ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ
Ως τα τέλη του ΙΗ’ αιώνα η Γαλλία, που ακολουθούσε πάγια φιλοτουρκική πολιτική, είχε εξασφαλίσει, χάρη στα ειδικά προνόμια και την επιρροή της, το μεγαλύτερο μερίδιο της λείας. Επί Choiseul-Gouffier έγινε στόχος της αρχαιοσυλλεκτικής βουλιμίας και η Ακρόπολη. Ο Γάλλος πρεσβευτής, εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι, κατόρθωσε να αποσπάση το 1784 ένα τμήμα της ζωφόρου του ναού της Αθηνάς. Αλλά στα πρώτα χρόνια του ΙΘ’ αιώνα η κατάσταση στο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας έχει μεταστραφή υπέρ των Άγγλων. Η αποτυχία της ναπολεόντειας στρατιάς στην Αίγυπτο και οι νίκες του Νέλσωνα μεγάλωσαν την αγγλική επιρροή. Η Πύλη αποζητούσε πια την εύνοια της χώρας που κυριαρχούσε με το στόλο της στη Μεσόγειο.
Τότε ακριβώς κινήθηκε ο μηχανισμός για το περιπόθητο φιρμάνι που θα επέτρεπε στους Άγγλους να στήσουν σκαλωσιές γύρω από τον αρχαίο «ναό των ειδώλων», όπως αποκαλούσαν οι Τούρκοι τον Παρθενώνα. Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την καινούργια φάση των εξορμήσεων για την καταλήστευση των ελληνικών αρχαιοτήτων ήταν ο πρεσβευτής της Βρεταννίας στην Κωνσταντινούπολη λόρδος Έλγιν.
Η λεηλασία των γλυπτών θεωρήθηκε προσωπική υπόθεση του λόρδου Έλγιν και εναντίον του αποκλειστικά στράφηκε κατά καιρούς η παγκόσμια κατακραυγή για τις καταστροφές των αρχαιοτήτων. Αλλά ο Έλγιν υπήρξε πιστός ερμηνευτής της αγγλικής πολιτικής, εκτελεστής των οδηγιών των προϊσταμένων του. Η πρωτοβουλία της αρπαγής ανήκει όχι στον Έλγιν αλλά στην κυβέρνηση Πιττ που κατεχόταν από το φόβο μήπως οι Γάλλοι ανταγωνιστές επαναλάβουν, κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες, την αρχαιοθηρική επιχείρηση που είχε εγκαινιασθή από τον Ghoiseul-Gouffier και τους συνεργάτες του. Κι’ ανέθεσε στον πρεσβευτή της στην Πόλη την εκτέλεση του σχεδίου στα πλαίσια των νέων πολιτικών εξελίξεων στην Ανατολή. Ο Έλγιν, φιλάρχαιος και φιλόδοξος, προχώρησε ταχύτατα και με ωμότητα. Έπρεπε να προλάβη τους Γάλλους. Αυτό φαίνεται και από την απολογητική επιχειρηματολογία του κατά την εποχή του μεγάλου θορύβου που ξέσπασε ύστερα από την βάναυση απόσπαση των γλυπτών του Παρθενώνα.
«Ο λόρδος Έλγιν είχε και άλλο κίνητρο, καθώς και ένα συγκεκριμένο παράδειγμα μπροστά του: τη στάση της τελευταίας γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη πριν από τη (Γαλλική) Επανάσταση. Γάλλοι τεχνίτες προσπάθησαν τότε να αποσπάσουν πολλά γλυπτά από διάφορα κτίσματα της Ακρόπολης και κυρίως από τον Παρθενώνα. Κι’ ενώ κατέβαζαν μια μετόπη, η συσκευή αστόχησε και το γλυπτό κατέπεσε και θρυμματίστηκε. Ένα άλλο αντικείμενο από τον ίδιο ναό μεταφέρθηκε στη Γαλλία και κατέχει επιφανή θέση στο Μουσείο του Λούβρου».
