντοδυναμία ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἡ ἄπειρος ἁγιότης καὶ ἀγαθότης Του, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λείψῃ ποτὲ καὶ ἡ τιμωρία τῶν κολαζομένων, οἱ ὁποῖοι ἀντεστάθησαν μὲ τὰς ἁμαρτίας των εἰς αὐτὰς τὰς τελειότητας τοῦ Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο ἔχουν νὰ πολεμοῦνται ἀπὸ αὐτὰς πάντοτε «λαὸς ἐφ’ ὅν παρατέτακται Κύριος ἕως αἰῶνος» (Μαλαχ. α’. 4).
Ώστε ὅπου ἐκεῖνοι οἱ τρισάθλιοι, ἀπὸ τό ἕνα μέρος, κολαζόμενοι μὲ ὅλα τὰ φοβερὰ καὶ μεγάλα βάσανα τῆς κολάσεως, ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο ἔχοντες πάντοτε εἰς τὸν λογισμὸν τοὺς παροῦσαν τὴν ἐνθύμησιν τῆς αἰωνιότητος· ἀπὸ τὰ δύο ὁμοῦ ὄντες βυθισμένοι μέσα εἰς μίαν παντοτεινὴν ἀπελπισίαν δὲν θέλουν δυνηθῆ ποτὲ μὲ τοιαύτην κατάστασιν νὰ ἐνθυμηθοῦν τὸν Θεὸν· διότι ἂν τὸν ἐνθυμοῦντο βέβαια ἤθελαν καὶ νὰ παρηγορηθοῦν, καθὼς λέγει ὁ Δαβὶδ «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ, καὶ εὐφράνθην» (Ψαλμ. ος’. 3).
Εἰ δὲ καὶ δώσωμεν ὅτι ἐνθυμοῦνται τὸν Θεὸν* ἀλλ’ ἡ ἐνθύμησις αὕτη ἔχει νὰ τοὺς προξενῇ ὄχι χαράν, ἀλλὰ θλίψιν περισσοτέραν· διότι τὸν ἐνθυμοῦνται ὄχι μὲ ἐλπίδα πῶς ἔχουν νὰ τὸν ἀπολαύσουν κᾀνένα καιρὸν ποτέ, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Ἱερεμίαν «Ἀπώλετο ἡ ἐλπίς αὐτῶν ἀπὸ Κυρίου» (Θρήν. 18.) ἀλλὰ ἐνθυμοῦνται μόνον τὸν Θεὸν πὼς τὸν ὑστερήθησαν, καὶ πὼς ἔχουν νὰ τὸν ὑστεροῦνται εἰς αἰῶνα αἰῶνος· καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ Θεὸς προλαβὼν ἐξέκοψε τὴν ἐλπίδα τους ταύτην «ἐξέκοψεν ὡς δένδρον τὴν ἐλπίδα μου» (Ἰὼβ ιθ’ 10).
* Τοῦτο φαίνεται νὰ θέλῃ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, (Λόγος, πδ’. σελ. 481).
