Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Επικεφαλής Ψυχίατρος εφήβων με προβλήματα φύλου ομολογεί: ‘’Η θεραπεία «επιβεβαίωσης» φύλου είναι επικίνδυνη! Το ξέρω, επειδή και εγώ βοήθησα σε αυτή την πρωτοπορία’’.

Σχόλιο: Το χρονικό ενός ιατρικού σκανδάλου; Όσοι διαβάσουν την παρακάτω ομολογία ίσως οδηγηθούν αβίαστα σε αυτή τη σκέψη. Αξίζει να διαβάσουμε μέχρι τέλους τη συλλογιστική πορεία μίας γιατρού, η οποία αν και ανέλαβε επικεφαλής της κλινικής μεταστροφής φύλου σε παιδιά και νέους στην Φινλανδία, στην πορεία διαπίστωσε ότι η εν λόγω θεραπεία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Αυτό το απέδειξε ερευνητικά μαζί με συναδέλφους της και παρουσίασαν τις έγκριτες μελέτες τους στον εθνικό ιατρικό φορέα της Φινλανδίας. Η Φινλανδία αξιολόγησε την ανησυχία των επιστημόνων και προχώρησε σε περιορισμό αυτών των θεραπειών στους ανηλίκους. Χαρακτήρισε μάλιστα αυτή τη «χρυσή θεραπεία» που έχει εξαπλωθεί ταχέως σε όλο τον κόσμο ως «πειραματική πρακτική».

Ας δουν οι σύγχρονοι «βιαστές» της ορολογίας της επιστήμης τί σημαίνει πραγματικά επιστήμη, η οποία μεταβάλλεται με τον καιρό, επιδέχεται την αμφιβολία και την αμφισβήτηση, δίνει χώρο στην έρευνα κάθε άποψης και μέσω αυτής προοδεύει! Την ώρα που στη χώρα μας οι επιστήμονες λογοκρίνονται και καθετί που είναι αντίθετο με το τρέχων αφήγημα απορρίπτεται άκριτα με την γελοία ταμπέλα «fake news», η Φινλανδία μας διδάσκει ότι κάποιες φορές οι επιστήμονες κάνουν λάθη! Και τότε έχουν ευθύνη αυτά τα λάθη να τα ερευνήσουν και να τα διορθώσουν- ανεξάρτητα από τις πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις που θα δεχτούν. Ας διαβάσουμε, λοιπόν, τί προωθείται λυσσαλέα και χωρίς κανένα επιστημονικό δεδομένο από την αναδυόμενη woke κουλτούρα. Είναι σημαντικό, καθώς τα «παρακλάδια» της έχουν εμφυτευτεί και στην πατρίδα μας και απειλούν το πιο ευαίσθητο και τρυφερό κομμάτι της κοινωνίας, τα παιδιά μας!

Η Dr. Riittakerttu Kaltiala, 58 ετών, είναι Φινλανδή γεννημένη και εκπαιδευμένη ψυχίατρος εφήβων, επικεφαλής ψυχίατρος του τμήματος ψυχιατρικής εφήβων στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Τάμπερε της Φινλανδίας. Θεραπεύει ασθενείς, διδάσκει σε φοιτητές ιατρικής και διεξάγει έρευνα στον τομέα της -δημοσιεύοντας περισσότερα από 230 επιστημονικά άρθρα.

Το 2011, της ανατέθηκε μια νέα αρμοδιότητα. Έπρεπε να επιβλέψει τη δημιουργία μιας υπηρεσίας ταυτότητας φύλου για ανηλίκους, καθιστώντας την από τους πρώτους γιατρούς στον κόσμο που θα ήταν επικεφαλής μιας κλινικής αφιερωμένης στη θεραπεία νέων ανθρώπων με προβλήματα φύλου. Έκτοτε, έχει συμμετάσχει προσωπικά στις αξιολογήσεις περισσότερων από 500 τέτοιων εφήβων.

Εδώ, η Δρ Καλτιάλα αφηγείται τη δική της ιστορία, περιγράφοντας τις αυξανόμενες ανησυχίες της σχετικά με τη θεραπεία που ενέκρινε για ευάλωτους ασθενείς και την απόφασή της να μιλήσει ανοιχτά για αυτό:

Από νωρίς στις ιατρικές μου σπουδές, ήξερα ότι ήθελα να γίνω ψυχίατρος. Αποφάσισα να ειδικευτώ στη θεραπεία εφήβων επειδή με γοήτευε η διαδικασία των νέων ανθρώπων που εξερευνούν ενεργά ποιοι είναι και αναζητούν το ρόλο τους στον κόσμο. Η ενήλικη ζωή των ασθενών μου είναι ακόμη μπροστά τους, οπότε μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά στο μέλλον κάποιου το να βοηθήσεις ένα νέο άτομο που βρίσκεται σε καταστροφική πορεία να βρει μια πιο ευνοϊκή πορεία.

Τα τελευταία δώδεκα περίπου χρόνια υπήρξε μια δραματική εξέλιξη στον τομέα μου. Ανακοινώθηκε ένα νέο πρωτόκολλο που ζητούσε την κοινωνική και ιατρική μετάβαση φύλου σε παιδιά και εφήβους που βίωναν δυσφορία φύλου – δηλαδή ασυμφωνία μεταξύ του βιολογικού φύλου του ατόμου και ενός εσωτερικού αισθήματος διαφορετικού φύλου.

Η κατάσταση αυτή περιγράφεται εδώ και δεκαετίες και η δεκαετία του 1950 θεωρείται ως η αρχή της σύγχρονης εποχής της ιατρικής των διεμφυλικών. Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και στον εικοστό πρώτο, μικρός αριθμός ενήλικων κυρίως ανδρών με δια βίου δυσφορία φύλου αντιμετωπίστηκαν με οιστρογόνα και χειρουργική επέμβαση για να τους βοηθήσουν να ζήσουν ως γυναίκες. Στη συνέχεια, τα τελευταία χρόνια ήρθαν νέες έρευνες σχετικά με το κατά πόσον η ιατρική μετάβαση -πρωτίστως ορμονική- θα μπορούσε να γίνει με επιτυχία σε ανηλίκους.

Ένα από τα κίνητρα των επαγγελματιών υγείας που επέβλεπαν αυτές τις θεραπείες ήταν να αποτρέψουν τους νέους από το να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι ενήλικοι άνδρες στην προσπάθειά τους να παρουσιαστούν με πειστικό τρόπο ως γυναίκες. Οι πιο επιφανείς υποστηρικτές της μετάβασης των νέων ήταν μια ομάδα Ολλανδών κλινικών ιατρών. Το 2011 δημοσίευσαν ένα πρωτοποριακό έγγραφο στο οποίο διαπίστωναν ότι αν οι νέοι με δυσφορία φύλου μπορούσαν να αποφύγουν τη φυσική τους εφηβεία εμποδίζοντάς την με φαρμακευτικά σκευάσματα, ακολουθούμενα από τη λήψη ορμονών αντίθετου φύλου, θα μπορούσαν να αρχίσουν να ζουν τη ζωή τους ως τρανσέξουαλ νωρίτερα και πιο αξιόπιστα.

Αυτό έγινε γνωστό ως το “Ολλανδικό πρωτόκολλο”. Ο πληθυσμός των ασθενών που περιέγραψαν οι Ολλανδοί γιατροί ήταν ένας μικρός αριθμός νέων -σχεδόν όλοι άνδρες- οι οποίοι, από τα πρώτα τους χρόνια, επέμεναν ότι ήταν κορίτσια. Οι προσεκτικά επιλεγμένοι ασθενείς, εκτός από τη δυσφορία του φύλου τους, ήταν ψυχικά υγιείς και υψηλής λειτουργικότητας. Οι Ολλανδοί κλινικοί ιατροί ανέφεραν ότι μετά από έγκαιρη παρέμβαση, οι νέοι αυτοί άνθρωποι ευημερούσαν ως μέλη του αντίθετου φύλου. Το πρωτόκολλο υιοθετήθηκε γρήγορα διεθνώς ως το χρυσό πρότυπο θεραπείας σε αυτόν τον νέο τομέα της παιδιατρικής ιατρικής του φύλου.

Ταυτόχρονα, αναδύθηκε ένα ακτιβιστικό κίνημα που διακήρυξε ότι η μετάβαση φύλου δεν ήταν απλώς μια ιατρική διαδικασία, αλλά ένα ανθρώπινο δικαίωμα. Το κίνημα αυτό απέκτησε όλο και μεγαλύτερη προβολή και η ατζέντα των ακτιβιστών κυριάρχησε στην κάλυψη του τομέα αυτού από τα μέσα ενημέρωσης. Οι υποστηρικτές της μετάβασης κατανόησαν επίσης τη δύναμη της αναδυόμενης τεχνολογίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ως απάντηση σε όλα αυτά, στη Φινλανδία το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας θέλησε να δημιουργήσει ένα εθνικό παιδιατρικό πρόγραμμα για το φύλο. Το έργο ανατέθηκε στα δύο νοσοκομεία που φιλοξενούσαν ήδη υπηρεσίες ταυτότητας φύλου για ενήλικες. Το 2011, η υπηρεσία μου ανέλαβε να ανοίξει αυτή τη νέα υπηρεσία και εγώ ως επικεφαλής ψυχίατρος έγινα επικεφαλής της.

Παρόλα αυτά, είχα κάποιες σοβαρές ερωτήσεις σχετικά με όλα αυτά. Μας έλεγαν να παρεμβαίνουμε σε υγιή, λειτουργικά σώματα απλώς και μόνο με βάση τα μεταβαλλόμενα συναισθήματα ενός νέου ατόμου σχετικά με το φύλο του. Η εφηβεία είναι μια πολύπλοκη περίοδος κατά την οποία οι νέοι παγιώνουν την προσωπικότητά τους, εξερευνούν τα σεξουαλικά τους συναισθήματα και ανεξαρτητοποιούνται από τους γονείς τους. Η επίτευξη της ταυτότητας είναι το αποτέλεσμα της επιτυχημένης εφηβικής ανάπτυξης και όχι η αφετηρία της.

Στο νοσοκομείο μας, είχαμε έναν μεγάλο κύκλο συζητήσεων με υπεύθυνους της Βιοηθικής. Εξέφρασα την ανησυχία μου ότι η μετάβαση φύλου θα διέκοπτε και θα διατάρασσε αυτό το κρίσιμο ψυχολογικό και σωματικό αναπτυξιακό στάδιο. Τελικά, λάβαμε μια δήλωση από ένα εθνικό συμβούλιο ηθικής της υγείας που μας πρότεινε με επιφύλαξη να αναλάβουμε αυτή τη νέα παρέμβαση.

Είμαστε μια χώρα 5,5 εκατομμυρίων κατοίκων με εθνικοποιημένο σύστημα υγείας, και επειδή χρειαζόμασταν μια δεύτερη γνώμη προκειμένου να αλλάξουμε τα έγγραφα ταυτότητας και να προχωρήσουμε στη χειρουργική επέμβαση φύλου, έχω συναντήσει και αξιολογήσει προσωπικά την πλειονότητα των νεαρών ασθενών και στις δύο κλινικές που εξετάζουν τη μετάβαση: μέχρι σήμερα, περισσότερους από 500 νέους. Η έγκριση για τη μετάβαση δεν ήταν αυτόματη. Τα πρώτα χρόνια, το ψυχιατρικό μας τμήμα συμφωνούσε στη μετάβαση για τους μισούς περίπου από τους παραπεμπόμενους. Τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε περίπου είκοσι τοις εκατό.

Καθώς η υπηρεσία ξεκίνησε να λειτουργεί από το 2011, υπήρξαν πολλές εκπλήξεις. Οι ασθενείς όχι μόνο ήρθαν, αλλά και ήρθαν μαζικά. Σε όλο τον δυτικό κόσμο ο αριθμός των παιδιών με δυσφορία φύλου είχε εκτοξευθεί στα ύψη.

Αλλά αυτοί που έρχονταν δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που περιέγραφαν οι Ολλανδοί στη μελέτη τους. Περιμέναμε έναν μικρό αριθμό αγοριών που είχαν επίμονα δηλώσει ότι ήταν κορίτσια. Αντ’ αυτού, το 90 % των ασθενών μας ήταν κορίτσια, κυρίως 15 έως 17 ετών, και αντί να είναι υψηλής λειτουργικότητας, η συντριπτική πλειονότητα παρουσίαζε σοβαρές ψυχιατρικές καταστάσεις.

Ορισμένοι προέρχονταν από οικογένειες με πολλαπλά ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν δύσκολη πρώιμη παιδική ηλικία που χαρακτηριζόταν από αναπτυξιακές δυσκολίες, όπως ακραία ξεσπάσματα θυμού και κοινωνική απομόνωση. Πολλοί είχαν ακαδημαϊκά προβλήματα. Ήταν σύνηθες να έχουν υποστεί εκφοβισμό – αλλά γενικά όχι αναφορικά με την εικόνα του φύλου τους. Στην εφηβεία ήταν μοναχικά και αποτραβηγμένα. Ορισμένοι δεν πήγαιναν πλέον σχολείο, αλλά περνούσαν όλο το χρόνο τους μόνοι στο δωμάτιό τους. Είχαν κατάθλιψη και άγχος, μερικοί είχαν διατροφικές διαταραχές, πολλοί αυτοτραυματίζονταν, μερικοί είχαν βιώσει ψυχωσικά επεισόδια. Πολλοί -πολλοί- ανήκαν στο φάσμα του αυτισμού.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ελάχιστοι είχαν εκφράσει οποιαδήποτε δυσφορία φύλου μέχρι την ξαφνική ανακοίνωσή αυτής στην εφηβεία. Τώρα έρχονταν σε εμάς επειδή οι γονείς τους, συνήθως μόνο οι μητέρες, είχαν ενημερωθεί από κάποιον σε μια ΛΟΑΤ οργάνωση ότι η ταυτότητα φύλου ήταν το πραγματικό πρόβλημα του παιδιού τους, ή το παιδί είχε δει κάτι στο διαδίκτυο σχετικά με τα οφέλη της μετάβασης.

