Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

Ο ΠΟΡΘΗΤΗΣ ΜΩΑΜΕΘ, Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΛΑΜΗ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Όταν ήμουν παιδί δώδεκα ετών άκουσα άπό τόν γέ­ροντα θεῖο μου Δημ. Σκαλιώτη τήν ἐξῆς διήγησι, τήν ο­ποία άκουσε εκεῖνος άπό τόν θεῖο τῆς γυναικός του Αρ­χιμανδρίτη Κοντογιάννη, καί ἐκεῖνος πάλι άπό τόν θειο τοῦ πατέρα του ὁ όποιος διετέλεσε γιά πολλά χρόνια Ἀρχιμανδρίτης στό Πατριαρχείο.

Όταν ἡ Κωνσταντινούπολις κυριεύτηκε ἀπό τούς Τούρκους ὁ κατακτητής Μωάμεθ ό Β' έγκαταστάθηκε στά ανάκτορα τών Βυζαντινών Αυτοκρατόρων χαίρων γιά τίς νίκες, τίς σφαγές καί τίς λεηλασίες τῶν στρατευμάτων του. Κάποια ήμέρα παρέθεσε επίσημο γεῦμα στούς επισήμους μεγιστάνας του, ύπασπιστάς, στρατη­γούς καί άνωτέρους αξιωματικούς. Ένώ τό συμπόσιο εί­χε προχωρήσει καί όλοι ήσαν σέ εὐφροσύνη, ὁ βασι­λεύς, ἀφοῦ εστράφη πρός τόν τοῖχο τοῦ δωματίου είδε ο­ραμα, ένα γυμνό χέρι μέ ανοικτή τήν παλάμη καί τά πέ­ντε δάκτυλα. "Εντρομος ερωτά τούς συνδαιτημόνας έάν καί αύτοί βλέπουν τό όραμα αύτό, καί τί νά φανερώνη; Απήντησαν ότι τό βλέπουν καί αύτοί άλλά τί δηλώνει δέν γνωρίζουν.

Ό βασιλεύς περιήλθε σέ άμηχανία καί ζητοῦσε νά πληροφορηθή τήν έννοια τοῦ οράματος αύτού. Μερικοί τόν είπαν" βασιλεῦ νά ζητήσης αύτούς πού λέγονται μά­ντεις καί μάγοι καί αύτοί μποροῦν νά σέ φανερώσουν τήν σημασία αύτού τοῦ δράματος σου. Ό βασιλεύς ζή­τησε πολλούς πού ἀσχολοῦνται μέ τίς μαντείες Όθωμανούς καί Άραβας, άλλά κανείς δέν μπόρεσε νά τόν έξη γήση τήν σημασία. Βλέποντας ὁ μάγειρας τού βασιλιά, πού ήταν "Ελληνας, άλλά πιστός καί ἀγαπητός είς τόν βασιλέα, νά είναι σέ στενοχώρια καί λύπη, επειδή όχι μιά φορά άλλά πολλές φορές έβλεπε τό γυμνό καί άπια­στο έκείνο χέρι μέ τά ανοικτά δάκτυλα, τόν λέγει" Βασι­λιά ζήτησε νά βρής Χριστιανόν άγιο, διότι μόνον αύτός θά μπορέση νά σοῦ φανερώση τήν σημασία αὐτοῦ το ο­ράματος.