Ο Έλγιν φοβάται νέα γαλλική εξόρμηση στην Ακρόπολη. Κινητοποιεί λοιπόν όλες τις δυνάμεις του, επιταχύνει τις προετοιμασίες, προσπαθεί να δημιουργήση τετελεσμένα γεγονότα. Γράφει στους ανθρώπους του στην Αθήνα: «Από διάφορες πληροφορίες που συγκέντρωσα εδώ φαίνεται καθαρά ότι οι Γάλλοι σκέπτονται να ασχοληθούν αμέσως με τα ελληνικά πράγματα σε ό,τι αφορά την τέχνη και την πολιτική. Δεν ξέρω αν έγιναν επίσημα διαβήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά έχω λόγους να πιστεύω ότι μόλις φτάσουν οι πρέσβεις και οι πρόξενοι στις έδρες τους σ’ αυτές τις χώρες, θα σταλούν στην Ελλάδα καλλιτέχνες για να παρεμβάλουν προσκόμματα στο έργο μου και τις συλλογές μου και να παρουσιάσουν στο κοινό τα αντικείμενα αυτά πριν γίνουν γνωστά τα δικά μου».
(….)
Το ότι η επιχείρηση αρπαγής των αρχαιοτήτων σχεδιάστηκε από την ίδια την αγγλική κυβέρνηση και ότι ο Έλγιν ανέλαβε την εκτέλεση των αποφάσεων των προϊσταμένων του προκύπτει και από τις παράλληλες αποστολές που είχαν επίσημα ανατεθή στους ακολούθους του πρεσβευτή, στον Carlyle και στον Hunt, αρχαιογνώστες ιερωμένους.
Οι «Ρωμαίοι και Αναπολιτάνοι» τεχνίτες που αναφέρει το χρονικό του Μπενιζέλου στρατολογήθηκαν από τον Ιταλό ζωγράφο Giovani Battista Lusieri που ανέλαβε τη διεύθυνση των αρχαιοσυλλεκτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Ήταν άνθρωπος των Άγγλων και ο διορισμός έγινε με συστάσεις του φιλάρχαιου πρεσβευτή της Βρεταννίας στη Νεαπόλη William Hamilton.
Η ομάδα των τεχνιτών, εφοδιασμένη με υλικά και εργαλεία, έφτασε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1800. Εδώ πρέπει να σημειωθή ότι η συγκρότηση του πολυδάπανου αυτού συνεργείου έγινε πριν ακόμα εκδοθή το φιρμάνι που επέτρεπε την απόσπαση των καλλιτεχνημάτων από τα αρχαία μνημεία. Κι’ αυτό σημαίνει πως η αγγλική κυβέρνηση έθετε σε εφαρμογή μακροπρόθεσμο σχέδιο. Καθορίζοντας τους στόχους, την αρπαγή των αρχαιοτήτων σε ευρύτατη κλίμακα, δημιουργούσε τις τεχνικές προϋποθέσεις και βρισκόταν σε ετοιμότητα ώστε σε περίπτωση που θα εξασφαλιζόταν η άδεια από την Πύλη να αρχίση αμέσως η λεηλασία και να υπερφαλαγγισθούν οι ενδεχόμενες αντενέργειες των ανταγωνιστών. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προστεθή ότι ο επικεφαλής του συνεργείου των κατεδαφίσεων Lusieri είχε εφοδιασθή από το 1799 με έγγραφο κανονισμό (από 22 άρθρα) για τα καθήκοντα του.
Το συνεργείο εγκαταστάθηκε κάτω από την Ακρόπολη περιμένοντας την επίσημη άδεια της Πύλης για την έναρξη των εργασιών. Η ευκαιρία δεν άργησε. Η στρατιωτική βοήθεια των Άγγλων στα τουρκικά στρατεύματα που αντιμετώπισαν τη στρατιά του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο απαιτούσε γενναίες και όχι μόνο πολιτικές και οικονομικές παραχωρήσεις. Στο φιρμάνι, που υπόγραψε ο σουλτάνος κατά τις διαπραγματεύσεις του 1801, αναφερόταν ότι «η Πύλη επιθυμεί μ’ αυτό να εκδηλώση το σεβασμό της προς τον πρεσβευτή της Μεγάλης Βρεταννίας, της σεπτής και αρχαίας συμμάχου της».
Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη λεηλασία των μνημείων.
