«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Όταν ήμουν παιδί δώδεκα ετών άκουσα άπό τόν γέροντα θεῖο μου Δημ. Σκαλιώτη τήν ἐξῆς διήγησι, τήν οποία άκουσε εκεῖνος άπό τόν θεῖο τῆς γυναικός του Αρχιμανδρίτη Κοντογιάννη, καί ἐκεῖνος πάλι άπό τόν θειο τοῦ πατέρα του ὁ όποιος διετέλεσε γιά πολλά χρόνια Ἀρχιμανδρίτης στό Πατριαρχείο.
Όταν ἡ Κωνσταντινούπολις κυριεύτηκε ἀπό τούς Τούρκους ὁ κατακτητής Μωάμεθ ό Β' έγκαταστάθηκε στά ανάκτορα τών Βυζαντινών Αυτοκρατόρων χαίρων γιά τίς νίκες, τίς σφαγές καί τίς λεηλασίες τῶν στρατευμάτων του. Κάποια ήμέρα παρέθεσε επίσημο γεῦμα στούς επισήμους μεγιστάνας του, ύπασπιστάς, στρατηγούς καί άνωτέρους αξιωματικούς. Ένώ τό συμπόσιο είχε προχωρήσει καί όλοι ήσαν σέ εὐφροσύνη, ὁ βασιλεύς, ἀφοῦ εστράφη πρός τόν τοῖχο τοῦ δωματίου είδε οραμα, ένα γυμνό χέρι μέ ανοικτή τήν παλάμη καί τά πέντε δάκτυλα. "Εντρομος ερωτά τούς συνδαιτημόνας έάν καί αύτοί βλέπουν τό όραμα αύτό, καί τί νά φανερώνη; Απήντησαν ότι τό βλέπουν καί αύτοί άλλά τί δηλώνει δέν γνωρίζουν.
Ό βασιλεύς περιήλθε σέ άμηχανία καί ζητοῦσε νά πληροφορηθή τήν έννοια τοῦ οράματος αύτού. Μερικοί τόν είπαν" βασιλεῦ νά ζητήσης αύτούς πού λέγονται μάντεις καί μάγοι καί αύτοί μποροῦν νά σέ φανερώσουν τήν σημασία αύτού τοῦ δράματος σου. Ό βασιλεύς ζήτησε πολλούς πού ἀσχολοῦνται μέ τίς μαντείες Όθωμανούς καί Άραβας, άλλά κανείς δέν μπόρεσε νά τόν έξη γήση τήν σημασία. Βλέποντας ὁ μάγειρας τού βασιλιά, πού ήταν "Ελληνας, άλλά πιστός καί ἀγαπητός είς τόν βασιλέα, νά είναι σέ στενοχώρια καί λύπη, επειδή όχι μιά φορά άλλά πολλές φορές έβλεπε τό γυμνό καί άπιαστο έκείνο χέρι μέ τά ανοικτά δάκτυλα, τόν λέγει" Βασιλιά ζήτησε νά βρής Χριστιανόν άγιο, διότι μόνον αύτός θά μπορέση νά σοῦ φανερώση τήν σημασία αὐτοῦ τοῦ οράματος.
Πράγματι ό βασιλιάς έρεύνησε άμέσως καί έρώτησε πολλούς χριστιανούς, έάν γνωρίζουν κανένα άγιον, δίδοντας είς αύτούς ύπόσχεσι ότι θά λάβουν άπό αύτόν πλούσια άμοιβή, έάν τοῦ φανερώσουν άγιον άνθρωπον. Τότε μερικοί Χριστιανοί είπαν εἰς αύτόν" γνωρίζουμε σάν άγιον τόν σοφό Γεώργιον τόν Σχολάριο (Σχολάριοι ονομάζονταν όσοι έσπούδαζαν στήν Θεολογία καί αληθινή φιλοσοφία, οί έρευνηταί καί άκριβείς έρμηνευταί τών Άγ. Γραφών). Άμέσως ὁ βασιλεύς έφρόντισε, τόν εύρήκε, τόν έκάλεσε καί τόν είπε: Έάν μπορέσης νά μέ φανερώσης τήν σημασία τών πέντε δακτύλων τοῦ χεριοῦ πού βλέπω, ὃ,τι μοῦ ζητήσεις θά σέ δοθή. Καί ὁ σοφός Γεώργιος Σχολάριος άπήντησε πρός τόν Μωάμεθ τόν Β':
Μεγαλειότατε τό όραμά σου μέ τήν ιδική μου δύναμι, γνώσι καί σοφία δέν μπορώ έγώ νά ερμηνεύσω, μόνον ὁ άληθινός Θεός τόν όποιο πιστεύω καί λατρεύω μπορεί νά μέ άποκαλύψη. Σέ παρακαλώ δώσε μου προθεσμία επτά ήμερων νά νηστεύσω καί νά τόν παρακαλέσω γιά νά μέ τό άποκαλύψη.
Ό βασιλεύς εύχαριστήθηκε άπό τά λόγια τοῦ σοφοῦ Σχολαρίου καί τόν έδωσε τήν προθεσμία πού ζήτησε καί, μετά τήν συμπλήρωσι, παρουσιάστηκε στόν βασιλιά καί μέ θάρρος είπε εις αύτόν:
Ό Κύριος καί Θεός μου, εις τόν όποιον προσευχήθηκα καί τόν όποιον λατρεύω, ὁ όποιος μάς ύπεσχέθηκε ότι κάθε τι πού θά τόν ζητήσουμε, μέ πίστι, θά μᾶς τό δώση, ἀρκεῖ νά είναι πρό τό συμφέρον τής ψυχής μας, Έκείνος μοῦ έφανερωσε τήν δήλωσι τοῦ οράματος σου.
Γνώριζε, λοιπόν, βασιλεῦ, ότι τά πέντε δάκτυλα τοῦ χεριοῦ τά όποία βλέπεις σημαίνουν, ότι δέν θά έμπαινες είς αύτήν τήν πόλιν, έάν ύπήρχαν πέντε χριστιανοί άληθινοί, πραγματικοί. Είς τόν βασιλιά άρεσε ἡ έξήγησις αύτή του Σχολαρίου καί τόν λέγει: Επειδή σέ βλέπω νά είσαι σοφός καί μοῦ έλυσες τήν άπορίαν καί μοῦ έδιωξες τήν λύπην μου, ζήτησε ό,τι άν θέλης καί είμαι πρόθυμος νά σοῦ προσφέρω.
Καί ό Σχολάριος τόν είπε: Μία χάρι ζητῶ ἀπό έσένα βασιλιά, νά έκδώσης αύστηρές διαταγές στούς ύπηκόους σου νά σταματήσουν τίς σφαγές έναντίον τών Ελλήνων, τά βασανιστήρια, τούς διωγμούς, τις αρπαγές και τις λεηλασίες.
Καί ὁ Μωάμεθ εξέδωσε άμέσως διαταγή καί διώρισε τόν Σχολάριο Εθνάρχη, δηλαδή άρχοντα τού έθνους του καί τόν έδωσε έξουσία, όπως, όσοι άπό τούς "Ελληνες ἀδικοῦνται άπό τούς Τούρκους νά άπευθύνωνται σέ αύτόν, σάν άρχοντα, καί εκεῖνος νά άναφέρη στόν Μωάμεθ. Άπό τήν ώρα έκείνη άρχισαν νά λιγοστεύουν τά βάσανα καί οί θλίψεις τών Χριστιανών. Στήν συνέχεια ὁ Μωάμεθ ένέκρινε καί έχειροτονήθη Πατριάρχης ονομασθείς Γεννάδιος. Απέδωσε μεγάλες τιμές στόν Πατριάρχη Γεννάδιο, τόν παράθεσε γεύμα στά άνάκτορα καί μετά τόν συνώδευσε έξω στήν αύλή, τόν έκάθισε σέ έκλεκτό άλογο, όπως συνήθιζαν σέ βασιλείς καί διέταξε όλους τούς άρχοντας τής αύλής νά τόν συνοδεύσουν σέ παράταξι, άλλοι προπορευόμενοι καί άλλοι άκολουθούντες μέχρι τόν ναό τών Άγίων Αποστόλων.
Κατ' αύτόν τόν τρόπο, μέ τήν βοήθεια καί χάρι τοῦ Θεοῦ, καί μέ τήν πίστι, σύνεσι καί σοφία τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου, διεσώθη ό Ελληνισμός καί ό Όρθόδοξος Χριστιανισμός.
