Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Περί πειρασμῶν καί τῶν αἰτίων αὐτῶν διά τάς ὁποίας ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά πειραζώμεθα.

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος Κλεόπα

Πατέρες καί άδελφοί,

Κατά τήν διδασκαλία τῆς Αγίας Γραφής καί τῶν Α­γίων Πατέρων πολλοί εἶναι οι πειρασμοί μέ τούς οποίους δοκιμαζόμεθα στήν παρούσα ζωή μας, όμως έπιτρέπει αύτούς ὁ Πανάγαθος Θεός σ' αύτό τόν κόσμο γιά τήν σω­τηρία μας.

Οι πειρασμοί δέν προέρχονται άπό τόν Θεό, κατά τήν μαρτυρία τής Γραφής πού λέγει: «ὁ γάρ Θεός ἀπείραστος έστιν κακών, πειράζει δέ αύτός ούδένα» (Ιακώβου 1,13), άλλά άπό τόν διάβολο (Ματθ. 4,1), άπό τόν κόσμο (Ματθ. 6,2) καί άπό τήν διεφθαρμένη μας φύσι (Ιακώβ. 1,14). Όπότε ό Θεός δέν πειράζει κανέναν, άλλά άνέχεται όμως νά πειραζώμεθα άπό τῶν διαφόρων ειδών πειρα­σμούς γιά τήν ψυχική μας σωτηρία.

Επιτρέπει ό Θεός τούς πειρασμούς:

Γιά νά δοκιμάση τήν πίστι μας.

Νά δοκιμάση τήν ελπίδα μας.

Νά δοκιμάση τήν άγάπη μας πρός Αύτόν.

Νά δοκιμασθή ἡ ύποταγή μας σ' Αύτόν.

Νά μάς δοκιμάση έάν έχουμε τήν άπάρνησι στόν εαυτό μας καί στά ύλικά άγαθά, όπως δοκιμάσθηκε ό δί­καιος Ἰώβ.

Νά έχουμε συνεχή έπαγρύπνησι στόν έαυτό μας καί νά μήν ύποπέσουμε στίς παρούσες καί αιώνιες τιμω­ρίες, διότι ευκόλως έχουμε τήν ροπή νά κρίνουμε τίς άδυναμίες τών άλλων. Ό Κύριος μάς προτρέπει νά βλέπουμε πρώτα τήν «δοκό» τών ιδικών μας οφθαλμών καί όχι τό «κάρφος» τοῦ αδελφού μας. Ένώ ό άγιος Έφραίμ ό Σύ­ρος λέγει: «Ναί, Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ όραν τά έμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν αδελφόν μου».

Μέ τήν ένόχλησι τών πειρασμών στήν ζωή μας άναγκαζόμεθα νά ζητάμε πάντοτε τήν θεία βοήθεια. Ό άνθρωπος, οποιοσδήποτε καί νά είναι, έάν δέν δοκιμασθή μέ σκληρούς πειρασμούς καί δοκιμασίες, εὔκολα ύπερηφανεύεται, καταλαμβάνεται άπό άκηδία, άδιαφορία, άναισθησία καί ξεχνά τελείως τόν Θεό. "Οταν όμως είσέλ­θη σέ πειρασμούς καί βλέπει ότι κινδυνεύει νά χαθή, προ­σεύχεται μέ έπιμονή στόν Θεό καί ζητά άπό καρδίας τήν βοήθειά Του, καί όσο αύξάνεται ἡ προσευχή, τόσο ταπει­νώνεται καί ἡ καρδία του.

Στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε ότι ό λαός τοῦ Ισ­ραήλ πολλές φορές έφθανε σέ άναισθησία καί λήθη τοῦ Θεοῦ μέ άποτέλεσμα νά παραχωρούνται σ' αύτόν δοκι­μασίες καί πειρασμοί, γιά νά έπιστρέψη μέ μετάνοια στόν Θεό. Ό ίδιος ό Χριστός πρό τοῦ Πάθους Του, προσευχή­θηκε στόν Ουράνιο Πατέρα Του μέ έπιμονή λέγοντας: «Πάτερ μου, εί δυνατόν έστι, παρελθέτω άπ' ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο' πλήν ούχ ώς έγώ θέλω, άλλ' ώς σύ» (Ματθ. 26,39). Τούτο τό έκανε γιά νά μάς δώση παράδειγμα ότι πρέπει σέ ώρες πειρασμών νά προσευχώμεθα ζητώντας τήν βοήθεια τοϋ Κυρίου. Καί ό βασιλεύς Έζεκίας, όντας ασθενής, έτρεξε μέ στεναγμούς καί δάκρυα στόν Θεό καί όχι μόνο θεραπεύθηκε άλλά έζησε άκόμη 15 χρόνια.

Μέ τήν παρουσία τών πειρασμών δέν τολμούμε νά ὑπερηφανευθοῦμε καί ζούμε μέ εύλάβεια, φόβο Θεού καί ταπείνωσι. Ό προφήτης καί βασιλεύς Δαβίδ έγκαταλεί­φθηκε άπό τόν Θεό, λόγω τής πτώσεώς του στίς δύο γνω­στές άμαρτίες, γιά νά είπή κατόπιν άπό τήν καρδιά του: «ού μή σαλευθώ, άπό γενεάς εις γενεάν άνευ κακοῦ» (Ψαλμ. 9,27) καί άλλου πάλι λέγει: «Έγώ είπα έν τή εύθηνία μου' ού μή σαλευθώ εις τόν αιώνα» (Ψαλμ. 29,7).

Λόγω τών πειρασμών άναγκαζόμεθα νά μισήσου­με μέ τήν καρδιά μας τά πάθη καί τούς νοητούς έχθρούς πού μάς πολεμούν. Πράγματι, αύτός πού άγαπά άπό καρδίας τόν Θεό, αίσθανόμενος ότι θέλει ἡ άμαρτία νά τόν χωρίση άπό τήν θεία άγάπη, στρέφεται μέ ίερό μίσος καί οργή έναντίον τοῦ διαβόλου καί τών παθών, όπως λέ­γει ή Γραφή: «Ούχί τούς μισοῦντας σε, Κύριε, έμίσησα καί έπί τούς έχθρούς σου έξετηκόμην; τέλειον μίσος έμίσουν αυτούς, εις έχθρούς έγένεντό μοι» (Ψαλμ. 138,2122), Αύτός πού άγαπά τόν Θεό, έχει έντολή άπ' Αύτόν νά μισή κάθε τι πού είναι κακό ενώπιον του, κατά τήν μαρτυρία πού λέγει: «Οί άγαπώντες τόν Κύριον, μισείτε πονηρά» (Ψαλμ. 96,10). Αύτός πού άγαπά τόν Θεό, γίνεται έχθρός όλων τών παθών καί προσπαθεί νά ύπηρετή τόν Κύριον μέ φόβο καί τρόμο (Ψαλμ. 2,11), ἀγρυπνεῖ νά φυλάττη μέ ό­λες τίς δυνάμεις του καθαρό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του καί έμποδίζει κάθε τι πού θά τόν χωρίσει άπό τήν άληθινή ζωή.

Διά τών πειρασμών δοκιμαζόμεθα, έάν θά μεί­νουμε μέχρι τέλους στήν τιμή καί άγάπη μας πρός τόν Κύριο.

Οί πειρασμοί στήν ζωή μάς βοηθούν νά ζοῦμε μέ συνέπεια καί αύστηρότητα τίς εντολές τοῦ Χριστοῦ μας καί νά μή καταπατούμε καμμία άπ' αύτές. Καί είναι άλήθεια ότι εκεῖνος πού συνεχώς δοκιμάζεται μέ τούς πειρα­σμούς, περισσότερο μένει πιστός στίς έντολές τοῦ Θεοῦ, ένθυμούμενος τά λόγια τοῦ Αποστόλου Ιακώβου πού λέ­γει: «όστις γάρ όλον τόν νόμον τηρήση, πταίση δέ έν ένί, γέγονε πάντων ένοχος» (2,10)