Τώρα τί λέγεις ἐσὺ ἀδελφὲ εἰς αὐτὰς τὰς ἀληθείας; Τὰς ἐκατάλαβες ποτὲ βαθέως; Συνῆκας ταῦτα πάντα; Ἄχ! καὶ ἐὰν τὰς ἐκατάλαβες καλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν πλέον νὰ γυρίσῃς πάλιν εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ βάλῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς τοιοῦτον φοβερὸν κίνδυνον; Διότι ποῖος ἠξεύρει μήπως ἐκείνη ἡ ἁμαρτία ὅπου μελετᾷς διὰ νὰ κάμῃς εἶναι ἡ ὑστερινή, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς δὲν θέλει σοῦ συγχωρήσει; Ποῖος ἠξεύρει, μήπως δὲν θέλει σὲ ὑπομείνει πλέον ὁ Θεός, ἀλλὰ θέλει κόψει τὴν ζωήν σου καὶ νὰ σὲ καταδικάσῃ εἰς ἐκείνην τὴν αἰώνιον βάσανον, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν εἶναι ἐλπίδα νὰ γλυτώσῃς οὐδέποτε; Τώρα συμβουλεύσου ὀλίγον μὲ τὸν ἑαυτόν σου ἀγαπητέ, ἀνίσως καὶ ἔχῃς δύναμιν νὰ βαστάσῃς τόσον φορτίον ἀνυπόφορον καὶ παντοτεινὸν· διότι ἀνίσως καὶ ἡ τιμωρία μόνον ἑνὸς κολασμένου ἤθελε διαμερισθῇ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅπου ζοῦν τὴν σήμερον εἶναι ἀρκετὴ νὰ τοὺς κάμῃ ὅλους ν’ ἀποθάνουν, πῶς ἐσὺ δὲν φοβεῖσαι νὰ πάρῃς ὅλην αὐτὴν τὴν τιμωρίαν ἐπάνω σου;
Τώρα εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ἀπομένει πάντοτε εἰς ἐσένα κάποια ἐλπίδα, πῶς ἔχει νὰ σὲ σώσῃ τὸ ἔλεος καὶ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τοῦτο λαμβάνεις παρηγορίαν εἰς τὴν ψυχήν σου, ἀλλὰ τότε ὅπου ἔχει νὰ σηκωθῇ ἀπὸ ἐσένα κάθε ἐλπίδα σωτηρίας, ὡσὰν ἀνεμοστρόφυλλον, «ᾤχετο ἡ ἐλπὶς ὥσπερ πνεῦμα», (Ἰώβ. λ’. 15) πῶς θέλεις ὑπομείνει ἄθλιε μίαν τοιαύτην ἀπαρηγόρητον καὶ παντοτεινὴν ἀπελπισίαν; Τώρα εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ἔχεις ἐλπίδα, ὅτι κάθε συμφορά σου ἔχει νὰ περάσῃ καὶ διὰ τοῦτο παρηγορῆσαι χάριν παραδείγματος· ἔχεις ἐλπίδα πὼς θέλει περάσει ἡ πτωχεία ὅπου πάσχεις· αἱ ἀτιμίαι καὶ αἱ ὕβρεις ὅπου σοῦ εἰποῦν τινές· αἱ ἀσθένειαι ὅπου σὲ δαμάζουν, ὁ κανόνας τῆς μετανοίας ὅπου λάβῃς ἀπὸ τὸν πνευματικὸν καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν τὸ βάρος κάθε σου κακουχίας.
Αλλὰ τότε πῶς θέλεις ὑπομείνει ἕνα πῦρ ὅπου δὲν εἶναι ἐλπίδα νὰ περάσῃ ποτέ; Πῶς θέλεις ὑπομείνει ἕνα κανόνα ὁ ὁποῖος θέλει εἶναι τὸ νὰ εὑρίσκεσαι διὰ πάντα εἰς μίαν φλογερὰν κλίνην, εἰς καιρὸν ὅπου τὸ νὰ εὑρίσκεσαι ἕνα μόνον χρόνον εἰς ἕνα κρεββάτι ἀπὸ ῥόδα χωρὶς νὰ ἠμπορῇς ποτὲ νὰ γυρίσῃς τὸ ἄλλο πλευρόν, εἶναι μία ἀνυπόφορος βάσανος; Πῶς θέλεις ὑπομείνει μίαν