Τό ὅτι τά τής Εκκλησίας καί τά τής πολιτείας είς τήν Κωνσταντινούπολι πρίν ἀπό τήν άλωσί της ήταν σέ έλεεινή καί άξιοθρήνητη κατάστασι, καί ότι, κατά παραχώρησι Θεοῦ, γιά τίς πολλές ἁμαρτίες, τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, παρεδόθη ἡ πόλις στά χέρια τῶν Όθωμανών άναφέρουν πολλοί ιστορικοί, ιδιαιτέρως όμως ό σοφός πολυμαθής ρήτωρ τῆς Εκκλησίας καί κήρυξ διαπρύσιος, ὁ νέος Χρυσόστομος, ὁ όσιος μοναχός Ιωσήφ ό Βρυένιος, ὁ διδάσκαλος τών Άγίων Μάρκου τοῦ Εφέσου καί τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου, τοῦ όποιου σάν φιλαληθεστέρου καί αγίου άνδρός άναφέρομε μαρτυρία, μέ τήν όποία διεκτραγωδεί τήν έλεεινή καί άξιοδάκρυτη κατάστασι τοῦ λαοῦ και τοῦ κλήρου τής έποχής του. Παραθέτουμε τήν μαρτυρία τοῦ άγιου άνδρός σέ σχετική διασκευή: Έάν κανείς βλέποντας τίς έπερχόμενες είς έμάς άπό τόν Θεό παιδαγωγικές έπισκέψεις εύρίσκεται σέ άπορία, όχι μόνον αύτές, άλλά νά λογαριάζη καί τίς άτοπίες πού γίνονται άπό έμάς, άς θαυμάζη, διότι έπιτρέπονται δίκαια έναντίον μας. Διότι δέν υπάρχει είδος κακίας, πού νά μή μετερχόμεθα, μέ επιμέλεια, σέ ολόκληρη τήν ζωή μας... Οί περισσότεροι άπό έμάς, όχι μόνον τί είναι Χριστιανός άγνοούν, άλλ' ούτε τόν σταυρό τους δέν γνωρίζουν νά κάμουν, ή γνωρίζουν μέν, άλλά περιφρονούν νά τό κάνουν. Ότι οί Ιερείς μας χειροτονούνται μέ χρήματα, καί προ τού γάμου, όπως οί πολλοί, έχουν σχέσεις μέ τίς γυναίκες των. Ότι μέ δώρα ἡ άφεσις τών αμαρτιών καί ἡ μετάληψις τών θείων δώρων δίδεται άπό τούς πνευματικούς... Ότι τό θείον όνομα βλασφημούμενο δέν ύπερασπίζουμε, ένώ οφείλουμε ύπέρ αυτού νά πεθάνουμε... Ότι καί έμάς τούς ιδίους καί άλλους καί άναθεματίζομε καθημερινά καί σέ πολλές κατάρες ύποβάλλουμε. Ότι συχνά παίρνουμε όρκο, χωρίς φόβο καί είς τό όνομα τό φρικτόν καί άγιον τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρος ἐπιορκοῦμε' καί αύτά' χωρίς καμμιά άνάγκη. Ότι γογγύζουμε εναντίον τοῦ Θεοῦ, άλλοτε γιατί βρέχει, άλλοτε πάλι γιατί δέν βρέχει" γιατί κάμνει ζέστη, γιατί έχει κρύο" γιατί σέ άλλους έδωσε πλοῦτο, σέ άλλους έπέτρεψε νά πεινούν. Γιατί βγήκε νοτιάς, γιατί πνέει μεγάλος βοριάς, καί μέ ένα λόγο έχουμε γίνει κριταί άδιάλλακτοι του Θεού. Άκόμη πολλοί άπό έμάς βλασφημοῦν στήν Όρθόδοξο πίστι, στόν Σταυρό, στόν νόμο τόν Άγιον, σ' Αύτόν τόν Θεό δημοσίως, όπως κάποιος άσε βής' είς τήν βλασφημία προσθέτουν καί άρνησι καί κανείς, άπό όσους άκούν, δέν διαμαρτύρεται... Ότι γυμνοί όπως γεννήθηκαν, όχι μόνον άνδρες, άλλά καί τό γυναικείο φῦλον νά πλαγιάζουν δέν έντρέπονται. Ότι τίς κόρες τους παραδίδουν είς παιδοφθορίαν, ότι μέ ρούχα τών άνδρών ντύνουν τίς γυναίκες τους. Ότι τίς ιερές μνήμες τών έορτών, μέ όργανα καί χορούς καί σατανικά τραγούδια, μέ μεθύσια καί μέ αισχρά ξένα έθιμα νά έπιτελοῦν δέν έντρέπονται... Ότι τελούμε καλάνδας καί Μαρτίου φυλακτά φέρομε, καί στεφανούμεθα τόν Μάιο καί είδος μαντείας ποιούμε καί ύπερπηδοῦμε τίς φωτιές καί μα ντευόμεθα. Ότι δλο καί περισσότερο προσκείμεθα σέ μάγους καί μάντεις, άθηγγάνες καί μάγους. Καί σέ κάθε ασθένεια έκεΐνο πού θά μάς βοηθήση είναι ή γοητεία (ή μαγεία) καί θηρία καί άνθρώπους, άλλοτε μέν λύνομε, άλλοτε δέ καί δένομε..., καταφυγή μας οί μάγοι. Ότι πληθύνεται τώρα τής άρετής ή φυγή καί αυξάνει τής αμαρτίας ή έπιδίωξις, ένεκα τής οποίας έξωρίσθη τής άγάπης ή αξία, καί εισήλθε τής βασκανίας ό έσμός... Ότι έμακρύνθη ή εύσπλαγχνία, παρανάλωται ή συμπάθεια, άφήνονται είς τό μίσος καί έπληθύνθη ή ίταμότης (άναισχυντία). Ότι οί άρχοντές μας είναι άδικοι, όσοι έπιτηρούν καί έξουσιάζουν στά πράγματα είναι άρπαγες" οί κριταί λαμβάνουν δώρα, οί διαπραγματευόμενοι ψεύσται, οί άνθρωποι τών πόλεων έμπαῖκται, οί χωρικοί παράλογοι καί όλοι ελεεινοί. Ότι αί παρθένοι μας αναίσχυντες περισσότερο άπό τίς πόρνες, αί χήραι γυναίκες πολύ περίεργες, οί πανδρεμένοι καταφρονούν καί δέν φυλάττουν πίστι, οί νέοι άκόλαστοι καί οί ήλικιωμένοι μέθυσοι. Οί αφιερωμένοι περιεφρόνησαν τό επάγγελμα, οί ιερείς έλησμόνησαν τόν Θεόν, οί μοναχοί έφυγαν άπό τόν δρόμο τόν σωστό καί οί κοσμικοί τελείως βγήκαν έξω άπό τόν έαυτό τους... Ότι ἡ ὄψι μας ἔγινε ἀδιάντροπη καί αφορμή άμαρτίας... καί ένώ διαπράττουμε ή πάσχουμε όλα τά κακά τά νομίζουμε σάν τίποτε. Δι' αύτό καί πρός όλα καί όλους έγίναμε άδιάντροποι όλοι. Είς μάτην έπήγαν όλες οί διδασκαλίες πού έγιναν. Σάν ανωφελή καί σάν παραμύθι έθεωρήθησαν τά τών παραινέσεων λόγια... Καί περισσότερο τιμώνται τώρα οί ζώντες αίσχρώς, παρά έκεΐνοι πού άγωνίζονται μέ τήν άρετή νά ζήσουν σέ όλη τους τήν ζωή... Ότι δέν περνά ήμέρα καί ώρα πού όλοι μας νά μή κατατρώγουμε μέ τίς συκοφαντίες καί κατακρίσεις τούς άδελφούς μας. Ότι πολλοί άπό έμάς συζοῦν μέ γαστριμαργίες, μέθες, πορνείες, μοιχείες, άκαθαρσίες, άσέλγειες, έχθρες, ζηλοτυπίες, φθόνους καί κλοπές. Ότι έχουμε γίνει υπερήφανοι, άλαζονικοί, φιλάργυροι, φίλαυτοι, άχάριστοι, άπειθεῖς, λιποτάκται, άρπαγες, προδόται, ανόσιοι, άδικοι, αμετανόητοι, άδιάλακτοι, νά πώ τό χειρότερον; ότι πολλοί άπό τούς κληρικούς άμαρτάνοντες πλησιάζουν καί λειτουργούν εις τήν σεβαστή Τράπεζα. Συγχώρεσέ μας Κύριε! Αύτό περισσότερο άπό ολα μάς κάμνει θεομίσητους καί καθιστά ενόχους μυρίων δεινών. Καί τά άλλα, όσα γίνονται δημοσίως καί κρυφά άπό τούς πολλούς καί αποσιωπούμε ώς άξια σιωπής. Αύτά λοιπόν καί τά παρόμοια προκάλεσαν σέ έμάς τάς παιδαγωγικός τιμωρίας τοΰ Θεού. (Ιωσήφ Βρυενίου, Κεφ. ΜΖ).
Αύτός ὁ σοφός καί ἅγιος μοναχός ήσυχάζων είς ένα ήσυχαστήριο έξω άπό τήν Κωνσταντινούπολι έκαλέσθη άπό τόν Πατριάρχη καί τόν Βασιλέα εις τήν Βασιλεύουσα διά νά κάμνη θρησκευτικές διαλέξεις καί ομιλίες πρός μετάνοια, επιστροφή, ωφέλεια καί ψυχική σωτηρία τών Χριστιανών. Έπειδή έγνώριζε τήν ήθική κατάπτωσι τοῦ λαοῦ καί τοῦ στρατού, καί δι' αύτό ακριβώς καί τόν προσεκάλε σαν, παρουσιάστηκε είς τόν Βασιλέα, τόν Πατριάρχη καί τούς άλλους έπισήμους, μέ θάρρος, καί τούς είπε:
Έπειδή μέ έκαλέσατε διά νά κηρύξω τόν λόγον τοῦ Θεοῦ ήλθα ευχαρίστως, άλλ' έάν καί έσεῖς δέν μέ ὑποβοηθήσετε, μάταια μέ έφέρατε. Ζητώ καί έγώ μία χάριν άπό τόν Πατριάρχη καί τόν Βασιλέα. Ό μέν Πατριάρχης νά δείξη ένδιαφέρον καί νά περιορίση μέ αύστηρότητα τίς καταχρήσεις καί τά κακά πού γίνονται άπό τόν κλῆρο" ὁ δέ Βασιλεύς νά περιορίση τίς καταχρήσεις άπό τόν στρατό καί τόν λαό, καί τότε, μέ τήν βοήθεια τοΰ Κυρίου, θά άκολουθήση διόρθωσις. Ἐκεῖνοι δέ ύπεσχέθησαν.
Επειδή ὅμως οὔτε ό Πατριάρχης οὔτε ό Βασιλεύς δέν έλαβαν καμμία μέριμνα καί φροντίδα, τό δέ κακό έμεγάλωνε καί οί αμαρτίες έπλεόναζαν καί ύπερεπερίσσευαν αναγκάστηκε νά άναχωρήση άπό τήν Κωνσταντι νούπολι καί νά έπιστρέψη στό ήσυχαστήριό του. Πρίν όμως άναχωρήση έξεφώνησε τόν τελευταίο του λόγο καί στό τέλος είπε τήν αιτία γιά τήν όποΐα άναχωρεΐ άπό τήν πόλι. Αποχαιρετώντας τόν Πατριάρχη, τόν Βασιλέα, τόν κλήρο καί τόν λαό είπε τά έξής προφητικά λόγια:
Φεύγω λυπημένος καί νά ξεύρετε ότι δέν θά περάση πολύς καιρός καί έγώ θά πεθάνω, ή πόλις δέ αύτή, γιά τίς πολλές άμαρτίες τών άνθρώπων πού κατοικούν σέ αύτήν, κατά παραχώρησι Θεοῦ, θά κυριευθή άπό τούς Τούρκους, άλλά ό Χριστιανισμός καί ό Ελληνισμός, ή Όρθόδοξος Πίστις θά διαφυλαχθή.
Τότε ό μέγας Δούξ Λουκάς ό Νοταράς είπε εις τόν όσιώτατον Ιωσήφ. Δέν είναι ποτέ δυνατόν ό Θεός, ό όποιος είπε στόν Αβραάμ, έάν εύρισκε στίς πόλεις τών Σοδόμων καί Γομόρων δέκα δικαίους δέν θά κατέστρεφε τίς πόλεις, νά παραδώση τέτοια πολυάριθμον πόλι στήν όποία ύπάρχουν πολλοί αμαρτωλοί, άλλά υπάρχουν καί πολλοί δίκαιοι, όχι δέκα, όχι εκατόν άλλά χιλιάδες;
Τό ότι ύπάρχουν πολλοί, άπάντησε ό σοφός Βρυένιος, τό γνωρίζω, άλλά καί αύτοί ένέχονται γιά τίς άμαρτίες τών πολλών, καί δίκαια ό Θεός θά παραδώση τήν πόλι στούς Τούρκους. Σύ όταν ή πόλις παραδοθή θά θυμηθής τά λόγια μου.
Δέν πέρασαν λίγα χρόνια καί ἡ πόλις κυριεύτηκε άπό τούς Τούρκους, όταν δέ ό Νοταράς είδε τά παιδιά του νά σφάζωνται μπροστά στά μάτια του, μέ διαταγή τοῦ κατακτητή Μωάμεθ, θυμήθηκε τόν σοφό Βρυένιο. Δίκαιος είσαι, Κύριε, καί δικαιοσύνες άγάπησες. Σέ ευχαριστώ, Κύριε.
Στήν άθλιοτάτη καί αξιοθρήνητο κατάστασι στήν όποία βρισκόταν τότε τό έθνος μας καί τήν όποία ό φιλαλήθης σοφός Βρυένιος περιγράφει, στήν ἴδια καί άκόμη χειρότερη βρίσκεται σήμερα. Τά παθήματα δέν μᾶς έγιναν μαθήματα καί, έάν δέν μετανοήσουμε μέ ειλικρίνεια καί επιστρέψουμε στόν Θεό άπό τόν όποιο έχουμε φύγει, τόν καταφρονούμε καί παραβαίνουμε τις θειες του έντολές, όπως έτιμώρησε άπό τήν αρχήν όλους τούς αμαρτωλούς, τούς παραβάτας καί καταφρονητάς τών θείων Του εντολών καί προσταγμάτων, έτσι θά τιμωρήση καί έμάς. Επέφερε κατακλυσμό στούς άσεβήσαντας άνθρώπους στήν έποχή τοῦ Νώε. Μέ φωτιά κατέκαυσε τούς ἀσελγεῖς κατοίκους τών Σοδόμων καί Γομόρρων. Έτιμώρησε τούς Εβραίους παραδώσας αύτούς, πολλές φορές, σέ αιχμαλωσία καί άφανισμό. Παρέδωσε καί τήν Βυζαντινήν Αύτοκρατορία σέ ύποδούλωσι τών Τούρκων. Ἐάν καί ἐμεῖς δέν μετανοήσουμε, θά καταστραφούμε.
Εἶναι ἀδύνατον, ἐάν ἐπιμένουμε στήν ἁμαρτία νά μή τιμωρηθούμε. Μάς τό βροντοφωνεῖ, μάς τό κηρύττει, μάς τό προεῖπε ὁ Διδάσκαλος τών Εθνών, ό κήρυξ τής οικουμένης, ὁ ούρανοβάμων Απόστολος Παῦλος, τό στόμα τού Χριστοῦ" «Πάσα παράβασις, λέγει, καί παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ἡμεῖς έκφευξόμεθα τηλικαύτης άμελήσαντες σωτηρίας;» (Έβρ. 2, 2). Μάς τό λέγει ό ίδιος ό Κύριος ήμών Ιησούς Χριστός" «Έάν μή μετανοήτε, πάντες ωσαύτως άπολεῖσθε...» (Λουκά 3, 3).
Δέκα πληγές ό Θεός έδωσε στόν Φαραώ έπειδή δέν έκαμε τήν έντολήν Του, πού τόν παρήγγειλλε μέ τόν Μωύσή, νά άφήση τούς Ίσραηλίτας νά άναχωρήσουν άπό τήν Αίγυπτο καί πάνε στήν γή τής έπαγγελίας. Δέκα πληγές έδωκε ό Θεός καί στό Ελληνικό "Εθνος γιά τήν παρακοή, τήν παράβασι καί καταφρόνησι, πού κάμνουν οί άνθρωποι στίς θείες Του εντολές... (Στήν συνέχεια ό μακαριστός πατήρ Φιλόθεος αναφέρει διάφορες πληγές άπό τό 1914 καί έξής) καί τελειώνει: Υπολείπεται ή δεκάτη, ή οποία έρχεται. Έάν μετανοήσωμε καί έπιστρέψωμε πρός τόν Θεόν, όπως οί Νινευῖται, θά σταματήση, θά έπιστρέψη καί έκείνη. Έάν δέν μετανοήσωμε θά ελ θη. Κάθε πληγή είναι μεγαλυτέρα τής προηγουμένης· ή δέ έρχομένη δεκάτη θά έπιφέρη άνεκδιηγήτους συμφοράς, θλίψεις, στενοχώριας, όλεθρον μέγα καί άφανισμόν. Μετανοήσωμεν! Μετανοήσωμεν! Μετανοήσωμεν άδελφοί, διά νά άπαλλαγώμεν καί τών πρόσκαιρων καί αιωνίων βασάνων, άλλά καί άξιωθώμεν νά έπιτύχωμεν πάντες τών αιωνίων άγαθών. Αμήν.
’Από π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