Πράγματι ό βασιλιάς έρεύνησε άμέσως καί έρώτησε πολλούς χριστιανούς, έάν γνωρίζουν κανένα άγιον, δίδο­ντας είς αύτούς ύπόσχεσι ότι θά λάβουν άπό αύτόν πλού­σια άμοιβή, έάν τοῦ φανερώσουν άγιον άνθρωπον. Τότε μερικοί Χριστιανοί είπαν εἰς αύτόν" γνωρίζουμε σάν ά­γιον τόν σοφό Γεώργιον τόν Σχολάριο (Σχολάριοι ονο­μάζονταν όσοι έσπούδαζαν στήν Θεολογία καί αληθινή φιλοσοφία, οί έρευνηταί καί άκριβείς έρμηνευταί τών Άγ. Γραφών). Άμέσως ὁ βασιλεύς έφρόντισε, τόν εύρήκε, τόν έκάλεσε καί τόν είπε: Έάν μπορέσης νά μέ φανε­ρώσης τήν σημασία τών πέντε δακτύλων τοῦ χεριοῦ πού βλέπω, ὃ,τι μοῦ ζητήσεις θά σέ δοθή. Καί ὁ σοφός Γε­ώργιος Σχολάριος άπήντησε πρός τόν Μωάμεθ τόν Β':

Μεγαλειότατε τό όραμά σου μέ τήν ιδική μου δύναμι, γνώσι καί σοφία δέν μπορώ έγώ νά ερμηνεύσω, μό­νον ὁ άληθινός Θεός τόν όποιο πιστεύω καί λατρεύω μπορεί νά μέ άποκαλύψη. Σέ παρακαλώ δώσε μου προθε­σμία επτά ήμερων νά νηστεύσω καί νά τόν παρακαλέσω γιά νά μέ τό άποκαλύψη.

Ό βασιλεύς εύχαριστήθηκε άπό τά λόγια τοῦ σοφοῦ Σχολαρίου καί τόν έδωσε τήν προθεσμία πού ζήτησε καί, μετά τήν συμπλήρωσι, παρουσιάστηκε στόν βασι­λιά καί μέ θάρρος είπε εις αύτόν:

Ό Κύριος καί Θεός μου, εις τόν όποιον προσευχή­θηκα καί τόν όποιον λατρεύω, ὁ όποιος μάς ύπεσχέθηκε ότι κάθε τι πού θά τόν ζητήσουμε, μέ πίστι, θά μᾶς τό δώση, ἀρκεῖ νά είναι πρό τό συμφέρον τής ψυχής μας, Έκείνος μοῦ έφανερωσε τήν δήλωσι τοῦ οράματος σου.

Γνώριζε, λοιπόν, βασιλεῦ, ότι τά πέντε δάκτυλα τοῦ χεριοῦ τά όποία βλέπεις σημαίνουν, ότι δέν θά έμπαινες είς αύτήν τήν πόλιν, έάν ύπήρχαν πέντε χριστιανοί άληθινοί, πραγματικοί. Είς τόν βασιλιά άρεσε ἡ έξήγησις αύτή του Σχολαρίου καί τόν λέγει: Επειδή σέ βλέπω νά είσαι σοφός καί μοῦ έλυσες τήν άπορίαν καί μοῦ έδιω­ξες τήν λύπην μου, ζήτησε ό,τι άν θέλης καί είμαι πρό­θυμος νά σοῦ προσφέρω.

Καί ό Σχολάριος τόν είπε: Μία χάρι ζητῶ ἀπό έσένα βασιλιά, νά έκδώσης αύστηρές διαταγές στούς ύπηκόους σου νά σταματήσουν τίς σφαγές έναντίον τών Ελλήνων, τά βασανιστήρια, τούς διωγμούς, τις αρπαγές και τις λε­ηλασίες.