Οί πειρασμοί μάς βοηθοῦν νά διακρίνουμε στήν ζωή μας ποιά είναι άληθινή άρετή καί ποιά είναι κακία, τήν όποία καί πρέπει γρήγορα νά έγκαταλείπουμε. Πράγ­ματι, μεγάλο πράγμα είναι ἡ διάκρισις σ' δλα τά έργα τοῦ  άνθρωπου, διότι, όπως λέγουν οί Πατέρες, τό καλό δέν είναι καλό, έάν δέν γίνεται μέ καλό τρόπο καί σκοπό. Μπορεί καί έμεις νά κοπιάζουμε στήν έργασία τών καλών έργων καί άντί άμοιβής νά λάβουμε τιμωρία τήν έσχάτη ήμερα τής άνταποδόσεως. Καί αύτό διότι ό Θεός δέν εξε­τάζει τόσο αύτά πού κάνουμε, άλλά τόν σκοπό γιά τόν ό­ποιο τά κάνουμε. Ή άρετή έχει σώμα καί ψυχή, ένώ τό πνεύμα αύτής είναι ό σκοπός γιά τόν όποιο τήν κάνουμε. Σώμα τής άρετής είναι τό ίδιο τό έργο τής άρετής. Ή ψυ­χή τοϋ άνθρώπου δίνει μορφή στίς ενέργειες τοΰ σώμα­τος, ένώ ό σκοπός δίνει μορφή στό έργο τής άρετής. Ό σκοπός μετατρέπει τό καλό έργο σέ κακό καί τό κακό σέ καλό. Έάν τό καλό έργο γίνεται μέ συγκεκριμένο κακό σκοπό, όπως π.χ. τής κενοδοξίας, φιλαργυρίας, άνθρωπαρεσκείας, τότε τό καλό αύτό έργο άποκτά τόν πονηρό σκοπό καί επιφέρει τούς κακούς του καρπούς.

Ό συνεχής έκ τών πειρασμών πόλεμος προκαλεί σέ έμάς, έάν τόν ύπομένουμε, εύκαιρίες πνευματικών στεφάνων. Τοῦτο μαρτυρεί καί ἡ Αγία Γραφή λέγοντας: «μακρόθυμος άνήρ πολύς έν φρονήσει» (Παροιμ. 14,29). Αύτός πού κοπιάζει, παρά τούς άλλεπαλλήλους πειρα­σμούς, μέ έπιμονή στόν πολλαπλασιασμό τών ταλάντων του πού τοῦ εμπιστεύθηκε ό Θεός, θά έχη καί περισσότε­ρο μισθό άπό τόν Θεό. Ένώ ό άγιος Έφραίμ ό Σύρος λέ­γει ότι, καί στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ διαφορά τής δόξης θά οφείλεται στήν διαφορά τοΰ μέτρου στό οποίο θά φθά­σουν πνευματικώς εδώ οί άνθρωποι πού επιθυμούν νά σω­θούν. Διότι, όπως κάθε άνθρωπος άπολαμβάνει τίς άκτίνες τοῦ αίσθητο ήλίου, κατά τό μέτρο δυνάμεως τής όράσεώς του, έτσι καί στόν μέλλοντα αιώνα, όλοι οί δί­καιοι θά συμμετέχουν στήν χαρά άναλόγως τής πνευματι­κής άξίας πού θά έχουν άποκτήσει.