τοιαύτην τιμωρίαν τὸ νὰ στέκῃς αἰωνίως ὑποκάτω εἰς τοὺς ἐχθρούς σου δαίμονας καὶ νὰ βασανίζεσαι πάντοτε ἀπ’ αὐτοὺς χωρὶς νὰ ἠμπορῇς ποτὲ νὰ τοὺς ἐκδικηθῇς; Μεγάλο θαῦμα! Διότι ἂν αὐτὴ ἡ τόσον μεγάλη ταλαιπωρία ἤθελεν εἶναι μόνον βεβαιουμένη ἀπὸ τὸν λόγον τινὸς σοφοῦ, βέβαια κάθε φρόνιμος ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ φοβῆται καὶ νὰ ἐπιμελῆται ὅσὸν εἶναι δυνατὸν διὰ νὰ μὴ πέσῃ εἰς αὐτήν. Καὶ τώρα ὅπου αὐτὴ εἶναι βεβαιωμένη ἀπὸ τὴν ἰδίαν αὐτοσοφίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τόσους προφήτας καὶ Ἀποστόλους, πῶς ἐσὺ ταλαίπωρε δὲν τὴν φοβεῖσαι; Πῶς δὲν βάνης τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἀσφάλειαν μακραίνοντας ὅσον εἶναι δυνατὸν ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, διὰ νὰ μὴν ἐγκρεμνισθῇς εἰς ἐκείνην τὴν ἄβυσσον τῆς κολάσεως, ἡ ὁποία εἶναι τόσον βεβαία, καὶ τόσον ἀληθινὴ ὅσον εἶναι βεβαία ἡ ἁγία πίστις ἡμῶν καὶ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς Αὐτὸς ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος εἰς χίλια μέρη τῶν Γραφῶν λέγει δι’αὐτήν;
Λοιπόν αὐτὸν τὸν φόβον πρέπει νὰ ἔχῃς πάντοτε εἰς τὴν καρδίαν σου ἀγαπητέ, ὄχι μὲ ἀφροσύνην καὶ χωρὶς κανένα καρπὸν πνευματικόν, καθὼς γέγραπται,«οὐχ ὁ φόβος σου ἐστὶν ἐν ἀφροσύνῃ; (Ἰὼβ δ’ .6) ἀλλὰ νὰ τὸν ἔχῃς διὰ νὰ σὲ ἐξυπνᾷ πάντοτε εἰς τὸ νὰ κάνῃς τὸ καλόν, καὶ νὰ ἀποφεύγης τὴν ἁμαρτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν μόνην ἔγινεν ἡ κόλασις. Ὅθεν βδελύξου ἐξ ὅλης σου καρδίας αὐτὸ τὸ τέρας, ὅπου εἶναι χειρότερον ἀπὸ τὴν ἰδίαν κόλασιν, δηλ. τὴν θανάσιμον ἁμαρτίαν καὶ αἰσχύνθητι πὼς τῆς ἔδωκες κατοικίαν εἰς τὴν ψυχήν σου, μετρῶντας τόσον ὀλίγον ἕνα τοιοῦτον κακόν, ὅπου ὁ Θεὸς τὸ κολάζει αἰωνίως μὲ τόσον πῦρ.
Ἔλεγξε εἰς τὸν ἱδιον ἑαυτόν σου τὴν πονηρίαν σου· καὶ ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἔκλαυσε διὰ τὴν ἁμαρτίαν μὲ δάκρυα καὶ θρόμβους αἵματος εἰς τὸν κῆπον «ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντος ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. κβ’ 44), παρακάλεσέ Τον νὰ σὲ ἀξιώσῃ νὰ ἠμπορέσῃς καὶ σὺ τώρα νὰ κλαύσῃς δι’ αὐτὴν μὲ δάκρυα μετανοίας καὶ νὰ τὴν ἀποστραφῇς ἀξίως, καὶ καθὼς πρέπει εἰς ταύτην τὴν ζωὴν μὲ ἐλπίδα ἐλέους καὶ σωτηρίας· διὰ νὰ μὴν ἔχῃς νὰ τὴν ἀποστρέφεσαι, καὶ νὰ τὴν βδελύττεσαι μὲ αἰώνιον ἀπελπισίαν εἰς τὴν ἄλλην· «ἐπὶ σοὶ Κύριε ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. λ’. 1).