Ο Lusieri έστησε τις σκαλωσιές και οι τεχνίτες άρχισαν να ξηλώνουν και να λιανίζουν μετόπες και ανάγλυφα εκτελώντας τις εντολές του πρεσβευτή. Έγραφε από την Πόλη ο Έλγιν στον πράκτορα του. «Πρέπει να προτιμηθούν οι μετόπες, τα ανάγλυφα και τα λείψανα των αγαλμάτων. Και το ελάχιστο αντικείμενο από την Αθήνα είναι ανεκτίμητο!» Η ιστορία της λεηλασίας των αρχαιολογικών θησαυρών και της καταστροφής των μνημείων από τα συνεργεία του Έλγιν, το ναυάγιο του έμφορτου καραβιού στα Κύθηρα, η ανέλκυση των γλυπτών, η μεταφορά τους στην Αγγλία ύστερα από τρία χρόνια και η αγορά τους από το Βρεταννικό Μουσείο είναι γνωστά. Τα περιστατικά ωστόσο της αρπαγής και η έκταση των βανδαλισμών φωτίζονται από τα χρονικά των περιηγητών που βρέθηκαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια των κατεδαφίσεων. Είναι οι αυθεντικότερες πηγές πληροφοριών για τη λαφυραγώγηση του Παρθενώνα, για την έκταση των καταστροφών, για τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι οργανωτές της αρχαιοσυλίας, για τις αντιδράσεις των Ελλήνων και τους αντίκτυπους του ακρωτηριασμού των γλυπτών στην ευρωπαϊκή Κοινή Γνώμη. Γιατί οι μαρτυρίες των ταξιδιωτών είναι άμεσες, σύγχρονες ή πολύ κοντινές στα γεγονότα, οι κρίσεις αυθόρμητες και ειλικρινείς, τα στοιχεία ημερολογιακά και γι’ αυτό έγκυρα.
Στις 29 Οκτωβρίου έφτασε στην Αθήνα ο Άγγλος περιηγητής Edward Daniel Clarke και συνάντησε το γνώριμό του από την περιοδεία στην Τρωάδα Lusieri. Ο Clarke βρέθηκε στην Ακρόπολη τη στιγμή ακριβώς που τα συνεργεία δούλευαν πάνω στις σκαλωσιές και είδε με τα μάτια του τους βανδαλισμούς. Ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη πρόσεξε σ’ ένα μαντροτοίχι κοντά στα Προπύλαια ένα κομμάτι μάρμαρο με ανάγλυφη ανδρική μορφή. Κατάλαβε πως ήταν ένα τμήμα από μετόπη του Παρθενώνα και έργο του Φειδία. Πως να αποχτήση το γλυπτό; Μπορεί να ήταν παρατημένο και περιφρονημένο. Αλλά ο Έλγιν είχε εξασφαλίσει διαταγή των τουρκικών Αρχών που απαγόρευε τη μετακίνηση οποιουδήποτε αρχαιολογικού αντικειμένου. Μόνο στις αποθήκες του επιτρεπόταν η μεταφορά μαρμάρων. Ωστόσο έπεισε τον δισδάρη (τον διοικητή του κάστρου) να το παραλάβη. «Και τώρα βρίσκεται στην είσοδο της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ», σημειώνει με περηφάνεια ο περιηγητής. Βρήκε τον Lusieri ανάμεσα στα ερείπια του Ερεχθείου να σχεδιάζη. Ο Ιταλός τον κράτησε όλη την ημέρα στην Ακρόπολη και φρόντισε να τον στεγάση στο άνετο σπίτι μιας χήρας, αδερφής του άλλοτε πρόξενου της Αγγλίας. Γευμάτισαν μαζί με τον δισδάρη και άρχισε αμέσως η ξενάγηση στα μνημεία.
«Μερικοί εργάτες που δούλευαν υπό τη διεύθυνση του Lusieri για λογαριασμό του Άγγλου πρεσβευτή, κατέβαζαν από τον Παρθενώνα, χρησιμοποιών τας σκοινιά και μακαράδες, τις μετόπες με τα εντελώς άθικτα γλυπτά. Ο Lusieri μας είπε πως αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες σ’ αυτή την προσπάθεια εξ αιτίας των αντιδράσεων των Τούρκων που διατηρούσαν δεσμούς θρησκευτικής λατρείας με τον μεταμορφωμένο σε οθωμανικό τέμενος ναό της Αθήνας.
Του εξομολογηθήκαμε ότι σ’ αυτή την περίπτωση τρέφαμε τα ίδια αισθήματα με τους Μουσουλμάνους κι’ ότι θα νοιώθαμε μεγάλη χαρά αν ερχόταν μια διαταγή που θα επέβαλλε την προστασία και όχι την καταστροφή του ένδοξου αυτού αρχιτεκτονήματος. Κι’ ενώ παρατηρούσαμε τα διάφορα μέρη του ναού έρχεται ένας εργάτης και λέει στον Don Batista Lusieri ότι θα κατέβαζαν μια από τις μετόπες. Είδαμε αυτό το εξαίσιο γλυπτό να ανασηκώνεται από τη θέση του ανάμεσα στα τρίγλυφα. Αλλά ενώ προσπαθούσαν οι εργάτες να του δώσουν την κατάλληλη προεξέχουσα θέση για να αρχίση η κάθοδος ένα κομμάτι από την παρακείμενη τοιχοδομή χαλάρωσε εξ αιτίας των μηχανημάτων. Και τότε γκρεμίστηκαν τα ογκώδη πεντελίσια μάρμαρα με φοβερό βρόντο και τα θρυμματισμένα κομμάτια τους διασκορπίστηκαν ανάμεσα στα ερείπια. Ο δισδάρης, βλέποντας την καταστροφή, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη συγκίνησή του. Παραμέρισε το τσιμπούκι του και δακρύζοντας φώναξε: — Τέλος!
«Και δήλωσε με αποφασιστικότητα πως δεν θα επέτρεπε με κανέναν τρόπο να συνεχιστή η κατεδάφιση του ναού». Η οργή και οι αντιδράσεις του Τούρκου διοικητή απέβλεπαν στην εκβιαστική απόσπαση ρεγάλων. Ήταν η καθιερωμένη τακτική όλων των Οθωμανών αξιωματούχων. Ο Έλγιν, μ’ όλο που είχε φιρμάνι στα χέρια του, έστελνε συνεχώς πεσκέσια: ρολόγια, κανοκιάλια, κρύσταλλα. Αλλά τα γενναιόδωρα μπαξίσια ήταν αδύνατο να κορέσουν τις απύλωτες αξιώσεις τους. Η επέμβαση λοιπόν του δισδάρη ήταν ευκαιρία για καινούργιο δώρο. «Τι να κάνη», παρατηρεί ο Clarke, «ήταν ένας φτωχός οικογενειάρχης. Δεν μπορούσε να αντισταθή στον πειρασμό ενός ρεγάλου και στα γενναία ταξίματα που επέβαλλαν οι περιστάσεις. Έτσι, αντί να επιμένη στην απόφασή του, άφησε σιγά-σιγά να αποσπασθούν τα ωραιότερα γλυπτά του ναού».
Και συνεχίζει: «Κυττάζοντας ψηλά είδαμε με θλίψη το χάσμα που δημιουργήθηκε από την πτώση. Αυτό το κενό δεν θα μπορέσουν να το καλύψουν ποτέ πια όλοι οι πρεσβευτές της γης με όλους τους μονάρχες που εκπροσωπούν και με όλα τα πλούτη και τους σοφούς που έχουν στη διάθεσή τους. » Όσο για το φίλο μας Lusieri δεν χρειάζεται να τον υπερασπισθούμε.
Αυτός δεν μπορούσε παρά να υπακούση στις εντολές και τις εκτελούσε με καταφανή απροθυμία. Αλλά ούτε ένας από τους τεχνίτες που ήρθαν από τη Ρώμη γι’ αυτό το σκοπό δεν παρέλειψε να έκφραση την αγανάκτησή του για την καταστροφή που γινόταν. Όλοι βεβαίωναν ότι δεν ήταν διόλου απαραίτητη αφού είχαν γίνει εκμαγεία των γλυπτών που έπρεπε τώρα να αποσπάσουν από το ναό. Θα μπορούσα να αποφύγω την αναφορά σ’ αυτό το θέμα. Αλλά επειδή υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας είχα υποχρέωση να εκτελέσω το χρέος μου μέσα στην αφήγηση των ταξιδιών μου. Η σιωπή μου σε ό,τι αφορά τη λαφυραγώγηση των αθηναϊκών ιερών θα σήμαινε επιδοκιμασία των ενεργειών που οδήγησαν στην καταστροφή τους».
