Γράφει ὁ κ. Θεόδωρος Βλαχόπουλος, Θεολόγος
Αὐτὰ εἶπε στὸ Θεό, ἕνας ταπεινὸς Ἐρημίτης τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς του. «Ἵνα τί μου ἐπελάθου; Γιατί μᾶς ξέχασες»; (Ψαλ. 41,10) «Ἵνα τί ἀφέστηκες μακρόθεν», γιατί στέκεσαι μακρυά μας; «Ἵνα τί ὑπερορᾶς ἐν θλίψεσιν» (Ψαλ. 9,22) γιατί στὶς θλίψεις δὲν μᾶς βλέπεις; «Πολλάκις ἐβόησα πρὸς σε καὶ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ψαλ. 122,1), ἀλλὰ δὲν μὲ ἄκουσες. «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι Κύριε Κύριε» (Ψαλ. 129,1). «Ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως, ἐπὶ πλεῖον ἐπλήσθη ἡ ψυχὴ ἡμῶν» (Ψαλ. 122). Μήπως κοιμᾶσαι καὶ δὲν μᾶς βλέπεις; «Ἐξεγέρθητι, ἵνα τί ὑπνοῖς; Ἀνάστηθι καὶ μὴ ἀπώσῃ εἰς τέλος. Κύριε, βοήθησον καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς. Χανόμαστε. «Ἐγενήθη ἄρτος τὰ δάκρυά μας ἡμέρας καὶ νυκτός». Ὁ κόσμος σὲ ἔχει ἀνάγκη. Ζητεῖ καὶ θέλει τὴ βοήθειά σου. «Ἀπόστησον τὰς μάστιγάς σου» (Ψαλ. 38,11). «Σῶσον ἡμᾶς ἀπολλύμεθα». Νὰ ἐκεῖ τόσα παιδιὰ καθημερινὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Ἄλλοι φονεύονται ἀπὸ τὶς σφαῖρες τοῦ πολέμου, πολλοὶ σαπίζουν στὶς φυλακὲς καὶ στὰ νοσοκομεῖα. Λιμοί, λοιμοί, σεισμοὶ καταποντισμοί, φωτιές, πλημμύρες καταστρέφουν τὰ πάντα. Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ζημιὲς καὶ οἱ θάνατοι ποὺ ἔγιναν τὶς τελευταῖες ἡμέρες. Πόλεις, χωριὰ καὶ ἄνθρωποι ἔχουν ἐξαφανισθῆ. Σπίτια, ζῷα, χωράφια, δρόμοι, περιουσίες ὁλόκληρες. Θλῖψις καὶ πόνος παντοῦ. Ἀρρώστιες καὶ Θάνατος ἐγγύς. «Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με, ἤνοιξαν ἐπ’ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν, ὡς λέων ὁ ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος, ὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύθην καὶ διεσκορπίσθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου καὶ ἡ γλῶσσα μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με» (Ψαλ. 21,13-10).
– Τί θὰ γίνη. Θὰ μᾶς βοηθήσης. Θὰ σταματήσης τὸ κακό; Ἐπαναλαμβάνω γιατί μᾶς ἐγκατέλειψες;
– Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνα ἄπλετο καὶ δυνατὸ φῶς φώτισε τὸ κελλὶ τοῦ Ἐρημίτου καὶ ἀπὸ τὸ βάθος ἠκούσθη Θεία φωνή. «ΟΧΙ δὲν σᾶς ξέχασα οὔτε σᾶς ἐγκατέλειψα. Δὲν κοιμᾶμαι». «Ἰδοὺ πάρειμι» (Ἡσ. 58,9) Εἶμαι παρών. Τὰ βλέπω καὶ τὰ γνωρίζω ὅλα ἀκόμα καὶ τοὺς διαλογισμοὺς τοῦ καθενός. Εἶναι δυνατὸν «ὁ φυτεύσας τὰ οὖς νὰ μὴ ἀκούει καὶ ὁ πλάσας τὸν ἄνθρωπον νὰ μὴ κατανοεῖ» (Ψαλ. 93,9); Τὸ παιδὶ ποὺ πεθαίνει, οἱ ἄλλοι ποὺ πεινοῦν, σκοτώνονται ἀπὸ τὶς βόμβες, βασανίζονται ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες καὶ πνίγονται ἀπὸ τὶς πλημμύρες εἶναι δικά μου πλάσματα, δικοί μου ἄνθρωποι. Ἀκόμη καὶ τὸ περιβάλλον ποὺ καταστρέφεται ἀπὸ τὶς πυρκαγιὲς καὶ τὶς πλημμύρες καὶ αὐτὸ εἶναι δικό μου ἔργο. Δικό μου δημιούργημα «ἡ χείρ μου ἐποίησεν αὐτὸ» (Πράξ. Ζ 50). Πῶς λοιπὸν νὰ κοιμηθῶ;
– Τότε ποῖος πταίει; Τί συμβαίνει; Μὲ τρεμάμενη φωνὴ ψέλλισε ὁ Ἐρημίτης.
– Δὲν σᾶς εἶπα συνέχισε ἡ Θεία φωνή; Ὅτι οἱ «μακρύνοντες ἀπ’ ἐμοῦ ἀπολοῦνται» (Ψαλ. 72,27). Ὅποιος φεύγει ἀπὸ κοντά μου καταστρέφεται. «Φῶς ἀσεβῶν σβεσθήσεται» (Ἰώβ 18,5). Δὲν σᾶς παρήγγειλα «ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσατέ μου τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε, ἐὰν δὲ μὴ θέλετε μηδὲ εἰσακούσετέ μου μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται» (Ἡσαΐου Α 20). «Οὕτως ἔσται τὰ ἔσχατα τῶν ἐπιλανθομένων τῶν λόγων μου» (Ἰώβ 8,12). «Σήμερα αὐτοὶ καὶ αὔριο ἄλλοι. «Οὐδεὶς ἔσται τόπος τοῦ κρυβῆναι τοὺς ποιοῦντας τὰ ἄνομα» (Ἰώβ. 34,22). Πόσες φορὲς δὲν σᾶς εἰδοποίησα; Πλειστάκις ἐβόησα ὅτι «οἱ ποιοῦντες τὰ ἄνομα ἀφανισθήσονται»; «Νῦν ἔδονται τοὺς ἑαυτῶν καρποὺς» (Παρ. 39,37). Θερίζουν ὅ,τι ἔσπειρεν, «ἕκαστος κομιεῖται ὅ ἐὰν ἔπραξε» (Ἑβρ. στ. 8), Δὲν σᾶς εἶπα «ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ρωμ. β. 6), ὅτι «οὐδὲν γὰρ ἐστι κεκαλυμμένον ὅ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται» (Ματθ. Ι΄ 36). Ὅμως «τὸ στόμα σας ἐπλεόνασε κακία καὶ ἡ γλῶσσα σας περιέπλεκε δολιότητες» (Ψαλ. 49,19). «Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν ὅν τρόπον ἐπισυναγάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Ματθ. κγ 37). «Συχνὰ δὲν μοῦ ἀρνηθήκατε καὶ ἀπαντήσατε ἔχε με παρητημένον»; (Λουκᾶ ιδ΄ 19). Λησμονήσατε τὶς εὐεργεσίες μου καὶ φορτωμένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας βαδίζετε στὸ χάος. Τὸ δικό μου θέλημα δὲν τὸ ὑπολογίζετε καὶ «ἐσκοτισμένοι τὴ διάνοια» (Ἐφ. δ 12) γίνατε ὀπαδοὶ καὶ φίλοι τοῦ διαβόλου, αὐτοῦ ποὺ ἔφερε τὴν καταστροφὴ καὶ τὸν θάνατο. «Φθόνῳ γὰρ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον» (Σοφ. Σολ. β 23). «Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνᾳ ἰδίᾳ αὐτοῦ ἐποίησεν αὐτόν». Ὁ θάνατος ὀφείλεται εἰς τὸν Σατανᾶ.
Σέβομαι τὴν ἐλευθερία, τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ θέλημα τοῦ καθ’ ἑνὸς καὶ δὲν ἐπεμβαίνω. Μόνο προειδοποιῶ. Ἐπαναλαμβάνω καὶ προσκαλῶ. Γυρίστε πίσω. «Δεῦτε πρὸς με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄ 23). Μακροθυμῶ καὶ περιμένω. «Μὴ βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι, ἀλλὰ πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι» (Β Πέτρ. γ’ 9). Τί θὰ κάμετε; Αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπό σᾶς. Θὰ μὲ ἀκούσητε; Ἐσεῖς μόνο στοὺς κινδύνους μὲ θυμᾶστε καὶ τότε «τοῖς χείλισί με τιμᾶτε, ἀλλὰ τῇ καρδίᾳ ἀπέχετε ἀπ’ ἐμοῦ. Μάτην σέβεσθέ με διδάσκοντες ἐντάλματα καὶ διδασκαλίας ἀνθρώπων» (Ἡσ. Κθ 13). Ὅταν βλέπω νὰ πράττετε τὸ καλὸ χαίρομαι καὶ εὐλογῶ. Ὅταν ὅμως βλέπω νὰ διαπράττετε τὸ κακό, λυπᾶμαι. Πῶς νὰ μὴ λυπηθῶ, ὅταν «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλ. 49,29). Γίνατε χειρότεροι ἀπὸ τὰ ζῷα. «Ἀλόγων ἀλογώτεροι».
Ἂς ἀκούσουμε γι’ αὐτὸ τὴν προσταγὴ τοῦ Κυρίου καὶ Οὐρανίου Πατρός μας καὶ ὡς ἄλλοι ἄσωτοι ἂς ἐπιστρέψουμε πρὸς αὐτὸν κράζοντες «Κύριε, βοήθησέ μας, ρῦσαι τὴν ψυχὴν μας» (Ψαλ. 16,13). «Μὴ μακρύνεις τὴν βοήθειάν σου, ἄφες τὰς ἁμαρτίας μας» (Ψαλ. 30,17). Εἰσάκουσον τῶν προσευχῶν μας. Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἡμᾶς καὶ μὴ ἐκκλίνῃς ἐν ὀργῇ ἀπὸ τοὺς δούλους σου. Γενοῦ βοηθὸς καὶ ρύστης μας. «Ἐξελοῦ ἡμᾶς τῆς ἐνεστώσης ἀνάγκης».
Πέραν αὐτῶν τί ἄλλο νὰ πρόσθεση κανείς; Στὸ τέλος «Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας τὶς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου ἢ τὶς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ρωμ. ΙΑ΄ 33,34).