Καί ὁ Μωάμεθ εξέδωσε άμέσως διαταγή καί διώρισε τόν Σχολάριο Εθνάρχη, δηλαδή άρχοντα τού έθνους του καί τόν έδωσε έξουσία, όπως, όσοι άπό τούς "Ελλη­νες ἀδικοῦνται άπό τούς Τούρκους νά άπευθύνωνται σέ αύτόν, σάν άρχοντα, καί εκεῖνος νά άναφέρη στόν Μωά­μεθ. Άπό τήν ώρα έκείνη άρχισαν νά λιγοστεύουν τά βάσανα καί οί θλίψεις τών Χριστιανών. Στήν συνέχεια ὁ Μωάμεθ ένέκρινε καί έχειροτονήθη Πατριάρχης ονομα­σθείς Γεννάδιος. Απέδωσε μεγάλες τιμές στόν Πατριάρ­χη Γεννάδιο, τόν παράθεσε γεύμα στά άνάκτορα καί με­τά τόν συνώδευσε έξω στήν αύλή, τόν έκάθισε σέ έκλεκτό άλογο, όπως συνήθιζαν σέ βασιλείς καί διέταξε ό­λους τούς άρχοντας τής αύλής νά τόν συνοδεύσουν σέ παράταξι, άλλοι προπορευόμενοι καί άλλοι άκολουθούντες μέχρι τόν ναό τών Άγίων Αποστόλων.

Κατ' αύτόν τόν τρόπο, μέ τήν βοήθεια καί χάρι τοῦ Θεοῦ, καί μέ τήν πίστι, σύνεσι καί σοφία τοῦ Πατριάρ­χου Γενναδίου, διεσώθη ό Ελληνισμός καί ό Όρθόδοξος Χριστιανισμός.

Τό ὅτι τά τής Εκκλησίας καί τά τής πολιτείας είς τήν Κωνσταντινούπολι πρίν ἀπό τήν άλωσί της ήταν σέ έλεεινή καί άξιοθρήνητη κατάστασι, καί ότι, κατά παραχώρησι Θεοῦ, γιά τίς πολλές ἁμαρτίες, τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, παρεδόθη ἡ πόλις στά χέρια τῶν Όθωμανών άναφέρουν πολλοί ιστορικοί, ιδιαιτέρως όμως ό σοφός πολυμαθής ρήτωρ τῆς Εκκλησίας καί κήρυξ διαπρύσιος, ὁ νέος Χρυσόστομος, ὁ όσιος μοναχός Ιωσήφ ό Βρυένιος, ὁ διδάσκαλος τών Άγίων Μάρκου τοῦ Εφέσου καί τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου, τοῦ όποιου σάν φιλαληθεστέρου καί αγίου άνδρός άναφέρομε μαρτυρία, μέ τήν όποία διεκτραγωδεί τήν έλεεινή καί άξιοδάκρυτη κατάστασι τοῦ λαοῦ και τοῦ κλήρου τής έποχής του. Παραθέτουμε τήν μαρτυρία τοῦ άγιου άνδρός σέ σχετι­κή διασκευή: Έάν κανείς βλέποντας τίς έπερχόμενες είς έμάς άπό τόν Θεό παιδαγωγικές έπισκέψεις εύρίσκεται σέ άπορία, όχι μόνον αύτές, άλλά νά λογαριάζη καί τίς άτοπίες πού γίνονται άπό έμάς, άς θαυμάζη, διότι έπιτρέπονται δίκαια έναντίον μας. Διότι δέν υπάρχει είδος κα­κίας, πού νά μή μετερχόμεθα, μέ επιμέλεια, σέ ολόκλη­ρη τήν ζωή μας... Οί περισσότεροι άπό έμάς, όχι μόνον τί είναι Χριστιανός άγνοούν, άλλ' ούτε τόν σταυρό τους δέν γνωρίζουν νά κάμουν, ή γνωρίζουν μέν, άλλά περι­φρονούν νά τό κάνουν. Ότι οί Ιερείς μας χειροτονού­νται μέ χρήματα, καί προ τού γάμου, όπως οί πολλοί, έ­χουν σχέσεις μέ τίς γυναίκες των. Ότι μέ δώρα ἡ άφεσις τών αμαρτιών καί ἡ μετάληψις τών θείων δώρων δίδεται άπό τούς πνευματικούς... Ότι τό θείον όνομα βλασφημούμενο δέν ύπερασπίζουμε, ένώ οφείλουμε ύπέρ αυτού νά πεθάνουμε... Ότι καί έμάς τούς ιδίους καί άλλους καί άναθεματίζομε καθημερινά καί σέ πολλές κατάρες ύποβάλλουμε. Ότι συχνά παίρνουμε όρκο, χωρίς φόβο καί είς τό όνομα τό φρικτόν καί άγιον το Θεο καί Σωτήρος ἐπιορκοῦμε' καί αύτά' χωρίς καμμιά άνάγκη. Ότι γογγύζουμε εναντίον τοῦ Θεοῦ, άλλοτε γιατί βρέχει, άλ­λοτε πάλι γιατί δέν βρέχει" γιατί κάμνει ζέστη, γιατί έ­χει κρύο" γιατί σέ άλλους έδωσε πλοῦτο, σέ άλλους έπέτρεψε νά πεινούν. Γιατί βγήκε νοτιάς, γιατί πνέει μεγά­λος βοριάς, καί μέ ένα λόγο έχουμε γίνει κριταί άδιάλλακτοι του Θεού. Άκόμη πολλοί άπό έμάς βλασφημοῦν στήν Όρθόδοξο πίστι, στόν Σταυρό, στόν νόμο τόν Ά­γιον, σ' Αύτόν τόν Θεό δημοσίως, όπως κάποιος άσε βής' είς τήν βλασφημία προσθέτουν καί άρνησι καί κα­νείς, άπό όσους άκούν, δέν διαμαρτύρεται... Ότι γυμνοί όπως γεννήθηκαν, όχι μόνον άνδρες, άλλά καί τό γυναι­κείο φλον νά πλαγιάζουν δέν έντρέπονται. Ότι τίς κό­ρες τους παραδίδουν είς παιδοφθορίαν, ότι μέ ρούχα τών άνδρών ντύνουν τίς γυναίκες τους. Ότι τίς ιερές μνήμες τών έορτών, μέ όργανα καί χορούς καί