«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος π. Πετρωνίου Ἀγιορείτου
«Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἀγάπη», ἔγραφε τό περιοδικό «Ἐφημέριος», ἀριθμ.23-24/1980, σέ μιά ἀφίσσα γιά τήν «ἡμέρα τῆς ἀγάπης», μέ τήν ὁποία προέτρεπε νά γίνωνται ἔργα χριστιανικῆς ἀγάπης χάριν τῶν ὑπερηλίκων, τῶν πτωχῶν καί τῶν ὀρφανῶν.
Κοντά στήν πρακτική της πλευρά ἡ ἀφίσσα ἐξέφραζε μιά μεγάλη ἀλήθεια: ὅτι δηλαδή ὄχι μόνο τά γηρατειά, οἱ ἄρρωστοι καί γενικά αὐτοί πού ὑποφέρουν, ἀλλά μά ἀπόλυτα ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἀγάπη. Ὅπως ἀκριβῶς δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χωρίς ἀέρα, τό φῶς καί τήν θερμότητα τοῦ ἡλίου, κατά τόν ἴδιο τρόπο, δέν εἶναι δυνατόν νά ζήση ὁ ἄνθρωπος χωρίς τήν ἀγάπη πάνω στήν γῆ. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἀγάπη.
Τό γεγονός αὐτό δέν εἶναι ἀνάγκη νά προβληθῆ, τό ζῆ ὁ κάθε ἄνθρωπος στήν προσωπική του ζωή. «Ἡ δύναμις τοῦ ἀγαπᾶν εἶναι φυτευμένη ἀπό τήν ἀρχή μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή» (ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας). Ἡ δύναμις αὐτή ἀποτελεῖ μέρος ἀπό τήν ἴδια τήν σύστασι τῆς ὑπάρξεώς μας, εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ὁ Ὁποῖος «ἀγάπη ἐστιν». (Α΄Ἰωάν.4,8).
Στήν π. Διαθήκη ἡ ἀγάπη εὑρίσκεται στήν ἀρχή τοῦ Δεκαλόγου, ἀλλά τήν ἀληθινή εἰκόνα της μᾶς τήν δείχνει ὁ Σωτήρας Χριστός μας, ὅταν σαρκώθηκε ἀπό ἀγάπη γιά ἐμᾶς καί ἀποκαλύφθηκε σ᾿ ἐμᾶς ὡς ἐνσαρκωμένη ἀγάπη. Αὐτός ἀγάπησε τούς ἀνθρώπους, ὅσο δέν τούς ἀγάπησε κανείς ἄλλος ἤ θά τούς ἀγαπήση ποτέ. Θεράπευσε τίς πληγές τους, τούς συγχώρησε τά ἁμαρτήματα καί πῆρε ἐπάνω του τά ἁμαρτήματα ὅλων ἀποδεχόμενος νά πεθάνη γιά μᾶς θάνατο ταπεινωτικό, γιά νά ἀνοίξη σ᾿ ἐμᾶς ὅλους τόν δρόμο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀναστάσεως. Καί ἔπειτα μᾶς ἄφησε τήν πιό ἅγια Διαθήκη, σφραγισμένη μέ τό Ἅγιο καί Θεῖο Αἷμα Του: τήν καινή ἐντολή τῆς ἀγάπης.
Στόν Μυστικό Δεῖπνο, τίς τελευταῖες στιγμές πού ζοῦσε μέ τούς μαθητές ὁ Σωτήρας τούς ἐμπιστεύεται αὐτή τήν Διαθήκη τῆς ἀγάπης. «Ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοι μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»(Ἰωάν.13,34). Καί σάν νά μήν ἔφθανε αὐτή ἡ τόσο καθαρή ἐντολή ὁ Σωτήρας τήν ἐπαναλαμβάνει λίγο παρακάτω: «αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς». (Ἰωάν.15,12). Γιά νά τό ἐπαναλάβη εὐθύς ἀμέσως καί σέ πιό ἀποφασιστικό τόνο: «ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους».(Ἰωάν. 15,17).
