Κυριακὴ ΙΑ΄Λουκᾶ (Λκ. 14,16-24. Μθ. 22,14)
«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (Λουκ. 14,17)
Σήμερα,
ἀγαπητοί μου, ἀκούγεται μιὰ φωνή, ποὺ δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὴ γῆ, ἔρχεται
ἀπὸ τὸν οὐρανό· μιὰ φωνή, ποὺ εἶνε γεμάτη στοργὴ καὶ ἀγάπη καὶ μᾶς καλεῖ
ὅλους ἀνεξαιρέτως, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά. Ποιός ἆραγε θὰ ἔχῃ
αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσῃ τὴ φωνὴ αὐτή; Κολλᾷς τὸ αὐτάκι σου γιὰ ν᾿ ἀκούσῃς τὸ
ῥαδιόφωνο, ἀλλ᾿ ἐδῶ ἀκούγεται μιὰ φωνή ποὺ εἶνε σπουδαιότερη ἀπ᾿ ὅλες.
Ποιός, λέω, ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ τὴν ἀκούσῃ;
* * *
Εἶνε μιὰ παραβολή. Καὶ τί λέει;
Κάποιος ἄνθρωπος πλούσιος εἶχε καὶ καρδιὰ μὲ εὐγενεῖς διαθέσεις, καρδιὰ
γεμάτη ἀγάπη. Ἀποφάσισε νὰ κάνῃ ἕνα τραπέζι καὶ νὰ φιλέψῃ τοὺς
ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ προετοιμάστηκε. Ἔσφαξε ἀρνιά, φώναξε
μαγείρους, ἀγόρασε κρασιά, ἔκανε ὅ,τι χρειάζεται γιὰ νὰ στρώσῃ ἕνα
τραπέζι πολυτελέστατο. Ὅταν πιὰ ἦρθε ἡ ὥρα καὶ ἦταν ὅλα ἕτοιμα, ἔστειλε
τοὺς ὑπηρέτες του νὰ πᾶνε δεξιὰ κι ἀριστερά, νὰ φωνάξουν τοὺς
προσκεκλημένους. Καὶ τοὺς εἶπαν· Ἐλᾶτε, ὅλα εἶνε ἕτοιμα!
Θὰ περίμενε κανεὶς ὅλοι νὰ πᾶνε· νὰ μὴ λείψῃ κανένας. Καὶ ὅμως
δὲν πῆγε οὔτε ἕνας! Παράξενο πρᾶγμα, νὰ γίνεται τραπέζι καὶ νὰ μὴν πάῃ
οὔτε ἕνας. Ἔφεραν διάφορες δικαιολογίες.
Καὶ οἱ τρεῖς εἶπαν, ὅτι δὲν
εὐκαιροῦν. Ὁ ἕνας δὲν εὐκαιροῦσε νὰ πάῃ, γιατὶ ἀγόρασε χωράφι καὶ
ἔπρεπε νὰ πάῃ νὰ τὸ δῇ. Ὁ δεύτερος εἶπε, ὅτι ἀγόρασε πέντε βόδια καὶ
ἔπρεπε νὰ πάῃ νὰ τὰ δοκιμάσῃ, γιὰ νὰ δῇ ἂν εἶνε καματερά. Καὶ ὁ τρίτος, ὁ
πιὸ ἀδιάντροπος, εἶπε, ὅτι παντρεύτηκε, ὅτι τώρα ἔχει γυναῖκα, καὶ
δὲν ἀδειάζει γιὰ τέτοια πράγματα. Ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἀρνήθηκαν καὶ οἱ
τρεῖς νὰ πᾶνε στὸ τιμητικὸ γεῦμα.
Τὸ ἔμαθε ὁ καλὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος καὶ λυπήθηκε κατάκαρδα.
Διατάζει τότε, νὰ πᾶνε στὰ σοκάκια καὶ στὶς φτωχοσυνοικίες, καὶ ὅπου
βροῦν φτωχούς, σακάτηδες, τυφλούς, ἀνθρώπους ἐγκαταλελειμμένους, ὀρφανὰ
καὶ χῆρες, νὰ τοὺς φωνάξουν στὸ τραπέζι.