σατανικά τραγού­δια, μέ μεθύσια καί μέ αισχρά ξένα έθιμα νά έπιτελοῦν δέν έντρέπονται... Ότι τελούμε καλάνδας καί Μαρτίου φυλακτά φέρομε, καί στεφανούμεθα τόν Μάιο καί είδος μαντείας ποιούμε καί ύπερπηδομε τίς φωτιές καί μα ντευόμεθα. Ότι δλο καί περισσότερο προσκείμεθα σέ μάγους καί μάντεις, άθηγγάνες καί μάγους. Καί σέ κάθε ασθένεια έκεΐνο πού θά μάς βοηθήση είναι ή γοητεία (ή μαγεία) καί θηρία καί άνθρώπους, άλλοτε μέν λύνομε, άλλοτε δέ καί δένομε..., καταφυγή μας οί μάγοι. Ότι πληθύνεται τώρα τής άρετής ή φυγή καί αυξάνει τής α­μαρτίας ή έπιδίωξις, ένεκα τής οποίας έξωρίσθη τής ά­γάπης ή αξία, καί εισήλθε τής βασκανίας ό έσμός... Ότι έμακρύνθη ή εύσπλαγχνία, παρανάλωται ή συμπάθεια, άφήνονται είς τό μίσος καί έπληθύνθη ή ίταμότης (άναισχυντία). Ότι οί άρχοντές μας είναι άδικοι, όσοι έπιτηρούν καί έξουσιάζουν στά πράγματα είναι άρπαγες" οί κριταί λαμβάνουν δώρα, οί διαπραγματευόμενοι ψεύσται, οί άνθρωποι τών πόλεων έμπαῖκται, οί χωρικοί πα­ράλογοι καί όλοι ελεεινοί. Ότι αί παρθένοι μας αναί­σχυντες περισσότερο άπό τίς πόρνες, αί χήραι γυναίκες πολύ περίεργες, οί πανδρεμένοι καταφρονούν καί δέν φυλάττουν πίστι, οί νέοι άκόλαστοι καί οί ήλικιωμένοι μέθυσοι. Οί αφιερωμένοι περιεφρόνησαν τό επάγγελμα, οί ιερείς έλησμόνησαν τόν Θεόν, οί μοναχοί έφυγαν άπό τόν δρόμο τόν σωστό καί οί κοσμικοί τελείως βγήκαν έ­ξω άπό τόν έαυτό τους... Ότι ἡ ὄψι μας ἔγινε ἀδιάντροπη καί αφορμή άμαρτίας... καί ένώ διαπράττουμε ή πά­σχουμε όλα τά κακά τά νομίζουμε σάν τίποτε. Δι' αύτό καί πρός όλα καί όλους έγίναμε άδιάντροποι όλοι. Είς μάτην έπήγαν όλες οί διδασκαλίες πού έγιναν. Σάν ανω­φελή καί σάν παραμύθι έθεωρήθησαν τά τών παραινέσε­ων λόγια... Καί περισσότερο τιμώνται τώρα οί ζώντες αίσχρώς, παρά έκεΐνοι πού άγωνίζονται μέ τήν άρετή νά ζήσουν σέ όλη τους τήν ζωή... Ότι δέν περνά ήμέρα καί ώρα πού όλοι μας νά μή κατατρώγουμε μέ τίς συκοφα­ντίες καί κατακρίσεις τούς άδελφούς μας. Ότι πολλοί άπό έμάς συζον μέ γαστριμαργίες, μέθες, πορνείες, μοι­χείες, άκαθαρσίες, άσέλγειες, έχθρες, ζηλοτυπίες, φθό­νους καί κλοπές. Ότι έχουμε γίνει υπερήφανοι, άλαζονικοί, φιλάργυροι, φίλαυτοι, άχάριστοι, άπειθεῖς, λιποτάκται, άρπαγες, προδόται, ανόσιοι, άδικοι, αμετανόητοι, άδιάλακτοι, νά πώ τό χειρότερον; ότι πολλοί άπό τούς κληρικούς άμαρτάνοντες πλησιάζουν καί λειτουργούν εις τήν σεβαστή Τράπεζα. Συγχώρεσέ μας Κύριε! Αύτό περισσότερο άπό ολα μάς κάμνει θεομίσητους καί καθι­στά ενόχους μυρίων δεινών. Καί τά άλλα, όσα γίνονται δημοσίως καί κρυφά άπό τούς πολλούς καί αποσιωπούμε ώς άξια σιωπής. Αύτά λοιπόν καί τά παρόμοια προκάλε­σαν σέ έμάς τάς παιδαγωγικός τιμωρίας τοΰ Θεού. (Ιω­σήφ Βρυενίου, Κεφ. ΜΖ).

Αύτός ὁ σοφός καί ἅγιος μοναχός ήσυχάζων είς ένα ήσυχαστήριο έξω άπό τήν Κωνσταντινούπολι έκαλέσθη ά­πό τόν Πατριάρχη καί τόν Βασιλέα εις τήν Βασιλεύουσα διά νά κάμνη θρησκευτικές διαλέξεις καί ομιλίες πρός με­τάνοια, επιστροφή, ωφέλεια καί ψυχική σωτηρία τών Χρι­στιανών. Έπειδή έγνώριζε τήν ήθική κατάπτωσι το λαο καί το στρατού, καί δι' αύτό ακριβώς καί τόν προσεκάλε σαν, παρουσιάστηκε είς τόν Βασιλέα, τόν Πατριάρχη καί τούς άλλους έπισήμους, μέ θάρρος, καί τούς είπε:

Έπειδή μέ έκαλέσατε διά νά κηρύξω τόν λόγον το Θεο ήλθα ευχαρίστως, άλλ' έάν καί έσεῖς δέν μέ ὑποβοηθήσετε, μάταια μέ έφέρατε. Ζητώ καί έγώ μία χάριν άπό τόν Πατριάρχη καί τόν Βασιλέα. Ό μέν Πατριάρ­χης νά δείξη ένδιαφέρον καί νά περιορίση μέ αύστηρότητα τίς καταχρήσεις καί τά κακά πού γίνονται άπό τόν κλῆρο" ὁ δέ Βασιλεύς νά περιορίση τίς καταχρήσεις άπό τόν στρατό καί τόν λαό, καί τότε, μέ τήν βοήθεια τοΰ Κυρίου, θά άκολουθήση διόρθωσις. Ἐκεῖνοι δέ ύπεσχέθησαν.

Επειδή ὅμως οὔτε ό Πατριάρχης οὔτε ό Βασιλεύς δέν έλαβαν καμμία μέριμνα καί φροντίδα, τό δέ κακό έμεγάλωνε καί οί αμαρτίες έπλεόναζαν καί ύπερεπερίσσευαν αναγκάστηκε νά άναχωρήση άπό τήν Κωνσταντι νούπολι καί νά έπιστρέψη στό ήσυχαστήριό του. Πρίν ό­μως άναχωρήση έξεφώνησε τόν τελευταίο του λόγο καί στό τέλος είπε τήν αιτία γιά τήν όποΐα άναχωρεΐ άπό τήν πόλι. Αποχαιρετώντας τόν Πατριάρχη, τόν Βασιλέα, τόν κλήρο καί τόν λαό είπε τά έξής προφητικά λόγια:

Φεύγω λυπημένος καί νά ξεύρετε ότι δέν θά περάση πολύς καιρός καί έγώ θά πεθάνω, ή πόλις δέ αύτή, γιά τίς πολλές άμαρτίες τών άνθρώπων πού κατοικούν σέ αύτήν, κατά παραχώρησι Θεο, θά κυριευθή άπό τούς Τούρκους, άλλά ό Χριστιανισμός καί ό Ελληνισμός, ή Όρθόδοξος Πίστις θά διαφυλαχθή.

Τότε ό μέγας Δούξ Λουκάς ό Νοταράς είπε εις τόν όσιώτατον Ιωσήφ. Δέν είναι ποτέ δυνατόν ό Θεός, ό ό­ποιος είπε στόν Αβραάμ, έάν εύρισκε στίς πόλεις τών Σοδόμων καί Γομόρων δέκα δικαίους δέν θά κατέστρεφε τίς πόλεις, νά παραδώση τέτοια πολυάριθμον πόλι στήν όποία ύπάρχουν πολλοί αμαρτωλοί, άλλά υπάρχουν καί πολλοί δίκαιοι, όχι δέκα, όχι εκατόν άλλά χιλιάδες;

Τό ότι ύπάρχουν πολλοί, άπάντησε ό σοφός Βρυένιος, τό γνωρίζω, άλλά καί αύτοί ένέχονται γιά τίς άμαρ­τίες τών πολλών, καί δίκαια ό Θεός θά παραδώση τήν πόλι στούς Τούρκους. Σύ όταν ή πόλις παραδοθή θά θυμηθής τά λόγια μου.

Δέν πέρασαν λίγα χρόνια καί ἡ πόλις κυριεύτηκε ά­πό τούς Τούρκους, όταν δέ ό Νοταράς είδε τά παιδιά του νά σφάζωνται μπροστά στά μάτια του, μέ διαταγή το κατακτητή Μωάμεθ, θυμήθηκε τόν σοφό Βρυένιο. Δί­καιος είσαι, Κύριε, καί δικαιοσύνες άγάπησες. Σέ ευχα­ριστώ, Κύριε.

Στήν άθλιοτάτη καί αξιοθρήνητο κατάστασι στήν ό­ποία βρισκόταν τότε τό έθνος μας καί τήν όποία ό φιλα­λήθης σοφός Βρυένιος περιγράφει, στήν ἴδια καί άκόμη χειρότερη βρίσκεται σήμερα. Τά παθήματα δέν μᾶς έγι­ναν μαθήματα καί, έάν δέν μετανοήσουμε μέ ειλικρίνεια καί επιστρέψουμε στόν Θεό άπό τόν όποιο έχουμε φύγει, τόν καταφρονούμε καί παραβαίνουμε τις θειες του έντο­λές, όπως έτιμώρησε άπό τήν αρχήν όλους τούς αμαρτω­λούς, τούς παραβάτας καί καταφρονητάς τών θείων Του εντολών καί προσταγμάτων, έτσι θά τιμωρήση καί έμάς. Επέφερε κατακλυσμό στούς άσεβήσαντας άνθρώπους στήν έποχή το Νώε. Μέ φωτιά κατέκαυσε τούς ἀσελγεῖς κατοίκους τών Σοδόμων καί Γομόρρων. Έτιμώρησε τούς Εβραίους παραδώσας αύτούς, πολλές φορές, σέ αιχμαλωσία καί άφανισμό. Παρέδωσε καί τήν Βυζαντινήν Αύτοκρατορία σέ ύποδούλωσι τών Τούρκων. Ἐάν καί ἐμεῖς δέν μετανοήσουμε, θά καταστραφούμε.

Εἶναι ἀδύνατον, ἐάν ἐπιμένουμε στήν ἁμαρτία νά μή τιμωρηθούμε. Μάς τό βροντοφωνεῖ, μάς τό κηρύττει, μάς τό προεῖπε ὁ Διδάσκαλος τών Εθνών, ό κήρυξ τής οικουμένης, ὁ ούρανοβάμων Απόστολος Παλος, τό στόμα τού Χριστο" «Πάσα παράβασις, λέγει, καί παρα­κοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ἡμεῖς έκφευξόμεθα τηλικαύτης άμελήσαντες σωτηρίας;» (Έβρ. 2, 2). Μάς τό λέγει ό ίδιος ό Κύριος ήμών Ιησούς Χριστός" «Έάν μή μετανοήτε, πάντες ωσαύτως άπολεῖσθε...» (Λουκά 3, 3).

Δέκα πληγές ό Θεός έδωσε στόν Φαραώ έπειδή δέν έκαμε τήν έντολήν Του, πού τόν παρήγγειλλε μέ τόν Μωύσή, νά άφήση τούς Ίσραηλίτας νά άναχωρήσουν ά­πό τήν Αίγυπτο καί πάνε στήν γή τής έπαγγελίας. Δέκα πληγές έδωκε ό Θεός καί στό Ελληνικό "Εθνος γιά τήν παρακοή, τήν παράβασι καί καταφρόνησι, πού κάμνουν οί άνθρωποι στίς θείες Του εντολές... (Στήν συνέχεια ό μακαριστός πατήρ Φιλόθεος αναφέρει διάφορες πληγές άπό τό 1914 καί έξής) καί τελειώνει: Υπολείπεται ή δε­κάτη, ή οποία έρχεται. Έάν μετανοήσωμε καί έπιστρέψωμε πρός τόν Θεόν, όπως οί Νινευῖται, θά σταματήση, θά έπιστρέψη καί έκείνη. Έάν δέν μετανοήσωμε θά ελ θη. Κάθε πληγή είναι μεγαλυτέρα τής προηγουμένης· ή δέ έρχομένη δεκάτη θά έπιφέρη άνεκδιηγήτους συμφο­ράς, θλίψεις, στενοχώριας, όλεθρον μέγα καί άφανισμόν. Μετανοήσωμεν! Μετανοήσωμεν! Μετανοήσωμεν άδελφοί, διά νά άπαλλαγώμεν καί τών πρόσκαιρων καί αιωνίων βασάνων, άλλά καί άξιωθώμεν νά έπιτύχωμεν πάντες τών αιωνίων άγαθών. Αμήν.

’Από π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου