«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ἀπό τόν Μέγα Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς 4ης Ἰανουαρίου (Ἀθῆναι 1978, ἔκδοσις ἕκτη) σελ.95 διαβάζουμε κατά λέξιν τά ἑξῆς: «Οὗτοι οἱ λατινόφρονες ἐλθόντες εἰς τήν Λαύραν ἐγένοντο διά τόν φόβον τῆς καταδίκης τοῦ θανάτου δεκτοί ὑπό τινων Μοναχῶν αὐτῆς, εἰς τούς ὁποίους καί ἔδωσαν πολλά ἱερά σκεύη, δηλαδή Ἅγια Ποτήρια, Εὐαγγέλια, θυμιατήρια καί λοιπά, ἅτινα ἐξ ἄλλων ἱερῶν Μονῶν ὡς λησταί ἐσύλησαν. Ἐκεῖνοι δέ οἵτινες συνεκοινώνησαν μετά τῶν ἀνωτέρω λατινοφρόνων μετά θάνατον ἔμειναν τυμπανιαῖοι καί τά ἄθλια αὐτῶν σώματα, μαῦρα ὄντα καί ἀποπνέοντα ὀσμήν δυσώδη, δέν ἐτάφησαν ἐν τῶ κοινῶ κοιμητηρίῳ, ἀλλ᾿ ἐκτός αὐτοῦ εἰς ἕν ὑπόγειον σπήλαιον τό ὁποῖον περιέφραξαν, ὡς ἀλλότρια καί ξένα τῆς Ἁγίας Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ὀρθῶν δογμάτων αὐτῆς».
Σύμφωνα μέ χειρόγραφο τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Λαζάρου Διονυσιάτου (+1974) πού ὑπάρχει στήν Μονή Διονυσίου στήν Λαύρα συλλειτούργησαν ἱερομόναχοι καί διάκονοι μέ τούς Λατίνους κληρικούς, συνολικά ἑπτά ἄτομα. Μετά τήν κοίμησί τους τά πτώματά τους παρέμειναν τυμπανιαῖα. Τό 1937, σύμφωνα μέ τό μνημονευθέν χειρόγραφο, συνέβη τό ἑξῆς περιστατικό: Τά πτώματα τῶν τυμπανιαίων πατέρων τά εἶχαν τοποθετήσει στόν νάρθηκα τοῦ κοιμητηρίου τῆς Μονῆς, σέ κοινή θέα πρός διδασκαλία καί σωφρονισμό τῶν ἀπογόνων τους. Ἕνα βράδυ μία ὁμάδα ἐργατῶν, τήν ὥρα πού ἔτρωγαν καί ἀστειεύοντο εἶπε ἕνας στούς ἄλλους: «Ὅποιος θά μπορέση νά πάη αὐτή τήν νύκτα στά ἀφωρισμένα πτώματα, χωρίς νά φοβηθῆ, θά πάρη αὐτό τό στοίχημα. Καί κανόνισαν τί χρηματικό ποσό θά πάρη. Σηκώθηκε ἕνας καί εἶπε ὅτι δέν φοβᾶται καί θά πάη νά σταθῆ δίπλα στά πτώματα νά τά χαιρετίση. Ἐπῆγε λοιπόν ἐκείνη τήν νύκτα, ἀλλά ἀπό τόν φόβο του ἔπαθε συγκοπή καρδίας καί ἀπέθανε. Τό θλιβερό αὐτό γεγονός εἶχε σάν ἀποτέλεσμα ἡ Σύναξις τῆς Μονῆς νά μεταφέρη τά πτώματα σ᾿ ἕνα ἀπόκρημνο παραθαλάσσιο σπήλαιο μεταξύ Λαύρας καί Ρουμανικῆς Σκήτης καί ἀφοῦ τά τοποθέτησε ἐκεῖ, ἔδωσε διαταγή καί κτίσθηκε τό στόμιο τοῦ σπηλαίου. Ἔκτοτε ἀπό τότε τείνει νά ξεχασθῆ αὐτό τό περιστατικό. Εὐτυχῶς πού τό διέσωσε ὁ μακαριστός π. Λάζαρος Διονυσιάτης, ὁ ὁποῖος, ὅσο ζοῦσε, συγκέντρωνε διάφορα περιστατικά ἀπό τήν ζωή τῶν Μονῶν καί τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄφησε στήν Μονή του τέσσερα μεγάλα χειρόγραφα βιβλία.
Ἀπό τό βιβλίο «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» τῆς κ. Οὐρανίας Λαμπάκη, ἔκδοσις 1964, σελ.154-157 διαβάζουμε: «Ἄς ἴδωμεν καί εἰς τήν Μεγίστην Λαύραν, ὅπου τούς ὑπεδέχθησαν μετά κωδωνοκρουσιῶν. Καί ἐκεῖ βλέπομεν ὅτι ἐπηκολούθησαν φοβερώτερα, φρίκης καί τρόμου γέμοντα, καθώς ἡ ἀψευδής παράδοσις διέσωσεν...Ὁ μέν ἱεροδιάκονος Λαυριώτης, ὁ συλλειτουργήσας ἐν τῆ θείᾳ Λειτουργίᾳ, ὑπό θεηλάτου ὀργῆς καταληφθείς, τό ζῆν ἐξεμέτρησεν, ἀναλύσας ὡς κηρός φλεγόμενος ὑπό πυρός, οἱ δέ συλλειτουργήσαντες ἱερομόναχοι ἑπτά (κατ᾿ ἄλλους 11) μετά θάνατον εὑρέθησαν ἄλυτοι, τυμπανιαῖοι, τῶν ὁποίων τά λείψανα μέχρι τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος εἶχον εἰς τόν νάρθηκα τοῦ κοιμητηρίου...εἰς κοινήν θέαν..., πρός διδασκαλίαν καί σωφρονισμόν τῶν ἐπιγενομένων...». Ἐν συνεχείᾳ ἐξιστορεῖται ὅτι, «λόγῳ ἐπισυμβάντων θλιβερῶν γεγονότων ἐκ τῆς ἀπαισίας θέας τῶν ἀλύτων τούτων λειψάνων οἱ μοναχοί τά μετέφερον εἰς ἕν σπήλαιον δυσανάβατον καί ἀπόκρημνον εἰς τά παράλια τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης, ἀλλ᾿ἐπειδή καί ἐκεῖ οἱ περίεργοι μετέβαινον, ἐνέφραξαν ἐσχάτως διά κτιστῶν λίθων τήν θύραν τοῦ σπηλαίου, καί οὕτως ἔγινε τοῦτο ἀγνώριστον...».
Μία ἄλλη παρόμοια προφορική μαρτυρία ἔχουμε ἀπό τούς παλαιούς Πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Συγκεκριμένα ὁ μοναχός Ἡσύχιος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει νά μονάση στήν Μονή μας τό 1924 μᾶς ἔλεγε: «Ἔχουν περάσει ἀπό τήν Μονή μας μοναχοί καί λαϊκοί καί εἶδαν τά πτώματα τῶν ἀφωρισμένων. Ἤθελα κι ἐγώ νά πάω στήν Λαύρα νά τά ἰδῶ, ἀλλά μετά ἀπό λίγα χρόνια ἔμαθα ὅτι τά ἐξαφάνισαν. Δέν ξέρουμε πού τά ἔβαλαν».
Μία ἄλλη πρόσφατη μαρτυρία Ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς μας ἐξουδετερώνει κάθε ἐπιφύλαξι γιά τήν ὕπαρξι αὐτῶν τῶν ἀφωρισμένων Πατέρων. Ὅπως ὁ ἴδιος μοῦ διηγήθηκε τό 1979, σάν Δόκιμος τότε Ἀδελφός τῆς Μονῆς μας μετέβη γιά ἐπίσκεψι στήν Μεγίστη Λαύρα. Σέ γενόμενη συζήτησι μέ Λαυριώτη μοναχό γιά τό θέμα αὐτό, συμφώνησαν ἀπό κοινοῦ καί ἐπῆγαν στό σπήλαιο, ὅπου ἔχουν βάλει καί ἐντοιχίσει τά σώματα τῶν ἀφωρισμένων πατέρων. Τό σπήλαιο, ὅπως μοῦ εἶπε ὁ Ἀδελφός, δέν εἶναι μεταξύ Λαύρας καί Ρουμανικῆς Σκήτης, ἀλλά μεταξύ Ρουμανικῆς Σκήτης καί Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων. Τό στόμιο τῆς σπηλιᾶς, πού δέν εἶναι παραθαλάσσια, τό ἔχουν χτίσει μέ «ξερολιθιά».
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου