Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ: πᾶς ὁ ἀποκτείνας Κάιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει

 

Πατερικά

ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ:

πᾶς ὁ ἀποκτείνας Κάιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει

Γέν. 4, 15. καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος ὁ θεός Οὐχ οὕτως· πᾶς ὁ ἀποκτείνας Κάιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει. καὶ ἔθετο Κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ Κάιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν.

    Και κατά τα άλλα βλέπω πάντοτε μ’ ευχαρίστησιν τα αγαθά παιδιά, δια την σταθερότητα των ηθών που υπερβαίνει τα μέτρα της ηλικίας των και δια την οικειότητα προς την ευλάβειάν σου, από την οποίαν είναι δυνατόν να περιμένωμεν μεγάλα πράγματα από αυτούς· αλλ’ όταν τους είδα να με πλησιάζουν με γράμμα σου, διπλασίασα την προς αυτούς αγάπην μου. Όταν δε ανέγνωσα την επιστολή και είδα εις αυτήν αφ’ ενός μεν την προνοητικήν διάθεσίν σου προς τας Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε την επιμέλεια εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών, ευχαρίστησα τον Κύριον και ευχήθη τα αγαθά εις αυτούς που μας φέρουν τέτοια γράμματα και πριν από αυτούς εις εκείνον που μας έγραψεν.

Εζήτησες την ερμηνεία του πολυθρυλήτου εκείνου χωρίου που περιφέρεται από όλους άνω και κάτω, του· «πας ο αποκτείνας Κάιν επτά εκδικούμενα παραλύσει». Με αυτό κατ’ αρχάς συνεστήθης εις ημάς ως ακριβής τηρητής της πα­ραγγελίας που έδωσεν ο Παύλος εις τον Τιμόθεον —διότι είναι φανερόν ότι είσαι προσεκτικός εις την ανάγνωσιν—· έπειτα δε ανέστησες και ημάς τους γέροντας και ναρκωμένους ήδη από τον χρόνον και την ασθένειαν του σώματος και το πλήθος των θλίψεων που τώρα κινηθείσαι εις μεγάλον αριθμόν εβάρυναν την ζωήν μας, και με το θερμόν σου πνεύμα επανέφερες ημάς τους κατεψυγμένους σαν τα ναρκωμένα εις την φωλεάν των ζώα, εις κάποιαν εγρήγορσιν και εις ζωτικήν ενέργειαν.

Είναι δε δυνατόν και με εντελώς απλούν τρόπον να νοηθή και επεξειργασμένην ερμηνείαν να δεχθή. Η δε απλουστέρα έννοιά του, που ημπορεί να παρουσιασθή προχείρως εις τον καθένα είναι αυτή· ότι πρέπει ο Κάιν να δώση επταπλασίαν τιμωρίαν δι’ όσα ημάρτησε. Διότι δεν είναι ίδιον δικαίου κριτού να ορίζη τας ανταποδόσεις ίσας προς ίσας, άλλ’ είναι ανάγ­κη εκείνος που ήρχισε πρώτος το κακόν να αποτίση τα οφειλόμενα μαζί με κάτι πρόσθετον, εάν πρόκηται και αυτός να γίνη καλύτερος με τας τιμωρίας και τους άλλους να καταστήση σωφρονεστέρους με το παράδειγμα. Λοιπόν, επειδή ωρίσθη δια τον Κάιν να πληρώση επτά φοράς την ποινήν δια την αμαρτίαν του, εκείνος που θα τον φονεύση θα εξαφανίση, λέγει, αυτήν την καταδικαστικήν απόφασιν της θείας κρίσεως. Αυτή είναι η έννοια που παρουσιάζεται εις την σκέψιν μας από πρώτην ανάγνωσιν.

Επειδή δε η διάνοια των φιλοπονωτέρων αναγνωστών έχει την συνήθειαν να ερευνά τα βάθη, ζητεί να μάθη πως ικα­νοποιείται το δίκαιον εις το «επτάκις» και τι είναι «τα εκδικούμενα», δηλαδή επτά είναι αι αμαρτίαι ή ένα μεν είναι το αμάρτημα, επτά δε αι τιμωρίαι δια το ένα; Πάντοτε βεβαίως η Γρα­φή καθορίζει εις επτά τον αριθμόν των αμαρτημάτων. Ούτω· «ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός και αφήσω αυτώ; Έως επτάκις;» λέγει ο Πέτρος προς τον Κύριον. Έπειτα έρχεται η απόκρισις του Κυρίου· «Ου λέγω έως επτάκις, αλλ’ έως εβδομηκοντάκις επτά».

Ούτω ο Κύριος δεν μετέβη εις άλλον αριθμόν, αλλά έθεσε το όριον της αφέσεως εις τον αριθμόν που προέκυψε δια του πολλαπλασιασμού του επτά. Ο Εβραίος ηλευθερώνετο από την δουλείαν μετά επτά έτη. Επτά δε εβδομάδες ετών έκαμαν το ονομαστόν ιωβηλαίον τα παλαιά χρόνια, κατά το οποίον η γη έμενεν εις αγρανάπαυσιν, κατηργούντο τα χρέη, εγίνετο απαλλαγή από την δουλείαν και ούτως ειπείν εγκαθίστατο ένας νέος βίος από την αρχήν, ενώ ο παλαιός κατά κάποιον τρόπον ετερματίζετο εις τον εβδοματικόν αριθμόν.

Αυτά δε είναι τύποι του παρόντος αιώνος, ο οποίος μας προσπέρνα εκτυλισσόμενος εις κύκλους επτά ημερών και εις τον οποίον γίνονται αι πλήρωμαι δια τα μετριώτερα αμαρτή­ματα, κατά την φιλάνθρωπον επιμέλειαν του αγαθού Δεσπό­του να μη παραδοθώμεν εις τον απέραντον αιώνα προς τιμωρί­αν. Το μεν επτάκις λοιπόν χρησιμοποιείται λόγω της συγγένειας του επτά με τον κόσμον τούτον, καθ’ όσον οι φιλόκοσμοι άν­θρωποι πρέπει να τιμωρώνται ειδικώς βάσει των πραγμάτων χάριν των οποίων εξέλεξαν την πονηριάν. «Εκδικούμενα» δε, εάν ειπής τα αμαρτήματα του Κάιν, θα εύρης επτά· εάν θεωρήσης τα υπό του κριτού εις βάρος του ορισθέντα, και πάλιν δεν θα αποτύχης της έννοιας.

Λοιπόν με­ταξύ των τολμημάτων του Κάιν πρώτον αμάρτημα είναι ο φθόνος δια την προτίμησιν του Άβελ· το δεύτερον ο δόλος με τον οποίον συνεζήτησε προς τον αδελφόν, επιών, «διέλθωμεν εις το πεδίον»· τρίτον ο φόνος, ένα πρόσθετον κακόν τέταρτον το ότι είναι αδελφοκτονία, η μεγαλυτέρα παρανομία· πέμπτον ότι ο Κάιν υπήρξεν ο πρώτος εις την ιστορίαν φονεύς και άφησε παράδειγμα εις την ανθρωπότητα· έκτον αδίκημα ότι επροξένησε πένθος εις τους γονείς· έβδομον ότι εψεύσθη εις τον Θεόν. Διότι ερωτηθείς, «που Αβελ ο αδελφός σου;» είπεν «ουκ οίδα».

Επτά λοιπόν ανομήματα προς εξιλέωσιν κατηργήθησαν με την εκτέλεσιν του Κάιν.

Επειδή είπεν ο Κύ­ριος ότι «επικατάρατος είναι η γη, η οποία ήνοιξε δια να δεχθή το αίμα του αδελφού σου» και· «θα σύρεσαι εις την γην στενάζων και τρέμων», ο Κάιν λέγει· «εάν με εκβάλης σήμερα από την γην, θα κρυβώ από την όψιν σου και θα είμαι στενάζων και τρέμων επί της γης και οποιοσδήποτε με εύρη θα με φονεύση». Εις αυτό λοιπόν λέγει ο Κύριος· «όχι ούτως· οποίος φονεύση τον Κάιν θα καταργήση επτά ανομήματα προς εξιλέωσιν». Επειδή δηλαδή ο Κάιν ενόμισεν ότι ήτο ευάλωτος εις τον καθένα, διότι δεν είχε την ασφάλειαν από την γην —αφού η γη ήτο επικατάρατος εξ αίτιας του—και είχεν αποξενωθή της εκ μέρους του Θεού βοήθειας, ο οποίος ωργίσθη κατ’ αυτού δια τον φόνον, καθώς δεν του υπελείπετο βοήθεια ούτε από την γην ούτε από τον ουρανόν, λέγει, «θα συμβή να με φονεύση οποίος με εύρη».

Ο λόγος όμως ελέγχει το σφάλμα του λέγων· «όχι ούτω», δηλαδή δεν θ’ αναιρεθής — διότι εις τους τιμωρουμένους ο θάνατος είναι κέρδος, φέρων απαλλαγήν των λυπη­ρών— , αλλά θα παραμείνης εις την ζωήν, ούτως ώστε αι τιμωρίαι να μετρηθούν αντιστοίχως προς την αξίαν των αμαρτημάτων. Επειδή δε το «εκδικούμενον» νοείται διττώς, αφ’ ενός μεν ως το αμάρτημα δια το οποίον επιβάλλεται η καταδίκη, και ο τρόπος της τιμωρίας, δια του οποίου εκτελείται η καταδί­κη, ας ίδωμεν εάν επεβλήθησαν επτά τρόποι βασανιστηρίων εις τον πράξαντα πονηρά.

Και τα μεν επτά αμαρτήματα του Κάιν απηριθμήθησαν εις το προηγούμενον τμήμα της επιστολής. Τώρα δε ζητούμεν αν είναι επτά τα επιβληθέντα εις αυτόν προς τιμωρίαν. Και λέγομεν τα εξής δια τα μετά την ερώτησιν του Κυρίου, «Που είναι Άβελ ο αδελφός σου;», την οποίαν ο φιλάνθρωπος Δε­σπότης προέβαλεν, όχι διότι ήθελε να μάθη, αλλά δια να του προσφέρη αφορμήν μετάνοιας, καθώς δηλώνουν τα ίδια τα λόγια. Όταν δηλαδή αυτός ηρνήθη γνώσιν του πράγματος, τον ήλεγξε ταχέως λέγων, «φωνή αίματος του αδελφού σου βοά προς με». Ώστε το· «Που είναι Αβελ ο αδελφός σου;» έδιδεν εις εκείνον αφορμήν της συναισθήσεως της αμαρτίας, δεν επροκαλούσε προσφοράν πληροφορίας εις τον Θεόν. Διότι εάν δεν είχε τύχει της επισκέψεως του Θεού, θα ημπορούσε να έχη ως πρόφασιν ότι ήτο εγκαταλελειμμένος και δεν είχε λάβει καμμίαν αφορμήν προς μετάνοιαν. Τώρα όμως παρουσιάσθη ο ιατρός, δια να καταφύγη εις αυτόν ο ασθενής. Εκείνος δε όχι μόνον κρύπτει το έλκος, αλλά επεξεργάζεται και άλλο, προσθέτων εις τον φόνον το ψεύδος. «Ουκ οίδα. Μη φύλαξ ειμί του αδελφού μου εγώ;».

Από το σημείον αυτό λοιπόν απαρίθμησε τας τιμωρίας. «Επικατάρατος η γη από σού», μία τιμωρία. «Έργα την γην» δεύτερα αυτή. Διότι έχει ζευχθή εις αυτόν κάποια μυ­στική ανάγκη που τον πιέζει να εργάζεται την γην, ώστε και όταν θέλη να μη μπορή να αναπαύεται, αλλά να οδηγήται εις ταλαιπωρίας από την εχθράν του γην, την οποίαν έκαμεν επικατάρατον δι’ εαυτόν, διότι την εμίανε με αδελφικόν αίμα. «Θα εργάζεσαι λοιπόν την γην». Δεινή τιμωρία, το να διέρχεσαι την ζωήν μαζί με τους μισούντας σε, να έχης συγκάτοικον ένα πολέμιον, ένα άπαυστον εχθρόν. «Θα εργάζεσαι την γην», δηλαδή καταπονούμενος εις τα γεωπονικά έργα δεν θα αναπαυθής ποτέ και δεν θα απαλλαγής από τους κόπους ούτε νύ­κτα ούτε ημέραν, αλλά θα έχης σκληροτέραν από πικρόν αυθέντην την άρρητον ανάγκην να σε διεγείρη προς τα έργα. «Και δεν θα συνέχιση να δίδη την ισχύν της».

Και εάν δε η ακατάπαυστος εργασία είχε κάποιον καρπόν, αυτός ο ίδιος ο κόπος δεν ήτο μικρά βάσανος δια τον πάντοτε προσπαθούντα και κοπιάζοντα. Επειδή δε η ταλαιπωρία εις την γην ήτο άπαυστος και άκαρπος —αφού δεν έδιδε ισχύν—, αυτό είναι τρίτη τιμωρία, η ακαρπία των κόπων. «Θα είσαι στενάζων και τρέμων επάνω εις την γην». Προσέθεσε δύο ακόμη εις τας άλλας τρεις· συνεχή στεναγμόν και τρόμον του σώματος, αφού τα μέλη δεν είχαν τον στηριγμόν που προέρχεται από την ισχύν. Επειδή δηλαδή χρησιμοποίησε κακώς την δύναμιν του σώματος, του αφηρέθη ο τόνος ώστε να κλονίζεται και να σείεται, μη δυνάμενος ούτε άρτον να προσφέρη εύκολα εις το στόμα ούτε ποτόν να προσκομίζη· το πονηρόν χέρι μετά την ανοσίαν πράξιν δεν αφήνεται να εξυπηρετή ούτε εις τας ιδιαιτέρας και απαραιτήτους χρείας του σώματος. Άλλη τι­μωρία είναι αυτή την οποίαν φανέρωσεν ο Κάιν επιών, «εάν με εκβάλης τώρα από την γην, θα κρύβω από την όψιν σου».

Τι σημαίνει το, «εάν με εκβάλης από την γην»; Σημαίνει· «εάν με χωρίσης της απ’ αυτής ωφελείας». Διότι δεν μετετίθετο εις άλλον τόπον αλλ’ απεξενώνετο των αγαθών που είναι εις αυ­την. «Και θα κρυβώ από την όψιν σου». Η βαρυτάτη τιμωρία δια τους σώφρονας είναι ο χωρισμός από τον Θεόν. «Και Θα συμβή ώστε όποιος με εύρη θα με φονεύση». Εικάζει από τας συνέπειας των προηγηθέντων. Εάν εκβληθώ από την γην, εάν κρυβώ από την όψιν σου, υπολείπεται να φονευθώ από τον πρώτον τυχόντα. Τι λέγει λοιπόν ο Κύριος; «Όχι ούτω».

Και έθεσεν εις τον Κάιν ένα σημείον. Αυτή είναι έβδομη τιμωρία, το να μη κρύπτεται καν η τιμωρία, αλλά να διακηρύσσεται εις όλους με ένα φανερόν σημείον, ότι αυτός είναι ο δημιουργός των ανοσίων έργων. Η εντροπή είναι η βαρυτάτη τιμωρία δια τον λογικώς σκεπτόμενον, όπως μάθαμεν περί της κρίσεως, ότι ούτοι θα αναστηθούν εις ζωήν αιώνιον και ούτοι εις αισχύνην και ονειδισμόν αιώνιον.

Ακολουθεί ένα συγγενές με αυτό ζήτημα, το λεχθέν από τον Λάμεχ εις τας γυναίκας· «ότι φόνευσα ένα άνδρα δια το τραύμα μου και ένα νεανίσκον δια τον μώλωπά μου. Ότι δια τον Κάιν ελήφθη επταπλασία τιμωρία, δια δε τον Λάμεχ εβδομήντα φοράς επταπλή». Και μερικοί νομίζουν ότι ο Κάιν εφονεύθη από τον Λάμεχ, ωσάν να είχε επιζήσει μέχρι της γε­νεάς εκείνης δια να υποστή μακροτέραν τιμωρίαν. Δεν είναι όμως αληθές. Διότι από όσα διηγείται ο ίδιος φαίνεται ότι έκαμε δύο φόνους. «Άνδρα απέκτεινα και νεανίσκον»· τον άνδρα δια το τραύμα και τον νεανίσκον δια τον μώλωπα. Άλλο λοιπόν το τραύμα και άλλο ο μώλωψ. Και άλλο ανήρ και άλλο νεανί­σκος. «Ότι δια τον Κάιν ελήφθη επταπλασία τιμωρία, δια δε τον Λάμεχ εβδομήντα φοράς επταπλασία». Είναι δίκαιον να υποστώ τετρακοσίας ενενήντα τιμωρίας, εάν είναι δικαία η κρίσις του Θεού δια τον Κάιν περί υποβολής του εις επτά τι­μωρίας. Διότι εκείνος μεν, όπως δεν έμαθεν από άλλους το φονεύειν, ούτω δεν είδε φονευτήν να υφίσταται τιμωρίαν. Εγώ δε, έχων προ των οφθαλμών μου τον στενάζοντα και τρέμοντα και το μέγεθος της οργής του Θεού, δεν εσωφρονίσθην από το παράδειγμα. Επομένως είμαι άξιος να υποστώ τετρακοσίας ενενήντα τιμωρίας.

Μερικοί όμως έφθασαν εις την εξής έννοιαν που δεν απάδει προς το εκκλησιαστικόν δόγμα· ότι από τον Κάιν μέχρι του κατακλυσμού επέρασαν επτά γενεαί, και αμέσως επεβλήθη εις όλην την γην τιμωρία δια το ότι είχε διαδοθή πολύ η αμαρτία.

Το δε αμάρτημα του Λάμεχ δεν χρειάζεται κατακλυσμόν προς θεραπείαν, αλλ’ αυτόν τούτον τον αίροντα την αμαρτίαν. Αρίθμησε λοιπόν από τον Αδάμ μέχρι της παρουσίας του Χρι­στού τας γενεάς και, σύμφωνα με την γενεαλογίαν του Λου­κά, θα εύρης ότι ο Κύριος εγεννήθη κατά την εβδομηκοστήν εβδόμην διαδοχήν.

Ταύτα βεβαίως εξητάσθησαν κατά δύναμιν, αν και πολλά από τα υπό εξέτασιν σημεία παρελείφθησαν, δια να μη επεκ- τείνωμεν τον λόγον έξω των μέτρων της επιστολής. Αρκούν δε εις την σύνεσίν σου και τα σύντομα σπέρματα. Διότι, λέγει, «δίδου τω σοφώ αφορμήν και σοφώτερος έσται» και «σοφός δεξάμενος λόγον, θα αινέση αυτόν και θα επαυξήση αυτόν».

 


Επιστολή 260. Εγράφη το 377. Ο Όπτιμος, επίσκοπος Αντιόχειας της Πισιδίας, ήτο ένας από τους σπουδαίους ορθοδόξους ιεράρχες της εποχής εκείνης· φίλος του Γρηγορίου θεολόγου και της Ολυμπιάδας.

 

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ Γ’ Σελ.   277 – 292

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΛΛΗΝΗΣ