«Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;» (Λουκ. ιβ΄, 28). (Δηλ.: Ἐὰν δὲ τὸ ἀγριόχορτον, ποὺ φυτρώνει μόνον του εἰς τὸ χωράφια καὶ ποὺ δὲν ἔχει προορισμὸν νὰ ζήσῃ, ὅπως σεῖς, ἀλλὰ σήμερον ὑπάρχει καὶ αὔριον ρίπτεται εἰς τὸν φοῦρνον, ὁ Θεὸς τόσον ὡραῖα τὸ ἐνδύει, πόσον περισσότερον θὰ ἐνδύσῃ καὶ θὰ φροντίση διὰ ἐσᾶς, ὦ ὀλιγόπιστοι;).
Ἡ πίστη εἶναι ἡ πλήρης ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ὁ πιστὸς Χριστιανός, λέγει τὸ Γεροντικό, βαδίζει τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, βιάζοντας διαρκῶς τὸν ἑαυτόν του ν’ ἀποφεύγη τὸ κακὸ καὶ νὰ πράττη τὸ ἀγαθό. Αὐτὸς κατέχει θέση ὁμολογητοῦ.
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ:
«Ἄν ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ λένε ὅτι δὲν θεραπεύτηκαν, αὐτό ἔγινε ἀπ’ τὴν ὀλιγοπιστία τους, ὄχι ἀπ’ τὴν ἀδυναμία Ἐκείνου. Γιατὶ καὶ τὸν Ἰησοῦ ἄλλοι Τὸν ἔσπρωχναν καὶ Τὸν συνέθλιβαν ἀπὸ παντοῦ, καὶ δὲν κέρδιζαν τίποτα, ἡ γυναίκα ὅμως, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία, χωρὶς νὰ ἀγγίση τὸ σῶμα Του, ἀλλὰ μόνο τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματος, σταμάτησε χρόνιες πληγὲς αἱμάτων. Αὐτὸ τὸ Ὄνομα εἶναι φοβερὸ καὶ στοὺς δαίμονες καὶ στὰ πάθη καὶ στὶς ἀσθένειες. Γιὰ τὸ Ὄνομα αὐτὸ λοιπὸν ἄς καμαρώνουμε, μ’ αὐτὸ ἄς ὀχυρώνουμε τὸν ἑαυτό μας».
- Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ὁ Σωτήρ» ἀντιγράφουμε ἕνα πραγματικὸ περιστατικό, ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς καὶ τοῦ φοβεροῦ λιμοῦ ποὺ μάστιζε τὴν Πατρίδα μας:
«Τὸ τελευταῖο ἀλεύρι ἦταν, ποὺ εἶχε ἀπομείνει στὴν οἰκογένεια. Ἡ μάνα μὲ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ θρέψη τὰ παιδιά της καὶ νὰ φᾶνε κι οἱ ἴδιοι, ὁ σύζυγος κι αὐτή. Στὸ μεταξὺ ἀπὸ τὴ γειτονιὰ εἶχαν μάθει ὅτι σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι ὑπάρχει ἀκόμη λίγο ἀλεύρι. Ἔρχονταν λοιπὸν οἱ δύστυχες μάνες, ἔρχονταν τὰ πεινασμένα παιδιὰ καὶ θερμοπαρακαλοῦσαν γιὰ μία δράκα ἀλεύρι, κάτι νὰ φᾶνε κι αὐτοί, νὰ μὴ πεθάνουν τῆς πείνας.
Ἡ σύζυγος – μάνα ἦταν πιστὴ γυναίκα, μαζὶ καὶ πονόψυχη. Πῶς θὰ παραβλέψη τὸ αἴτημα, μὲ τόσο πόνο ψυχῆς ἐκφρασμένο ἀπὸ τὶς ἄλλες μάνες καὶ τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς; Σκέφθηκε καὶ εἶπε; «θὰ κάνω αὐτό». Πῆρε λοιπὸν τὸ δοχεῖο μὲ τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ ἔβαλε ψηλὰ στὸ ράφι. Ἔτσι, ἐπίτηδες, γιὰ νὰ μὴ βλέπη τὴ στάθμη τοῦ ἀλευριοῦ, πόσο κατέβαινε. Κάθε φορὰ δέ, ποὺ ἤθελε νὰ ζυμώση λίγο ψωμάκι, ἅπλωνε τὸ χέρι της, βύθιζε τὴ σέσουλα στὸ δοχεῖο καὶ ἔβγαζε μία ποσότητα, ὅση χρειαζόταν γιὰ τὸ ψωμί. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὅταν ἔρχονταν καὶ τῆς κτυποῦσαν τὴν πόρτα-χωρὶς νὰ ἀρνῆται, χωρὶς νὰ βάζη λογισμό; «Θὰ φθάση σ’ ἐμᾶς; Πόσο ἀκόμα θὰ ’χουμε νὰ δίνουμε, νὰ χρησιμοποιοῦμε κι ἐμεῖς;» Τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἐξάλλου γι’ αὐτό, εἴπαμε, εἶχε βάλει τὸ δοχεῖο ἐκεῖ ψηλά, γιὰ νὰ μὴ βλέπη τὴν ἐλάττωση τῆς στάθμης καὶ νὰ δειλιάζη καὶ νὰ φοβᾶται καὶ νὰ φθάση τελικὰ νὰ πῆ: «Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ δώσω ἄλλο- πρέπει νὰ ζήσουμε κι ἐμεῖς». Ἦταν, βλέπεις, πιστὴ γυναίκα καὶ σκεπτόταν: «Ὅσο δώσει ὁ Θεός. Ἢ ὅλοι θὰ ζήσουμε ἢ μαζὶ θὰ πεθάνουμε».
Ἔτσι περνοῦσε ὁ καιρὸς καὶ δόξα τῷ Θεῷ, ἀκόμα ἡ σέσουλα ἔβγαζε ἀλεύρι. Κάποια ἡμέρα ὅμως τὴν πλησίασε ὁ ἄντρας της. «Μέχρι πότε θὰ δίνης σὲ ὅποιον σοῦ ζητᾶ, γυναίκα; Πόσο ἀκόμα θὰ ἔχουμε; Δὲν σκέφτεσαι τὰ παιδιά μας; Πῶς θὰ τὰ θρέψουμε;» Τὴν ἔβαλε σὲ ἀνησυχία τὴ γυναίκα. Τῆς πέρασε ὁ λογισμός: «Νὰ βάλω τὴ σκάλα, νὰ δῶ πόσο ἀκόμα ἔχει μέσα». Ἀνέβηκε καὶ εἶδε: Τὸ δοχεῖο ἦταν ξέχειλο. Δὲν χωροῦσε ἄλλη ποσότητα ἀλευριοῦ μέσα! Ζαλίσθηκε ἡ γυναίκα. Ἔδειξε στὸν ἄντρα της τὸ θαῦμα. Τὰ ’χάσε κι αὐτός. Γέμισαν τὰ μάτια τους δάκρυα. Δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Τί κάνει ὁ Θεός!…
Συνέχισε νὰ δίνη ἡ γυναίκα. Ἀλλά… Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη κι ἔπειτα ἡ στάθμη ἄρχισε νὰ κατεβαίνη. Τὸ θαῦμα ἔπαψε νὰ τελῆται. Βέβαια, δὲν τοὺς ἔλειψε τελικά, γιατί ἐν τῷ μεταξὺ παρῆλθε καὶ ὁ καιρὸς τῆς πείνας. Ὅμως τὸ θαῦμα σταμάτησε. Μπῆκε, βλέπεις, ὁ δισταγμός, ἡ ὀλιγοπιστία. Ὅσο ἔδινε μὲ πίστη σ’ αὐτοὺς ποὺ τῆς ζητοῦσαν, ὁ Θεὸς φρόντιζε νὰ μὴ τελειώνη τὸ ἀλεύρι.
Ἀληθινὸ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ καὶ μᾶς θυμίζει ἄλλο παρόμοιο γνωστό, ποὺ τὸ ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφὴ (βλ. Γ Βασ. ιζ΄ 8-16). Ἦταν τότε, ἐπὶ προφήτη Ἠλία, ὅταν μὲ τὴν προσευχή του λόγω τῆς ἀποστασίας τῶν Ἰσραηλιτῶν ὁ οὐρανὸς ἔκλεισε καί εἶχε νὰ βρέξει τρία χρόνια! Τίποτε πιὰ δὲν ἔβγαζε ἡ γῆς. Καὶ ἡ ἔλλειψη νεροῦ μεγάλο βάσανο γιὰ ὅλους. Τότε λοιπὸν ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν Προφήτη του μακριά, στὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας, σὲ μία γυναίκα χήρα. Πῆγε ἐκεῖνος καὶ τὴ βρῆκε στὴν πύλη τῆς πόλεως νὰ συλλέγη ξύλα.
-Δῶσ’ μου λίγο νερὸ νὰ πιῶ, τῆς εἶπε.
Ἐκείνη, παρὰ τὴν ἔλλειψη καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζη ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος, ποὺ τῆς ἔκανε τὴν αἴτηση, προθυμοποιήθηκε νὰ πάη νὰ βρῆ νερὸ νὰ τοῦ φέρη. Κι ἐνῷ σηκώθηκε νὰ πάει, δέχεται κι ἄλλο αἴτημα ἀπὸ τὸν Προφήτη:
-Φέρε κι ἕνα κομμάτι ἀπ’ αὐτὸ ποὺ κρατᾶς στὸ χέρι σου νὰ φάω.
-Μία χούφτα ἀλεύρι ὅλο κι ὅλο μοῦ ἔχει ἀπομείνει στὸ σπίτι, ἀπάντησε ἐκείνη, καὶ λίγο λάδι στὸ δοχεῖο. Ὅμως θὰ πάω νὰ φτιάξω μία λαγάνα, κι ἂς μὴ ὑπάρχει ἄλλο γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ τὰ παιδιά μου.
Κι ἐνῷ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γνωστοποιοῦσε στὸν Προφήτη τὴν ἔλλειψη τροφίμων ποὺ μάστιζε καὶ τὴ δική της οἰκογένεια, ἐντούτοις δὲν ἀρνήθηκε νὰ δώση καὶ στὸν ἴδιο. Ἡ χήρα γυναίκα, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «οὐ μόνον οὐκ ἀπεστράφη τὸν ἄνδρα, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν αὐτῆς τὴν πενίαν ἐκένωσεν» ὅλη της τὴ πτώχεια, ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε, τὸ μετακένωσε, τὸ ἔδωσε σ’ αὐτὸν ποὺ τῆς ζητοῦσε!
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Προφήτης, ἀναγνωρίζοντας τὴ διάθεσή της γιὰ ἐλεημοσύνη καὶ μεταδοτικότητα, τῆς ἀναγγέλλει τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ:
-Τὸ ἀλεύρι στὸ πιθάρι δὲν θὰ ἐξαντληθῆ, καὶ τὸ λάδι στὸ δοχεῖο δὲν θὰ λιγοστεύση, μέχρις ὅτου ὁ Κύριος στείλει βροχὴ στὴ γῆ.
Τέτοιο θαῦμα στὴ γυναίκα τὴ χήρα! Ἐπειδὴ ἀπ’ τὸ λίγο ποὺ εἶχε, ἦταν πρόθυμη νὰ προσφέρη…
Εἴτε 850 χρόνια πρὸ Χριστοῦ εἴτε 1940 χρόνια μετὰ Χριστὸν τὸ ἴδιο θαῦμα. Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἀλλάζει ποτέ. Καὶ ὅποιος δὲν θέλει νὰ πεινάση, τὸ ἴδιο καλεῖται νὰ κάνη καί: Νὰ δίνη. Νὰ δίνη… Ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἀφήνει αὐτοὺς ποὺ μέσα στὴ πτώχεια καὶ τὴν ἀνέχειά τους δὲν παύουν νὰ ἐλπίζουν καὶ νὰ ἐμπιστεύωνται τὴ ζωή τους καὶ τὶς οἰκογένειές τους σ’ Ἐκεῖνον, τὸν Παντοδύναμο, τὸν τροφοδότη «πάσης κτίσεως». Καὶ συνάμα δὲν λησμονοῦν νὰ δίνουν σὲ ὅποιον ἔχει ἀνάγκη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καθιστοῦν δανειστή τους τὸν Θεὸ (βλ. Παρ. ιθ΄ 17). Καὶ ὁ Θεός, ὅταν ἀνταποδίδη τὸ δάνειο, πληρώνει μὲ μεγάλους τόκους!».