Μέ τήν έμφάνισι τών πειρασμών νά δοξάζουμε τόν Θεό, νά μή φοβούμεθα τήν κακία καί τήν άμαρτία καί νά μή έξασθενούμε ψυχικά ύπομένοντας τά δεινά τής ζω­ής μέχρι τέλους. Ό Κύριος μας είπε: «Ό ύπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται» (Λουκ. 21,19), ένώ άλλού πάλι είπε: «έν τή ύπομονή ύμών κτήσασθε τάς ψυχάς ύμών» (Ματθ. 10,22). Διαβάζουμε στούς Βίους τών Αγίων γιά τήν μεγάλη τους υπομονή καί τά θαύματα πού έκαναν, άλλά νομίζω ότι τό μεγαλύτερο θαύμα γιά τόν κάθε "Αγιο ήταν ότι, μέχρι τέλους άφιέρωσε τήν ζωή του στόν Κύριο κάνοντας μεγάλη ύπομονή. Διότι, τί ώφέλησε τόν Ιούδα πού ήταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί έλαβε τήν άποστολική καί θαυματουργική χάρι, ἀφοῦ στό τέλος έπώλησε τόν Διδάσκαλο του; "Η τί ωφελήθηκαν άλλοι, πού άνήλθαν στίς κορυφές τής Θείας Χάριτος, άλλά στό τέλος έξέπε σαν στίς αιρέσεις ή στήν άμαρτία, χωρίς ποτέ νά μετανοήσουν; Ό πότε λοιπόν, μακαρία είναι ή ψυχή έκείνη πού έκράτησε σ' όλη τήν ζωή της τήν άληθινή πίστι καί ύπέμεινε μέ τόν νο καί τήν καρδιά όλους τούς πειρασμούς καί άτυχίες αύτής τής ζωής μέχρι τέλους, γιά τήν άγάπη καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

15) Μέ τήν προσβολή τών λογισμών καί δοκιμασιών τής ζωής έξασκούμεθα καί άποκτοΰμε πείρα στήν ζωή μας, συγχρόνως δέ άντιμετωπίζουμε μέ μεγαλύτερη καρ­τερία τούς πειρασμούς πού θά έλθουν στήν ώρα τοΰ θανά­του μας.

Ό άληθινός στρατιώτης πού έχει τοποθετηθή άπό τόν άρχηγό του στήν πρώτη γραμμή το μετώπου, δέν φο­βάται, άλλά σκέπτεται πάντοτε νά πεθάνη στό καθήκον του γιά τήν προστασία τής πατρίδος του. Τό ίδιο συμβαί­νει καί άκόμη περισσότερο στόν πνευματικό στρατιώτη. Μέ τέτοιο τρόπο ήταν προετοιμασμένος νά ζή καί νά πεθαίνη γιά τόν Χριστό καί ό μεγάλος Απόστολος Παύλος, όταν έλεγε: «Έμοί δέ τό ζήν Χριστός καί τό άποθανείν κέρδος» (Φιλ. 1,21).

Εύρισκόμενοι σέ πόλεμο μέ τούς λογισμούς καί τίς θλίψεις τής ζωής φθάνουμε σιγάσιγά στήν μεγάλη άρετή τής εσωτερικής ειρήνης.

Ό πνευματικός άγωνιστής στόν άγώνα του κατά τής άμαρτίας καί τών ποικίλων συμφορών αισθάνεται καί γνωρίζει τήν άνεκτίμητη άξία τής άρετής καί πόσος κό­πος καί άγρυπνίες χρειάζονται γιά νά τήν άποκτήση. Οι τρεις έχθροί το άνθρώπου, ό κόσμος (Ρωμ. 8,37), ἡ σάρ­κα (Ρωμ. 7,24) καί ό διάβολος (Ρωμ. 16,20) πολεμούν νά γκρεμίσουν τίς άρετές τοΰ χριστιανού άγωνιστοϋ' άπό τήν άλλη πλευρά όμως εκείνος, μέ τόν φόβο καί τήν άγά­πη τοΰ Θεοΰ, μάχεται έναντίον των μέ όλες τίς δυνάμεις του καί τήν Θεία Χάρι. Σ' αύτό τόν άγώνα τό κέρδος γιά τόν άγωνιστή είναι ότι άπέκτησε τήν δύναμι νά ξεχωρίζη τό καλό άπό τό κακό καί νά γνωρίζη τήν διαφορά κάθε ά­ρετής καί κακίας.

Μέ τόν πνευματικό άγώνα καί τούς πειρασμούς τής ζωής κερδίζουμε μέ κόπο καί πόνο τήν άρετή, τής ό­ποιας τήν άξία βαθύτατα έκτιμομε καί τήν κρατούμε μέ­σα μας ώς ένα άναφαίρετο καί άκριβό δώρο.

Προχωρούντες μέσω τών πειρασμών σέ βαθ­μιαίες άναβάσεις τών άρετών, νά μή έπαιρώμεθα, άλλά νά μάθουμε νά ταπεινούμεθα.

Γνωρίζοντας ό Θεός ότι ό πιστός άγωνιστής τής εύ σεβείας θά προσβληθή άπό λογισμούς έπάρσεως, άπό φιλανθρωπία στέλλει σκληρούς ενίοτε πειρασμούς γιά νά τόν φέρη στήν έπίγνωσι τών άδυναμιών του καί τής μηδαμινότητός του. Μέ αύτή τήν παιδαγωγική τέχνη τοϋ Θεού ό άνθρωπος ταπεινώνεται καί στηρίζει τήν έπιτυχία όλων τών έργων του στήν παντοδύναμο δεξιά τοϋ Φιλανθρώπου Θεοϋ.

Μέ τήν έμφάνισι τής άμαρτίας καί τών πειρα­σμών στήν ζωή μας, γευόμεθα τήν πικρότητα πού περιέ­χουν καί γρήγορα μισούμε τά αΐτιά τους μέ τέλειο μίσος γιά νά μή δοκιμάσουμε πάλι άπ' αύτό τό πικρό ποτήριο τοΰ θανάτου τής άμαρτίας. Ό άνθρωπος δέν θά μπορέση μέ καμμία δύναμι νά έγκαταλείψη μία άμαρτία καί μάλι­στα θανάσιμη, έάν πρώτα δέν τήν μισήση μέ τήν καρδιά του.

20. Άπό τήν συνεχή δοκιμασία έκ τών πειρασμών φθάνουμε στά μέτρα τής άπαθείας καί ποτέ δέν ξεχνάμε τίς άδυναμίες μας, άλλά καί τήν δύναμι το Θεο πού μάς ένδυνάμωνε πάντοτε.

Γι' αύτές τίς 20 αιτίες λοιπόν επιτρέπει ό Θεός διαφό­ρους πειρασμούς στήν ζωή μας πρός ώφέλεια τής ψυχι­κής μας σωτηρίας.

Πρώτος ό Χριστός πειράσθηκε άλλά γιά τίς ιδικές μας άμαρτίες. Ή ζωή του ήταν καί θά παραμένη γιά έμάς ένα παράδειγμα ύπομονής καί κάθε άρετής, δεδομένου ό­τι πειράσθηκε άπό πολλούς έχθρούς καί μέ πολλούς τρό­πους. Υπέφερε πειρασμούς άπό τόν διάβολο, (Ματθ. 4, 1), άπό κακούς άνθρώπους (Ματθ. 16,1), άπό τούς φαρι σαίους (Ματθ. 12,38). Πειράσθηκε μέ τήν δοκιμασία τής πείνης (Ματθ. 4,1), πωλήθηκε άπό τόν Ιούδα (Ματθ. 26,21), ύπέμεινε τήν πείνα καί τήν κόποσι (Ματθ. 21,28), γεννήθηκε στήν φάτνη, καταδιώχθηκε άπό τόν Ηρώδη, έζησε πτωχός, κτυπήθηκε άπό τόν δοΰλο τοΰ άρχιερέ ως, στεφανώθηκε μέ τόν άκάνθινο στέφανο, άνέβηκε στόν Σταυρό, ποτίσθηκε μέ όξος, σταυρώθηκε έν μέσω δύο ληστών, ώνειδίσθηκε έπί το Σταυρο άπό τούς άρχιερεΐς καί στρατιώτας καί άπέθανε σταυρωμένος.

Τό ίδιο καί οι "Αγιοι το Θεο. Προτίμησαν νά ύποφέρουν όλες τίς θλίψεις το παρόντος αιώνος μέχρι θανά­του, παρά νά γίνουν φίλοι τοϋ κόσμου καί αύτοϋ τοϋ φθαρτού αιώνος.

Συνεπώς καί έμείς, ώς διάδοχοι τών Αγίων Πατέρων μας, άς προσπαθήσουμε νά τούς άκολουθήσουμε τό κατά δύναμιν μέ τήν Χάρι το Θεο, ώστε νά γίνουμε φίλοι τών Αγίων καί οικείοι το Θεο.

Μετάφρασις ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου