Ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἐρωτευμένος μὲ τὸ Χριστό, ποὺ παράτησε τὰ πάντα καὶ ἀσκήτεψε.
Κάποια στιγμὴ ἄρχισε νὰ γυρίζει τὰ χωριὰ καὶ νὰ μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν μεσάνυχτα γιὰ τὴν ἴδια τὴ δική τους πνευματικὴ κληρονομιὰ – γιὰ τὴ δική τους πνευματικὴ κληρονομιὰ τοὺς μιλοῦσε, μία κληρονομιὰ ποὺ ὁδήγησε καὶ ὁδηγεῖ χιλιάδες ἀνθρώπους ἀπὸ πολλὰ ἔθνη στὴν ἁγιότητα.
Τὰ λόγια του στάζανε μέλι (κατὰ τὴ διάρκεια ὁμιλιῶν του, ληστὲς ἔφεραν πίσω τὰ κλεμμένα, ὁρκισμένοι ἐχθροὶ ἔδωσαν τὰ χέρια κ.τ.λ.) καὶ ὁ λαὸς τὸν σεβάστηκε καὶ τὸν ἀγάπησε.
Μετὰ ὅμως πληροφορήθηκε πὼς ἐκεῖνοι ποὺ κυβερνοῦσαν τὴ χώρα (ἡ ὁποία πρὶν λίγες μόλις δεκαετίες εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ μακραίωνη τουρκικὴ σκλαβιὰ) περιφρονοῦσαν αὐτὴ τὴν πνευματικὴ κληρονομιὰ -ὄντας ξένοι καὶ ἀλλόθρησκοι- καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν ὑποβαθμίσουν (ἀκόμα & μὲ τὴ βία, π.χ. κλείνοντας μοναστήρια, ἐπιβάλλοντας σὲ μοναχοὺς καὶ μοναχὲς νὰ βγάλουν τὰ ράσα, πετώντας ἱερὰ κειμήλια στὰ σκουπίδια) καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστήσουν μὲ ἕναν ξενόφερτο πολιτισμό, μὲ ξενόφερτες κοσμοθεωρίες καὶ μοντέρνο, ἐκσυγχρονισμένο, τρόπο ζωῆς, ὄχι πλέον παραδοσιακὸ καὶ “ὑπανάπτυκτο”... Καὶ τότε πόνεσε καὶ θύμωσε πάρα πολὺ κι ἄρχισε νὰ τοὺς ἀσκεῖ σκληρὴ κριτική.
Οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου φοβήθηκαν αὐτὸ τὸν ἀγράμματο ἀσκητικὸ καλόγερο, γιατί ἔβλεπαν πὼς ὁ λαὸς τὸν ἀκούει (ὅπως φοβήθηκε ὁ Ἡρώδης τὸν ἅγιο Γιάννη τὸν Πρόδρομο, καὶ δὲν καταλάβαινε πὼς ὁ Πρόδρομος ἦταν ὁ μοναδικός του φίλος, τὸν ὁποῖο σκότωσε). Ἐπιστράτευσαν λοιπὸν τοὺς ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ἦταν δικοί τους ἄνθρωποι, κι ἐκεῖνοι τὸν κάλεσαν (πῆγε ὁλόκληρος στρατὸς νὰ τὸν πιάσει, γιατί τὸν ἀκολουθοῦσαν χιλιάδες λαοῦ), τὸν πέρασαν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο, τὸν καταδίκασαν καὶ τὸν φυλάκισαν στὸ κελὶ ἑνὸς μοναστηριοῦ, φρουρούμενο, γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἐπίγεια ζωή του.
Τὸ ὄνομά του: Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, Χριστοφόρος μοναχὸς ἤ, ὅπως ἔμεινε στὴν Ἱστορία, Παπουλάκος.
Ὁ Παπουλάκος εἶναι ἀκόμη καὶ σήμερα (ἑνάμισι αἰώνα μετὰ) σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Οἱ πιὸ “εὐρωπαϊστές” Νεοέλληνες (εἴτε ἄθεοι, εἴτε χριστιανοί), “προοδευτικοὶ” καὶ “ἐκσυγχρονισμένοι”, τὸν θεωροῦν ἀνόητο φανατικό, ἐχθρό της προόδου, ἀφοῦ ἔλεγε στὸν κόσμο πὼς “τὰ ἄθεα γράμματα” (οἱ νεοφερμένες στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο εὐρωπαϊκὲς ἐπιστῆμες) “θὰ καταστρέψουν τὸν τόπο μας”. Οἱ παραδοσιακοὶ τὸν θεωροῦν ἅγιο, ὅπως τὸν θεώρησε τὸν παλιὸ καιρὸ μεγάλη μερίδα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ – τοῦ ὀρθόδοξου, ἄν μου ἐπιτρέπετε, ἑλληνικοῦ λαοῦ, τοῦ λαοῦ μας.
Τὰ τελευταία χρόνια ἐκφράστηκε δημόσια μία πρόταση γιὰ τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του. Σ’ αὐτὴ τὴν πρόταση ἀπάντησαν κάποιοι μὲ κραυγὲς ἢ χλευασμό: “ἅγιος” ὁ Παπουλάκος; Αὐτὸς ὁ ἀγύρτης!; Αὐτὸ δὰ μᾶς ἔλειπε!
Ἂν ἡ Ἐκκλησία ἁγιοκατατάξει (κατατάξει ἐπίσημα ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους) τὸν Παπουλάκο, θὰ γίνει καινούργιος σάλος: θὰ ἔχει “ἀποδείξει” γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ πὼς εἶναι φορέας σκοταδισμοῦ, ἐχθρός της προόδου καὶ τοῦ φωτὸς (φωτὸς ποὺ φυσικὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴ δύση καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ κάποιο “θεῖο Φως” ἀλλὰ μόνο μὲ τὸ φῶς τῶν ἐπιστημῶν, ποὺ μᾶς βοηθᾶνε νὰ ζοῦμε ὄμορφα).
Ἡ ἄλλη ἄποψη εἶναι πὼς ἡ Ἐκκλησία ΠΡΕΠΕΙ νὰ ἁγιοκατατάξει τὸν Παπουλάκο, ὄχι μόνο ἐπειδὴ εἶναι στ’ ἀλήθεια ἅγιος (ἄρα τοῦ ἀξίζει αὐτὴ ἡ τιμή), ἀλλὰ καὶ γιατί αὐτὸ θὰ ἦταν μία σωστὴ καὶ σοβαρὴ πράξη ἀντίστασης στὸ ἀπόλυτο ξεχαρβάλωμα τῆς κοινωνίας μᾶς – ξεχαρβάλωμα, παρακμή, πόνος, παράνοια, ποὺ εἶναι 100% συνέπειες τῆς παγκόσμιας νίκης αὐτοῦ του “ἐκσυγχρονισμοὺ” ἐνάντια στὸν ὁποῖο κήρυττε ὁ Παπουλάκος. Διότι αὐτὸς ὁ “ἐκσυγχρονισμός” δὲν ἦταν τελικὰ τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ μία παγίδα: ἔκρυβε τὸν καταναλωτισμό, τὴν ἀπομόνωση, τὸν καπιταλισμό, τὸν ἰμπεριαλισμό, τὴν παγκοσμιοποίηση, τὴν ἐκμετάλλευση τῶν λαῶν, πρώτου καὶ τρίτου κόσμου! Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἁπλὰ δολώματα. Κι ἐμεῖς εἴμαστε τὰ ψάρια, στὸ τηγάνι τῶν καπιταλιστών.
Ἤδη ἄργησε ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸν ἁγιοκατατάξει, λέει αὐτὴ ἡ ἄποψη (εὔκολο εἶναι νὰ ἀναγνωρίσει ὡς ἅγιο κάποιον ποῦ ἡ ἴδια ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὸν καταδίκασε;), ἀλλὰ ἔστω καὶ τώρα, στὸ παρὰ 5, εἶναι καιρός. Ἀντίσταση χρειαζόμαστε ἐνάντια στοὺς καινούργιους κατακτητὲς (ποὺ εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ παλιοί, ἀλλὰ τώρα πέταξαν τὶς γλυκὲς μάσκες). Καὶ ὁ Παπουλάκος ἦταν μία προφητικὴ φωνὴ ἀντίστασης. Εἶναι ἅγιος, εἶναι ἕνας ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρος πνευματικὸς ἀγωνιστής, καὶ πρέπει νὰ τὸν τιμήσουμε ὡς ἅγιο.
Τὸ ταπεινὸ blog μᾶς συντάσσεται μ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη.
Ὅταν ὁ Παπουλάκος “συνάντησε” τοὺς Ἰνδιάνους
Πρὶν παραθέσουμε κάποια ἱστορικὰ στοιχεῖα, μία τελευταῖα παρατήρηση:
Ὅλοι οἱ εὐαίσθητοι καὶ προβληματισμένοι σύγχρονοι ἄνθρωποι συγκινοῦνται μὲ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἰνδιάνου ἀρχηγοῦ Seattle στὸν πρόεδρο τῶν ΗΠΑ Franklin Pierce, τὸ 1854, ὅπου του ἐξηγεῖ γιατί δὲ μπορεῖ νὰ τοῦ πουλήσει τὴ γῆ τῆς φυλῆς του (ποὺ “δὲν τῆς ἀνήκει, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἀνήκουν σ’ αὐτήν”).
Ἀκριβῶς αὐτὸ ἔκανε κι ὁ Παπουλάκος: ὑπερασπίστηκε τὸ δικό του πολιτισμὸ ἀπέναντι στὸν εἰσαγόμενο, ποὺ τὸν εἰσήγαγαν οἱ ξένοι ἐξουσιαστές, σὲ βάρος τοῦ δικοῦ του (τοῦ δικοῦ μας). Καὶ μάλιστα τὰ ‘βάλε μ’ ἕνα παντοδύναμο (μπροστὰ στὸν πολίτη) κράτος, μὲ μία ἰσχυρὴ Ἐκκλησία (ἰσχυρὴ ἀπέναντί του, κατὰ τὰ ἄλλα ὄργανο τοῦ κράτους) καὶ τελικὰ θυσίασε τὴ ζωὴ τοῦ γι’ αὐτό. Κι ὅμως, πολλοὶ συγκινοῦνται π.χ. γιὰ τὸ Θεόφιλο Καΐρη, μοναχὸ ποὺ τὸν καταδίκασε σὲ περιορισμὸ ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὶς αἱρετικές του ἀπόψεις (τὶς ὁποῖες μάλιστα ἀπέκρυπτε, παριστάνοντας τὸν ὀρθόδοξο μοναχό), ἀλλὰ θυμώνουν ὅταν ἀκούσουν καλὸ λόγο γιὰ τὸν Παπουλάκο.
Ἂν γιὰ μᾶς ἦταν προτιμότερη ἡ δυτικὴ τεχνολογία ἀπὸ τὶς δικές μας (οἰκολογικὲς) μεθόδους παραγωγῆς καὶ μετακίνησης καὶ τὸ δικό μας τρόπο ζωῆς, γιατί δὲν εἶχε λάθος κι ὁ Ἰνδιάνος ἀρχηγός; Ἢ μήπως οἱ Ἰνδιάνοι εἶχαν ἕνα σοφὸ πολιτισμό, ἐνῶ οἱ Ρωμιοὶ (ἐμεῖς) δὲν εἶχαν σοφία (καὶ φιλοσοφία);
Ὁποιοσδήποτε λαὸς στὴν κόσμο ἀντιστέκεται στὸ δυτικὸ ἰμπεριαλισμὸ καὶ τὴν ἀποικιοκρατία, καὶ καλὰ κάνει. Μία ἑστία ἀντίστασης ἦταν καὶ ὁ Παπουλάκος (μαζὶ μὲ τὸν Κοσμᾶ Φλαμιάτο καὶ ἄλλους συνοδοιπόρους του, καὶ παλαιότερά τους ἁγίους Κολυβάδες – ἄλλο κόκκινο πανὶ γιὰ τοὺς προοδευτικούς).
Ὅταν ὁ Daniel Quin γράφει στὸν Ἰσμαὴλ πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι πιὸ σημαντικοὶ ἀπὸ τὶς τσοῦχτρες, ἡ ἄποψή του χειροκροτεῖται διεθνῶς ὡς ἐναλλακτικὴ καὶ ἐνδιαφέρουσα – ὁ Παπουλάκος, ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ εἶναι χριστιανός, λοιδωρεῖται ὡς σκοταδιστής.
Τὸ 1744 ἡ Ἰροκέζικη Ὁμοσπονδία τῶν Ἔξι Ἐθνῶν ἀπάντησε στοὺς Λευκούς, ποὺ πρότειναν νὰ πᾶνε κάποια Ἰνδιανόπουλα νὰ σπουδάσουν στὸ κολλέγιο τοῦ Γουΐλλιαμσμπουργκ:
“…Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς νέους μας πῆγαν παλαιότερα σὲ κολλέγια τῶν βόρειων ἐπαρχιῶν, διδάχτηκαν ὅλες σας τὶς ἐπιστῆμες, ὅμως, ὅταν ξαναγύρισαν πίσω σέ μας, ἦταν κακοὶ στὸ τρέξιμο, ἀγνοοῦσαν ὅλους τους τρόπους ἐπιβίωσης σ’ ἕνα δάσος, ἦταν ἀνίσχυροι ἀπέναντι στὴν ἀρκούδα, τὸ κρύο ἢ τὴν πείνα, δὲν ἤξεραν καν πῶς νὰ φτιάξουν ἕνα καλύβι, νὰ πιάσουν ἕνα ἐλάφι ἢ νὰ σκοτώσουν τὸν ἐχθρό, δὲ μιλοῦσαν καλὰ τὴ γλώσσα μας καί, ἑπομένως, δὲν ἦταν κατάλληλοι γιὰ κυνηγοί, πολεμιστὲς ἢ σύμβουλοι. Δὲν ἦταν καλοὶ γιὰ τίποτε ἀπολύτως.
Παρότι δὲν θὰ τὴ δεχτοῦμε, ἡ εὐγενική σας πρόταση ὁπωσδήποτε δὲ μᾶς ὑποχρεώνει λιγότερο ἀπέναντί σας καί, γιὰ νὰ σᾶς δείξουμε πόσο τὸ ἐννοοῦμε αὐτό, ἂν οἱ κύριοι ἀπὸ τὴ Βιρτζίνια μᾶς στείλουν ἔξι ἀγόρια τους, θὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ τὴν ἐκπαίδευσή τους. Θὰ τοὺς διδάξουμε ὅλα ὅσα γνωρίζουμε καὶ θὰ τοὺς κάνουμε ἀνδρες” (Βενιαμὶν Φρανκλίνος, Οἱ Ἰνδιάνοι, ἔκδ. “Ελεύθερος Τύπος”, Ἀθήνα 1995, σέλ. 11-12).
Αὐτὸ ἀπάντησαν οἱ σοφοὶ Ἰνδιάνοι. Αὐτὸ ἔλεγε κι ὁ Παπουλάκος, ὅταν κήρυττε πὼς “τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν τόπο μας”. Κοιτάξτε γύρω σας, δεῖτε τοὺς δρόμους ποὺ ἔχει πάρει ἡ νέα γενιὰ καὶ ἡ κοινωνία ὁλόκληρη (μία κοινωνία βουτηγμένη μέχρι τὰ κατάβαθά της ψυχῆς της στὴ σύγχρονη τεχνολογία καὶ ἐπιστήμη) καὶ πεῖτε στὸν ἑαυτό σας μὲ εἰλικρίνεια ἂν εἶχε ἢ ὄχι δίκιο.
Ἱστορικὸ ἄρθρο γιὰ τὸν Παπουλάκο
Ὁ “Παπουλάκος”
(Μοναχὸς Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος 1780/90 – 1861)
Ἀσπρόμαυρη φωτογραφία τοῦ Παπουλάκου, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὸν κ. ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟ Α., τέως προέδρου τῆς Ἕνωσης Ἀρμπουνέων – Καλαβρύτων στὴν Ἀθήνα «Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος», εἶναι ἡ μοναδικὴ ποὺ σώζεται. Βρέθηκε τυχαία ἀπὸ ἕνα μέλος τῆς Ἕνωσης σὲ ἕνα κουρεῖο στὴν Ἀθήνα, ὅπου ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ καταστήματος τὴν κατεῖχε ὡς κειμήλιο ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Στὸ κάτω μέρος τῆς φωτογραφίας διακρίνονται μετὰ δυσκολίας ἡ λέξη «ΠΑΠΟΥΛΑΚΟC» καὶ ἡ χρονολογία «ΑΩΝ» (=1850). Τὰ χαρακτηριστικά του προσώπου ποὺ εἰκονίζεται ταιριάζουν καταπληκτικὰ στὶς περιγραφὲς τοῦ Παπουλάκου καὶ ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἡ γνησιότητά της. (Βρίσκεται στοῦ ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ Α. Α., Ὁ Ἀληθινὸς Παπουλάκος, Ἀθήνα 1984, σ. 3).
Τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἀσχοληθοῦμε στὴν παροῦσα ἐργασία ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν ἐποχὴ τῆς ἀντιβασιλείας καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνα. Ἡ ὕπαρξη ἑνὸς ἑλληνικοῦ κράτους ἦταν μία ἀναγκαία ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ἡ δημόσια διοίκηση προσπαθοῦσε νὰ ὀργανωθεῖ κατὰ τὰ πρότυπα τῶν λοιπῶν δυτικοευρωπαϊκῶν κρατῶν. Ὁ λαὸς ποὺ κατοικοῦσε στὸν τότε ἑλλαδικὸ χῶρο ἔπρεπε νὰ δεχθεῖ μία νέα ὑπὸ διαμόρφωση ἐξουσία. Τὸ κράτος παρεμβατικοῦ τύπου σὲ κάθε πτυχὴ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν, δὲν ἦταν κάτι συνηθισμένο στοὺς κατοίκους τῆς πρώην Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐξάλλου, ὁ ἀγώνας τοῦ 1821 γιὰ ἐλευθερία εἶχε ἐπιδράσει στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καθόσον δὲν ἦταν ἀγώνας ἐλευθερίας μόνο σωμάτων, ἀλλὰ καὶ ψυχῶν. Στὰ πλαίσια αὐτά, ὁ Παπουλάκος, μοναχὸς Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, μὲ τὴν ζωή του καὶ τὸν ἀγώνα τοῦ ἐξέφραζε μία ἀντίδραση τοῦ γαλουχημένου στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση λαοῦ, ἔναντι τῶν ἀλλοιώσεων ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ κοσμικὸ πνεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὴν ὑλική του λάμψη, ἄρχισε νὰ εἰσέρχεται καὶ νὰ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὸ νεοσύστατο κράτος, θαμπώνοντας καὶ ἀνατρέποντας συθέμελα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὶς πατροπαράδοτες ἀξίες.
Τὰ χρόνια του Παπουλάκου ὡς λαϊκοῦ
Ὁ μοναχὸς Χριστόφορος, κατὰ κόσμο Χρῆστος ἢ Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, γεννήθηκε στὸ μικρὸ ὀρεινὸ χωριὸ Ἄρμπουνα τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων, γύρω στὰ 1780 μὲ 90. Γιὰ τὰ πρῶτα χρόνια της ζωῆς του δὲν ὑπάρχουν πολλὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα, καθὼς ζοῦσε μία ἁπλὴ συνηθισμένη ζωὴ ἑνὸς χωρικοῦ, ἡ ὁποία μὲ τίποτα δὲν προμήνυε αὐτὰ ποὺ θὰ ἐπακολουθοῦσαν. Ἀπὸ τὶς σωζόμενες ἐπιστολές του, φαίνεται ὅτι ἤξερε πολὺ λίγα γράμματα, ἴσως νὰ εἶχε φοιτήσει στὶς πρῶτες τάξεις δημοτικοῦ σχολείου ἢ εἶχε διδαχτεῖ ἀπὸ κάποιον μοναχὸ ἢ ἱερέα, λόγω τῆς ἀνάγκης ἀνάγνωσης τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Ἡ κλίση καὶ ἡ ἀγάπη του στὴν Ὀρθόδοξη λατρεία ἦταν ἔκδηλη ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία. Ἄναβε τὰ καντήλια σὲ ἐγκαταλειμμένες Ἐκκλησίες, μελετοῦσε μὲ ἀφοσίωση τὰ συναξάρια καὶ γενικῶς βίωνε, ἁπλοϊκά, τὸν πατροπαράδοτο Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς.
Μετερχόταν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ κρεοπώλη, ἔσφαζε ζῶα καὶ ἐμπορευόταν κρέατα στὰ γύρω χωριὰ τοῦ δήμου Κλειτορίας, μαζὶ μὲ τὰ τρία ἀδέλφια του. Ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμά του προσπόριζε ἀρκετά, ὥστε νὰ ἔχει μία εὐπρεπής, γιὰ τὰ δύσκολα δεδομένα τῆς ἐποχῆς, ζωή. Σὲ προχωρημένη, πλέον, ἡλικία ἀρρώστησε βαριά, πιθανῶς ἀπὸ τυφοειδῆ πυρετὸ καὶ ἔμεινε ἀναίσθητος ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες. Ἡ ἀνάρρωση τοῦ ἦταν ξαφνική, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, τὸν συγκλόνισε μὲ ἀποτέλεσμα ἐξίσου αἰφνιδιαστικὰ νὰ παραδώσει τὴν περιουσία του στὰ ἀδέλφια του καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια.
Τὸ συγκλονιστικὸ (κατ’ ἐμὲ) μυθιστόρημα τοῦ Κωστῆ ΜπαστιάΠαπουλακος, τοῦ 1951. Κοσμεῖται μὲ εἰκόνα λαϊκῆς τέχνης ποὺ δείχνει τὸ κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου καί, ὅπως γράφει στὸ ἐξώφυλλο, τὴν ἀνακάλυψε ὁ Φώτης Κόντογλου στὸν Ἅγιο Ὅρος. Θεωρῶ ὅτι ἀξίζει νὰ τὸ διαβάσετε, ἄσχετα ἂν “πιστεύετε” στὸ Χριστὸ ἢ ὄχι…
Τὰ πρῶτα χρόνια του ὡς μοναχοῦ
Ἔγινε μοναχὸς σὲ ἀρκετὰ μεγάλη ἡλικία καὶ ὀνομάστηκε Χριστόφορος. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ ἐκάρη στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, μετόχι τῆς Ἁγίας Λαύρας ἢ κατὰ ἄλλους στὴν ἱστορικὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου καὶ μόνασε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Ἀμέσως μετὰ ἄρχισε νὰ ἐπαιτεῖ, περιφερόμενος στὰ χωριὰ τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων. Λόγω τοῦ ἀσκητικοῦ τρόπου ζωῆς του, περίσσευαν οἱ ἐλεημοσύνες ποὺ συγκέντρωνε σὲ εἴδη καὶ χρήματα, γιὰ αὐτὸ τὰ ἔδιδε στοὺς πτωχούς, παρακαλώντας τους νὰ μὴν διαδίδουν τὶς χειρονομίες του. Τὸ 1847 ἐγκατέλειψε τὸν πλάνητα βίο [=τὶς περιπλανήσεις] καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα κτῆμα του, σὲ ὑπερκείμενο στὸ χωριὸ τοῦ ὅρος, ὅπου ἔχτισε μία καλύβα καὶ ξεκίνησε νὰ ἀνεγείρει μικρὸ Μονύδριο – ἀσκητήριο, πρὸς τιμὴ τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὸ ἴδιο ἔτος καὶ προκειμένου ὁλοκληρώσει τὸ οἰκοδόμημα τοῦ ἀσκηταριοῦ τοῦ ἄρχισε νὰ περιοδεύει καὶ νὰ κηρύττει στὰ χωριὰ τῆς Ἀχαΐας καὶ κατόπιν τῆς Ἀρκαδίας.
Ἡ προδοσία καὶ ἡ σύλληψη
Ὅτι δὲν κατάφεραν τὰ ὄπλα καὶ ἡ στρατιωτικὴ ἐπιβολὴ τὸ κατάφεραν «τὰ παντοδύναμα χρήματα». Ἕνας ἀπὸ τοὺς περισσότερο πιστοὺς ἀκόλουθούς του Παπουλάκου, ὁ Παπαβασίλαρος, ἀπὸ τὸ χωριὸ Λαγκάδια τοῦ δήμου Λεύκτρου, ὑπέκυψε στὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ δέχτηκε προσφορὰ ἔξι χιλιάδων δραχμῶν γιὰ νὰ τὸν καταδώσει. Τὸ κρησφύγετό του στὸν Ταΰγετο ἦταν ἄγνωστο καὶ ἡ σύλληψή του σὲ μέρη ποὺ τὸν προστάτευαν οἱ χωρικοὶ ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Ἔτσι, κατόπιν διαπραγματεύσεων ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο καὶ τὸν ὑπομοίραρχο τῆς χωροφυλακῆς Οἰτύλου, ἐξ ὀνόματος τοῦ νομάρχου καὶ τοῦ γενικοῦ ἀρχηγοῦ τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων, Γενναίου Κολοκοτρώνη, ὁ πλεονέκτης ἱερέας συμφώνησε νὰ τὸν παραδώσει μὲ εἰδικὸ σχέδιο ποὺ καταστρώθηκε πρὸς τοῦτο. Παρέλαβε ἕνα χωροφύλακα, μεταμφιεσμένο σὲ Λάκωνα καὶ μετέβησαν στὴν Μονὴ Βοϊδονίτσης, ὅπου κρυβόταν. Ὁ ἀνύποπτος Παπουλάκος, ἐντωμεταξύ, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὸν κλοιὸ νὰ σφίγγει ἀσφυκτικά, σκέφτηκε νὰ ἀποδράσει στὴν Κρήτη. Ὅταν εἶδε τὸν Παπαβασίλαρο τοῦ ζήτησε νὰ μεταβῆ στὸν δῆμο Κολοκυνθίου, ὅπου ἔμπιστοι ἄνθρωποί του νὰ ἑτοιμάσουν φρουρὰ γιὰ νὰ διαφύγει μὲ ἀσφάλεια. Παρήγγειλε, ἐπίσης νὰ λάβει ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἀσήνης ἔγγραφο ποὺ νὰ παρακινεῖ τοὺς κατοίκους γιὰ νὰ τὸν συνδράμουν στὴν διαφυγή του. Ὁ Παπαβασίλαρος ἀνήγγειλε τὴν ἀποστολή του στὸν ἔπαρχο καὶ στὸν ὑπομοίραρχο. Αὐτοὶ ἀμέσως τοῦ ἔδωσαν ἔξι χωροφύλακες μεταμφιεσμένους σὲ Λάκωνες καὶ τὸν ἐφοδίασαν μὲ πλαστὸ ἔγγραφο δῆθεν τοῦ ἐπισκόπου Ἀσήνης, ποὺ τὸν παρακινοῦσε νὰ συνεχίσει τὶς διδαχές του καὶ νὰ κηρύξει στὸ χωριὸ Κολοκύνθιον./
Τὸ τέχνασμα πέτυχε καὶ ὁ Παπουλάκος πεισθεῖς, ἀκολούθησε τὴν «φρουρὰ» τοῦ Παπαβασίλαρου. Τὴν 23 Ἰουνίου 1952 ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μονὴ Βοϊδονίτσης. Τὴν ἑπομένη, 24 Ἰουνίου, φτάνοντας στὴν Μονὴ τοῦ Τζέγκου, τοῦ δήμου Οἰτύλου, τὸν συνέλαβαν χωρὶς νὰ προβάλει καμία ἀντίσταση. Ἀπὸ τὰ παράλια της Καρδαμύλης τὸν ἐπιβίβασαν στὴν γολέττα «Ματθίλδη» καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ ἀτμόπλοιο «Ὀθων», ὅπου παρέμενε ἔγκλειστος. Μεταφέρθηκε στὸ Γύθειο καὶ ἀργότερα, τὴν 27 Ἰουνίου 1852, τὸ ἀτμόπλοιο προσόρμισε στὸν Πειραιά. Ἔτσι ἔλαβε τέλος ἡ ἔντονη κηρυκτικὴ δράση τοῦ Παπουλάκου, ἡ ὁποία εἶχε ὡς συνέπεια ὅλα τὰ προαναφερθέντα σημαντικὰ γιὰ τὴν ἐποχὴ γεγονότα ποὺ ὁ τότε τύπος τὰ τιτλοφόρησε ὡς τὰ «Χριστοφορικά».
Ἡ θλίψη διαδέχτηκε τὸ ἄγγελμα τῆς συλλήψεώς του, ἡ παρουσία ὅμως τῶν ἰσχυρῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων καὶ οἱ μαζικὲς συλλήψεις ποὺ εἶχαν γίνει, ἐμπόδιζαν τὶς ἐκδηλώσεις συμπαθείας. Τὸ μένος τῶν Μανιατῶν γιὰ τὴν σύλληψη στράφηκε ἐναντίον τοῦ καταδότη ἱερέα, ὁ ὁποῖος φοβούμενος γιὰ τὴν ζωή του, ἔφυγε στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ἀμοιβή του. Προτάθηκε δέ, νὰ γίνει στρατιωτικὸς ἱερέας γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ μόνιμα ἀπὸ τὴν ἐξημμένη ἐναντίον τοῦ περιοχή. Μεταφέρθηκε στὶς Σπέτσες, ἀλλὰ ὅταν μαθεύτηκε ὅτι ἔφτασε τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε, συγκεντρώθηκε πλῆθος μὲ ἄγριες διαθέσεις. Σώθηκε ἀπὸ στρατιωτικὴ φρουρά. Τελικὰ λίγο ἀργότερα φονεύτηκε ἀπὸ ἕνα νέο, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς, ἐκδικεῖτο τὴν οἰκογενειακή του τιμή, διότι ὁ Παπαβασίλαρος εἶχε βιάσει τὴν ἀδελφή του. Οἱ ἐφημερίδες ἔγραψαν, ἐπίσης, ὅτι ὁ πατέρας τοῦ ἱερέα, μόλις ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ υἱοῦ του, ἄμειψε σπαρτιάτικα μὲ δύο τάλιρα τὸν κομιστὴ τῆς εὐχάριστης εἴδησης.
Ἡ δίκη
Στὴν Ἀθήνα εἴτε ἀπὸ περιέργεια εἴτε ἀπὸ εὐλάβεια ἔγιναν διάφορες ἀναστατώσεις γιὰ νὰ δεῖ ὁ κόσμος τὸν Παπουλάκο ποὺ φρουρεῖτο στὸ ἀτμόπλοιο. Ἐπειδὴ εἶχε καταπονηθεῖ ὁ ὀργανισμός του ἀπὸ τὶς κακουχίες τῆς συλλήψεώς του, τὸν ἐξέτασαν ἰατροί, οἱ ὁποῖοι συνέστησαν νὰ ἀποβιβαστεῖ. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες μεταφέρθηκε στὶς φυλακὲς τοῦ Ρίου, ὅπου δόθηκε ἐντολὴ νὰ μὴν ἐπιτρέπεται ἡ ἐπαφή του μὲ κανέναν.
Σὲ ὅσους συνελήφθησαν τὴν περίοδο τῆς ἐξάψεως (συμμετέχοντες στὰ γεγονότα τῆς «καλογηρικῆς συνωμοσίας») δόθηκε χάρη μὲ τὸ ἀπὸ 9 Αὐγούστου 1852 Βασιλικὸ Διάταγμα ποὺ δημοσιεύθηκε στὶς 22 τοῦ ἰδίου μήνα, ἐνῶ ἐννέα ἄτομα οἱ ὁποῖοι θεωρήθηκαν πρωτεργάτες παραπέμφθηκαν σὲ δίκη γιὰ παραβάσεις σὲ βαθμὸ πλημμελήματος. Ὁ Παπουλάκος δὲ καὶ ὁρισμένοι πιστοὶ ἀκόλουθοί του, ὁρίστηκε νὰ δικαστοῦν γιὰ παραβάσεις σὲ βαθμὸ κακουργήματος, τὴν 26 Ἰουνίου 1853, ἐνώπιόν του Κακουργιοδικείου Ἀθηνῶν, ὡς ὑπαίτιοι στάσεως κατὰ τῶν καθεστώτων.
Παρόλη τὴν παρέλευση μεγάλου χρονικοῦ διαστήματος, συνέρρευσαν πλήθη κόσμου στὴν δίκη. Ὁ Παπουλάκος στὸ δικαστήριο εὔτολμος καὶ ἀτάραχος, ἔδειξε ὅτι ἐπιθυμοῦσε νὰ δικαστεῖ καὶ δήλωσε ὅτι δὲν χρειαζόταν συνήγορο, διότι εἶχε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀθωότητά του . Οἱ διεθνεῖς συγκυρίες, μὲ τὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο ἐπὶ θύρες, εἶχε προκαλέσει ἀνησυχία στὴν κυβέρνηση γιὰ τὴν στάση τῆς Ρωσίας. Ἔτσι ἡ δίκη, λόγω τῆς ὑποστήριξης ποὺ εἶχε ὁ Παπουλάκος ἀπὸ τοὺς διαλυθέντες Φιλορθόδοξους καὶ κατ’ ἐπέκταση ἀπὸ τὸ ρωσόφιλο κόμμα, ἀπέκτησε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Δόθηκε ἀναβολὴ στὴν δίκη, ἐξαιτίας τῆς ἀπουσίας μαρτύρων, γιὰ τὴν 16 Σεπτεμβρίου 1853. Τελικῶς, κατὰ τὸν Αὔγουστο 1853, δόθηκε χάρη καὶ ὅλοι οἱ κατηγορούμενοι ἀπαλλάχθηκαν τῶν ποινικῶν κατηγοριῶν μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα, ἐπειδὴ (ὅπως ἔλεγε τὸ Διάταγμα) ἔδειξαν φανερὰ σημεῖα μεταμέλειας. Ὁ Παπουλάκος ὅμως ἰδιαιτέρως παραπέμφθηκε, γιὰ τὸν περαιτέρω πειθαρχικό του ἔλεγχο, στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποφάσισε τὸν μόνιμο περιορισμό του στὴν Μονὴ Παναχράντου στὴν Ἄνδρο.
Ὁ ἐγκλεισμὸς στὴν Μονὴ Παναχράντου καὶ τὸ τέλος
Στὴν Μονὴ Παναχράντου διαμορφώθηκε ἕνα εἰδικὸ μοναχικὸ κελί, ποὺ τὸ φρουροῦσε ἕνας χωροφύλακας. Τὶς ἡμέρες μποροῦσε νὰ συμμετέχει κανονικὰ στὸ πρόγραμμα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς καὶ τὸ βράδι ἐγκλειόταν, φρουρούμενος στὸ κελί του. Μὲ τὸν χαρακτήρα τοῦ κέρδισε τὴν ὑπόληψη τοῦ ἡγουμένου καὶ τῶν μοναχῶν της Μονῆς, ἐνῶ ἡ φήμη τοῦ ἕλκυε γιὰ πολὺ καιρὸ κόσμο. Ἐπίσης, συνέχισε νὰ κηρύττει στὸν συγκεντρωμένο κόσμο ἐντός της Μονῆς, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πίστευαν σὲ αὐτόν, διαδιδόταν ὅτι ἀκόμα ἐπιτελοῦσε θαύματα, ἀλλὰ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἐφημερίδων καὶ τῆς κοινῆς γνώμης εἶχε ἀπορροφηθεῖ στὰ δραματικὰ διεθνῆ γεγονότα τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου ποὺ ἐπηρέαζαν ἄμεσα τὴν χώρα μας. Κοιμήθηκε τὸ βράδι τῆς 18 πρὸς 19 Ἰανουαρίου 1861, ἡσύχως καὶ σχεδὸν λησμονημένος ἀπὸ τὸν πολὺ τὸν κόσμο.
Ἡ μνήμη του στὶς μέρες μας
Ἐτάφη στὸ κοιμητήριο τῆς Μονῆς Παναχράντου καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς κοίμησής του ἔγιναν προσπάθειες γιὰ τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του, τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του καὶ τὴν φιλοτέχνηση τῆς εἰκόνας του, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα γιὰ πολλὲς δεκαετίες. Ἡ «ἀντιεξουσιαστική» του δράση δημιουργοῦσε πρόβλημα στὴν εὐρύτερη ἐπίσημη ἀναγνώρισή του. Ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ ἄρχισε νὰ ἀποκαθίσταται ἡ μνήμη του στὴν συνείδηση ὄχι μόνο τῶν ἁπλῶν πιστῶν, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως πάντα πίστευαν στὴν ἁγιότητά του, ἀλλὰ καὶ στὴν συνείδηση τῶν ἀνώτατων ἐκκλησιαστικῶν Ἱεραρχῶν. Ὑπάρχουν πλῆθος ἐπίσημων ἀναφορῶν ἐπισκόπων ποὺ ἀναγνωρίζουν τὸ ἔργο του, ἀκόμα καὶ τὴν ἁγιότητά του . Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, τὰ ὁποία παρέμειναν στὸ ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, δὲν ἔγινε μὲ ἐπισημότητα. Ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ τοῦ Παπουλάκου, ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος, στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1973 φρόντισε νὰ μεταφερθεῖ ἡ κάρα του στὸ ναὸ τοῦ Μονυδρίου τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στὰ Ἄρμπουνα Καλαβρύτων, ποὺ εἶχε κτίσει ὁ ἴδιος. Ἔκτοτε πλῆθος κόσμου προσέρχεται στὸ ὀρεινὸ χωριὸ καὶ ἀσπάζεται τὴν κάρα του, ἡ ὁποία ἔχει τεθεῖ σὲ ἐπίχρυση λειψανοθήκη καὶ λέγεται ὅτι εὐωδιάζει καὶ θαυματουργεῖ. Ἔχουν συνταχθεῖ ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ παρακλητικὸς κανὼν πρὸς τιμήν του. Ἐπίσης, ἔχει ἱστορηθεῖ ἡ εἰκόνα του καὶ ὑπάρχει μικρὸ ἰδιωτικὸ Ἐκκλησάκι στὰ Ἄρμπουνα καὶ παρεκκλήσιο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίων Αὐγουστίνου καὶ Σεραφεiμ τοῦ Σάρωφ στὸ Τρίκορφο Φωκίδος, ποὺ τιμῶνται ἀνεπισήμως στὸ ὄνομά του. Πλῆθος εἶναι καὶ οἱ σύγχρονες μαρτυρίες, ποὺ ἔχουν παραμείνει ἀπὸ προφορικὴ παράδοση, ἀναφορικὰ μὲ τὰ κηρύγματά του, τὶς προφητεῖες του, τὰ θαύματά του ἐν ζωή, ἀκόμα καὶ μετὰ θάνατον. Τέλος, τὸ ὄνομά του παραμένει ἀκόμα πρὸς ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο πολὺ σοφὰ περιμένει νὰ ἀφουγκραστεῖ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησιᾶς, ξεκαθαρισμένη μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπὸ βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες, ὥστε νὰ προβεῖ ἀνεπηρέαστα στὶς δέουσες ἐνέργειες.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τελικὰ ἕνα ἐρώτημα ποὺ παραμένει αἰωρούμενο, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐργασία, εἶναι: ἦταν ὄντως ὁ Παπουλάκος ἅγιος ἢ μήπως ἕνας ἁπλὸς κοινωνικὸς ἐπαναστάτης ἢ μήπως ἀκόμα καὶ ἕνας λαοπλάνος ἀγύρτης; Οἱ ἁπλοϊκοὶ χωρικοί της ἐποχῆς, στὴν συντριπτική τους πλειοψηφία, πίστεψαν ὅτι ἦταν ἅγιος. Ὁ λόγος του, τοὺς συνέπαιρνε, μιλοῦσε κατ’ οὐσία τὴν «γλώσσα» ποὺ μποροῦσαν νὰ καταλάβουν καὶ ἡ εὐθύτητα τοῦ χαρακτήρα του, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν σεβάσμια φυσιογνωμία του, τοὺς ἔδινε αὐτὸ ποὺ ἀποζητοῦσαν στὸ «ράσο», τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἐπίσης, εἶναι γεγονὸς ἀδιαμφισβήτητο ὅτι ὑπέδειξε «ἀνυπακοὴ» ἀπέναντι στὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ στὴν ἐξουσία τοῦ κράτους, παροτρύνοντας πρὸς τοῦτο καὶ τοὺς πιστούς, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ χωρικοὶ νὰ φτάσουν τὰ ὅρια τῆς ἔνοπλης στάσης. Ὅλα αὐτὰ στὴν πονηρὴ καὶ συμφεροντολογικὴ ἐποχή μας, δημιουργοῦν σύγχυση καὶ πλῆθος ἀμφιβολιῶν, ἀλλὰ πρὶν καταλήξουμε στὸ συμπέρασμά μας, θὰ πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξακριβώσουμε τὰ ἐσωτερικὰ ὑποκειμενικὰ στοιχεῖα ποὺ τὸν ὁδήγησαν σὲ αὐτὴν τὴν, φαινομενικὰ παράδοξη, ἐξωτερικὴ συμπεριφορά.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (γέννημα καὶ αὐτὴ «ἀνυπακοῆς» ἀπέναντι στὴν μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης) καὶ ἡ κρατικὴ ἐξουσία τῆς ἐποχῆς εἶναι δεδομένο ὅτι δὲν βάδιζαν σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ἡ δεύτερη εἶχε ὑποτάξει τὴν πρώτη στὰ κοσμικά της συμφέροντα καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀπαράδεκτο τρόπο ποὺ ἔγιναν οἱ ὄντως ἀναγκαῖες θρησκευτικὲς μεταρρυθμίσεις, δικαιολογοῦν τὴν ἀντίδραση τοῦ Παπουλάκου, τόσο κοινωνικὰ ὅσο καὶ θεολογικά. Ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεχτῆ ἡ θολὴ γενικὴ ἄποψη ποὺ ἐξάγεται ἀπὸ τὰ «Ἱστορικὰ Σημειώματα» τοῦ Μπάμπη Ἀννίνου, ὅτι ἦταν ἕνας ἐπικίνδυνος ἀγύρτης καὶ ἡ ἔπαρση ὑπερηφανείας ἀπὸ τὴν ὁποία διακατείχετο τὸν ὁδηγοῦσε στὸ νὰ πλανᾶ μὲ ἐξαιρετικὰ ἀνόητο τρόπο τοὺς εὐκολόπιστους καὶ «ἀπολίτιστους» χωρικούς. Ὁ ἀγώνας του δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἦταν ἀποκύημα ἔπαρσης, ἐφόσον ἦταν δίκαιος καὶ περαιτέρω οἱ «ἀπολίτιστοι» χωρικοὶ δὲν πίστεψαν στὸν Παπουλάκο ἀνόητα, χωρὶς λογική, ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε ξανὰ ἕνα εὐαγγελικὸ νόημα ζωῆς, λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι εἶχαν ἀρχίσει νὰ χάνουν κάθε ἐλπίδα καὶ πίστη, συνεπεία τῶν ἀλλεπάλληλων συμφορῶν ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Ἐπίσης, μὲ τὸν τρόπο ποὺ προχώρησε στὴν ὅλη δράση του δὲν διαφαίνεται νὰ ὀργανώθηκε γιὰ μία μυστικὴ ἀνατροπὴ τοῦ καθεστῶτος. Παρ’ ὅλες τὶς σχέσεις του μὲ τὴν Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία, εἶχε ἀνεξάρτητη δική του πορεία. Ὁ στόχος τοῦ ἦταν οἱ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι καὶ οἱ συνειδήσεις τους. Ὁ ἀνεπιτήδευτος λόγος του, ἡ ἀσκητικότητά του καὶ οἱ ἀδιαμφισβήτητες ἐλεημοσύνες του, τοῦ δίνουν ἀκεραιότητα καὶ εὐθύτητα χαρακτήρα. Ἐπιπλέον, ἀπὸ τὰ κηρύγματά του προκύπτει ἡ μεγάλη ἠθικὴ καὶ λατρευτικὴ Ὀρθόδοξη καλλιέργεια τοῦ λαοῦ σὲ χρόνια δύσκολα. Ἴσως νὰ ἦταν ἀτόπημα ἡ «ἐκστρατεία» του στὴν Καλαμάτα καὶ ἡ ὁμαδικὴ δράση ἐνόπλων ἀκολούθων του, ἀλλὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀμφίβολο κατὰ πόσο μποροῦσε νὰ ἐλέγξει ἀπόλυτά τους σκληροτράχηλους Μανιάτες καὶ γενικότερά τους λοιποὺς χωρικοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ διέδιδαν διάφορες φῆμες γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά του.
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ΚΩΣΤΗ ΜΠΑΣΤΙΑ, ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ – ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 1987 Στὴν Ὀρθοδοξία οἱ ἀμφιβολίες ἀκολουθοῦν κάθε δογματικὴ Ἀλήθεια καὶ σὲ αὐτὸ ἔγκειται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπιθυμεῖ τὴν ἐθελούσια ἐλεύθερη πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἀλήθεια, τὴν ὁποία φανερώνει σκιωδῶς στὴν ἀρχὴ καὶ ἀργότερα τοῦ δίνει καὶ τὶς ἀποδείξεις – ἀποκαλύψεις ποὺ χρειάζεται.
Δηλαδὴ ἡ πίστη πάντα προηγεῖται τῶν ξεκάθαρων προσωπικῶν ἀποδείξεων, ἐνῶ ἐὰν θέλει κάποιος παραμένει στὴν διαφορετική του ἄποψη, ἡ ὁποία τεκμηριώνεται ἀπὸ τὴν σύγχυση τῶν ἀμφιβολιῶν του.
Ὁμοίως, ξεκάθαρη ἐπιστημονικὴ ἀπόδειξη εἶναι ἀδύνατον νὰ βρεθεῖ στὰ περὶ ἁγιότητος ζητήματα, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἐὰν ὑπῆρχε πάλι θὰ ἀμφισβητεῖτο.
Ἔτσι οἱ ἀνεξαρτήτως, τῆς ἐπισήμου ἀναγνώρισης τοῦ Παπουλάκου ὡς ἁγίου ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ πρόσωπό του θὰ συνεχίσει νὰ εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ἐν ὀλίγοις, συμπεραίνεται ὅτι τὸ ἐρώτημα ποὺ θέσαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐπιλόγου δέχεται ἀπάντηση καὶ προσδιορίζεται ὑποκειμενικὰ ἀνάλογα μὲ τὴν προσωπικὴ τοποθέτηση τοῦ καθενὸς στὰ θέματα πίστεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἀλήθεια.
Κάποια στιγμὴ ἄρχισε νὰ γυρίζει τὰ χωριὰ καὶ νὰ μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν μεσάνυχτα γιὰ τὴν ἴδια τὴ δική τους πνευματικὴ κληρονομιὰ – γιὰ τὴ δική τους πνευματικὴ κληρονομιὰ τοὺς μιλοῦσε, μία κληρονομιὰ ποὺ ὁδήγησε καὶ ὁδηγεῖ χιλιάδες ἀνθρώπους ἀπὸ πολλὰ ἔθνη στὴν ἁγιότητα.
Τὰ λόγια του στάζανε μέλι (κατὰ τὴ διάρκεια ὁμιλιῶν του, ληστὲς ἔφεραν πίσω τὰ κλεμμένα, ὁρκισμένοι ἐχθροὶ ἔδωσαν τὰ χέρια κ.τ.λ.) καὶ ὁ λαὸς τὸν σεβάστηκε καὶ τὸν ἀγάπησε.
Μετὰ ὅμως πληροφορήθηκε πὼς ἐκεῖνοι ποὺ κυβερνοῦσαν τὴ χώρα (ἡ ὁποία πρὶν λίγες μόλις δεκαετίες εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ μακραίωνη τουρκικὴ σκλαβιὰ) περιφρονοῦσαν αὐτὴ τὴν πνευματικὴ κληρονομιὰ -ὄντας ξένοι καὶ ἀλλόθρησκοι- καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν ὑποβαθμίσουν (ἀκόμα & μὲ τὴ βία, π.χ. κλείνοντας μοναστήρια, ἐπιβάλλοντας σὲ μοναχοὺς καὶ μοναχὲς νὰ βγάλουν τὰ ράσα, πετώντας ἱερὰ κειμήλια στὰ σκουπίδια) καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστήσουν μὲ ἕναν ξενόφερτο πολιτισμό, μὲ ξενόφερτες κοσμοθεωρίες καὶ μοντέρνο, ἐκσυγχρονισμένο, τρόπο ζωῆς, ὄχι πλέον παραδοσιακὸ καὶ “ὑπανάπτυκτο”... Καὶ τότε πόνεσε καὶ θύμωσε πάρα πολὺ κι ἄρχισε νὰ τοὺς ἀσκεῖ σκληρὴ κριτική.
Οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου φοβήθηκαν αὐτὸ τὸν ἀγράμματο ἀσκητικὸ καλόγερο, γιατί ἔβλεπαν πὼς ὁ λαὸς τὸν ἀκούει (ὅπως φοβήθηκε ὁ Ἡρώδης τὸν ἅγιο Γιάννη τὸν Πρόδρομο, καὶ δὲν καταλάβαινε πὼς ὁ Πρόδρομος ἦταν ὁ μοναδικός του φίλος, τὸν ὁποῖο σκότωσε). Ἐπιστράτευσαν λοιπὸν τοὺς ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ἦταν δικοί τους ἄνθρωποι, κι ἐκεῖνοι τὸν κάλεσαν (πῆγε ὁλόκληρος στρατὸς νὰ τὸν πιάσει, γιατί τὸν ἀκολουθοῦσαν χιλιάδες λαοῦ), τὸν πέρασαν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο, τὸν καταδίκασαν καὶ τὸν φυλάκισαν στὸ κελὶ ἑνὸς μοναστηριοῦ, φρουρούμενο, γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἐπίγεια ζωή του.
Τὸ ὄνομά του: Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, Χριστοφόρος μοναχὸς ἤ, ὅπως ἔμεινε στὴν Ἱστορία, Παπουλάκος.
Ὁ Παπουλάκος εἶναι ἀκόμη καὶ σήμερα (ἑνάμισι αἰώνα μετὰ) σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Οἱ πιὸ “εὐρωπαϊστές” Νεοέλληνες (εἴτε ἄθεοι, εἴτε χριστιανοί), “προοδευτικοὶ” καὶ “ἐκσυγχρονισμένοι”, τὸν θεωροῦν ἀνόητο φανατικό, ἐχθρό της προόδου, ἀφοῦ ἔλεγε στὸν κόσμο πὼς “τὰ ἄθεα γράμματα” (οἱ νεοφερμένες στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο εὐρωπαϊκὲς ἐπιστῆμες) “θὰ καταστρέψουν τὸν τόπο μας”. Οἱ παραδοσιακοὶ τὸν θεωροῦν ἅγιο, ὅπως τὸν θεώρησε τὸν παλιὸ καιρὸ μεγάλη μερίδα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ – τοῦ ὀρθόδοξου, ἄν μου ἐπιτρέπετε, ἑλληνικοῦ λαοῦ, τοῦ λαοῦ μας.
Τὰ τελευταία χρόνια ἐκφράστηκε δημόσια μία πρόταση γιὰ τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του. Σ’ αὐτὴ τὴν πρόταση ἀπάντησαν κάποιοι μὲ κραυγὲς ἢ χλευασμό: “ἅγιος” ὁ Παπουλάκος; Αὐτὸς ὁ ἀγύρτης!; Αὐτὸ δὰ μᾶς ἔλειπε!
Ἂν ἡ Ἐκκλησία ἁγιοκατατάξει (κατατάξει ἐπίσημα ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους) τὸν Παπουλάκο, θὰ γίνει καινούργιος σάλος: θὰ ἔχει “ἀποδείξει” γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ πὼς εἶναι φορέας σκοταδισμοῦ, ἐχθρός της προόδου καὶ τοῦ φωτὸς (φωτὸς ποὺ φυσικὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴ δύση καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ κάποιο “θεῖο Φως” ἀλλὰ μόνο μὲ τὸ φῶς τῶν ἐπιστημῶν, ποὺ μᾶς βοηθᾶνε νὰ ζοῦμε ὄμορφα).
Ἡ ἄλλη ἄποψη εἶναι πὼς ἡ Ἐκκλησία ΠΡΕΠΕΙ νὰ ἁγιοκατατάξει τὸν Παπουλάκο, ὄχι μόνο ἐπειδὴ εἶναι στ’ ἀλήθεια ἅγιος (ἄρα τοῦ ἀξίζει αὐτὴ ἡ τιμή), ἀλλὰ καὶ γιατί αὐτὸ θὰ ἦταν μία σωστὴ καὶ σοβαρὴ πράξη ἀντίστασης στὸ ἀπόλυτο ξεχαρβάλωμα τῆς κοινωνίας μᾶς – ξεχαρβάλωμα, παρακμή, πόνος, παράνοια, ποὺ εἶναι 100% συνέπειες τῆς παγκόσμιας νίκης αὐτοῦ του “ἐκσυγχρονισμοὺ” ἐνάντια στὸν ὁποῖο κήρυττε ὁ Παπουλάκος. Διότι αὐτὸς ὁ “ἐκσυγχρονισμός” δὲν ἦταν τελικὰ τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ μία παγίδα: ἔκρυβε τὸν καταναλωτισμό, τὴν ἀπομόνωση, τὸν καπιταλισμό, τὸν ἰμπεριαλισμό, τὴν παγκοσμιοποίηση, τὴν ἐκμετάλλευση τῶν λαῶν, πρώτου καὶ τρίτου κόσμου! Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἁπλὰ δολώματα. Κι ἐμεῖς εἴμαστε τὰ ψάρια, στὸ τηγάνι τῶν καπιταλιστών.
Ἤδη ἄργησε ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸν ἁγιοκατατάξει, λέει αὐτὴ ἡ ἄποψη (εὔκολο εἶναι νὰ ἀναγνωρίσει ὡς ἅγιο κάποιον ποῦ ἡ ἴδια ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὸν καταδίκασε;), ἀλλὰ ἔστω καὶ τώρα, στὸ παρὰ 5, εἶναι καιρός. Ἀντίσταση χρειαζόμαστε ἐνάντια στοὺς καινούργιους κατακτητὲς (ποὺ εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ παλιοί, ἀλλὰ τώρα πέταξαν τὶς γλυκὲς μάσκες). Καὶ ὁ Παπουλάκος ἦταν μία προφητικὴ φωνὴ ἀντίστασης. Εἶναι ἅγιος, εἶναι ἕνας ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρος πνευματικὸς ἀγωνιστής, καὶ πρέπει νὰ τὸν τιμήσουμε ὡς ἅγιο.
Τὸ ταπεινὸ blog μᾶς συντάσσεται μ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη.
Ὅταν ὁ Παπουλάκος “συνάντησε” τοὺς Ἰνδιάνους
Πρὶν παραθέσουμε κάποια ἱστορικὰ στοιχεῖα, μία τελευταῖα παρατήρηση:
Ὅλοι οἱ εὐαίσθητοι καὶ προβληματισμένοι σύγχρονοι ἄνθρωποι συγκινοῦνται μὲ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἰνδιάνου ἀρχηγοῦ Seattle στὸν πρόεδρο τῶν ΗΠΑ Franklin Pierce, τὸ 1854, ὅπου του ἐξηγεῖ γιατί δὲ μπορεῖ νὰ τοῦ πουλήσει τὴ γῆ τῆς φυλῆς του (ποὺ “δὲν τῆς ἀνήκει, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἀνήκουν σ’ αὐτήν”).
Ἀκριβῶς αὐτὸ ἔκανε κι ὁ Παπουλάκος: ὑπερασπίστηκε τὸ δικό του πολιτισμὸ ἀπέναντι στὸν εἰσαγόμενο, ποὺ τὸν εἰσήγαγαν οἱ ξένοι ἐξουσιαστές, σὲ βάρος τοῦ δικοῦ του (τοῦ δικοῦ μας). Καὶ μάλιστα τὰ ‘βάλε μ’ ἕνα παντοδύναμο (μπροστὰ στὸν πολίτη) κράτος, μὲ μία ἰσχυρὴ Ἐκκλησία (ἰσχυρὴ ἀπέναντί του, κατὰ τὰ ἄλλα ὄργανο τοῦ κράτους) καὶ τελικὰ θυσίασε τὴ ζωὴ τοῦ γι’ αὐτό. Κι ὅμως, πολλοὶ συγκινοῦνται π.χ. γιὰ τὸ Θεόφιλο Καΐρη, μοναχὸ ποὺ τὸν καταδίκασε σὲ περιορισμὸ ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὶς αἱρετικές του ἀπόψεις (τὶς ὁποῖες μάλιστα ἀπέκρυπτε, παριστάνοντας τὸν ὀρθόδοξο μοναχό), ἀλλὰ θυμώνουν ὅταν ἀκούσουν καλὸ λόγο γιὰ τὸν Παπουλάκο.
Ἂν γιὰ μᾶς ἦταν προτιμότερη ἡ δυτικὴ τεχνολογία ἀπὸ τὶς δικές μας (οἰκολογικὲς) μεθόδους παραγωγῆς καὶ μετακίνησης καὶ τὸ δικό μας τρόπο ζωῆς, γιατί δὲν εἶχε λάθος κι ὁ Ἰνδιάνος ἀρχηγός; Ἢ μήπως οἱ Ἰνδιάνοι εἶχαν ἕνα σοφὸ πολιτισμό, ἐνῶ οἱ Ρωμιοὶ (ἐμεῖς) δὲν εἶχαν σοφία (καὶ φιλοσοφία);
Ὁποιοσδήποτε λαὸς στὴν κόσμο ἀντιστέκεται στὸ δυτικὸ ἰμπεριαλισμὸ καὶ τὴν ἀποικιοκρατία, καὶ καλὰ κάνει. Μία ἑστία ἀντίστασης ἦταν καὶ ὁ Παπουλάκος (μαζὶ μὲ τὸν Κοσμᾶ Φλαμιάτο καὶ ἄλλους συνοδοιπόρους του, καὶ παλαιότερά τους ἁγίους Κολυβάδες – ἄλλο κόκκινο πανὶ γιὰ τοὺς προοδευτικούς).
Ὅταν ὁ Daniel Quin γράφει στὸν Ἰσμαὴλ πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι πιὸ σημαντικοὶ ἀπὸ τὶς τσοῦχτρες, ἡ ἄποψή του χειροκροτεῖται διεθνῶς ὡς ἐναλλακτικὴ καὶ ἐνδιαφέρουσα – ὁ Παπουλάκος, ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ εἶναι χριστιανός, λοιδωρεῖται ὡς σκοταδιστής.
Τὸ 1744 ἡ Ἰροκέζικη Ὁμοσπονδία τῶν Ἔξι Ἐθνῶν ἀπάντησε στοὺς Λευκούς, ποὺ πρότειναν νὰ πᾶνε κάποια Ἰνδιανόπουλα νὰ σπουδάσουν στὸ κολλέγιο τοῦ Γουΐλλιαμσμπουργκ:
“…Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς νέους μας πῆγαν παλαιότερα σὲ κολλέγια τῶν βόρειων ἐπαρχιῶν, διδάχτηκαν ὅλες σας τὶς ἐπιστῆμες, ὅμως, ὅταν ξαναγύρισαν πίσω σέ μας, ἦταν κακοὶ στὸ τρέξιμο, ἀγνοοῦσαν ὅλους τους τρόπους ἐπιβίωσης σ’ ἕνα δάσος, ἦταν ἀνίσχυροι ἀπέναντι στὴν ἀρκούδα, τὸ κρύο ἢ τὴν πείνα, δὲν ἤξεραν καν πῶς νὰ φτιάξουν ἕνα καλύβι, νὰ πιάσουν ἕνα ἐλάφι ἢ νὰ σκοτώσουν τὸν ἐχθρό, δὲ μιλοῦσαν καλὰ τὴ γλώσσα μας καί, ἑπομένως, δὲν ἦταν κατάλληλοι γιὰ κυνηγοί, πολεμιστὲς ἢ σύμβουλοι. Δὲν ἦταν καλοὶ γιὰ τίποτε ἀπολύτως.
Παρότι δὲν θὰ τὴ δεχτοῦμε, ἡ εὐγενική σας πρόταση ὁπωσδήποτε δὲ μᾶς ὑποχρεώνει λιγότερο ἀπέναντί σας καί, γιὰ νὰ σᾶς δείξουμε πόσο τὸ ἐννοοῦμε αὐτό, ἂν οἱ κύριοι ἀπὸ τὴ Βιρτζίνια μᾶς στείλουν ἔξι ἀγόρια τους, θὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ τὴν ἐκπαίδευσή τους. Θὰ τοὺς διδάξουμε ὅλα ὅσα γνωρίζουμε καὶ θὰ τοὺς κάνουμε ἀνδρες” (Βενιαμὶν Φρανκλίνος, Οἱ Ἰνδιάνοι, ἔκδ. “Ελεύθερος Τύπος”, Ἀθήνα 1995, σέλ. 11-12).
Αὐτὸ ἀπάντησαν οἱ σοφοὶ Ἰνδιάνοι. Αὐτὸ ἔλεγε κι ὁ Παπουλάκος, ὅταν κήρυττε πὼς “τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν τόπο μας”. Κοιτάξτε γύρω σας, δεῖτε τοὺς δρόμους ποὺ ἔχει πάρει ἡ νέα γενιὰ καὶ ἡ κοινωνία ὁλόκληρη (μία κοινωνία βουτηγμένη μέχρι τὰ κατάβαθά της ψυχῆς της στὴ σύγχρονη τεχνολογία καὶ ἐπιστήμη) καὶ πεῖτε στὸν ἑαυτό σας μὲ εἰλικρίνεια ἂν εἶχε ἢ ὄχι δίκιο.
Ἱστορικὸ ἄρθρο γιὰ τὸν Παπουλάκο
Ὁ “Παπουλάκος”
(Μοναχὸς Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος 1780/90 – 1861)
Ἀσπρόμαυρη φωτογραφία τοῦ Παπουλάκου, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὸν κ. ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟ Α., τέως προέδρου τῆς Ἕνωσης Ἀρμπουνέων – Καλαβρύτων στὴν Ἀθήνα «Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος», εἶναι ἡ μοναδικὴ ποὺ σώζεται. Βρέθηκε τυχαία ἀπὸ ἕνα μέλος τῆς Ἕνωσης σὲ ἕνα κουρεῖο στὴν Ἀθήνα, ὅπου ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ καταστήματος τὴν κατεῖχε ὡς κειμήλιο ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Στὸ κάτω μέρος τῆς φωτογραφίας διακρίνονται μετὰ δυσκολίας ἡ λέξη «ΠΑΠΟΥΛΑΚΟC» καὶ ἡ χρονολογία «ΑΩΝ» (=1850). Τὰ χαρακτηριστικά του προσώπου ποὺ εἰκονίζεται ταιριάζουν καταπληκτικὰ στὶς περιγραφὲς τοῦ Παπουλάκου καὶ ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἡ γνησιότητά της. (Βρίσκεται στοῦ ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ Α. Α., Ὁ Ἀληθινὸς Παπουλάκος, Ἀθήνα 1984, σ. 3).
Τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἀσχοληθοῦμε στὴν παροῦσα ἐργασία ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν ἐποχὴ τῆς ἀντιβασιλείας καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνα. Ἡ ὕπαρξη ἑνὸς ἑλληνικοῦ κράτους ἦταν μία ἀναγκαία ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ἡ δημόσια διοίκηση προσπαθοῦσε νὰ ὀργανωθεῖ κατὰ τὰ πρότυπα τῶν λοιπῶν δυτικοευρωπαϊκῶν κρατῶν. Ὁ λαὸς ποὺ κατοικοῦσε στὸν τότε ἑλλαδικὸ χῶρο ἔπρεπε νὰ δεχθεῖ μία νέα ὑπὸ διαμόρφωση ἐξουσία. Τὸ κράτος παρεμβατικοῦ τύπου σὲ κάθε πτυχὴ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν, δὲν ἦταν κάτι συνηθισμένο στοὺς κατοίκους τῆς πρώην Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐξάλλου, ὁ ἀγώνας τοῦ 1821 γιὰ ἐλευθερία εἶχε ἐπιδράσει στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καθόσον δὲν ἦταν ἀγώνας ἐλευθερίας μόνο σωμάτων, ἀλλὰ καὶ ψυχῶν. Στὰ πλαίσια αὐτά, ὁ Παπουλάκος, μοναχὸς Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, μὲ τὴν ζωή του καὶ τὸν ἀγώνα τοῦ ἐξέφραζε μία ἀντίδραση τοῦ γαλουχημένου στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση λαοῦ, ἔναντι τῶν ἀλλοιώσεων ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ κοσμικὸ πνεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ μὲ τὴν ὑλική του λάμψη, ἄρχισε νὰ εἰσέρχεται καὶ νὰ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὸ νεοσύστατο κράτος, θαμπώνοντας καὶ ἀνατρέποντας συθέμελα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὶς πατροπαράδοτες ἀξίες.
Τὰ χρόνια του Παπουλάκου ὡς λαϊκοῦ
Ὁ μοναχὸς Χριστόφορος, κατὰ κόσμο Χρῆστος ἢ Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, γεννήθηκε στὸ μικρὸ ὀρεινὸ χωριὸ Ἄρμπουνα τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων, γύρω στὰ 1780 μὲ 90. Γιὰ τὰ πρῶτα χρόνια της ζωῆς του δὲν ὑπάρχουν πολλὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα, καθὼς ζοῦσε μία ἁπλὴ συνηθισμένη ζωὴ ἑνὸς χωρικοῦ, ἡ ὁποία μὲ τίποτα δὲν προμήνυε αὐτὰ ποὺ θὰ ἐπακολουθοῦσαν. Ἀπὸ τὶς σωζόμενες ἐπιστολές του, φαίνεται ὅτι ἤξερε πολὺ λίγα γράμματα, ἴσως νὰ εἶχε φοιτήσει στὶς πρῶτες τάξεις δημοτικοῦ σχολείου ἢ εἶχε διδαχτεῖ ἀπὸ κάποιον μοναχὸ ἢ ἱερέα, λόγω τῆς ἀνάγκης ἀνάγνωσης τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Ἡ κλίση καὶ ἡ ἀγάπη του στὴν Ὀρθόδοξη λατρεία ἦταν ἔκδηλη ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία. Ἄναβε τὰ καντήλια σὲ ἐγκαταλειμμένες Ἐκκλησίες, μελετοῦσε μὲ ἀφοσίωση τὰ συναξάρια καὶ γενικῶς βίωνε, ἁπλοϊκά, τὸν πατροπαράδοτο Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς.
Μετερχόταν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ κρεοπώλη, ἔσφαζε ζῶα καὶ ἐμπορευόταν κρέατα στὰ γύρω χωριὰ τοῦ δήμου Κλειτορίας, μαζὶ μὲ τὰ τρία ἀδέλφια του. Ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμά του προσπόριζε ἀρκετά, ὥστε νὰ ἔχει μία εὐπρεπής, γιὰ τὰ δύσκολα δεδομένα τῆς ἐποχῆς, ζωή. Σὲ προχωρημένη, πλέον, ἡλικία ἀρρώστησε βαριά, πιθανῶς ἀπὸ τυφοειδῆ πυρετὸ καὶ ἔμεινε ἀναίσθητος ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες. Ἡ ἀνάρρωση τοῦ ἦταν ξαφνική, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, τὸν συγκλόνισε μὲ ἀποτέλεσμα ἐξίσου αἰφνιδιαστικὰ νὰ παραδώσει τὴν περιουσία του στὰ ἀδέλφια του καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια.
Τὸ συγκλονιστικὸ (κατ’ ἐμὲ) μυθιστόρημα τοῦ Κωστῆ ΜπαστιάΠαπουλακος, τοῦ 1951. Κοσμεῖται μὲ εἰκόνα λαϊκῆς τέχνης ποὺ δείχνει τὸ κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου καί, ὅπως γράφει στὸ ἐξώφυλλο, τὴν ἀνακάλυψε ὁ Φώτης Κόντογλου στὸν Ἅγιο Ὅρος. Θεωρῶ ὅτι ἀξίζει νὰ τὸ διαβάσετε, ἄσχετα ἂν “πιστεύετε” στὸ Χριστὸ ἢ ὄχι…
Τὰ πρῶτα χρόνια του ὡς μοναχοῦ
Ἔγινε μοναχὸς σὲ ἀρκετὰ μεγάλη ἡλικία καὶ ὀνομάστηκε Χριστόφορος. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ ἐκάρη στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, μετόχι τῆς Ἁγίας Λαύρας ἢ κατὰ ἄλλους στὴν ἱστορικὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου καὶ μόνασε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Ἀμέσως μετὰ ἄρχισε νὰ ἐπαιτεῖ, περιφερόμενος στὰ χωριὰ τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων. Λόγω τοῦ ἀσκητικοῦ τρόπου ζωῆς του, περίσσευαν οἱ ἐλεημοσύνες ποὺ συγκέντρωνε σὲ εἴδη καὶ χρήματα, γιὰ αὐτὸ τὰ ἔδιδε στοὺς πτωχούς, παρακαλώντας τους νὰ μὴν διαδίδουν τὶς χειρονομίες του. Τὸ 1847 ἐγκατέλειψε τὸν πλάνητα βίο [=τὶς περιπλανήσεις] καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα κτῆμα του, σὲ ὑπερκείμενο στὸ χωριὸ τοῦ ὅρος, ὅπου ἔχτισε μία καλύβα καὶ ξεκίνησε νὰ ἀνεγείρει μικρὸ Μονύδριο – ἀσκητήριο, πρὸς τιμὴ τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὸ ἴδιο ἔτος καὶ προκειμένου ὁλοκληρώσει τὸ οἰκοδόμημα τοῦ ἀσκηταριοῦ τοῦ ἄρχισε νὰ περιοδεύει καὶ νὰ κηρύττει στὰ χωριὰ τῆς Ἀχαΐας καὶ κατόπιν τῆς Ἀρκαδίας.
Ἡ προδοσία καὶ ἡ σύλληψη
Ὅτι δὲν κατάφεραν τὰ ὄπλα καὶ ἡ στρατιωτικὴ ἐπιβολὴ τὸ κατάφεραν «τὰ παντοδύναμα χρήματα». Ἕνας ἀπὸ τοὺς περισσότερο πιστοὺς ἀκόλουθούς του Παπουλάκου, ὁ Παπαβασίλαρος, ἀπὸ τὸ χωριὸ Λαγκάδια τοῦ δήμου Λεύκτρου, ὑπέκυψε στὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ δέχτηκε προσφορὰ ἔξι χιλιάδων δραχμῶν γιὰ νὰ τὸν καταδώσει. Τὸ κρησφύγετό του στὸν Ταΰγετο ἦταν ἄγνωστο καὶ ἡ σύλληψή του σὲ μέρη ποὺ τὸν προστάτευαν οἱ χωρικοὶ ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Ἔτσι, κατόπιν διαπραγματεύσεων ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο καὶ τὸν ὑπομοίραρχο τῆς χωροφυλακῆς Οἰτύλου, ἐξ ὀνόματος τοῦ νομάρχου καὶ τοῦ γενικοῦ ἀρχηγοῦ τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων, Γενναίου Κολοκοτρώνη, ὁ πλεονέκτης ἱερέας συμφώνησε νὰ τὸν παραδώσει μὲ εἰδικὸ σχέδιο ποὺ καταστρώθηκε πρὸς τοῦτο. Παρέλαβε ἕνα χωροφύλακα, μεταμφιεσμένο σὲ Λάκωνα καὶ μετέβησαν στὴν Μονὴ Βοϊδονίτσης, ὅπου κρυβόταν. Ὁ ἀνύποπτος Παπουλάκος, ἐντωμεταξύ, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὸν κλοιὸ νὰ σφίγγει ἀσφυκτικά, σκέφτηκε νὰ ἀποδράσει στὴν Κρήτη. Ὅταν εἶδε τὸν Παπαβασίλαρο τοῦ ζήτησε νὰ μεταβῆ στὸν δῆμο Κολοκυνθίου, ὅπου ἔμπιστοι ἄνθρωποί του νὰ ἑτοιμάσουν φρουρὰ γιὰ νὰ διαφύγει μὲ ἀσφάλεια. Παρήγγειλε, ἐπίσης νὰ λάβει ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἀσήνης ἔγγραφο ποὺ νὰ παρακινεῖ τοὺς κατοίκους γιὰ νὰ τὸν συνδράμουν στὴν διαφυγή του. Ὁ Παπαβασίλαρος ἀνήγγειλε τὴν ἀποστολή του στὸν ἔπαρχο καὶ στὸν ὑπομοίραρχο. Αὐτοὶ ἀμέσως τοῦ ἔδωσαν ἔξι χωροφύλακες μεταμφιεσμένους σὲ Λάκωνες καὶ τὸν ἐφοδίασαν μὲ πλαστὸ ἔγγραφο δῆθεν τοῦ ἐπισκόπου Ἀσήνης, ποὺ τὸν παρακινοῦσε νὰ συνεχίσει τὶς διδαχές του καὶ νὰ κηρύξει στὸ χωριὸ Κολοκύνθιον./
Τὸ τέχνασμα πέτυχε καὶ ὁ Παπουλάκος πεισθεῖς, ἀκολούθησε τὴν «φρουρὰ» τοῦ Παπαβασίλαρου. Τὴν 23 Ἰουνίου 1952 ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μονὴ Βοϊδονίτσης. Τὴν ἑπομένη, 24 Ἰουνίου, φτάνοντας στὴν Μονὴ τοῦ Τζέγκου, τοῦ δήμου Οἰτύλου, τὸν συνέλαβαν χωρὶς νὰ προβάλει καμία ἀντίσταση. Ἀπὸ τὰ παράλια της Καρδαμύλης τὸν ἐπιβίβασαν στὴν γολέττα «Ματθίλδη» καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ ἀτμόπλοιο «Ὀθων», ὅπου παρέμενε ἔγκλειστος. Μεταφέρθηκε στὸ Γύθειο καὶ ἀργότερα, τὴν 27 Ἰουνίου 1852, τὸ ἀτμόπλοιο προσόρμισε στὸν Πειραιά. Ἔτσι ἔλαβε τέλος ἡ ἔντονη κηρυκτικὴ δράση τοῦ Παπουλάκου, ἡ ὁποία εἶχε ὡς συνέπεια ὅλα τὰ προαναφερθέντα σημαντικὰ γιὰ τὴν ἐποχὴ γεγονότα ποὺ ὁ τότε τύπος τὰ τιτλοφόρησε ὡς τὰ «Χριστοφορικά».
Ἡ θλίψη διαδέχτηκε τὸ ἄγγελμα τῆς συλλήψεώς του, ἡ παρουσία ὅμως τῶν ἰσχυρῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων καὶ οἱ μαζικὲς συλλήψεις ποὺ εἶχαν γίνει, ἐμπόδιζαν τὶς ἐκδηλώσεις συμπαθείας. Τὸ μένος τῶν Μανιατῶν γιὰ τὴν σύλληψη στράφηκε ἐναντίον τοῦ καταδότη ἱερέα, ὁ ὁποῖος φοβούμενος γιὰ τὴν ζωή του, ἔφυγε στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ἀμοιβή του. Προτάθηκε δέ, νὰ γίνει στρατιωτικὸς ἱερέας γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ μόνιμα ἀπὸ τὴν ἐξημμένη ἐναντίον τοῦ περιοχή. Μεταφέρθηκε στὶς Σπέτσες, ἀλλὰ ὅταν μαθεύτηκε ὅτι ἔφτασε τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε, συγκεντρώθηκε πλῆθος μὲ ἄγριες διαθέσεις. Σώθηκε ἀπὸ στρατιωτικὴ φρουρά. Τελικὰ λίγο ἀργότερα φονεύτηκε ἀπὸ ἕνα νέο, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς, ἐκδικεῖτο τὴν οἰκογενειακή του τιμή, διότι ὁ Παπαβασίλαρος εἶχε βιάσει τὴν ἀδελφή του. Οἱ ἐφημερίδες ἔγραψαν, ἐπίσης, ὅτι ὁ πατέρας τοῦ ἱερέα, μόλις ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ υἱοῦ του, ἄμειψε σπαρτιάτικα μὲ δύο τάλιρα τὸν κομιστὴ τῆς εὐχάριστης εἴδησης.
Ἡ δίκη
Στὴν Ἀθήνα εἴτε ἀπὸ περιέργεια εἴτε ἀπὸ εὐλάβεια ἔγιναν διάφορες ἀναστατώσεις γιὰ νὰ δεῖ ὁ κόσμος τὸν Παπουλάκο ποὺ φρουρεῖτο στὸ ἀτμόπλοιο. Ἐπειδὴ εἶχε καταπονηθεῖ ὁ ὀργανισμός του ἀπὸ τὶς κακουχίες τῆς συλλήψεώς του, τὸν ἐξέτασαν ἰατροί, οἱ ὁποῖοι συνέστησαν νὰ ἀποβιβαστεῖ. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες μεταφέρθηκε στὶς φυλακὲς τοῦ Ρίου, ὅπου δόθηκε ἐντολὴ νὰ μὴν ἐπιτρέπεται ἡ ἐπαφή του μὲ κανέναν.
Σὲ ὅσους συνελήφθησαν τὴν περίοδο τῆς ἐξάψεως (συμμετέχοντες στὰ γεγονότα τῆς «καλογηρικῆς συνωμοσίας») δόθηκε χάρη μὲ τὸ ἀπὸ 9 Αὐγούστου 1852 Βασιλικὸ Διάταγμα ποὺ δημοσιεύθηκε στὶς 22 τοῦ ἰδίου μήνα, ἐνῶ ἐννέα ἄτομα οἱ ὁποῖοι θεωρήθηκαν πρωτεργάτες παραπέμφθηκαν σὲ δίκη γιὰ παραβάσεις σὲ βαθμὸ πλημμελήματος. Ὁ Παπουλάκος δὲ καὶ ὁρισμένοι πιστοὶ ἀκόλουθοί του, ὁρίστηκε νὰ δικαστοῦν γιὰ παραβάσεις σὲ βαθμὸ κακουργήματος, τὴν 26 Ἰουνίου 1853, ἐνώπιόν του Κακουργιοδικείου Ἀθηνῶν, ὡς ὑπαίτιοι στάσεως κατὰ τῶν καθεστώτων.
Παρόλη τὴν παρέλευση μεγάλου χρονικοῦ διαστήματος, συνέρρευσαν πλήθη κόσμου στὴν δίκη. Ὁ Παπουλάκος στὸ δικαστήριο εὔτολμος καὶ ἀτάραχος, ἔδειξε ὅτι ἐπιθυμοῦσε νὰ δικαστεῖ καὶ δήλωσε ὅτι δὲν χρειαζόταν συνήγορο, διότι εἶχε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀθωότητά του . Οἱ διεθνεῖς συγκυρίες, μὲ τὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο ἐπὶ θύρες, εἶχε προκαλέσει ἀνησυχία στὴν κυβέρνηση γιὰ τὴν στάση τῆς Ρωσίας. Ἔτσι ἡ δίκη, λόγω τῆς ὑποστήριξης ποὺ εἶχε ὁ Παπουλάκος ἀπὸ τοὺς διαλυθέντες Φιλορθόδοξους καὶ κατ’ ἐπέκταση ἀπὸ τὸ ρωσόφιλο κόμμα, ἀπέκτησε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Δόθηκε ἀναβολὴ στὴν δίκη, ἐξαιτίας τῆς ἀπουσίας μαρτύρων, γιὰ τὴν 16 Σεπτεμβρίου 1853. Τελικῶς, κατὰ τὸν Αὔγουστο 1853, δόθηκε χάρη καὶ ὅλοι οἱ κατηγορούμενοι ἀπαλλάχθηκαν τῶν ποινικῶν κατηγοριῶν μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα, ἐπειδὴ (ὅπως ἔλεγε τὸ Διάταγμα) ἔδειξαν φανερὰ σημεῖα μεταμέλειας. Ὁ Παπουλάκος ὅμως ἰδιαιτέρως παραπέμφθηκε, γιὰ τὸν περαιτέρω πειθαρχικό του ἔλεγχο, στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποφάσισε τὸν μόνιμο περιορισμό του στὴν Μονὴ Παναχράντου στὴν Ἄνδρο.
Ὁ ἐγκλεισμὸς στὴν Μονὴ Παναχράντου καὶ τὸ τέλος
Στὴν Μονὴ Παναχράντου διαμορφώθηκε ἕνα εἰδικὸ μοναχικὸ κελί, ποὺ τὸ φρουροῦσε ἕνας χωροφύλακας. Τὶς ἡμέρες μποροῦσε νὰ συμμετέχει κανονικὰ στὸ πρόγραμμα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς καὶ τὸ βράδι ἐγκλειόταν, φρουρούμενος στὸ κελί του. Μὲ τὸν χαρακτήρα τοῦ κέρδισε τὴν ὑπόληψη τοῦ ἡγουμένου καὶ τῶν μοναχῶν της Μονῆς, ἐνῶ ἡ φήμη τοῦ ἕλκυε γιὰ πολὺ καιρὸ κόσμο. Ἐπίσης, συνέχισε νὰ κηρύττει στὸν συγκεντρωμένο κόσμο ἐντός της Μονῆς, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πίστευαν σὲ αὐτόν, διαδιδόταν ὅτι ἀκόμα ἐπιτελοῦσε θαύματα, ἀλλὰ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἐφημερίδων καὶ τῆς κοινῆς γνώμης εἶχε ἀπορροφηθεῖ στὰ δραματικὰ διεθνῆ γεγονότα τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου ποὺ ἐπηρέαζαν ἄμεσα τὴν χώρα μας. Κοιμήθηκε τὸ βράδι τῆς 18 πρὸς 19 Ἰανουαρίου 1861, ἡσύχως καὶ σχεδὸν λησμονημένος ἀπὸ τὸν πολὺ τὸν κόσμο.
Ἡ μνήμη του στὶς μέρες μας
Ἐτάφη στὸ κοιμητήριο τῆς Μονῆς Παναχράντου καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς κοίμησής του ἔγιναν προσπάθειες γιὰ τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του, τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του καὶ τὴν φιλοτέχνηση τῆς εἰκόνας του, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα γιὰ πολλὲς δεκαετίες. Ἡ «ἀντιεξουσιαστική» του δράση δημιουργοῦσε πρόβλημα στὴν εὐρύτερη ἐπίσημη ἀναγνώρισή του. Ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ ἄρχισε νὰ ἀποκαθίσταται ἡ μνήμη του στὴν συνείδηση ὄχι μόνο τῶν ἁπλῶν πιστῶν, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως πάντα πίστευαν στὴν ἁγιότητά του, ἀλλὰ καὶ στὴν συνείδηση τῶν ἀνώτατων ἐκκλησιαστικῶν Ἱεραρχῶν. Ὑπάρχουν πλῆθος ἐπίσημων ἀναφορῶν ἐπισκόπων ποὺ ἀναγνωρίζουν τὸ ἔργο του, ἀκόμα καὶ τὴν ἁγιότητά του . Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, τὰ ὁποία παρέμειναν στὸ ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, δὲν ἔγινε μὲ ἐπισημότητα. Ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ τοῦ Παπουλάκου, ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος, στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1973 φρόντισε νὰ μεταφερθεῖ ἡ κάρα του στὸ ναὸ τοῦ Μονυδρίου τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στὰ Ἄρμπουνα Καλαβρύτων, ποὺ εἶχε κτίσει ὁ ἴδιος. Ἔκτοτε πλῆθος κόσμου προσέρχεται στὸ ὀρεινὸ χωριὸ καὶ ἀσπάζεται τὴν κάρα του, ἡ ὁποία ἔχει τεθεῖ σὲ ἐπίχρυση λειψανοθήκη καὶ λέγεται ὅτι εὐωδιάζει καὶ θαυματουργεῖ. Ἔχουν συνταχθεῖ ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ παρακλητικὸς κανὼν πρὸς τιμήν του. Ἐπίσης, ἔχει ἱστορηθεῖ ἡ εἰκόνα του καὶ ὑπάρχει μικρὸ ἰδιωτικὸ Ἐκκλησάκι στὰ Ἄρμπουνα καὶ παρεκκλήσιο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίων Αὐγουστίνου καὶ Σεραφεiμ τοῦ Σάρωφ στὸ Τρίκορφο Φωκίδος, ποὺ τιμῶνται ἀνεπισήμως στὸ ὄνομά του. Πλῆθος εἶναι καὶ οἱ σύγχρονες μαρτυρίες, ποὺ ἔχουν παραμείνει ἀπὸ προφορικὴ παράδοση, ἀναφορικὰ μὲ τὰ κηρύγματά του, τὶς προφητεῖες του, τὰ θαύματά του ἐν ζωή, ἀκόμα καὶ μετὰ θάνατον. Τέλος, τὸ ὄνομά του παραμένει ἀκόμα πρὸς ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο πολὺ σοφὰ περιμένει νὰ ἀφουγκραστεῖ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησιᾶς, ξεκαθαρισμένη μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπὸ βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες, ὥστε νὰ προβεῖ ἀνεπηρέαστα στὶς δέουσες ἐνέργειες.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τελικὰ ἕνα ἐρώτημα ποὺ παραμένει αἰωρούμενο, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐργασία, εἶναι: ἦταν ὄντως ὁ Παπουλάκος ἅγιος ἢ μήπως ἕνας ἁπλὸς κοινωνικὸς ἐπαναστάτης ἢ μήπως ἀκόμα καὶ ἕνας λαοπλάνος ἀγύρτης; Οἱ ἁπλοϊκοὶ χωρικοί της ἐποχῆς, στὴν συντριπτική τους πλειοψηφία, πίστεψαν ὅτι ἦταν ἅγιος. Ὁ λόγος του, τοὺς συνέπαιρνε, μιλοῦσε κατ’ οὐσία τὴν «γλώσσα» ποὺ μποροῦσαν νὰ καταλάβουν καὶ ἡ εὐθύτητα τοῦ χαρακτήρα του, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν σεβάσμια φυσιογνωμία του, τοὺς ἔδινε αὐτὸ ποὺ ἀποζητοῦσαν στὸ «ράσο», τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἐπίσης, εἶναι γεγονὸς ἀδιαμφισβήτητο ὅτι ὑπέδειξε «ἀνυπακοὴ» ἀπέναντι στὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ στὴν ἐξουσία τοῦ κράτους, παροτρύνοντας πρὸς τοῦτο καὶ τοὺς πιστούς, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ χωρικοὶ νὰ φτάσουν τὰ ὅρια τῆς ἔνοπλης στάσης. Ὅλα αὐτὰ στὴν πονηρὴ καὶ συμφεροντολογικὴ ἐποχή μας, δημιουργοῦν σύγχυση καὶ πλῆθος ἀμφιβολιῶν, ἀλλὰ πρὶν καταλήξουμε στὸ συμπέρασμά μας, θὰ πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξακριβώσουμε τὰ ἐσωτερικὰ ὑποκειμενικὰ στοιχεῖα ποὺ τὸν ὁδήγησαν σὲ αὐτὴν τὴν, φαινομενικὰ παράδοξη, ἐξωτερικὴ συμπεριφορά.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (γέννημα καὶ αὐτὴ «ἀνυπακοῆς» ἀπέναντι στὴν μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης) καὶ ἡ κρατικὴ ἐξουσία τῆς ἐποχῆς εἶναι δεδομένο ὅτι δὲν βάδιζαν σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ἡ δεύτερη εἶχε ὑποτάξει τὴν πρώτη στὰ κοσμικά της συμφέροντα καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀπαράδεκτο τρόπο ποὺ ἔγιναν οἱ ὄντως ἀναγκαῖες θρησκευτικὲς μεταρρυθμίσεις, δικαιολογοῦν τὴν ἀντίδραση τοῦ Παπουλάκου, τόσο κοινωνικὰ ὅσο καὶ θεολογικά. Ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεχτῆ ἡ θολὴ γενικὴ ἄποψη ποὺ ἐξάγεται ἀπὸ τὰ «Ἱστορικὰ Σημειώματα» τοῦ Μπάμπη Ἀννίνου, ὅτι ἦταν ἕνας ἐπικίνδυνος ἀγύρτης καὶ ἡ ἔπαρση ὑπερηφανείας ἀπὸ τὴν ὁποία διακατείχετο τὸν ὁδηγοῦσε στὸ νὰ πλανᾶ μὲ ἐξαιρετικὰ ἀνόητο τρόπο τοὺς εὐκολόπιστους καὶ «ἀπολίτιστους» χωρικούς. Ὁ ἀγώνας του δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἦταν ἀποκύημα ἔπαρσης, ἐφόσον ἦταν δίκαιος καὶ περαιτέρω οἱ «ἀπολίτιστοι» χωρικοὶ δὲν πίστεψαν στὸν Παπουλάκο ἀνόητα, χωρὶς λογική, ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε ξανὰ ἕνα εὐαγγελικὸ νόημα ζωῆς, λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι εἶχαν ἀρχίσει νὰ χάνουν κάθε ἐλπίδα καὶ πίστη, συνεπεία τῶν ἀλλεπάλληλων συμφορῶν ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Ἐπίσης, μὲ τὸν τρόπο ποὺ προχώρησε στὴν ὅλη δράση του δὲν διαφαίνεται νὰ ὀργανώθηκε γιὰ μία μυστικὴ ἀνατροπὴ τοῦ καθεστῶτος. Παρ’ ὅλες τὶς σχέσεις του μὲ τὴν Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία, εἶχε ἀνεξάρτητη δική του πορεία. Ὁ στόχος τοῦ ἦταν οἱ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι καὶ οἱ συνειδήσεις τους. Ὁ ἀνεπιτήδευτος λόγος του, ἡ ἀσκητικότητά του καὶ οἱ ἀδιαμφισβήτητες ἐλεημοσύνες του, τοῦ δίνουν ἀκεραιότητα καὶ εὐθύτητα χαρακτήρα. Ἐπιπλέον, ἀπὸ τὰ κηρύγματά του προκύπτει ἡ μεγάλη ἠθικὴ καὶ λατρευτικὴ Ὀρθόδοξη καλλιέργεια τοῦ λαοῦ σὲ χρόνια δύσκολα. Ἴσως νὰ ἦταν ἀτόπημα ἡ «ἐκστρατεία» του στὴν Καλαμάτα καὶ ἡ ὁμαδικὴ δράση ἐνόπλων ἀκολούθων του, ἀλλὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀμφίβολο κατὰ πόσο μποροῦσε νὰ ἐλέγξει ἀπόλυτά τους σκληροτράχηλους Μανιάτες καὶ γενικότερά τους λοιποὺς χωρικοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ διέδιδαν διάφορες φῆμες γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά του.
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ΚΩΣΤΗ ΜΠΑΣΤΙΑ, ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ – ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 1987 Στὴν Ὀρθοδοξία οἱ ἀμφιβολίες ἀκολουθοῦν κάθε δογματικὴ Ἀλήθεια καὶ σὲ αὐτὸ ἔγκειται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπιθυμεῖ τὴν ἐθελούσια ἐλεύθερη πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἀλήθεια, τὴν ὁποία φανερώνει σκιωδῶς στὴν ἀρχὴ καὶ ἀργότερα τοῦ δίνει καὶ τὶς ἀποδείξεις – ἀποκαλύψεις ποὺ χρειάζεται.
Δηλαδὴ ἡ πίστη πάντα προηγεῖται τῶν ξεκάθαρων προσωπικῶν ἀποδείξεων, ἐνῶ ἐὰν θέλει κάποιος παραμένει στὴν διαφορετική του ἄποψη, ἡ ὁποία τεκμηριώνεται ἀπὸ τὴν σύγχυση τῶν ἀμφιβολιῶν του.
Ὁμοίως, ξεκάθαρη ἐπιστημονικὴ ἀπόδειξη εἶναι ἀδύνατον νὰ βρεθεῖ στὰ περὶ ἁγιότητος ζητήματα, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἐὰν ὑπῆρχε πάλι θὰ ἀμφισβητεῖτο.
Ἔτσι οἱ ἀνεξαρτήτως, τῆς ἐπισήμου ἀναγνώρισης τοῦ Παπουλάκου ὡς ἁγίου ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ πρόσωπό του θὰ συνεχίσει νὰ εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ἐν ὀλίγοις, συμπεραίνεται ὅτι τὸ ἐρώτημα ποὺ θέσαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐπιλόγου δέχεται ἀπάντηση καὶ προσδιορίζεται ὑποκειμενικὰ ἀνάλογα μὲ τὴν προσωπικὴ τοποθέτηση τοῦ καθενὸς στὰ θέματα πίστεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἀλήθεια.
Φωτογραφίες: freemonks.gr
trelogiannis.blogspot.gr