Ο Θεός έχει πολλών ειδών φάρμακα για τη σωτηρία μας. Στον καθένα δίνει ό,τι του χρειάζεται. Γιατί, όλοι χρειαζόμαστε κάποιο φάρμακο. «Ποιος θα καυχηθεί πως έχει αγνή την καρδιά; Ή ποιος θα πει θαρρετά πως είναι καθαρός από αμαρτίες;» (Παροιμ. 20:9). Δεν υπάρχει άνθρωπος αναμάρτητος. Κι αν μου πεις ότι ο τάδε είναι δίκαιος, είναι σπλαχνικός, είναι φιλάνθρωπος, θα συμφωνήσω. Δεν μπορεί, όμως, να μην έχει και κάποιο ελάττωμα. Ή από την κενοδοξία θα νικιέται ή από την κακολογία ή από κάτι άλλο. Ένας κάνει ελεημοσύνες, αλλά δεν είναι αγνός. Άλλος είναι αγνός, αλλά δεν κάνει ελεημοσύνες. Ο ένας έχει τη μία αρετή και ο άλλος την άλλη. Ο Φαρισαίος νήστευε, προσευχόταν, δεν αδικούσε κανέναν, τηρούσε το νόμο. Είχε όμως αλαζονεία. Έτσι καταδικάστηκε από τον Κύριο, γιατί η αλαζονεία τον ζημίωσε περισσότερο απ’ όσο θα τον ζημίωναν όλες οι άλλες αμαρτίες μαζί.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, άνθρωπος απόλυτα δίκαιος, απόλυτα ενάρετος, απόλυτα καθαρός από αμαρτία. Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει αμαρτωλός άνθρωπος που να μην έχει κι ένα μικρό, έστω, καλό. Κάποιος, λ.χ., κάνει αρπαγές και καταστροφές. Μερικές φορές όμως, δείχνει καλοσύνη, βοηθάει έναν άνθρωπο, λυπάται για το κακό.
Ποιος ήταν σκληρότερος από τον άρπαγα βασιλιά Αχαάβ; Και όμως, ακόμα κι αυτός ένιωσε κάποτε συντριβή και κατάνυξη. Ποιος ήταν χειρότερος από τον φιλάργυρο και προδότη Ιούδα; Και όμως, ακόμα κι αυτός, μετά την προδοσία του, είπε: «Αμάρτησα, γιατί έστειλα στο θάνατο έναν αθώο» (Ματθ. 27:4).
Στη ζωή αυτή εφαρμόζεται σ’ όλους ο νόμος της ανταποδόσεως. Γι’ αυτό οι ενάρετοι δοκιμάζουν θλίψεις. Γι’ αυτό οι άδικοι απολαμβάνουν αγαθά. Οι πρώτοι τιμωρούνται εδώ για τις λίγες αμαρτίες τους, κι έτσι δεν θα στερηθούν τον παράδεισο. Οι δεύτεροι αμείβονται εδώ για τις λίγες καλές τους πράξεις, και θα τιμωρούνται αιώνια για την πολλή κακία τους.
Όταν υποφέρουμε άδικα, πρέπει να ξέρουμε ότι αυτό συμβαίνει με παραχώρηση του Θεού, είτε για να ξεχρεώσουμε αμαρτίες είτε για να πάρουμε στεφάνια. Ο βασιλιάς Δαβίδ, όταν ο Σεμεΐ τον έλουζε με βρισιές και κατάρες, δεν άφησε κανένα να τον πειράξει. «Αφήστε τον», είπε, «να με βρίζει, για να δει ο Κύριος την ταπείνωσή μου και να μου ανταποδώσει καλό για τις κατάρες που δέχομαι σήμερα» (Β’ Βασ. 16:11-12). Και για τον ακόλαστο εκείνο Κορίνθιο τι είπε ο απόστολος Παύλος; «Να παραδοθεί στο σατανά, για να του αφανίσει το σώμα και να σωθεί έτσι η ψυχή του» (Α’ Κορ. 5:5). Αλλά και ο φτωχός Λάζαρος της ευαγγελικής παραβολής γι’ αυτόν το λόγο πήγε στον τόπο της ευφροσύνης, επειδή υπέφερε τόσα και τόσα στη ζωή του.
Πολλοί νομίζουν πως είναι οπωσδήποτε αμαρτωλός εκείνος που υποφέρει. Υποθέτουν, ανόητα όμως και αβάσιμα, πως οι συμφορές έρχονται πάντα σαν τιμωρία για την παράβαση του θείου νόμου. Αυτό έγινε στη περίπτωση του δίκαιου και πολυβασανισμένου Ιώβ. Οι τρεις φίλοι του, που τον επισκέφθηκαν στη διάρκεια της δοκιμασίας του, μολονότι δεν ήξεραν καμιάν αμαρτία του, του έλεγαν: «Δεν είναι μεγάλη η κακία σου και ανυπολόγιστες οι αμαρτίες σου;» (Ιώβ 22:5).
Μα κι ο Σεμεΐ, που ανέφερα πιο πριν, γιατί έβριζε τον Δαβίδ; Επειδή τότε είχε επαναστατήσει εναντίον του βασιλιά ο γιος του Αβεσσαλώμ. Καθώς, λοιπόν, προσπαθούσε να ξεφύγει από τους ανθρώπους του γιου του, που τον καταδίωκαν για να τον εξοντώσουν, ο Δαβίδ συνάντησε τον Σεμεΐ. Κι εκείνος νόμιζε πως ο βασιλιάς, για να βρεθεί σ’ αυτή τη δοκιμασία, ήταν φονιάς. Να γιατί άρχισε να τον βρίζει και να τον καταριέται.
Κάτι παρόμοιο έγινε και με τον απόστολο Παύλο, όταν βρέθηκε στο νησί Μελίτη, μετά το ναυάγιο του πλοίου που τον μετέφερε στη Ρώμη. Μια οχιά τον δάγκωσε τότε στο χέρι. Οι κάτοικοι του νησιού, βλέποντας το ερπετό να κρέμεται από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Οπωσδήποτε φονιάς είναι ο άνθρωπος. αυτός. Σώθηκε από τη θάλασσα, αλλά η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζήσει» (Πραξ. 28:4).
Από το βιβλίο: ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Α’. Από τις Ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Έκδοση τέταρτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 20.