Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Πολλοί ασθενείς, και γεροί, με το να έχουν πολλά συχαντεραίς αμαρτίαις, εντρέπονται να ταις εξομολογηθούν· και μάλιστα οι γυναίκες όπου φυσικά εντρέπονται περισσότερον από τους άνδρας. Λοιπόν ο πνευματικός δια να δώση θάρρος εκείνου όπου εξομολογείται δια να φανερώση τας αμαρτίας του, πρέπει να του είπη ετούτα τα λόγια, ή άλλα όμοια.
Ποιον από τα δύο του φαίνεται ευλογώτερον;
Να εντραπή εδώ εις ένα άνθρωπον μόνον τον πνευματικόν, ή ύστερα εις όλον τον Κόσμον; Να φανή αμαρτωλός εδώ εις ένα σύντροφόν του αμαρτωλόν, ή εις την άλλην ζωήν έμπροσθεν εις τον Θεόν, και εις τους Αγγέλους, και όλους τους Αγίους;
Να καταισχυνθή και να ταπεινωθή εδώ πρόσκαιρα εις μίαν στιγμήν καιρού, ή ύστερα να κολασθή αιώνια;
Να γροικήση εδώ ολίγην πικράδα εις το στόμα, ή ύστερα να γροικά εις τα σπλάγχνα πόνον, και βάσανον ατελεύτητον;
Ας διαλέξη ως φρόνιμος ένα από τα δύο αυτά. Δια τούτην την εντροπήν εδώ ο Θεός δεν μας έδωκε πνευματικόν κανένα Ουράνιον Άγγελον, αλλ’ ένα άνθρωπον, ωσάν και λόγου σου· άνθρωπον με άλλον άνθρωπον· αμαρτωλόν με άλλον αμαρτωλόν δια να μην εντρέπεται ο ένας τον άλλον· και ο πνευματικός πάλιν ως αμαρτωλός και αυτός να συμπαθή. Διατί δεν είναι καμμία αμαρτία όπου να έκανεν ο ένας, και να μην ημπορή να την κάμη και ο άλλος. Τούτο είναι, τέκνον, πονηριά του διαβόλου, οπού σηκώνει την εντροπήν από τον αμαρτωλόν, δια να αμαρτήση με ευκολίαν, και τον κάνει να εντρέπεται εις την εξομολόγησιν, δια να μην την φανερώση, και συγχωρηθή. Και πως ημείς δεν εντρεπόμεσθε να μολυνθούμεν, και εντρεπόμεσθε να πλυθούμεν;
Ο πνευματικός, είναι Ιατρός· ο αμαρτωλός, είναι ο ασθενής. Αν κρύψη ο ασθενής την αρρώστιαν από τον Ιατρόν, πως ημπορεί να ιατρευθή; Εγώ έχω εις τα χεριά μου το έμπλαστρον, δείξαι μου τον πόνον σου, δια να το βάλω εκεί όπου πονείς. Μη λογιάζης να την κρύψης, διατί έχεις ένα Θεόν όπου έχει να την φανερώση υστερώτερα, αν από λόγου σου δεν την φανερώσης τώρα. Εύγαλε έξω το φαρμάκι όπου πάσχει να σε θανατώση. Εύγαλε το φίδι από την καρδίαν σου, δια να μην σου κατατρώγη τα σπλάγχνα. Ω πόσην χαράν και αγαλλίασιν θέλεις λάβης υστερώτερα! Όσον κακοφαίνεται του Θεού, όταν αμαρτάνωμεν, άλλο τόσον και περισσότερον χαίρεται, όταν ομολογούμεν την αμαρτίαν μας.
Αφ’ ου λοιπόν εξομολογηθή ο μετανοών όλαις του ταις αμαρτίαις, ας τον παρηγορήση ολίγον ο πνευματικός. Ας του φανερώση την μεγάλην λύπην, και εντροπήν όπου λαμβάνει ο διάβολος, όταν καθαριζώμεθα, και ας τον παρακινήση να έλθη εις συντριβήν της καρδίας του. Και ας του ειπή να μελετά αυτά τα κάτωθεν:
Χριστέ Ιησού, ελπίδα, και σωτηρία μου· δια την άπειρον αγάπην όπου έχεις εις τον αμαρτωλόν, δια τον οποίον εκατέβης εδώ εις τον Κόσμον, και εκαταδέχθης τόσα άπειρα πάθη, συγχώρησαν ταις πολλαίς αμαρτίαις μου. Διατί εγώ είμαι ο χειρότερος από όλους τους αμαρτωλούς. Εγώ είμαι το πέλαγος της ανομίας. Εγώ είμαι η άβυσσος των αμαρτιών. Εγώ έσφαλα υπέρ τον ληστήν, υπέρ την πόρνην, υπέρ τον άσωτον, υπέρ τον τελώνην. Είναι αλήθεια. Άμποτες να μην ήτον. Όμως ενθυμίσου Θεέ μου, πως δεν θέλεις τον θάνατον του αμαρτωλού, ώστε οπού να επιστρέψη, και να ζήση. Ας πληρωθή ο λόγος σου και εις εμέ τον αμαρτωλόν. Έρχομαι έμπροσθέν σου με μεγάλην λύπην και συντριβήν της καρδίας μου, πως σε ατίμασα, πως σε εκαταφρόνησα εγώ ο ουτιδανός, και σου λέγω ως ο άσωτος Υιός· «Ήμαρτον Πάτερ εις τον Ουρανόν, και ενώπιόν σου». Δεν είμαι άξιος να ιδώ το πρόσωπόν σου.
Μου κακοφαίνεται, όχι τόσον, πως είμαι άξιος κολάσεως δια τας αμαρτίας μου· όχι τόσον, πως χάνω τον Παράδεισον, αλλά μόνον πως εκαταφρόνησα εσένα τον θεόν, και ποιητήν, και ευεργέτην μου· εσένα την άπειρον αγαθότητα, και μεγαλειότητα· όπου έπρεπε να σε προσκυνώ, να σε δοξολογώ, και να σου υποτάσσωμαι εις το άγιό σου προστάγματα. Συχαίνομαι τώρα κάθε μου αμαρτίαν, και την αποστρέφομαι, και αποφασίζω από τώρα και εις το εξής δια μέσου της χάριτός σου, καλλίτερα να αποθάνω, παρά να σε παροργίσω πλέον με άλλας καινούριας αμαρτίας μου. Ελεήμον, και Φιλάνθρωπε Ιησού Χριστέ, που να υπάγω ο αμαρτωλός, αν με διώξης από το πρόσωπόν σου;
Σε παρακαλώ, επειδή και τώρα επιστρέφω εις σε με άκραν μου λύπην, δέξαι με εις τας αγκάλας σου· δια τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα σου, δια τους πόνους σου, δια τας πληγάς σου, δια τα Αίμα σου, δια τον θάνατόν σου συγχώρησόν μοι. Βέβαια είμαι χειρότερος από τον τελώνην· δεν αποτολμώ να σηκώσω τα μάτια μου εις τον Ουρανόν, αλλ’ εις γην πίπτωντας ως κατάδικος σού φωνάζω· το, «Ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ενθυμούμαι τον Μανασσήν, τον σιδεροδέσμιον δια τας αμαρτίας του, όπου όταν εσήκωσε τα μάτια του εις εσέ τον εύσπλαγχνον, παρευθύς έλαβε την συγχώρησιν. Έκλαυσαν οι Νινευίται, και ο Απόστολός σου Πέτρος, και ευρήκαν συγχώρησιν.
Αλήθεια εγώ είμαι αμαρτωλότερος από όλους τους αμαρτωλούς, διατί οι αμαρτίαις μου είναι μεγάλαις και αναρίθμηταις, αλλά δεν έχουν σύγκρισιν με την άπειρον ευσπλαγχνίαν σου, καθώς δεν έχει σύγκρισιν μία σταλαγματία νερού με όλην την θάλασσαν, και με όλαις ταις λίμναις, και τα ποτάμια. Συγχώρησόν μοι, ω άπειρος αγαθότης· ω αγάπη της καρδίας μου. Και υπόσχομαι από τώρα και εις το εξής, να υπακούσω εις το θείον σου πρόσταγμα, και να μη σε ατιμάσω πλέον με άλλα μου αμαρτήματα.
Από το βιβλίο: Επίσκεψις πνευματικού προς ασθενή. Ήτοι εξομολογητάριον ωφέλιμον πολλά, και αναγκαίον περί του μυστηρίου της Μετανοίας, και περί διορθώσεως των ασθενούντων – Εκδόσεις Υπακοή 2010 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