Τοὺς φώναξαν καὶ πῆγαν. Τοὺς εἶπαν· Ἐλᾶτε, ἀδέρφια· ὁ
νοικοκύρης τοῦ τόπου σᾶς καλεῖ στὸ τραπέζι. Κ᾿ ἐκεῖνοι, καθὼς ἦταν
πεινασμένοι, ἔτρεξαν ὅλοι. Καὶ γέμισε ἡ μεγάλη αἴθουσα τῆς ὑποδοχῆς
ἀπὸ τέτοιους ἀνθρώπους, ποὺ ὁ κόσμος τοὺς περιφρονεῖ. Ἡ χαρὰ τοῦ
συμποσιάρχου ἦταν μεγάλη.
Ἀλλὰ ὅλα αὐτά, ὅπως εἴπαμε, εἶνε μιὰ παραβολή. Καὶ στὴν
παραβολὴ ὁ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ. Ἂς ἐξηγήσουμε μὲ ἁπλᾶ
λόγια τὴν παραβολή.
* * *
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἔκανε τὸ
τραπέζι, ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ Κύριός μας, εἶνε ὁ Θεός μας. Ναί, ὁ Θεὸς
στρώνει τραπέζι. Εἶνε πλούσιος ὅσο δὲν μπορεῖ νὰ φανταστῇ ὁ ἄνθρωπος.
Καὶ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶνε γεμᾶτος ἀγάπη, συμπάθεια καὶ στοργὴ γιὰ τὸν
κόσμο. Στρώνει τραπέζι ὁ Θεός.
Τὸ μεσημέρι, ποὺ θὰ καθήσετε νὰ φᾶτε, πῆτε ἕνα Εὐχαριστῶ στὸ
Θεὸ γιὰ τὸ τραπέζι. Τὸ νεράκι ποὺ θὰ πιῇς, τὸ ψωμάκι ποὺ θὰ φᾷς, τὸ
φροῦτο, τὸ γάλα, τὸ κρέας, τὸ βούτυρο, τὸ κρασί, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶνε δικά
σου. Ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς οὔτε μιὰ σταγόνα νερό, οὔτε ἕνα
προβατάκι, οὔτε ἕνα βόδι, οὔτε ἕνα τσαμπὶ σταφύλι. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε ὁ
καλὸς Θεός. Σοῦ τὰ ἔδωσε, καὶ κάθεσαι καὶ τρῶς. Κ᾿ ἐνῷ ἔχεις τὴ μπουκιὰ
στὸ στόμα, ἀντὶ νὰ πῇς «Δόξα σοι, ὁ Θεός», δὲν τὸ λές. Ποιός κάνει πιὰ
προσευχή;…
Τὸ ἕνα τραπέζι εἶνε αὐτό. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει κ᾿ ἕνα ἄλλο τραπέζι
ἀπείρως ἀνώτερο. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ῥῖξτε μιὰ ματιὰ μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα.
Τραπέζι στρωμένο εἶνε ἐκεῖ. Τὸ στρώνει ὁ Χριστός. Ἐπάνω στὴν ἁγία
τράπεζα εἶνε ἕνα ποτήρι, τὸ ἅγιο ποτήριο, καὶ ἕνας δίσκος, τὸ ἅγιο
δισκάριο. Μέχρι νὰ φθάσῃ ἡ θεία λειτουργία στὸ σημεῖο ποὺ γονατίζουμε
ὅλοι, ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα ὑπάρχει ἀκόμα κρασὶ καὶ ψωμί. Ἐκείνη τὴν
ὥρα ὁ παπᾶς γονατίζει καὶ παρακαλεῖ τὸ Θεό· καὶ τὸ κρασὶ γίνεται αἷμα
Χριστοῦ, καὶ τὸ ψωμὶ γίνεται σῶμα Χριστοῦ. Τὸ πιστεύουμε ἀκραδάντως
αὐτό.
Τὸ ἕνα τραπέζι, ποὺ μᾶς στρώνει ὁ Θεός, εἶνε στὸ σπίτι μας, τὸ
καθημερινὸ φαγητό. Τὸ ἄλλο εἶνε στὴν ἐκκλησία τὴν Κυριακή, ἡ θεία
κοινωνία. Καὶ ἡ καμπάνα, ποὺ χτυπᾷ, μᾶς φωνάζει. Ἡ καμπάνα εἶνε τὸ
προσκλητήριο τῶν ἀγγέλων. Μᾶς φωνάζει καὶ λέει· Ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησιά,
ἐλᾶτε στὸ μυστικὸ δεῖπνο, γιὰ νὰ γευθῆτε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ
Χριστοῦ!
Καὶ οἱ Χριστιανοὶ τί κάνουν; Πρῶτα, στὰ χρόνια τῆς
τουρκοκρατίας ποὺ δὲν χτυποῦσαν καμπάνες, οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν αὐτιὰ καὶ
ἄκουγαν τὴν καμπάνα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ πήγαιναν ἔξω, μέσα στὰ φαράγγια
καὶ στὶς σπηλιές, καὶ λάτρευαν καὶ προσκυνοῦσαν ἐκεῖ τὸ Θεό. Τώρα
χτίσαμε ὄμορφες ἐκκλησιές, ἔχουμε καμπάνες καὶ πολυελέους, ἀλλὰ δὲν
ἔχουμε πολλούς, καὶ μάλιστα νέους, ἀνθρώπους στὴν ἐκκλησία. Πρίν, χωρὶς
καμπάνες, πήγαιναν στὴν ἐκκλησία. Τώρα; Χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ τὰ
ἀντρόγυνα εἶνε ξαπλωμένα στὰ κρεβάτια. Κ᾿ ἔπειτα ἀποροῦμε, πῶς βγαίνουν
τὰ παιδιὰ κουτσά, στραβὰ κι ἀνάπηρα, ἐγκληματικά. Χτυπᾷ ἡ καμπάνα·
ξύπνα, ὄρθιος νά ᾿σαι, νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησιά.
Χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ τότε πᾶνε κάποιοι γιὰ νὰ ξαπλώσουν· γιατὶ
ὅλη τὴ νύχτα ἦταν στὸ κέντρο ἢ στὴν ταβέρνα καὶ ξενυχτοῦσαν. Χτυπᾷ ἡ
καμπάνα, καὶ παίρνει ὁ ἄλλος τὸ τουφέκι του γιὰ νὰ πάῃ νὰ κυνηγήσῃ.
Χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ πάει στὴ λέσχη ἢ στὸ καφφενεῖο καὶ παίζει χαρτιά.
Χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ ὁ γεωργὸς πάει στὸ χωράφι του· κ᾿ ἔπειτα θέλει νά
᾿χῃ προκοπή, καὶ παραπονιέται γιατὶ ἔκλεισε ὁ οὐρανὸς, δὲν βρέχει καὶ
δὲν θὰ ὑπάρχῃ νερό! Χτυπᾷ ἡ καμπάνα κι ὁ ἄλλος τρέχει δεξιὰ κι
ἀριστερά.
Χριστιανοί μου! Χτυπᾷ ἡ καμπάνα; Φτερά στὰ πόδια! Ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία.
Δὲν μᾶς ζητᾷ πολλὰ πράγματα ὁ Θεός. Δὲν μᾶς λέει νὰ σηκώσουμε
στὶς πλάτες μας ἕνα βουνό. Μᾶς δίνει ἕνα χαλικάκι. Εὔκολα πράγματα
εἶνε αὐτὰ ποὺ μᾶς ζητάει.
Ἕνα μικρὸ χαλικάκι εἶνε ὁ ἐκκλησιασμός. 168 ὧρες ἔχει ἡ
ἑβδομάδα. Καὶ ἀπὸ τὶς 168 μᾶς ζητάει ὁ Θεὸς μιὰ ὥρα, γιὰ νὰ πᾶμε στὴν
ἐκκλησιά. Μιὰ ὥρα κρατάει ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ
βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…». Κ᾿ ἐσὺ οὔτε μιὰ ὥρα δὲν ἔρχεσαι ἐδῶ νὰ
λατρεύσῃς τὸ Θεό; Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς στὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά.
Ἄ βέβαια· ἂν γίνεται κανένας γάμος καὶ παίζουν βιολιά, τότε
ὅλοι μαζεύονται. Ἄ βέβαια· ἂν δοῦν καμμιὰ ἀρκούδα νὰ χορεύῃ καὶ κανένα
γύφτο νὰ παίζῃ τὸ ντέφι, δὲν μένει κανένας ποὺ νὰ μὴ βγῇ ἀπὸ τὸ σπίτι
του. Ἄ βέβαια· ἂν ἔρθῃ κανένα ἔργο ποὺ παρουσιάζει τὰ αἰσχρά, τὰ
γκανγκστερικά, τὰ ἀπαίσια καὶ ἀκατονόμαστα, βεβαίως θὰ τρέξουν ὅλοι νὰ
τὸ δοῦν. Ἂν τίποτε κτηνάρια φέρουν γυναῖκες διεφθαρμένες, κάτω ἀπὸ τὴν
Ἀθήνα ἢ τὴ Θεσσαλονίκη, τότε θὰ μαζευτῇ ὅλη ἡ νεολαία. Ὅταν ὅμως χτυπᾷ ἡ
καμπάνα, κανείς!… Αὐτὸ εἶνε μικρὴ ἁμαρτία;
* * *
Ἀγαπητά μου ἀδέρφια! Ὁ Θεὸς εἶνε
γεμᾶτος στοργὴ καὶ ἀγάπη. Ἡ ἐκκλησία εἶνε τὸ σπίτι του. Ἐδῶ εἶνε τὸ
τραπέζι του, τὸ σῶμα του καὶ τὸ αἷμα του. Μᾶς καλεῖ. Καὶ οἱ πόρτες τῆς
ἐκκλησίας εἶνε ἀνοιχτές. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ γεννηθῇς μέχρι τὴν ὥρα ποὺ
θὰ ξεψυχήσῃς εἶνε ἀνοιχτὲς καὶ σὲ περιμένουν.
Ἀνοιχτὴ εἶνε ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, καὶ σὲ περιμένει. Θὰ κλείσῃ
ὅμως μιὰ μέρα! Κι ἅμα κλείσῃ, θὰ πᾶμε ἀπ᾿ ἔξω, θὰ χτυπᾶμε καὶ θὰ λέμε·
Χριστέ, Παναγιά, ἅγιοι, ἀνοῖξτε!… Ἀλλὰ δὲν θ᾿ ἀνοίγῃ ἡ πόρτα. Καὶ θ᾿
ἀκούσουμε τότε κάτι λόγια ποὺ προτιμότερο νὰ μὴ ζούσαμε στὸν κόσμο,
λόγια – ἀστροπελέκια. Ποιά λόγια θὰ πῇ ὁ Χριστός; «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ»,
ἄντε στὸ «καλό», «πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ
αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ.
25,41).
Ἀδελφοί μου! Ἕως ὅτου βλέπουμε τὸ φῶς, ἕως ὅτου βρισκόμαστε στὴ
μάταιη τούτη ζωή, ἂς ἀνοίξουμε τ᾿ αὐτιά μας, ἂς ἀνοίξουμε τὴν καρδιά
μας. Ἂς ἐκκλησιαζώμαστε, ἂς λέμε πάντοτε τὸ «Δόξα σοι, ὁ Θεός», καὶ ἂς
κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἰς
αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Ἀμμοχωρίου – Φλωρίνης τὴν 14-12-1969 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-12-1999, ἐπανέκδοσις 6-11-2023.