Μέ καμμιά ἄλλη εὐαγγελική ἐντολή ὁ Σωτήρας δέν ἔκανε ἔτσι. Μᾶς εἶπε ὅτι ὅλες οἱ θεῖες ἐντολές εἶναι ἀναγκαῖες γιά τήν σωτηρία: «εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς». (Ματ.19,17). Ἐνῶ, ὅταν πρόκειται γιά τήν ἀγάπη ὁ Κύριος ἐπιμένει μέ ἰδιαίτερο τρόπο, διατάσσει μέ κίνδυνο νά προσβάλη τήν ἐλεύθερη θέλησι τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά μᾶς κάνη νά καταλάβουμε πόσο ἀπαραίτητη μᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη, τί μεγάλη ἀξία ἔχει αὐτή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτό καί ὁ Μέγας Παῦλος, στόν θαυμαστό ὕμνο τῆς ἀγάπης λέγει κι αὐτός ὁμόφωνα μέ τόν διδάσκαλο τῆς ἀγάπης: «Χωρίς τήν ἀγάπη, ὅλα τά πνευματικά χαρίσματα, ὅλες οἱ ἀρετές, ἀκόμη κι αὐτό τό μαρτύριο δέν ἔχουν καμμιά ἀξία» (πρβλ.Α΄Κορ.13). Ἐνῶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀναφερόμενος εἰδικά στήν πνευματική ζωή διευκρινίζει ὅτι «ὅλα αὐτά χωρίς ἀγάπη, εἶναι ξένα πρός τόν Θεόν».
Τίποτε δέν εἶναι πιό θαυμαστό καί πιό ἀπαραίτητο γιά τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἀγάπη. Αὐτή ἦταν παροῦσα στήν δημιουργία τοῦ κόσμου, μ᾿ αὐτή ὁ κόσμος δημιουργήθηκε πάλι γιά δεύτερη φορά. Εἶναι ὁ καθολικός νόμος τῆς ὑπάρξεώς μας πάνω στήν γῆ καί θ᾿ ἀποτελέση τήν ἀνέκφραστη χαρά τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Ἀλλά βέβαια τό νά ὁμιλῆ κανείς γιά τήν ἀγάπη σημαίνει τό νά ὁμιλῆ γιά τόν ἴδιο τόν Θεό καί αὐτό εἶναι ἐπικίνδυνο γι᾿ αὐτόν πού δέν ἔφθασε στήν τελειότητα (Κλῖμαξ, Λόγος περί ἀγάπης). Γι᾿ αὐτό, ἀπό τόν ἀτελείωτο σωρό τοῦ πλούτου της θά ἀναφερθῶ σέ μερικές μόνο πλευρές τῆς ἀγάπης, πού εὑρίσκεται στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, ὅπως ἦλθαν σέ φῶς ἀπό μερικούς μεγάλους πνευματικούς Πατέρες καί μεγάλους πρακτικούς τῆς ἀγάπης.
Στόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σῦρο εὑρίσκουμε αὐτόν τόν θαυμαστό λόγο: «ἀνάγκασον σεαυτόν, ὅταν ὑπαντήσης τῶ πλησίον σου, ἵνα τιμήσης αὐτόν ὑπέρ τό μέτρον αὐτοῦ...καί ἐπαίνεσον αὐτόν εἰς ἅπερ οὐκ ἔχει...ἐν γάρ τούτοις, καί τοῖς τοιούτοις ἑλκεις αὐτόν εἰς τό ἀγαθόν, καί ἀναγκάζεις αὐτόν αἰσχύνεσθαι ἐκ τῆς προσηγορίας, ἧς προσηγόρευσας αὐτόν. Καί σπείρεις εἰς αὐτόν σπέρματα ἀρετῆς».
Ἀγαπώντας κάποιον δέν κάνεις μιά καλή μόνο πρᾶξι γι᾿ αὐτόν, ἀλλά τόν βοηθεῖς νά γίνη καλλίτερος. Σπέρνεις μέσα του τόν σπόρο τῆς ἀρετῆς. Ἀλλά τό πιό θαυμαστό πρᾶγμα εἶναι ὅτι αὐτή ἡ μεταβολή, τήν ὁποία ἐγώ μέ τήν ἀγάπη μου ἐπιφέρω στόν πλησίον ἐπιστρέφει σέ μένα καί μ᾿ἀλλάζει καί μένα. «Εἰ πρόσωπον φιλουμένου ἐναργῶς ὅλους ἡμᾶς μεταβάλλει, καί φαιδρούς, καί ἱλαρούς, καί ἀλύπους ἀπεργάζεται, τί δ᾿ ἄν οὐ ποιήσετε πρόσωπον Δεσπότου, ἐν καθαρᾶ ψυχῆ ποιουμένου ἀοράτως ἐκδημίαν;» (Κλῖμαξ 30,10).
Τί ἦταν ἄραγε αὐτό πού ἔκανε τόν κόσμο, ὥστε νά συγκεντρώνεται κατά χιλιάδες γύρω ἀπό τόν Σωτῆρα, ξεχνῶντας τήν δίψα καί τήν κούρασι; Ἦταν ἀληθινά ἡ καινούργια διδασκαλία του, ἀλλά περισσότερο ἀπ᾿ αὐτό ἦταν ἡ δύναμις τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, τήν ὁποία ἔριχνε πάνω τους ἡ ἐνανθρωπήσασα Ἀγάπη πού τούς παρηγοροῦσε, τούς ἀνακούφιζε καί τούς θεράπευε ἀπό τίς σωματικές καί ψυχικές ταλαιπωρίες. Ἄς ἐνθυμηθοῦμε τήν αἱμορροοῦσα ἐπί δώδεκα χρόνια γυναῖκα: «ἔλεγεν γάρ ἐν ἑαυτῆ, ἐάν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι»(Ματ.9,21).
Αὐτό τό πρᾶγμα τό βλέπουμε καί στήν ζωή μερικῶν ἁγίων. Λέγεται, γιά παράδειγμα, στόν βίο τοῦ ἁγίου Νικολάου, ὅτι ἄν κανείς εἶχε κάποια ἀρρώστεια ἤ ἕνα ψυχικό πόνο καί κοιτοῦσε μόνο τό πρόσωπο τοῦ μεγάλου ἱεράρχου, εὕρισκε παρηγοριά στόν πόνο του. Ἀλλά ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν πολύ ἐλεήμων καί ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι τό πιό αὐθεντικό σημεῖο τῆς ἀγάπης γιά τόν ἄλλον. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης τοῦ μεγάλου ἱεράρχου μέ τήν ὁποίαν περιέβαλλε αὐτούς πού ἔρχονταν πλησίον του, τούς ἐλάφρυνε καί τούς ἔφερνε ψυχική παρηγοριά. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τόν ἱεράρχη Νικόλαο τοποθετώντας τον στήν πρώτη θέσι μεταξύ ὅλων τῶν ἱεραρχῶν της.
Καί μόνο ἀπ᾿ αὐτά τά παραδείγματα διαπιστώνουμε ὅτι ἀπό τήν ὕπαρξι τοῦ ἀγαπῶντος ξεχύνεται κάτι μυστικό, μιά δύναμι πού κάνει καλό στούς ἄλλους. Μεταξύ αὐτῶν πού ἀγαπῶνται πραγματοποιεῖται μιά μυστική κοινωνία ἐνεργητικῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες μεταβάλλουν ὁλόκληρη τήν ζωή τους. «Ἡ ἀγάπη...οὐκ ἀσχημονεῖ», λέγει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν,...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει» (Α΄Κορ.13,5).
Αὐτές τίς τοποθετήσεις, τίς τόσο διαφορετικές σέ σύγκρισι μέ τήν συνηθισμένη συμπεριφορά πού εὑρίσκουμε μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, δέν τήν ἐπιβάλλει μέ τήν βία ὁ ἀγαπῶν, ἀλλά ξεχύνονται μέ τρόπο φυσικό ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἀγαπώμενο. Δέν βλέπουμε αὐτό τό πρᾶγμα καί στήν καθημερινή ζωή; Ὅταν κανείς ἀγαπᾶ τόν ἄλλον, τόν βλέπει μέ διαφορετικά μάτια ἀπό ὅ,τι τόν ὑπόλοιπον κόσμον. Ἄς εἶναι ἕνα παιδί ὁσοδήποτε ἄσχημο, ἡ μητέρα του τό ἀγαπᾶ καί τό θεωρεῖ ὄμορφο, ὅσο κανένα ἄλλο. Ἔχει κάποιος ὅλα τά ἐλαττώματα. Ὁ φίλος του δέν τά βλέπει, δέν τά γνωρίζει καί εἶναι σέ θέσι νά πεθάνη γι᾿ αὐτόν. Διότι τίποτε δέν εἶναι δυνατόν νά ἀλλάξη τόν πιστό φίλο καί διότι ἡ ἀγάπη εἶναι μία δύναμι, μία φωτιά, τήν ὁποία οὔτε οἱ ποταμοί, οὔτε ἡ θάλασσα δέν μποροῦν νά τήν σβήσουν. Εἶναι δυνατή σάν τόν θάνατο (Ἆσμα Ἀσμάτων 8,6-7).’