Ακόμη και κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της κλινικής, η ιατρική του φύλου πολιτικοποιήθηκε ραγδαία. Λίγοι έθεταν ερωτήματα σχετικά με αυτά που έλεγαν οι ακτιβιστές – στους οποίους περιλαμβάνονταν και επαγγελματίες της ιατρικής -. Και έλεγαν αξιοσημείωτα πράγματα. Υποστήριζαν ότι όχι μόνο τα αισθήματα δυσφορίας για το φύλο θα εξαφανίζονταν αμέσως αν οι νέοι άρχιζαν να μεταβαίνουν ιατρικά, αλλά και ότι όλα τα προβλήματα ψυχικής υγείας τους θα ανακουφίζονταν από αυτές τις παρεμβάσεις. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός με τον οποίο οι υψηλές δόσεις ορμονών επιλύουν τον αυτισμό ή οποιαδήποτε άλλη υποκείμενη κατάσταση ψυχικής υγείας.

Επειδή αυτό που είχαν περιγράψει οι Ολλανδοί διέφερε τόσο δραματικά από αυτό που έβλεπα στην κλινική μας, σκέφτηκα ότι ίσως υπήρχε κάτι ασυνήθιστο στον πληθυσμό των ασθενών μας. Έτσι άρχισα να συζητώ για τις παρατηρήσεις μας με ένα δίκτυο επαγγελματιών στην Ευρώπη. Ανακάλυψα ότι όλοι αντιμετώπιζαν παρόμοιες περιπτώσεις κοριτσιών με πολλαπλά ψυχιατρικά προβλήματα. Οι συνάδελφοι από διαφορετικές χώρες είχαν επίσης μπερδευτεί από αυτό. Πολλοί είπαν ότι ήταν ανακούφιση να μαθαίνουν ότι η εμπειρία τους δεν ήταν μοναδική.

Αλλά κανείς δεν έλεγε τίποτα δημοσίως. Υπήρχε ένα αίσθημα πίεσης για να παρέχουμε  αυτό που υποτίθεται ότι ήταν μια θαυμάσια νέα θεραπεία. Ένιωσα στον εαυτό μου και είδα σε άλλους μια κρίση εμπιστοσύνης. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να εμπιστεύονται τις δικές τους παρατηρήσεις σχετικά με το τι συνέβαινε. Είχαμε αμφιβολίες για την εκπαίδευσή μας, την κλινική μας εμπειρία και την ικανότητά μας να διαβάζουμε και να παράγουμε επιστημονικά στοιχεία.

Σύντομα αφότου το νοσοκομείο μας άρχισε να προσφέρει ορμονικές παρεμβάσεις για αυτούς τους ασθενείς, αρχίσαμε να βλέπουμε ότι το θαύμα που μας είχαν υποσχεθεί δεν συνέβαινε. Αυτό που βλέπαμε ήταν ακριβώς το αντίθετο.

Οι νέοι που θεραπεύαμε δεν ευημερούσαν. Αντίθετα, η ζωή τους επιδεινωνόταν. Σκεφτήκαμε, τι είναι αυτό; Επειδή δεν υπήρχε ούτε μια ένδειξη στις μελέτες ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί. Μερικές φορές οι νέοι επέμεναν ότι η ζωή τους είχε βελτιωθεί και ήταν πιο ευτυχισμένοι. Αλλά ως γιατρός, μπορούσα να δω ότι τα πήγαιναν χειρότερα. Αποσύρονταν από όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες. Δεν έκαναν φίλους. Δεν πήγαιναν στο σχολείο. Συνεχίσαμε να δικτυωνόμαστε με συναδέλφους σε διάφορες χώρες που έλεγαν ότι έβλεπαν τα ίδια πράγματα.

Ανησύχησα τόσο πολύ που ξεκίνησα μια μελέτη με τους Φινλανδούς συναδέλφους μου για να περιγράψω τους ασθενείς μας. Ψάξαμε μεθοδολογικά τα αρχεία όσων είχαν νοσηλευτεί στην κλινική τα πρώτα δύο χρόνια και χαρακτηρίσαμε πόσο προβληματικοί ήταν -ένας από αυτούς ήταν βουβός- και πόσο διέφεραν από τους Ολλανδούς ασθενείς. Για παράδειγμα, περισσότεροι από το ένα τέταρτο των ασθενών μας ανήκαν στο φάσμα του αυτισμού. Η μελέτη μας δημοσιεύτηκε το 2015 και πιστεύω ότι ήταν η πρώτη δημοσίευση σε περιοδικό από κλινικό γιατρό φύλου που έθετε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με αυτή τη νέα θεραπεία.

Ήξερα ότι και άλλοι έκαναν τις ίδιες παρατηρήσεις στις κλινικές τους και ήλπιζα ότι η εργασία μου θα προκαλούσε συζήτηση σχετικά με τις ανησυχίες τους – με αυτό τον τρόπο η ιατρική διορθώνει τον εαυτό της. Αλλά ο τομέας μας, αντί να αναγνωρίσει τα προβλήματα που περιγράψαμε, δεσμεύτηκε περισσότερο στην επέκταση αυτών των θεραπειών.

Στις ΗΠΑ, η πρώτη σας παιδιατρική κλινική φύλου άνοιξε στη Βοστώνη το 2007. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα υπήρχαν περισσότερες από 100 τέτοιες κλινικές. Καθώς αναπτύσσονταν τα πρωτόκολλα στις ΗΠΑ, τέθηκαν λιγότεροι περιορισμοί στη μετάβαση. Μια έρευνα του Reuters διαπίστωσε ότι ορισμένες κλινικές των ΗΠΑ ενέκριναν ορμονικές θεραπείες κατά την πρώτη επίσκεψη ενός ανηλίκου. Οι ΗΠΑ πρωτοστάτησαν σε ένα νέο πρότυπο θεραπείας, που ονομάστηκε “φροντίδα επιβεβαίωσης φύλου”, το οποίο παρακινούσε τους κλινικούς γιατρούς να αποδέχονται απλώς τη δήλωση ενός παιδιού για τρανς ταυτότητα και να σταματήσουν να είναι “φρουροί” που έθεταν ανησυχίες σχετικά με τη μετάβαση.

Γύρω στο 2015, εκτός από τους πολύ ψυχιατρικά ασθενείς, ένα νέο σύνολο ασθενών άρχισε να φτάνει στην κλινική μας. Αρχίσαμε να βλέπουμε ομάδες έφηβων κοριτσιών, επίσης συνήθως από 15 έως 17 ετών, από τις ίδιες μικρές πόλεις ή ακόμη και από τα ίδια σχολεία, που διηγούνταν τις ίδιες ιστορίες ζωής και τα ίδια ανέκδοτα για την παιδική τους ηλικία, συμπεριλαμβανομένης της ξαφνικής συνειδητοποίησης ότι ήταν διεμφυλικοί -παρά το γεγονός ότι δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό δυσφορίας. Συνειδητοποιήσαμε ότι δικτυώνονταν και αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά με το πώς να μας μιλήσουν. Και έτσι, αποκτήσαμε την πρώτη μας εμπειρία της δυσφορίας φύλου που συνδέεται με την κοινωνική διασπορά. Αυτό, επίσης, συνέβαινε σε παιδιατρικές κλινικές φύλου σε όλο τον κόσμο, και πάλι οι φορείς υγείας δεν μιλούσαν.

Κατάλαβα αυτή τη σιωπή. Οποιοσδήποτε, συμπεριλαμβανομένων ιατρών, ερευνητών, ακαδημαϊκών και συγγραφέων, ο οποίος εξέφραζε ανησυχίες σχετικά με την αυξανόμενη δύναμη των ακτιβιστών φύλου και τις επιπτώσεις της ιατρικής μετάβασης των νέων, γινόταν αντικείμενο οργανωμένων εκστρατειών δυσφήμισης και απειλών για την καριέρα του.

Το 2016, λόγω της πολυετούς αυξανόμενης ανησυχίας για τις βλάβες της μετάβασης σε ευάλωτους νεαρούς ασθενείς, οι δύο παιδιατρικές υπηρεσίες φύλου της Φινλανδίας άλλαξαν τα πρωτόκολλά τους. Τώρα, εάν οι νέοι είχαν άλλα, πιο επείγοντα προβλήματα από τη δυσφορία φύλου που έπρεπε να αντιμετωπιστούν, παραπέμπαμε αμέσως τους ασθενείς αυτούς για πιο κατάλληλη θεραπεία, όπως ψυχιατρική συμβουλευτική, αντί να συνεχίσουμε την αξιολόγηση της ταυτότητας φύλου τους.

Υπήρξαν πολλές πιέσεις εναντίον αυτής της προσέγγισης από ακτιβιστές, πολιτικούς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο φινλανδικός Τύπος δημοσίευσε ιστορίες νέων ανθρώπων που δεν ήταν ικανοποιημένοι με την απόφασή μας, παρουσιάζοντάς τους ως θύματα των κλινικών φύλου που τους ανάγκαζαν να βάλουν τη ζωή τους σε αναμονή. Ένα φινλανδικό ιατρικό περιοδικό δημοσίευσε ένα άρθρο που πήρε την οπτική γωνία των δυσαρεστημένων ακτιβιστών με τίτλο “Γιατί οι τρανς έφηβοι δεν παίρνουν τους αποκλειστές τους; (ΣτΜ: δηλ. τα φάρμακα αναστολής της εφηβείας)”.

Όμως, είχα διδαχθεί ότι η ιατρική θεραπεία πρέπει να βασίζεται σε ιατρικά στοιχεία και ότι η ιατρική πρέπει να διορθώνεται συνεχώς. Όταν είστε γιατρός και βλέπετε ότι κάτι δεν λειτουργεί, είναι καθήκον σας να οργανωθείτε, να κάνετε έρευνα, να ενημερώσετε τους συναδέλφους σας, να ενημερώσετε ένα μεγάλο κοινό και να σταματήσετε να κάνετε αυτή τη θεραπεία.

Το εθνικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της Φινλανδίας μας δίνει τη δυνατότητα να διερευνούμε τις τρέχουσες ιατρικές πρακτικές και να θέτουμε νέες κατευθυντήριες οδηγίες. Το 2015 ζήτησα προσωπικά από έναν εθνικό φορέα, που ονομάζεται Συμβούλιο για τις επιλογές στην υγειονομική περίθαλψη (COHERE), να δημιουργήσει εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία της δυσφορίας φύλου σε ανηλίκους. Το 2018 ανανέωσα το αίτημα αυτό με συναδέλφους και έγινε δεκτό. Το COHERE ανάθεσε μια συστηματική επισκόπηση στοιχείων για να αξιολογήσει την αξιοπιστία της τρέχουσας ιατρικής βιβλιογραφίας σχετικά με τη μετάβαση των νέων.

Περίπου την ίδια εποχή, οκτώ χρόνια μετά το άνοιγμα της παιδιατρικής κλινικής φύλου, κάποιοι προηγούμενοι ασθενείς άρχισαν να επιστρέφουν και να μας λένε ότι πλέον είχαν μετανιώσει για τη μετάβασή τους. Κάποιοι, οι λεγόμενοι «detransitioners» (ΣτΜ: οι «μετανιωμένοι της μετάβασης»), επιθυμούσαν να επιστρέψουν στο φύλο με το οποίο γεννήθηκαν. Αυτοί ήταν ένα ακόμη είδος ασθενών που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Οι συγγραφείς του ολλανδικού πρωτοκόλλου υποστήριξαν ότι τα ποσοστά μεταμέλειας ήταν ελάχιστα.

Αλλά τα θεμέλια πάνω στα οποία βασίστηκε το ολλανδικό πρωτόκολλο καταρρέουν. Οι ερευνητές έδειξαν ότι τα δεδομένα τους είχαν κάποια σοβαρά προβλήματα και ότι στην παρακολούθηση δεν συμπεριέλαβαν πολλούς από τους ανθρώπους που μπορεί να μετάνιωσαν για τη μετάβαση ή να άλλαξαν γνώμη. Ένας από τους ασθενείς είχε πεθάνει λόγω επιπλοκών από χειρουργική επέμβαση μετάβασης στα γεννητικά όργανα.

Υπάρχει μια συχνά επαναλαμβανόμενη στατιστική στον κόσμο της παιδιατρικής ιατρικής φύλου ότι μόνο το ένα τοις εκατό ή και λιγότερο των νέων ανθρώπων που μεταβαίνουν και στη συνέχεια επανέρχονται πάλι πίσω στο βιολογικό τους φύλο. Οι μελέτες που υποστηρίζουν αυτό, επίσης, στηρίζονται σε μεροληπτικές ερωτήσεις, ανεπαρκή δείγματα και μικρά χρονικά περιθώρια. Πιστεύω ότι η μεταμέλεια είναι πολύ πιο συχνή. Για παράδειγμα, μια νέα μελέτη δείχνει ότι σχεδόν το 30 τοις εκατό των ασθενών του δείγματος έπαψαν να εκτελούν τη συνταγή ορμονών τους μέσα σε τέσσερα χρόνια.

Συνήθως, χρειάζονται αρκετά χρόνια για να εγκατασταθεί ο πλήρης αντίκτυπος της μετάβασης. Τότε είναι που οι νέοι άνθρωποι που έχουν εισέλθει στην ενηλικίωση έρχονται αντιμέτωποι με το τι σημαίνει να είναι ενδεχομένως στείροι, να έχουν υποστεί βλάβη στη σεξουαλική λειτουργία, να έχουν μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση ερωτικών συντρόφων.

Είναι οδυνηρό να μιλάς με ασθενείς που λένε ότι ήταν αφελείς και παραπλανημένοι σχετικά με το τι θα σήμαινε η μετάβαση γι’ αυτούς και που τώρα αισθάνονται ότι ήταν ένα τρομερό λάθος. Κυρίως αυτοί οι ασθενείς μου λένε ότι ήταν τόσο πεπεισμένοι ότι έπρεπε να προχωρήσουν στη μετάβαση, ώστε απέκρυψαν πληροφορίες ή είπαν ψέματα κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης.

Συνέχισα να ερευνώ το θέμα και το 2018, μαζί με συναδέλφους μου, δημοσίευσα άλλη μια εργασία, η οποία διερευνούσε την προέλευση του αυξανόμενου αριθμού των νέων με δυσφορία φύλου. Αλλά δεν βρήκαμε απαντήσεις ως προς το γιατί συμβαίνει αυτό ή τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό. Σημειώσαμε στη μελέτη μας ένα σημείο που γενικά αγνοείται από τους ακτιβιστές του φύλου. Δηλαδή, για τη συντριπτική πλειονότητα των παιδιών με δυσφορία φύλου -περίπου το 80%- η δυσφορία τους υποχωρεί από μόνη της αν αφεθούν να περάσουν τη φυσική τους εφηβεία. Συχνά αυτά τα παιδιά συνειδητοποιούν ότι είναι ομοφυλόφιλα.

Τον Ιούνιο του 2020 συνέβη ένα σημαντικό γεγονός στον τομέα μου. Ο εθνικός ιατρικός φορέας της Φινλανδίας, COHERE, δημοσίευσε τα πορίσματα και τις συστάσεις του σχετικά με τη μετάβαση φύλου των νέων. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μελέτες που διατυμπάνιζαν την επιτυχία του μοντέλου “επιβεβαίωσης του φύλου” ήταν μεροληπτικές και αναξιόπιστες – συστηματικά σε ορισμένες περιπτώσεις.

Οι συγγραφείς έγραψαν: “Υπό το πρίσμα των διαθέσιμων στοιχείων, η αλλαγή φύλου των ανηλίκων είναι μια πειραματική πρακτική”. Η έκθεση ανέφερε ότι οι νεαροί ασθενείς που επιδιώκουν τη μετάβαση φύλου θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με “την πραγματικότητα της ισόβιας δέσμευσης σε ιατρική θεραπεία, τη μονιμότητα των αποτελεσμάτων και τις πιθανές σωματικές και ψυχικές παρενέργειες των θεραπειών”. Η έκθεση προειδοποιούσε ότι οι νέοι άνθρωποι, των οποίων ο εγκέφαλος ακόμη ωριμάζει, δεν έχουν την ικανότητα να “αξιολογήσουν σωστά τις συνέπειες” των αποφάσεων με τις οποίες θα πρέπει να ζήσουν για το “υπόλοιπο της ζωής τους”.

Η COHERE αναγνώρισε επίσης τους κινδύνους από τη χορήγηση ορμονικών θεραπειών σε νέους με σοβαρές ψυχικές ασθένειες. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για όλους αυτούς τους λόγους, η μετάβαση φύλου θα πρέπει να αναβληθεί “μέχρι την ενηλικίωση”.

Πήρε αρκετό καιρό, αλλά ένιωθα δικαιωμένη.

Ευτυχώς, η Φινλανδία δεν είναι η μόνη. Μετά από παρόμοιες αναθεωρήσεις, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα.

Και πολλές άλλες χώρες με εθνικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης επανεκτιμούν τη στάση τους για την “επιβεβαίωση του φύλου”.

Αισθάνθηκα μια αυξανόμενη υποχρέωση απέναντι στους ασθενείς, στην ιατρική και στην αλήθεια, να μιλήσω εκτός Φινλανδίας κατά της εκτεταμένης μετάβασης των ανηλίκων με προβλήματα φύλου. Ανησυχούσα ιδιαίτερα για τις αμερικανικές ιατρικές εταιρείες, οι οποίες ως ομάδα συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι τα παιδιά γνωρίζουν τον “αυθεντικό” εαυτό τους και ότι ένα παιδί που δηλώνει διεμφυλική ταυτότητα πρέπει να επιβεβαιώνεται και να ξεκινά θεραπεία. (Τα τελευταία χρόνια, η “τρανς” ταυτότητα έχει εξελιχθεί ώστε να περιλαμβάνει περισσότερους νέους που δηλώνουν ότι είναι “μη δυαδικοί” -δηλαδή, αισθάνονται ότι δεν ανήκουν σε κανένα φύλο- και άλλες παραλλαγές φύλου).

Οι ιατρικές οργανώσεις υποτίθεται ότι θα πρέπει να υπερβαίνουν την πολιτική και να τάσσονται υπέρ της υπεράσπισης προτύπων που προστατεύουν τους ασθενείς. Ωστόσο, στις ΗΠΑ αυτές οι ομάδες -συμπεριλαμβανομένης της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής- έχουν ενεργά εχθρική στάση απέναντι στο μήνυμα που οι συνάδελφοί μου και εγώ προωθούμε.

Προσπάθησα να αντιμετωπίσω τις αυξανόμενες διεθνείς ανησυχίες σχετικά με την παιδιατρική μετάβαση φύλου στο φετινό ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής. Αλλά τα δύο προτεινόμενα πάνελ απορρίφθηκαν από την ακαδημία. Αυτό είναι άκρως ανησυχητικό.

Η επιστήμη δεν προοδεύει μέσω της αποσιώπησης. Οι γιατροί που αρνούνται να εξετάσουν τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι επικριτές θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των ασθενών.

Με ενοχλεί επίσης ο τρόπος με τον οποίο οι κλινικοί γιατροί φύλου προειδοποιούν συστηματικά τους Αμερικανούς γονείς ότι υπάρχει εξαιρετικά αυξημένος κίνδυνος αυτοκτονίας αν σταθούν εμπόδιο στη μετάβαση του παιδιού τους. Ο θάνατος οποιουδήποτε νέου ανθρώπου είναι τραγωδία, αλλά προσεκτικές έρευνες δείχνουν ότι οι αυτοκτονίες είναι πολύ σπάνιες. Είναι ανέντιμο και εξαιρετικά αντιδεοντολογικό να πιέζονται οι γονείς να εγκρίνουν την ιατρικοποίηση του φύλου υπερτονίζοντας τον κίνδυνο αυτοκτονίας.

Φέτος, η Ενδοκρινική Εταιρεία των ΗΠΑ επανέλαβε την υποστήριξή της για την ορμονική μετάβαση φύλου σε νέους ανθρώπους. Ο πρόεδρος της εταιρείας έγραψε σε επιστολή του προς τη Wall Street Journal ότι η εν λόγω φροντίδα είναι “σωτήρια” και “μειώνει τον κίνδυνο αυτοκτονίας”. Ήμουν συν-συγγραφέας μιας απαντητικής επιστολής, την οποία υπέγραψαν 20 κλινικοί γιατροί από εννέα χώρες, διαψεύδοντας τον ισχυρισμό του .Γράψαμε ότι: “Κάθε συστηματική ανασκόπηση των στοιχείων μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβανομένης μιας που δημοσιεύθηκε στο Journal of the Endocrine Society, έχει διαπιστώσει ότι τα στοιχεία για τα οφέλη των ορμονικών παρεμβάσεων στην ψυχική υγεία των ανηλίκων είναι χαμηλής ή πολύ χαμηλής ποιότητας”.

Η ιατρική, δυστυχώς, δεν έχει ανοσία στην επικίνδυνη οπαδική σκέψη (αγελαία σκέψη*) που οδηγεί σε βλάβη των ασθενών. Αυτό που συμβαίνει στα δυσφορικά παιδιά μου θυμίζει την τρέλα της ανάκτησης της μνήμης των δεκαετιών του 1980 και του ’90. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, πολλές προβληματικές γυναίκες άρχισαν να πιστεύουν ψευδείς αναμνήσεις, που συχνά τους πρότειναν οι θεραπευτές τους, για ανύπαρκτη σεξουαλική κακοποίηση από τους πατέρες τους ή άλλα μέλη της οικογένειας. Αυτή η κακοποίηση, έλεγαν οι θεραπευτές, εξηγούσε όλα όσα δεν πήγαιναν καλά στη ζωή των ασθενών τους. Οικογένειες διαλύθηκαν και κάποιοι άνθρωποι διώχθηκαν ποινικά με βάση επινοημένους ισχυρισμούς. Αυτό έληξε όταν θεραπευτές, δημοσιογράφοι και δικηγόροι ερεύνησαν και αποκάλυψαν τι συνέβαινε.

Πρέπει να μαθαίνουμε από τέτοια σκάνδαλα. Διότι, όπως και η ανακτημένη μνήμη, η μετάβαση φύλου έχει ξεφύγει από τον έλεγχο. Όταν οι επαγγελματίες της ιατρικής αρχίζουν να λένε ότι έχουν μια απάντηση που εφαρμόζεται παντού ή ότι έχουν μια θεραπεία για όλους τους πόνους της ζωής, αυτό θα πρέπει να είναι μια προειδοποίηση για όλους μας ότι κάτι έχει πάει πολύ στραβά.

 *Αγελαία σκέψη/ Groupthink: Ένα ψυχολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε μία ομάδα/αγέλη ανθρώπων, όπου η επιθυμία για αρμονία ή συμμόρφωση στην ομάδα οδηγεί σε ένα παράλογο ή δυσλειτουργικό αποτέλεσμα στη λήψη αποφάσεων. Αυτό οδηγεί την ομάδα προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τις συγκρούσεις να παίρνει συναινετικές αποφάσεις χωρίς να έχει προηγηθεί κριτική αξιολόγηση. Η προβληματική συναίνεση μπορεί να τροφοδοτείται από μια συγκεκριμένη ατζέντα – ή να οφείλεται στα μέλη της ομάδας που εκτιμούν την αρμονία και τη συνοχή περισσότερο από την κριτική σκέψη.

 

ΠΗΓΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ: https://www.thefp.com/p/gender-affirming-care-dangerous-finland-doctor

https://enromiosini.gr/arthrografia/epikefalis-psychiatros-efivon-me/