Πολλά τραγούδια της Ανατολής μιλούν για την αγάπη που έχει το αηδόνι στο τριαντάφυλο. Τις σιωπηλές, ξάστερες νύχτες ο φτερωτός τραγουδιστής κάνει στο μυρωδάτο λουλούδι τις σερενάτες του.
Όχι πολύ μακριά από τη Σμύρνη, κάτω από τα ψηλά πλατάνια, εκεί που βάζουν οι πραματευτάδες τις φορτωμένες καμήλες τους να ξαποστάσουν, το χώμα είναι ιερό. Τα ζώα το πατούν με βαρύ βήμα και με σηκωμένα περήφανα το κεφάλι. Εκεί, λοιπόν, είδα μιάν ανθισμένη τριανταφυλλιά. Τα αγριοπερίστερα πετούσαν περνώντας ανάμεσα από τα κλαδιά των ψηλόκορμων δέντρων. Και οι φτερούγες τους καθώς γλυστρούσε πάνω τους το φως, φάνταζαν σαν από συντέφι.
Σ’ ένα κλαρί αυτής της τριανταφυλλιάς, είχε ανοίξει ένα τριαντάφυλλο. Ήταν το πιό όμορφο τριαντάφυλλο απ’ όλα. Σ’ αυτό το άνθος έλεγε τραγουδώντας το αηδόνι τον καημό της αγάπης του. Αλλά το τριαντάφυλλο έμενε βουβό. Ούτε μιά δροσοστάλα δεν έλαμψε, σαν συμπονετικό δάκρυ, απάνω στα ροδοπέταλά του. Μόνο έγερνε, λυγίζοντας το κοτσάνι του, απάνω σε μιά μεγάλη πέτρα.
«Εδώ αναπαύεται ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του κόσμου!» έλεγε το τριαντάφυλλο. «Απάνω στον τάφο του θα χύσω το μύρο μου, απάνω στον τάφο του θα σκορπίσω τα ροδοπέταλά μου, όταν μου τα μαδήσει ο άνεμος!
Ο τραγουδιστής της Ιλιάδας έγινε ένα με το χώμα και μέσα σ’ αυτό το χώμα βλασταίνω τώρα εγώ. Εγώ, το τριαντάφυλλο, που στολίζω τον τάφο του Όμηρου, είμαι λουλούδι ιερό. Δεν μπορώ να προσφέρω το άνθος μου, αξιολύπητο αηδόνι.
Και το αηδόνι τραγουδούσε, τραγουδούσε ώσπου ξεψύχησε.
Ο καμηλιέρης με τις φορτωμένες καμήλες και τους μαύρους δούλους του πήγε κάτω απ’ τα δέντρα για να ξαποστάσουν. Ο μικρός του γιός βρήκε το νεκρό πουλάκι. Το αγόρι, έθαψε τότε τον μικρό τραγουδιστή στον τάφο του μεγάλου Όμηρου και το τριαντάφυλλο εξακολούθησε να ανθίζει στο κλαρί του. Βράδιασε. Το τριαντάφυλλο τύλιξε τα ανθοπέταλά του και αποκοιμήθηκε. Ονειρεύτηκε. Είδε πως ήταν μιά μέρα ηλιόλουστη. Μιά παρέα από ξένους, από Φράγκους ήρθε να προσκυνήσει τον τάφο, του Όμηρου. Ανάμεσα στην παρέα ήταν και ένας ποιητής από το Βορρά, από την πατρίδα της ομίχλης, από κει που βγαίνει το βόρειο σέλας. Ο ποιητής έκοψε το τριαντάφυλλο, το έβαλε ανάμεσα στα φύλλα ενός βιβλίου και το πήρε μαζί του σε μιάν άλλη ήπειρο, στη μακρινή πατρίδα του. Και το τριαντάφυλλο, μαράθηκε από τον καημό του. Βρισκόταν μέσα στο στενόχωρο βιβλίο, που ο ποιητής το άνοιξε μόνον όταν έφτασε στο σπίτι του λέγοντας:
«Αυτό το τριαντάφυλλο είναι από τον τάφο του Όμηρου».
Αυτά ονειρεύτηκε το τριαντάφυλλο και ξύπνησε. Αναρρίγησε στο πρωινό αγέρι. Μια δροσοστάλα κύλησε από τα πέταλά του απάνω στον τάφο του ποιητή. Αλλά βγήκε ο ήλιος, και το τριαντάφυλλο έλαμψε ολοπόρφυρο, πιό όμορφο από κάθε άλλη φορά. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή. Το λουλούδι βρισκόταν στη θερμή πατρίδα του, την Ασία. Μα, να, ξάφνου ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν. Ήταν ξένοι, Φράγκοι, όπως ακριβώς είχε δει στο όνειρό του το τριαντάφυλλο. Και ανάμεσα στους ξένους ήταν κι ένας ποιητής, από το βορρά. Έκοψε το τριαντάφυλλο, ακούμπησε σφιχτά τα χείλη του απάνω στα δροσερά ανθοπέταλλα του λουλουδιού και το πήρε μαζί του, στην πατρίδα της ομίχλης, εκεί που βγαίνει το βόρειο σέλας.
Τώρα, σα μούμια, κείτεται το λείψανο του λουλουδιού ανάμεσα στα φύλλα της Ιλιάδας. Και, όπως ακριβώς στο όνειρό του, το τριαντάφυλλο ακούει τον ποιητή να λέει:
«Αυτό το τριαντάφυλλο είναι από τον τάφο του Όμηρου».