Ἀπό ποῦ ἔρχεται αὐτή ἡ βαθειά μεταβολή, τήν ὁποίαν ἀπεργάζεται ἡ ἀγάπη μεταξύ αὐτῶν πού ἀγαπῶνται;
Δημιουργημένος κατ᾿εἰκόνα καί καθ᾿ὁμοίωσιν Θεοῦ κάθε ἄνθρωπος εἶναι μία μοναδική, ἀνεπανάληπτη ὕπαρξις, μία παρουσία πού δέν ὑπῆρχε μέχρι τώρα, ἀλλά καί πού δέν θά ὑπάρξη ἄλλη στόν κόσμο. Συμβαίνει δέ αὐτό, διότι κάθε ἄνθρωπος ἀντανακλᾶ στήν ὕπαρξί του κατά τρόπο μοναδικό, προσωπικό, τόν Δημιουργό. Κάθε ἄνθρωπος ἀντανακλᾶ μιά μοναδική λάμψι τοῦ κάλλους καί τοῦ πληρώματος τοῦ Θεοῦ. Τό βλέπουμε αὐτό μερικές φορές στά ἀθῶα πρόσωπα τῶν παιδιῶν, στά πρόσωπα τῶν ὁσίων πού καθαρίσθηκαν μέ τά δάκρυα, στά ἀναγεννημένα διά τῶν βασάνων πρόσωπα τῶν μαρτύρων. Μέ τήν θεϊκή εἰκόνα, τήν ὁποία φέρει μέσα του κάθε ἄνθρωπος, κρύβει μέσα του ἕνα ἀτίμητο θησαυρό, ἡ ψυχή του εἶναι πιό ἀκριβή ἀπό ὅ,τι ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
Καταλαβαίνουμε ἔτσι πόσο βαθύς εἶναι αὐτός ὁ λόγος τῶν Πατέρων: «Εἶδες ἕναν ἄνθρωπο; Εἶδες τό Θεόν». Καί καταλαβαίνουμε γιατί ἡ φιλοξενία τιμᾶται τόσο πολύ στίς ὀρθόδοξες χῶρες. Διότι τό νά δεχθῆς τόν ξένο ἀδελφό, ταξιδιώτη ἤ ἄρρωστο, σημαίνει νά δεχθῆς τόν Θεόν: «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». (Ματ.25,40).
Ἀλλά αὐτός ὁ μοναδικός πλοῦτος, τόν ὁποῖον κρύβει ὁ καθένας μέσα στήν ὕπαρξίν του, συνήθως εἶναι ἕνας κρυμμένος θησαυρός, ἄγνωστος καί γιά τούς ἄλλους, ἀλλά πολλές φορές καί γιά τόν ἴδιο τόν κατέχοντα.
Ἑπομένως μόνον ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ θαυμαστή δύναμις, τό κλειδί πού ἀνοίγει τά ἐσώτερα τοῦ ἀνθρώπου, στόν ὁποῖον ἀντανακλᾶται τό θεϊκό κάλλος πού φανερώνει τήν ὡραιότητα τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἀλλά αὐτή ἡ εἰκόνα δέν εἶναι κάτι στατικό, ἀλλά δυναμικό, τείνει νά ὁλοκληρωθῆ στήν ὁμοιότητα. Μιλώντας γιά τό κάλλος τῆς εἰκόνος προβλέπεται καί ἡ ὁλοκλήρωσίς της στήν ὁμοίωσι, τό ὁποῖο εἶναι θεϊκό κάλλος. Ἐδῶ βασίζεται ἡ ἀνεξήγητη γιά τούς ἄλλους στάσις τοῦ ἀγαπῶντος. Δέν βλέπει τίς ἐλλείψεις ἤ τίς ἀτέλειες τοῦ ἀγαπωμένου προσώπου, διότι εἶναι γοητευμένος μέ τό κάλλος τῆς θεϊκῆς εἰκόνος τοῦ ἀνθρώπου καί θαυμάζει ἀκόμη περισσότερο γιά τό κάλλος τῆς εἰκόνος ποὺ πρόκειται νά ὁλοκληρωθῆ στήν ὁμοίωσι. Διότι «μόνο ὁ ἀγαπῶν βλέπει τόν ἀγαπώμενο, ἔτσι ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα»(π. Δημ. Στανιλοάε).
Ποιός μισεῖ περισσότερο τήν ἁμαρτία ἀπό ὅ,τι οἱ ἅγιοι; Καί παρ᾿ ὅλα αὐτά οἱ ἅγιοι δέν βλέπουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Καί δέν τίς βλέπουν, ὄχι γιατί δέν θέλουν νά τίς βλέπουν, ἀλλά γιατί δέν μποροῦν νά τίς βλέπουν ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης. Αὐτοί βλέπουν στό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἕνα μυστήριο τόσο βαθύ καί θαυμαστό, ὥστε διαισθάνονται τήν ὕπαρξι σ᾿ αὐτό (τό ἀνθρώπινο πρόσωπο) δυνατοτήτων ξεπεράσματος κάθε ἀμαρτωλῆς καταστάσεως. Καί αὐτές οἱ δυνατότητες πραγματοποιοῦνται μόνο μέ τήν δύναμι τῆς ἀγάπης. Γι᾿ αὐτό λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ὅτι μέ τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον «σπείρεις εἰς τήν ψυχήν αὐτοῦ σπέρματα ἀρετῆς». Ἡ ἀγάπη περιέχει αὐτό, τό ὁποῖο δόθηκε δυνάμει στόν ἄνθρωπο, τίς μοναδικές δηλαδή δυνατότητες γιά νά προοδεύση καί τόν βοηθεῖ νά προοδεύση πράγματι.
Ἄς φαντασθοῦμε τώρα κάτι τό ὁποῖο δέν εἶναι οὔτε οὐτοπία οὔτε μή πραγματοποιήσιμο καί συγκεκριμένα, μακάρι νά ἔβλεπαν οἱ Χριστιανοί μέ ὅλη τήν σοβαρότητα καί νά προσπαθοῦσαν μέ ὅλη τήν εἰλικρίνεια καί ὅλες τίς δυνάμεις τους νά ἐκπληρώσουν τήν πιό ἅγια ἐντολή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ: «ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς». Τί θαυμαστή μεταβολή θά γινόταν στήν ἀνθρώπινη κοινωνία! Διότι, ἄν ὅλοι ἀγαπούσαμε ἕνα ἄνθρωπο, τότε αὐτός θά ἦταν σχεδόν ἀδύνατο νά γίνη κακός καί ἔτσι ὅλοι θά γίνονταν καλοί. Γεγονός, λέγω, ἀπόλυτα πραγματοποιήσιμο γιατί ἡ εὐαγγελική ἐντολή τῆς ἀγάπης δόθηκε γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο καί ὁ Θεός δέν διέταξε τίποτε ἀδύνατο. Ὡστόσο, ἄν βλέπουμε ὅτι ὑπάρχει πολύ κακό στόν κόσμο καί γύρω μας, εἶναι σημεῖο ὅτι ἐψυχράνθη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», διότι μέσα στήν κατάστασι τῆς κακίας τοῦ καθενός εἶναι ἀναμεμιγμένη καί ἡ ἔλλειψις τῆς ἀγάπης γιά τούς ἄλλους (π. Δη. Στανιλοάε).
Φυσικά ἡ ἀγάπη γιά τήν ὁποία ἔγινε λόγος μέχρις ἐδῶ δέν εἶναι ἡ φυσική ἀγάπη ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη πού εἶναι τό ἀποκορύφωμα, ἡ βράβευσις τῆς πνευματικῆς τελειώσεως. Αὐτή ἀπό τήν μιά πλευρά εἶναι ἀνθρώπινη προσπάθεια πρός τήν ἀπάθεια, ἐπειδή ὅπου ὑπάρχουν πάθη δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη ἀγάπη. Ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη πλευρά εἶναι ὁ καρπός τῆς θεϊκῆς ἀγάπης τῆς θείας Χάριτος, πού κατεβαίνει στήν ἀπαθῆ ψυχή. Δόθηκε στόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ ἡ δυνατότητα διά τήν ὁμοίωσι, ἀλλ᾿ αὐτή ἡ ὁμοίωσις δέν εἶναι δυνατόν νά πραγματοποιηθῆ διαφορετικά παρά μέ τήν φλόγα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης γιά τόν ἄλλον ἐξηγεῖται μέ τό γεγονός ὅτι αὐτή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού κατῆλθε στήν ψυχή καί μετά κατευθύνεται πρός τόν Θεόν καί πρός τούς συνανθρώπους. (π. Δημ. Στανιλοάε). Κατά τό μέτρο λοιπόν πού ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τόν Θεό μέ τήν κάθαρσι ἀπό τά πάθη καί μέ τήν ἐνάρετη ζωή καί γίνεται ὅλο καί πιό δεκτικός τῆς θείας Χάριτος ἐντός του, κατά τό ἴδιο μέτρο αὐξάνει ἐντός του καί ἡ ἀγάπη του πρός τόν πλησίον, πλησιάζει κοντά του, ὅπως θαυμάσια ἔδειξε ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος μέ τό παράδειγμα τοῦ κύκλου.
Παρατηρώντας μέ προσοχή τήν πραγματικότητα, μέσα στήν ὁποία εὑρισκόμεθα, τί διαπιστώνουμε;
Ὁ Θεός μέ τήν φιλάνθρωπη Χάρι του εὑρίσκεται πάντοτε κοντά μας, μᾶς καλεῖ, μᾶς περιμένει. Ἐμεῖς ἐπίσης ἔχουμε τήν δύναμι νά συνδεθοῦμε ἀμέσως μέ τήν θεϊκή ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀπάντησίς μας καθυστερεῖ ἤ ἀκόμη δέν δίνεται ποτέ. Οἱ ἄνθρωποι συναντῶνται μεταξύ τους σέ ἐπίπεδα πολιτικά, πολιτιστικά, οἰκονομικά, ἐνῶ ἡ φιλία γιά τήν ὁποία ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔλεγε ὅτι «εἶναι προτιμώτερο νά σβύση ὁ ἥλιος παρά νά στερηθοῦμε τῶν φίλων», εἶναι ὅλο καί πιό σπάνια μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ οἰκογένεια, αὐτή ἡ φωλιά τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ξεφτίζει κι αὐτή ὅλο καί πιό πολύ, σέ σημεῖο πού ἡ ἀληθινή ἀγάπη σχεδόν δέν εὑρίσκεται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
Ἔμειναν ἀκόμη οἱ «πύργοι τῆς ἀγάπης», πού εἶναι τά μοναστήρια καί ἰδιαίτερα τό Ἅγιον ῎Ορος τό ὁποῖον χαίρει μερικῶν ἰδιαιτέρων προνομίων.
Ἡ ἀναλλοίωτη διατήρησις τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἡ ὑπεράσπισις τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τίς παραχαράξεις καί τούς συμβιβασμούς, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή γιά τόν κόσμο καί κάθε τι πού κάνουν οἱ Ἀθωνίτες μέσα στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου εἶναι πράγματα μεγάλα καί ἀξιοτίμητα. Αὐτά ὅμως ἀποκορυφώνονται στήν πραγματοποίησι τῆς ἀληθινῆς εἰκόνος τῆς πνευματικῆς ἀγάπης πού εἶναι τό πιό σπουδαῖο πού μπορεῖ νά προσφέρη ὁ Ἄθως στόν σημερινό κόσμο.
Ἡ μοναχική ζωή πραγματοποίησε πάντοτε μέ τήν φιλοξενία μία κεφαλαιώδη ἀρετή πιό μεγάλη κι ἀπό τήν προσευχή καί τήν ἄσκησι. Στό Ἅγιον Ὄρος καί ὁ πιό πτωχός ἐρημίτης φυλάει κάτι γιά τήν περιποίησι τοῦ ἐπισκέπτου. Πρίν ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ἡ ἀθόρυβη καί ταπεινή ἐκδήλωσις τῆς ἀγάπης.
Τά πλήθη τῶν προσκυνητῶν πού ἔρχονται κάθε χρόνο στόν Ἄθωνα, δέν ἔρχονται γιά νά ἰδοῦν ἀντικείμενα τέχνης, ἀρχαιότητες ἤ μουσεῖα, ἀλλά κάτι ἐντελῶς διαφορετικό. Ἡ σημερινή ἀνθρωπότητα, γεμάτη ἔχθρες, ἀπομονωμένη φθείρεται ἀπό τήν ἔλλειψι κοινωνίας καί θέρμης ἀγάπης καί ἔρχεται νά τήν ἰδῆ στόν Ἄθωνα.
Στά ταπεινά κελλιά πού εὑρίσκονται γύρω ἀπό ἕνα Γέροντα μερικοί ἀδελφοί, λειαίνουν μαζί τίς ψυχές τους μέσα στήν πνευματική ἀγάπη, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἔρχονται γιά νά θαυμάσουν τούς δέκα μοναχούς τοῦ κελλιοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος, οἱ ὁποῖοι ἑνωμένοι μέ τήν ἀχώριστη ἀγάπη, οὔτε στόν θάνατο δέν θέλησαν νά χωρίσουν ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον καί οἱ γείτονες εὑρῆκαν μέσα στήν ἐκκλησία τά σώματά τους νά εὐωδιάζουν, ἐνῶ οἱ ψυχές ὅλων εἶχαν ἀναχωρήσει γιά τόν οὐρανό (Γεροντικό Ἁγίου Ὄρους, Μοναχοῦ Ἀνδρέου).
Ἔρχονται ἀκόμη οἱ προσκυνηταί νά ἰδοῦν τά πνευματικά κοινόβια μέ τό πλῆθος τῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποδίδοντας οἱ μέν στούς δέ μεγαλύτερη τιμή, διαπλάσσονται μυστικά μεταξύ τους μέ τήν δύναμι τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία καίει μέσα στόν καθένα ἀπ᾿ αὐτούς καί χύνει ἔξω ἀγάπη, χαρά καί εἰρήνη.
Μερικοί ἀπό τούς προσκυνητάς δέν γνωρίζουν καμμιά γλῶσσα, μέ τήν ὁποία θά ἔρχονταν σέ ἀπ᾿εὐθείας ἐπικοινωνία μέ τούς μοναχούς. Ὅμως οὔτε πού αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη. Αὐτοί ἔρχονται νά ἰδοῦν, ὅπως ὁ ἀδελφός ἐκεῖνος πού ἐπήγαινε κάθε χρόνο στόν Ὅσιο Ἀντώνιο καί δέν τόν ρωτοῦσε ποτέ τίποτε. Ἀλλά στήν ἀπροσδόκητη ἐρώτησι τοῦ Ὁσίου, ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπήντησε ἁπλᾶ: «Μοῦ ἀρκεῖ μόνο νά σέ βλέπω, πάτερ».
Τά πλήθη συρρέουν γύρω ἀπό τούς προοδευμένους πνευματικά πατέρες καί τά μεγάλα κοινόβια, ὅπως ἄλλοτε γύρω ἀπό τόν Κύριον, διότι αἰσθάνονται τήν δύναμι τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία ξεχειλίζει ἀπ᾿ αὐτούς καί τά κοινόβια καί ἀναπνεόντας αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα, αἰσθάνονται εὐχάριστα, ἀνάλαφροι ἀπό τά ψυχικά φορτία, τά ὁποῖα τούς πιέζουν, καί καθαρίζουν τά μέτωπά τους. Καί αὐτό εἶναι τό πιό σπουδαῖο ἀγαθό, ἀπό τό ὁποῖο ἔχει ἀνάγκη σήμερα ὁ κόσμος.
Μ᾿ αὐτή τήν διακονία, ὁ Ἄθως πορεύεται ἤδη πρός τήν Βασιλεία τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπ᾿ ἐδῶ, προσκαλώντας διαρκῶς τόν κόσμο στήν ἄνοδο πρός τά ὑψηλά, καθώς ἡ ἴδια ἡ ὄψις τοῦ Ἄθω φανερώνει, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος: «ἀναβαίνετε, ἀναβαίνετε, ἀδελφοί...Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τό ὄρος Κυρίου καί εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Λόγος 30).
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά. π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
1981.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου