«Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας, ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων» (Ματθ. ιδ΄ 19).
(: Καὶ ἀφοῦ παρεκίνησε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ νὰ ἐξαπλωθοῦν εἰς τὴν πρασινάδα, ἐπῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, καί, ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανόν, ηὐχαρίστησε καὶ ἐπεκαλέσθη τὸν Πατέρα του καὶ ἀφοῦ ἔκοψε τὰ ψωμιά, τὰ ἔδωκεν εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ οἱ μαθηταὶ εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν, καὶ ἐσήκωσαν ὅ,τι ἐπερίσσευσεν ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν ἦσαν περίπου πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ συνυπολογίζωνται εἰς τὸν ἀριθμὸν αὐτὸν γυναῖκες καὶ παιδιά»).
- Ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει:
«Ἐπειδὴ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ διάβολος ἐνεδρεύει στὰ συμπόσια, ἔχοντας σύμμαχο τὴ μέθη, τὴν πολυφαγία, τὸν ἀπρεπῆ γέλωτα καὶ τὴν ἀδιαφορία τῆς ψυχῆς, τότε πρὸ πάντων πρέπει, καὶ πρὶν ἀπ’ τὸ τραπέζι καὶ μετὰ τὸ τραπέζι, νὰ περιφρουρούμαστε ἀπ’ αὐτὸν μὲ τὴν ἀσφάλεια τῶν ψαλμῶν, κι ἀφοῦ σηκωνόμαστε ἀπ’ τὸ φαγητὸ ὅλοι μαζί, μὲ τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά, νὰ ψάλλουμε τοὺς ἱεροὺς ὕμνους στὸν Θεό».
- Ὁ μακαριστὸς π. Σάββας Ἀχιλλέως μᾶς συμβουλεύει:
«Ἀγαπητά μου παιδάκια, ἤμουνα μικρὸ παιδὶ καὶ ρωτοῦσα τὴ μητέρα μου:
– Μανούλα μου, γιατί εἶναι τόσο γλυκὺ τὸ φαγητό σου;
– Ἔχει ἕνα μυστικὸ υἱέ μου, ἀλλὰ θὰ σοῦ τὸ πῶ σιγὰ – σιγά.
Καὶ εἰς τὸ τέλος, ἀφοῦ ἔλεγα πάντοτε:
– Μανούλα μου, γιατί εἶναι τόσο γλυκὺ τὸ φαγητό σου;
Ἐκείνη μοῦ εἶπε:
– Παιδάκι μου, ὅταν ἐγὼ ψήνω τὸ φαγητό, τὸ ψήνω μὲ ἕνα μυστικό, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ σοῦ τὸ πῶ καὶ νὰ μὴ τὸ ξεχάσης ποτὲ εἰς τὴ ζωή σου.
Ὅταν βάζω τὸ λάδι μέσα εἰς τὴν κατσαρόλα, τὸ βάζω μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ὅταν βάζω τὸ φαγητὸ μέσα, τὸ βάζω μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ὅταν βάζω τὸ νεράκι, τὸ βάζω μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ὅταν βάζω ἁλάτι, τὸ βάζω μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Διότι ἔχουμε ἕνα ἐχθρό, ὁ ὁποῖος ἐχθρὸς δὲν τρώει τὸ φαγητὸ ποὺ τρώγομαι ἐμεῖς, ζηλεύει, (διότι δὲν μπορεῖ νὰ χαρῆ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ) καὶ θέλει νὰ τὸ μαγαρίση πάντοτε.
Ἐμεῖς ἐκείνη τὴ στιγμὴ πρέπει νὰ καλέσουμε τὸν Ἄγγελό μας, ὁ ὁποῖος εἶναι δίπλα καὶ μᾶς βλέπει καὶ μᾶς παρακολουθεῖ. Παρακολουθεῖ ὁ Ἄγγελός μας, γιὰ νὰ τοῦ δώσουμε προτεραιότητα καὶ τοῦ δίδουμε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἐξαφανίζεται ὁ Διάβολος καὶ τὸ φαγητό μας γίνεται γλυκύ, διότι ἐστάθηκε κοντά μας ὁ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ.
Δὲν γνωρίζουν σήμερα οἱ μάγειροι, ὅτι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν ὁμολογοῦν. Νὰ ὁμολογοῦν ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνουν, τὸ κάνουν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τοὺς βλέπεις καὶ κάνουνε κύκλους μέσα εἰς τὸ τηγάνι, μέσα εἰς τὴν κατσαρόλα (μὲ τὸ λάδι κλπ.) καὶ δὲν ἀνοίγουν τὸ χεράκι τους νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὴν ὥρα ποὺ μαγειρεύετε, ποὺ τηγανίζετε τὸ φαγητό, σταυρώνετέ το. Βάζετε τὸ λάδι στὸ φαγητό; Βάλτε το σταυροειδῶς. Κάντε σταυρὸ μὲ τὸ λάδι. Βάζετε ἁλάτι. Ὅ,τι βάζετε, κάνετε σταυρό. Καὶ τὸ φαγητὸ γίνεται πιὸ γλυκό, νόστιμο, καὶ τὸ τρῶμε μὲ πιὸ πολὺ ὄρεξη.
Ἔπειτα θὰ καθίσης εἰς τὸ τραπέζι σου νὰ φᾶς; Κάνε τὴν προσευχή σου! Μὴ καθίσης χωρὶς προσευχή… Θὰ σηκωθῆς ἀπὸ τὸ τραπέζι σου; Εὐχαρίστησε τὸν Θεό! Καὶ τότε θὰ εἶναι ὅλα εὐλογημένα ἀπὸ τὸν Θεό!».
- Στὸ βιβλίο «Πνευματικὴ Ἀνθολογία» Ἱ. Μ. Παρακλήτου διαβάζουμε:
«Στοὺς εὐσεβεῖς ἐπισκέπτες ποὺ ἔρχονταν γιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, ἡγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, παρέθετε μεζὶ μὲ τὴ θεία διδασκαλία καὶ γεῦμα μὲ ψωμί, κρασὶ καὶ φαγητὰ τοῦ μοναστηριοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἀρκετὲς φορὲς καὶ στὸν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, ὁ ὁποῖος κάποτε, ἐνῶ ἔτρωγε, εἶπε στὸν ὅσιο:
– Στὸ σπίτι μου, πάτερ, ὑπάρχουν ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου. Οἱ ὑπηρέτες μου εἶναι ἄριστοι γνῶστες τῆς μαγειρικῆς τέχνης. Καὶ ὅμως, τὰ ἡγεμονικά μου φαγητὰ ποτὲ δὲν ἔχουν τὴ νοστιμάδα ποὺ βρίσκω στὰ δικά σας. Γιὰ ἐξήγησέ μου, σὲ παρακαλῶ, ποῦ ὀφείλεται ἡ ἐπιτυχία σας αὐτή;
Καὶ ὁ θεοφώτιστος ἡγούμενος, ποὺ ἤθελε νὰ ἑλκύση τὸν ἡγεμόνα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε:
– Ἄρχοντά μου, ἀφοῦ ζητᾶς νὰ μάθης τὴν αἰτία, θὰ σοῦ τὴν ἀποκαλύψω. Ἐδῶ στὸ μοναστήρι μας, πρὶν ἀρχίσουν οἱ ἀδελφοὶ τὸ μαγείρεμα, τηροῦν τὸν ἑξῆς κανονισμό: Ὁ προϊστάμενος τοῦ μαγειρείου ἔρχεται καὶ παίρνη τὴν εὐλογία μου. Ἔπειτα γονατίζει τρεῖς φορὲς μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ μ’ ἕνα κερὶ παίρνει φωτιὰ ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ Ἱεροῦ, γιὰ ν’ ἀνάψη μ’ αὐτὴ τὴν ἑστία τοῦ μαγειρείου ἤ τὸν φοῦρνο. Ὁ βοηθός, πρὶν βάλη τὸ νερὸ στὸ καζάνι, ζητάει τὴν εὐλογία τοῦ προϊσταμένου του. «Εὐλόγησον πάτερ», τοῦ λέει. «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογῆ ἀδελφέ», ἀποκρίνεται ὁ προϊστάμενος. Γιὰ νὰ μὴ σοῦ τὰ πολυλογῶ, ὅλα γίνονται μὲ τέτοιον τρόπο, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ φαγητά μας εἶναι τόσο νόστιμα. Οἱ δικοί σου ὑπηρέτες, ὅμως, ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζω, κάνουν τὴν ὑπηρεσία τους φιλονικώντας καὶ βαρυγκομώντας καὶ συκοφαντώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Συχνά, μάλιστα, δέχονται χτυπήματα ἀπὸ τοὺς ἐπόπτες. Κοντολογίς, ὅλα γίνονται μὲ ἁμαρτίες. Σ’ αὐτὸ ὀφείλεται τὸ ὅτι δὲν βρίσκεις νόστιμα τὰ φαγητά σας.
– Πράγματι, πάτερ, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, ὅπως τὰ λές, συμφώνησε ὁ Ἰζιασλάβος».