Σήμερα εἶναι Χριστούγεννα. Τί σημαίνει αὐτή ἡ Μητρόπολις τῶν ἀρετῶν, γιά τήν δική μου ζωή; Ἕνας Θεός γίνεται ἄνθρωπος, χωρίς νά παύσει νά εἶναι καί Θεός. Ἐνδύεται ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη στολή, τήν ἀνθρώπινη φύσι, χωρίς νά ἔχει τήν παραμικρή κλίσι πρός τήν ἁμαρτία ἤ τούς κακούς λογισμούς. Ἦτο ταυτόχρονα καί Θεός καί ἦτο ἀδιανόητον νά συγκοινωνεῖ καί μέ κατώτερες ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες καί σκέψεις.
Εἶναι τό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο πλᾶσμα, ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν προῆλθε ἀπό τό γένος τῶν πρωτοπλάστων. Ἔγινε ἄνθρωπος, χωρίς νά ἔχει ἐπίγειο πατέρα. Καί πῶς συνελήφθη στήν κοιλία τῆς Μητέρας Του; Θαῦμα μέγα τοῖς ἀνθρώποις καί τοῖς ἀγγέλοις ἄγνωστον, ἀνεξήγητον καί πρωτοφανές! Ἰδού τό μέγα Μυστήριον τῆς θείας τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως. Κατέβηκε στήν γῆ, ἀκολουθώντας τήν γνωστή βιολογική τοῦ ἀνθρώπου γέννησι καί ἀνάπτυξι. Ἐγένετο μωρόν, ὅμοιον μέ τά ἄλλα μωρά. Ἐθήλασε ἀπό τά στήθη τῆς Μητέρας του, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἐγνώρισε ἄνδρα. Ἀπό τήν ἡλικία ἀκόμη τῶν 12 ἐτῶν, ἀποκαλύπτει ἐνώπιον τῶν ραββίνων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τήν θεϊκή του φύσι. Ὁμιλεῖ ὡς τέκνον τοῦ Οὐρανίου Πατρός του, στό σπίτι τοῦ Ὁποίου ἐκάθισε καί ἐφίμωσε τά στόματα τῶν γραμματοδιδασκάλων τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου. Ἀλλά ἀπεκάλυψε καί στήν Μητέρα του, ἡ ὁποία μέ τόν Ἰωσήφ τόν ἔψαχνε ἐπί τρεῖς ἡμέρες, ὅτι εἶναι στὸ Σπίτι τοῦ Πατέρα του.
Σίγουρα ἡ Μητέρα του, ἐγνώριζε ἀφ᾿ ὅτου ἀκόμη ἄρχισε νά κυοφορεῖ ἕνα τέτοιο Βρέφος στήν κοιλία της, χωρίς τήν συνάντησι μέ ἄνδρα, ὅτι ἄρχισαν νά ἐπιτελοῦνται μέσῳ Αὐτῆς μεγάλα καί ὑπερφυῆ γεγονότα! Τά κρατοῦσε μυστικά μέσα της, διότι εἶχε μεγάλη ταπείνωσι. Ἀπό τήν ἀπάντησι πού ἔδωσε στόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου: Γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου..», σημαίνει ὅτι ὑποτάχθηκε τελείως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔτρεξε νά ἀνακοινώσει σέ φίλες καί γειτόνισσες ὅτι κυοφορεῖ ἕνα παράξενο πλάσμα, καί μάλιστα χωρίς τήν συνουσία ἀνδρός! Ἦτο καί ἡ ἴδια σιωπηλή καί κατάπληκτη μέ τά ὅσα ζοῦσε. Καί φυσικά δέν ἠμποροῦσε νά δώσει οὔτε γιά τόν ἑαυτό της τίς κατάλληλες ἐξηγήσεις γιά τό τί θά γίνει αὔριο καί τί ἑτοιμάζει ὁ Θεός, μέσῳ αὐτοῦ τοῦ Πλάσματος, πού ἀπό τήν κυοφορία του ἀκόμη ἦτο ταυτόχρονα Ἄνθρωπος καί Θεός.
Καθημερινά ἡ Θεοτόκος Μητέρα του γινόταν γνώστης καί μέτοχος ὑπερφυσικῶν σημείων καί γεγονότων. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός τῆς κυοφορίας της, τόσο περισσότερο ἐταπεινοῦτο, διότι συνεχῶς εὑρισκόταν ἐνώπιον φοβερῶν σημείων. Τῆς ἦτο σιωπηλά μέσα της ἀπηγορευμένο νά ὁμιλεῖ γιά ὅλα αὐτά, διότι δέν συνέβαιναν μέ κάποια δική της πρωτοβουλία ἤ ἱκανότητα. Κρατοῦσε τήν σιωπή, ἀλλά ζοῦσε μέσα της σάν μοναδικές ἐμπειρίες τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν πλέον δικό της Παιδί. Τό ἀγαποῦσε μέ στοργή, ὅπως κάθε φυσική μάννα. Ταυτόχρονα ὅμως καί τό σεβόταν καί τό ἄκουγε, διότι εἶχε γνωρίσει ὅτι τό Πλᾶσμα αὐτό εἶναι κάτι διαφορετικό. Ἔχει κάτι τό ἀλλοιώτικο ἐπάνω του. Τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἦταν πάντοτε λουσμένο ἀπό τήν Θεία Χάρι, ἐνῶ ἀπό τό πρόσωπό του, πού ἦταν πάντοτε φωτισμένο, ἐξεπέμπετο θεία λάμψις, πού ἀκτινοβολοῦσε καί στούς γύρω του.
Τί σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἦλθε στήν πολυστένακτη γῆ μας καί συνανεστράφη μαζί μας; Κατ᾿ ἀρχήν σημαίνει ὅτι ἡ γῆ μας ἀξιώνεται νά φιλοξενήσει γιά λίγα χρόνια, μόλις 33, τόν Δημιουργόν της, ὡς Θεάνθρωπο. Ὁ Χριστός ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ, Συνάναρχος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι Ἕνας Θεός προαιώνιος, πού ἠθέλησε νά ἐπικοινωνήσει πιό ζωντανά καί φιλικά μέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Εἶναι ἡ πρώτη καί τελευταία φορά στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅπου ὁ Θεός καί Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος, χωρίς νά χάση τήν προαιώνια θεϊκή του δόξα, ἔρχεται μέ ἀνθρώπινη μορφή ἀνάμεσά μας. Δέν ταπεινώθηκε, ὅπως λέγουν διάφοροι ποιητές κυρίως, διότι ὁ Θεός εἶναι τό πλήρωμα τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀληθείας. Δέν ἦτο πρίν Μέγας καί μετά σάν ἄνθρωπος ἔπαυσε νά εἶναι τοιοῦτος. Παρέμεινε μέγας ὄχι πλέον σάν Θεός, οὔτε σάν ἄνθρωπος, ἀλλά σάν Θεάνθρωπος. Ὡς Θεάνθρωπος, διατηροῦσε μέσα του καί τίς δύο φύσεις του, πού χωρίς νά συγχέεται ἡ μία μέ τήν ἄλλη στήν κατάλληλη στιγμή ἐνεργοῦσαν, πότε ἡ μία καί πότε ἡ ἄλλη σύμφωνα μέ τό θεῖο θέλημά του. Ὁ Χριστός εἶχε καί τό ἀνθρώπινο καί τό θεῖο θέλημα, ἀλλά πάντοτε τό ἀνθρώπινο θέλημα του ὑποτασσόταν στό θεῖο, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἦτο Θεός καί ὅλα τά ἔργα του, ἔπρεπε νά γίνωνται κατά Θεόν.
Τί ἄλλο σημαίνει ἡ παρουσία του στήν γῆ μας; Γιά τήν δική μου τήν ζωή ὁ Χριστός εἶναι τό Πρόσωπο πού μέ ἀγάπησε, χωρίς ἐγώ νά Τόν γνωρίζω, οὔτε πολλῶ μᾶλλον νά τό ἀξίζω. Τί σημαίνει μέ ἀγάπησε; Χωρίς τόν Χριστό θά ἤμουν ἕνας θνητός ἄνθρωπος, πού ἐπάνω μου θά κουβαλοῦσα σάν φορτίο δυσβάστακτο τήν σάρκα μου. Αὐτή ἡ σάρκα μου θά μοῦ ἦταν ἀνυπόφορο νά τήν ὑπομείνω, διότι θά μέ βασάνιζαν τά πάθη μου, οἱ ἁμαρτίες μου καί ὅλα τά ἐπίγεια βάσανά μου. Θά ζητοῦσα τήν λύτρωσι ἀπ᾿ αὐτό τό φορτίο. Θά ἐπιθυμοῦσα τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἐνοχές μου. Θά ἤθελα, ὅπως συνήθως λέγομεν στήν γλῶσσα μας, νά ἰδῶ μία ἄσπρη ἡμέρα. Νά ἀποτινάξω διά παντός αὐτό τό φορτίο τῆς θνητότητος καί τοῦ ἁμαρτωλοῦ μου βίου. Ποῦ νά τό πετάξω; Καί ποιός θά μέ βοηθήσει; Ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, εἶχαν ὁ καθένας νά κλαύσει γιά τόν δικό του τόν νεκρό, τό δικό του τό φορτίο νά ξεφορτώσει.
Ἐδῶ λοιπόν, ἦλθε ὁ Χριστός, τήν ὥρα καί τόν καιρό πού εἶχε ὁρίσει ἡ Θεία Πρόνοια, διά νά μᾶς ἀποσύρει αὐτό τό φορτίο καί νά μᾶς καθαρίσει ἀπό τόν ὀχετό τῶν ἀκαθαρσιῶν μας.
Ἔτσι ὁ Χριστός μας εἶναι γιά τόν καθένας μας ὁ ἀκούραστος καί φιλάνθρωπος ἀχθοφόρος τῶν προβλημάτων καί ἁμαρτιῶν τῆς ζωῆς μας! Πόσα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι εἴμεθα; Τόσα ἐκατομμύρια ἀχθοφόροι μᾶς χρειάζονται γιά νά μᾶς ἀπαλλάξουν ἀπό τά φορτία μας καί νά μᾶς μεταφέρουν στήν ἀντίπερα ὄχθη, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος». Ἀλλά ὁ Χριστός εἶναι μόνον Ἕνας Ἀχθοφόρος! Καί ὅμως ἐπαρκεῖ καί περισσεύει γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει ὅλους ἀπό τά φορτία μας, νά μᾶς δέσει τίς πληγές καί νά μᾶς μεταφέρει στήν ἄλλη ὄχθη, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Αὐτό τό ἔργο ἔκανε ὁ Χριστός, ὄχι μόνο γιά μένα, ἀλλά γιά τά ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπίστευσαν. Ἀκολούθησαν Αὐτόν καί τήν Ἐκκλησία Του καί τόν ἀγάπησαν περισσότερο κι ἀπό τόν ἑαυτό τους. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι τά νέα τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, τά ὁποῖα θά εἶναι καί τά τέκνα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας του.
Ὁ Χριστός δέν μᾶς ὑποσχέθηκε μόνον ὅτι θά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τίς ἐνοχές καί τίς ἁμαρτίες μας, ὅπως εἶπε: «Δεῦτε πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς», ἀλλά καί θά μᾶς χαρίσει καί τήν αἰώνια ζωή κοντά του. Ἔτσι ἡ ζωή μας ἀποκτᾶ ὄχι μόνο περιεχόμενο, δηλαδή γίνεται ἐνθεωτική καί χριστοκεντρική ζωή, ἀλλά καί γίνεται αἰώνια, ἀθάνατη, κεχαριτωμένη, φωτεινή καί ἁγία μέσα στούς Κόλπους τοῦ Νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ.
Μένομεν ἐκστατικοί, κάθε φορά πού τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, δονοῦν τά αὐτιά μας μ᾿ αὐτές τίς πανυπερθαύμαστες ἀλήθειες τῆς Πίστεώς μας. Ἀποροῦμεν πάντες, ὅσοι ζητοῦμε νά διερμηνεύσωμεν τό μέγα Μυστήριο τῆς Φιλανθρωπίας τοῦ Ἰησοῦ μας. Κινοῦμε τό κεφάλι μας εὐλαβικά καί συγκαταβατικά, ἀρνούμενοι νά πλησιάσωμεν μέ τήν πτωχή καί ἄθλια λογική μας αὐτό τά θεῖα μεγαλεῖα!
Σ᾿ εὐχαριστῶ ἐρασμιώτατε Ἰησοῦ, Πατέρα τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν πορνῶν καί τῶν κακοποιῶν δι᾿ αὐτή τήν ἀπεριόριστη καί ἀπροσδιόριστη ἀγάπη σου. Ἐφόρεσες τήν δική μου φορεσιά, τήν δική μου ἀνθρώπινη στραπατσαρισμένη μορφή, μόνον ἀπό ἀγάπη. Ἐζήτησες καί, ὅσο ζῆ ὁ κόσμος, θά ἀναζητεῖς τόν ἄνθρωπο, τό χαμένο πρόβατο, γιά νά τοῦ χαρίσεις τήν αἰώνια, θεοκόσμητη καί ὁλόφωτη φορεσιά, πού εἶναι ἡ φωτόλουστος Χάρις τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος.
Σ᾿ εὐχαριστῶ Γλυκέ μου καί ἀχόρταστε Νυμφίε τῆς Ψυχῆς μου διά τήν ἀγάπη σου. Πόσο θά ἤθελα, ἄν τό εὐλογοῦσες καί Ἐσύ, νά ἀποθάνω διά τήν ἀγάπη Σου! Δέν ἔχω κάτι νά σοῦ δώσω! Πιστεύω ὅτι σοῦ τά ἔχω δώσει ὅλα! Ὅλα καί γιά πάντα σέ Σένα. Πάρε τό θέλημά μου καί κόψε του τά ἀγκάθια τοῦ ἐγωϊσμοῦ μου, τά ὁποῖα ἐνίοτε βαθειά σέ κεντοῦν. Πάρε τήν καρδιά μου καί σκόρπισε μακράν τά σκοτάδια της καί ἀπάλλαξέ την ἀπό τά βάσανά της. Ὅταν σέ πληγώνω, ἀμέσως τό ἀντιλαμβάνομαι καί σοῦ λέγω μυστικά: «Κάνε λίγη ὑπομονή Χριστέ μου. Θά πάω στήν ἐξομολόγησι. Θά μέ θεραπεύσεις καί ἀμέσως ἡ Χάρις σου πάλι θά μέ ἀγκαλιάσει καί φιλικά μέσα μου θά κατασκηνώσει. Πάρε τά πόδια μου Δέσποτα, καί ὁδήγησέ τα, ὅπου ἐσύ νομίζεις, ἀρκεῖ κάθε πορεία μου νά γίνεται γιά τήν δική σου δόξα καί τήν σωτηρία τῶν Ἀδελφῶν μου, τούς ὁποίους ἀγάπησες, περισσότερο κι ἀπό τήν ζωή σου.
Χριστέ μου, σέ ἀγκαλιάζω θερμότατα. Ἐξίσταμαι κάθε φορά, πού μετά ἀπό πολύωρη προσευχή, σέ νοιώθω τόσο κοντά. Νομίζω ὅτι σέ φιλῶ. Γι᾿ αὐτό καί σφίγγω τά χέρια μου σάν ἀγκαλιά. Νομίζω ὅτι πραγματικά σέ ἀγκάλιασα σάν ἄνθρωπο. Ἄρα γε, πότε θά σέ ἀγκαλιάσω ἀληθινά σάν Ἄνθρωπο; Θά δεχθῆς τήν ἀγκαλιά ἑνός ἀθλίου καί ἁμαρτωλοῦ παιδιοῦ σου;
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 25-12-2018
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου