Όσιος Νικηφόρος ο λεπρός (1890 - + 4.1.1964) της καρτερίας
αθλητής, προσευχής ο διδάσκαλος, κανὼν εγκρατείας
Ο πατήρ Νικηφόρος (κατά κόσμο Νικόλαος) γεννήθηκε σ’
ένα ορεινό χωριό των Χανίων, στο Σηρικάρι (1890). Οι γονείς του ήταν απλοί και
ευλαβείς χωρικοί, οι οποίοι ενώ ακόμη ήταν μικρό παιδί πέθαναν και τον άφησαν
ορφανό. Έτσι, σε ηλικία 13 ετών έφυγε από το σπίτι του, πήγε στα Χανιά κι
άρχισε να εργάζεται εκεί σ’ ένα κουρείο. Τότε εμφάνισε και τα πρώτα σημεία της
νόσου του Χάνσεν δηλ. την λέπρα. Εκείνη την εποχή, τους λεπρούς τους απομόνωναν
στο νησί Σπιναλόγκα, διότι η λέπρα ως μεταδοτική αρρώστια αντιμετωπίζονταν με
φόβο και αποτροπιασμό. Ο Νικόλαος όταν έγινε 16 ετών και όταν τα σημάδια της
νόσου άρχισαν να γίνονται πιο εμφανή, για να αποφυγή τον εγκλεισμό του στην
Σπιναλόγκα έφυγε με κάποιο καράβι για την Αίγυπτο. Εκεί έμενε εργαζόμενος στην
Αλεξάνδρεια, πάλι σ’ ένα κουρείο, όμως τα σημάδια της νόσου γίνονταν όλο και
πιο εμφανή, ιδίως στα χέρια και στο πρόσωπο. Γι’ αυτό με την μεσολάβηση ενός
κληρικού κατέφυγε στην Χίο, όπου υπήρχε τότε ένα λεπροκομείο, στο όποιο ήταν ιερεύς
ο πατήρ Άνθιμος Βαγιανός, ο μετέπειτα Άγιος Άνθιμος.
Ο Νικόλαος έφτασε στη Χίο το 1914 σε ηλικία 24 ετών.
Στο λεπροκομείο της Χίου, που ήταν ένα συγκρότημα με πολλά ομοιόμορφα σπιτάκια,
υπήρχε το εκκλησάκι του Άγιου Λαζάρου, όπου φυλάσσονταν η θαυματουργός εικόνα
της Παναγίας της Υπακοής. Σ’ αυτόν τον χώρο άνοιξε το στάδιο των αρετών για τον
Νικόλαο. Μέσα σε 2 χρόνια ο Άγιος Άνθιμος τον έκρινε έτοιμο για το αγγελικό
σχήμα και τον έκειρε μοναχό με το όνομα Νικηφόρο. Η νόσος προχωρούσε και
εξελίσσονταν και ελλείψει καταλλήλων φαρμάκων, επέφερε πολλές και μεγάλες
αλλοιώσεις (το φάρμακο βρέθηκε αργότερα το 1947).
Ο π. Νικηφόρος ζούσε με αδιάκριτη, γνήσια υπακοή, με
νηστεία αυστηρή, εργαζόμενος στους κήπους. Μάλιστα κατέγραψε σε ένα κατάλογο
και τα θαύματα του Άγιου Ανθίμου, τα όποια είχε δει «ιδίοις όμασιν» (πολλά
αφορούσαν θεραπείες δαιμονιζόμενων).
Υπήρχε μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση του Άγιου
Άνθιμου με τον μοναχό Νικηφόρο, ο οποίος «ουδέ εν βήμα εμάκρυνεν απ’ αυτού»,
όπως αναφέρει ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του «Ο Άγιος Άνθιμος της
Χίου». Ο π. Νικηφόρος προσευχόταν τη νύχτα ώρες ατελείωτες, κάνοντας μετάνοιες
αμέτρητες, δεν είχε λογοφέρει με κανένα ούτε χάλασε την καρδιά κάποιου κι ήταν
ο κύριος ψάλτης του ναού. Εξ αιτίας της ασθενείας του όμως, σιγά-σιγά έχασε το
φως του κι έτσι έψαλλε τα περισσότερα τροπάρια και απήγγειλε τους Αποστόλους
από στήθους.
Λωβοκομείο
Χίου
Το 1957 έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου και τους
εναπομείναντες ασθενείς μαζί με τον πατέρα Νικηφόρο τους έστειλαν στον Αντιλεπρικό
Σταθμό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, στο Αιγάλεω. Την εποχή εκείνη ο πατήρ Νικηφόρος
ήταν περίπου 67 ετών. Τα μέλη του και τα μάτια του είχαν τελείως αλλοιωθεί και
παραμορφωθεί από την νόσο.
Εκεί, στον Αντιλεπρικό σταθμό ζούσε και ο πατήρ
Ευμένιος, ο οποίος είχε κι αυτός προσβληθεί από την νόσο του Χάνσεν, αλλά με
την επιτυχή φαρμακευτική αγωγή θεραπεύτηκε τελείως. Απεφάσισε όμως να μείνει
όλο το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στον Αντιλεπρικό σταθμό κοντά στους
συνασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με πολλή αγάπη. Έτσι έγινε και
υποτακτικός στον πατέρα Νικηφόρο, στον οποίο ως ανταμοιβή της υπομονής του ο
Κύριος του είχε δώσει πολλά χαρίσματα. Πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ταπεινό
κελλάκι του λεπρού μοναχού Νικηφόρου, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, για να πάρει
την ευχή του. Να τι αναφέρουν μεταξύ των άλλων όσοι τον γνώρισαν τότε:
Ενώ
ο ίδιος του ήταν κατάκοιτος, με πληγές και πόνους, δεν γόγγυζε αλλά έδειχνε
μεγάλη καρτερία.
Είχε
το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων.
Τα
μάτια του ήταν μονίμως ερεθισμένα, η όραση του ελαχίστη, είχε αγκυλώσεις στα
χέρια και παράλυση στα κάτω άκρα.
Παρ’
όλα αυτά ήταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγείτο χαριτωμένα
περιστατικά, ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος.
Το
πρόσωπο του, που ήταν φαγωμένο από τα στίγματα της ασθένειας, και τις πληγές,
έλαμπε κι έπαιρναν χαρά όσοι τον έβλεπαν αυτόν τον πάμπτωχο και φαινομενικά
ασθενή άνθρωπο που έλεγε: «Ας είναι δοξασμένο το άγιο Όνομα Του».
Σε ηλικία 74 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1964,
κοιμήθηκε ο πατήρ Νικηφόρος. Μετά την εκταφή, τα άγια του λείψανα ευωδίαζαν. Ο
πατήρ Ευμένιος, και άλλοι πιστοί ανέφεραν πολλές περιπτώσεις, όπου έγιναν
θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών προς τον Θεό, του πατρός Νικηφόρου.
(Από
το βιβλίο «ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΤΕΡΙΑΣ ΑΘΛΗΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ», υπό Σίμωνος
μονάχου, Γ’ εκδ. «ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ», Αθήναι 2007).
«Παιδιά
μου, προσεύχεσθε; και πως προσεύχεσθε; …με την ευχή του Ιησού να προσεύχεσθε,
με το ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Έτσι να προσεύχεσθε. Έτσι είναι καλά»
(πατήρ Νικηφόρος).
Απολυτίκιον.
Ήχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείον σμάραγδον ευρέ, ψυχή μου, ανιχνεύουσα εν
ασθενείαις, Νικηφόρον σεμνόν και αθόρυβον· τον υπομείναντα πάθη του σώματος και
ως χαράν την οδύνην δεξάμενον. Πάτερ όσιε, εκ θείου σταυρού, ως άγγελος, ελθέ
και τους εν Γη νοσούντας ίασαι.
Κοντάκιον. Ήχος β΄. Τα άνω ζητών.
Εκ πόνου φυγών και της φθοράς του σώματος, ως έφιππος
νυν οδεύεις προς ουράνια, Νικηφόρε όσιε, των λεπρών ακλόνητων στήριγμα, ως γαρ
ναός υπέρλαμπρος Θεού εν ασθενεία το σώμα σου έλαμψεν!
Μεγαλυνάριο.
Έμψυχος εικών συ της αρετής, ομοιώθης, πάτερ, τω Ιώβ
τη υπομονή, υπέμεινας θλίψεις Θεώ ευαρεστήσας, διό και μετά θάνατον ευωδίασας.
Εκκλησία Κύπρου