Για να υπογραμμίση ο Clarke την έκταση της καταστροφής και κυρίως την αισθητική εκμηδένιση των γλυπτών μετά την απόσπασή τους από το ναό διατυπώνει μια παρατήρηση πραγματικά συντριπτική: «Σε μια άκρη του αετώματος, πάνω από την ανατολική πρόσοψη του ναού υπήρχε η κεφαλή ενός άλογου, ίσως του άλογου που αναπήδησε από τη γη όταν ο Ποσειδώνας την έκρουσε με την τρίαινα κατά την έριδα με την Αθηνά για την κατοχή της πόλης. Η κεφαλή αυτή είχε τοποθετηθή από τον Φειδία τόσο μελετημένα που ο θεατής από κάτω είχε την αίσθηση πως το άλογο τιναζόταν από την άβυσσο, αφρίζοντας και παλεύοντας να λυτρωθή από τα δεσμά του. Όλη η προοπτική του γλυπτού, όλη η αρμονία και η τελειότητα των αναλογιών, όλος ο δυναμισμός που απέπνεε η σύνθεση εξαρτιόταν από τη θέση του καλλιτεχνήματος. Έπρεπε να το βλέπη κανείς από την απόσταση ακριβώς που όρισε ο Φειδίας. Με τη μετακίνησή του όμως ματαιωνόταν ο σκοπός του καλλιτέχνη, εξαφανιζόταν αυτόματα η δημιουργία του».
Θα μπορούσε κανείς να πιστέψη ότι όλα αυτά θα γίνονταν εν ονόματι ενός έθνους περήφανου για τις επιτεύξεις του στον τομέα των Καλών Τεχνών; ΟΙ καταστροφές που σημειώθηκαν στο ναό ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που είχε υποστή από το πυροβολικό των Βενετών. Η κεφαλή του άλογου μετακινήθηκε. Κι’ εκεί που θα τοποθετηθή τώρα είναι εντελώς αδύνατο να αναπλάση στο θεατή την αρχική εντύπωση. Η ιστορία αυτή μου θυμίζει έναν άλλον ευγενή που παρακολούθησε κάποτε κουκλοθέατρο. Καταγοητεύτηκε από την παράσταση και αγόρασε τις φιγούρες. Αλλά όταν τις πήγε σπίτι του απορούσε γιατί οι κούκλες έχασαν το χιούμορ τους. Και έπειτα μας λένε σοβαρά πως η επιχείρηση είχε σκοπό «να σώση αυτά τα γλυπτά από την επικείμενη καταστροφή.
(…)
Τους βανδαλισμούς των συνεργείων του Έλγιν παρακολούθησε και ένας άλλος Άγγλος περιηγητής, ο Edward Dodwell, κατά το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα, το 1801. Ο Ιταλός ζωγράφος Pomardi που συνόδευε τον Dodwell είχε σχεδιάσει τα γλυπτά πριν από την επιδρομή του Έλγιν και μετά την απόσπασή τους. Τα σχέδια αυτά είναι σπουδαία ντοκουμέντα γιατί αποκαλύπτουν την έκταση της καταστροφής των μνημείων.
Το χρονικό του Dodwell αποτελεί δεινό κατηγορητήριο εναντίον των πρωτεργατών της λεηλασίας. Ο Άγγλος περιηγητής εκφράζει τον αποτροπιασμό του για την απογύμνωση του Παρθενώνα. Και φαίνεται ειλικρινής γιατί ο ίδιος, μ’ όλο που ήταν φανατικός αρχαιοσυλλέκτης, απέφυγε αρπαγή ή ακρωτηριασμό ελληνικών μνημείων. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι πληροφορίες του σχετικά με τις αντιδράσεις των Ελλήνων, την εξέγερση και τη θλίψη τους για το βάρβαρο αφανισμό των γλυπτών.
«Κατά το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα, δοκίμασα την ταπείνωση να παρευρεθώ στην απογύμνωση του Παρθενώνα από τα λαμπρότερα γλυπτά του και να παρακολουθήσω το γκρέμισμα μερικών αρχιτεκτονικών μελών του ναού. Είδα να κατεβάζουν πολλές μετόπες της νοτιοανατολικής πλευράς. Ήταν σφηνωμένες ανάμεσα στα τρίγλυφα και για να αποσπαστούν έπρεπε να γκρεμιστή το εξαίσιο γείσωμα που τις εκάλυπτε. Το νοτιοανατολικό αέτωμα είχε την ίδια τύχη. Είχα θαυμάσει το γραφικό κάλλος όταν το πρωτοείδα διατηρημένο σε λαμπρή κατάσταση. Τώρα είναι κατερειπωμένο, όλο συντρίμματα.
Τα σχέδια που έγιναν πριν και ύστερα από αυτά τα γεγονότα αποκαλύπτουν τι ακριβώς έχει αποσπασθή και καταστραφή καθώς και την αξιοθρήνητη αντίθεση ανάμεσα στη σημερινή και την προηγούμενη όψη των σεπτών και ένδοξων μνημείων. Με θλίψη αναλογίζεται κανείς ότι αυτά τα τρόπαια της μεγαλοφυίας που αντιστάθηκαν στην αδιόρατη φθορά του χρόνου επί εικοσιδύο και πλέον αιώνες, που σώθηκαν από την καταστροφική μανία των εικονοκλαστών, την αρπακτικότητα των Βενετών που δεν σεβάστηκαν τίποτα, και τη βαρβαρότητα των Μωαμεθανών, είχαν την τύχη να υποστούν την εξολοθρευτική κακουργία που θα θρηνούμε πάντοτε. Δεν πρόκειται μονάχα για το ηθικό στίγμα που παρακολουθεί αυτή την πράξη. Το κακό είναι που στο μέλλον καθένας θα μπορή να επικαλείται το προηγούμενο του Έλγιν για να δικαιολογή παρόμοιες αρπαγές. Έτσι οι ναοί της Αθήνας αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο καταστροφής εξ αιτίας των γλυπτικών τους διακοσμήσεων, που αντί να παραμείνουν στην αρχική τους θέση, κτήμα της οικουμένης, θα λαφυραγωγούνται από τους ισχυρούς κάθε εποχής. Αν θελήσουμε να ερευνήσουμε τα βαθύτερα αίτια του κακού θα διαπιστώσουμε ότι η ευθύνη βαραίνει εκείνους που πρώτοι παραβίασαν ανόσια όσα σέβεται και καθιερώνει η αγάπη του ωραίου».
Η αρπαγή των μνημείων συγκλόνισε τους Αθηναίους που με κάθε τρόπο εκδήλωναν την αγανάκτησή τους. Ακόμα και οι Τούρκοι είχαν δυσαρεστηθή: «Δεν υπήρξε περιηγητής που είδε τους ναούς πριν και μετά την κατερείπωσή τους και δεν έσπευσε να εκφράση τη θλίψη του. Και δεν διστάζω να βεβαιώσω ότι όλοι οι Αθηναίοι αναστατώθηκαν από την καταστροφή. Ακόμα και οι Τούρκοι κατέκριναν ανοιχτά το σουλτάνο για τη χορήγηση της άδειας. Βρισκόμουν τότε επί τόπου και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω και να συμμεριστώ την αγανάκτηση που προκάλεσε η λεηλασία των μνημείων. Ήταν τόσο μεγάλη η κατακραυγή, που έπρεπε να καταβληθούν υπέρογκα μεροκάματα για να βρεθούν εργάτες πρόθυμοι να συμπράξουν στην ιεροσυλία».
Ο Άγγλος περιηγητής, προσπαθώντας να ελαφρύνη τη θέση του συμπατριώτη του, γράφει ότι οι καταστροφές θα περιορίζονταν αν ο Έλγιν βρισκόταν στην Αθήνα κατά την απόσπαση των γλυπτών. «Αλλά η όλη επιχείρηση είχε επικεφαλής μισθωτούς με προσωπικά συμφέροντα και η εκτέλεση έγινε με τη βαναυσότητα που χαρακτηρίζει τους μισθοφόρους. Οι ναοί βρέθηκαν εκτεθειμένοι στο έλεος τους. Με μανιακή βαρβαρότητα θρυμμάτιζαν, ακρωτηρίαζαν, άρπαζαν και γκρέμιζαν τα ευγενικά εκείνα έργα που η υψηλή διάνοια του Περικλή ανέθεσε στο Φειδία και τον Ικτίνο να τα φιλοτεχνήσουν. Είναι βέβαιο ότι οι καταστροφές που έγιναν στα μνημεία μέσα σε ένα χρόνο ήταν μεγαλύτερες από όσες είχαν υποστή σ’ ολόκληρο τον ΙΗ ‘ αιώνα. Οι Βενετοί κατέφεραν το πρώτο ολέθριο πλήγμα εναντίον του ναού της Αθηνάς όταν πολιορκούσαν την Ακρόπολη το 1687. Το πυροβολικό τους γκρέμισε ένα μέρος του ανεκτίμητου αυτού κτιρίου. Μέσα στη δίνη του πολέμου, λησμονήθηκαν τα έργα του Ικτίνου, του Φειδία, του Καλλικράτη κι’ απόμειναν σωροί από ερείπια έκθετα στην καταστροφική αμάθεια των Τούρκων. Πελώρια πεντελικά μάρμαρα κατατεμαχίζονταν για να χτιστούν οι άθλιες καλύβες της φρουράς, ενώ αλλά μάρμαρα, κυρίως τα ανάγλυφα, κατέληγαν στα ασβεστοκάμινα (οι Τούρκοι προτιμούσαν τα γλυπτά από τα άμορφα μάρμαρα μ’ όλο που το υλικό ήταν το ίδιο). Με τέτοια απόλαυση καταστρέφει ξαφνικά η απολίτιστη αμάθεια ή η θρησκευτική δεισιδαιμονία έργα που συγκεντρώνουν τον αιώνιο θαυμασμό. Οι Βενετοί που κατά την πολιορκία γκρέμισαν τον Παρθενώνα προσπάθησαν να αποσπάσουν μερικά αγάλματα από το δυτικό αέτωμα του ναού. Αλλά επειδή τα μηχανήματά τους ήταν ατελή τα πολύτιμα εκείνα λείψανα κατέπεσαν, με αποτέλεσμα να υποστούν ανεπανόρθωτες ζημίες. Ήμουν μπροστά όταν έγινε η ανασκαφή των συντριμμάτων και ήρθε στο φως ο κορμός της Απτέρου Νίκης που βρίσκεται τώρα στο Μουσείο της Βενετίας».
(…)
Αλλά ο αδυσώπητος κατήγορος του Έλγιν υπήρξε ο λόρδος Byron. Με τους στίχους του «Childe Harold» και της «Κατάρας της Αθήνας» δημιούργησε ένα πελώριο ηθικό θέμα και στιγμάτισε αιώνια τον συλητή του Παρθενώνα.
Φυσικά και ο Byron φορτώνει προσωπικά στον Έλγιν την ευθύνη για την απογύμνωση των μνημείων και τους βανδαλισμούς και απαλλάσσει τους εμπνευστές και πάτρωνές του: τις αγγλικές κυβερνήσεις. Και βρίσκει διέξοδο στην αμηχανία του λιθοβολώντας τη Σκωτία, την πατρίδα του αρχιλαφυραγωγού:
Η στάση του Byron στο ζήτημα της λεηλασίας των γλυπτών είναι μοναδική. Ενώ οι άλλοι περιηγητές θεμελιώνουν τις επικρίσεις τους εναντίον του Έλγιν σε αισθητικούς αποκλειστικά λόγους, στη ζημιογόνα δηλαδή επίδραση που είχε η μετακίνηση των μαρμάρων για την καλλιτεχνική πληρότητα των μνημείων, ο ποιητής προχωρεί πιο μακριά, φτάνει στην ουσία του προβλήματος: η απογύμνωση των μνημείων αποτελεί πράξη που αποστερεί τους Έλληνες από την προγονική τους κληρονομιά. Κάνεις δεν είχε ως τότε διανοηθή πως οι Έλληνες μπορούσαν να διατυπώσουν τέτοια απόψη ή να προβάλουν δικαιώματα πάνω στις αρχαιότητες που λαφυραγωγούσαν ανενόχλητοι οι ξένοι.
Τις απόψεις του διατυπώνει με παρρησία και διαύγεια σε μια σημείωσή του στις 3 Ιανουάριου 1810: «Αυτή τη στιγμή, εκτός από όσα έχουν μεταφερθή στο Λονδίνο, ένα υδραίικο πλοίο είναι αραγμένο στον Πειραιά για να φορτωθούν όλα τα φορητά λείψανα. Ένας νεαρός Έλληνας έλεγε στους συμπατριώτες του: «Τώρα μπορεί ο λόρδος Έλγιν να καμαρώνη που κατερείπωσε την Αθήνα».
(…)
Και ένας άλλος Άγγλος περιηγητής, ο Frederic North Douglas, που βρισκόταν στην Αθήνα την ίδια περίοδο με τον Byron, χαρακτηρίζει έγκλημα εναντίον της Ελλάδας την αρπαγή των γλυπτών. Σ’ αυτό το σημείο ευθυγραμμίζεται με την τολμηρή θέση του Byron. «Οι δυο κυριώτερες δικαιολογίες (του λόρδου Έλγιν) βασίζονται στη ραθυμία και την απάθεια των Ελλήνων σε ό,τι αφορά τους θησαυρούς τους και στην πιθανότητα να καταστραφούν οι αρχαιότητες από τους εχθρούς μας ή να καταλήξουν στα χέρια τους. Αλλά το πρώτο επιχείρημα, όσο κι’ αν αληθεύει για άλλες ελληνικές περιοχές, δεν ταιριάζει για την Αθήνα, όπου το πλήθος των περιηγητών που συνεχώς αποθαυμάζουν τα μνημεία, έχουν δημιουργήσει στους Έλληνες πραγματική συνείδηση της σημασίας τους…»
Ο Douglas καταγράφει στο χρονικό του και τη συγκινητική παράδοση για το θρήνο των Καρυάτιδων ύστερα από την αρπαγή της αδερφής τους από τα συνεργεία του Έλγιν. Αυτή η παράδοση αποκαλύπτει πόσο συγκλόνισε τους Έλληνες η λεηλασία των αρχαίων μνημείων. Ο περιηγητής την άκουσε από έναν αγράμματο υπηρέτη του δισδάρη, του διοικητή της Ακρόπολης:
«Όταν τα τέσσερα κορίτσια έχασαν την αδερφή τους έδειξαν τη θλίψη τους γεμίζοντας τον αέρα κάθε νύχτα με σπαραχτικούς αναστεναγμούς και κλάματα».
Τον βεβαίωσε πως ο ίδιος άκουγε τα μοιρολόγια τους και πως επειδή δεν άντεχε έφευγε από την Ακρόπολη και ξαναγύριζε όταν τέλειωνε ο θρήνος. Του είπε ακόμα πως η κλεμμένη αδερφή, που βρισκόταν ακόμα κάτω στην πόλη, άκουγε το κλάμα κι’ απαντούσε θρηνολογώντας κι’ εκείνη σπαραχτικά. Αυτό όλοι το ξέρουν κάτω στην πόλη, είπε ο αγράμματος υπηρέτης στον Άγγλο περιηγητή.
Για την απόσπαση των γλυπτών γράφει και ο Άγγλος περιηγητής H.W.Williams που ανέβηκε στην Ακρόπολη το 1817. «Έχουμε το δικαίωμα να μειώσουμε από ιδιοτελή κίνητρα το ενδιαφέρον της Αθήνας και να εμποδίσουμε τις μέλλουσες γενεές των άλλων εθνών να θαυμάσουν, τα εξαίσια αυτά γλυπτά; Τι θα πούμε στον ταξιδιώτη που θα αποστερηθή την ανταμοιβή των κόπων του; Θα παρηγορηθή ακούγοντας πως τα γλυπτά του Παρθενώνα βρίσκονται στην Αγγλία;».
(…)
Η επιχείρηση του Έλγιν νομιμοποίησε τη λαφυραγωγία των ελληνικών αρχαιοτήτων. Η αρχαιοθηρία έγινε προσφιλέστατη απασχόληση των αριστοκρατών. Ακολούθησαν νέες εξ ίσου άγριες επιδρομές. Σαρώθηκαν τα πάντα. Πολύ σύντομα η αρχαιολατρεία κατάντησε στυγνή αρχαιοθηρία και κερδοσκοπία. Έλληνες και Τούρκοι ρίχτηκαν στο εμπόριο των μαρμάρων. Όλοι ερευνούσαν, ανέσκαβαν αρχαίους τάφους, καταχώνιαζαν, αγόραζαν και πουλούσαν.
ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1800 – 1810
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ ΤΟΜΟΣ Γ1 ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1800-1810 – ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, ΛΑΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ, ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
(αποσπάσματα χωρίς τις σημειώσεις)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ- ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