«Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα.
Χαῖρε τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα».
Ἡ Παναγία μας, ἡ μεσίτρια μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.
• Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, στὸ βιβλίο του «Ἡ Θεομήτωρ», ἀναφέρει γιὰ τὴν Παναγία μας: «Ποιὸς λόγος εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ ὑμνήσῃ, ὦ μακαρία, τὴν ἀρετή Σου, τὶς χάριτες ποὺ σοῦ δώρισε ὁ Σωτήρας, αὐτὲς ποὺ Σὺ δώρισες στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων κανείς, ἔστω κι ἄν «λαλῆ τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος.
Καὶ πάρα κάτω συνεχίζει· «Τὰ δικά Σου μεγαλεῖα ἀνήκουν μόνο στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὅπου ὁ οὐρανὸς εἶναι καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, τὸ χῶρο ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος Ἥλιος οὔτε προηγεῖται οὔτε ἕπεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ ὅπου ὑμνητὴς τῶν μεγαλείων Σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας καὶ Ἄγγελοι αὐτοὶ ποὺ χειροκροτοῦν. Σ’ αὐτὸν μόνο πράγματι τὸ χῶρο μπορεῖ νὰ Σοῦ προσφερθῆ ἡ ὑμνωδία ποὺ σοῦ ἀξίζει. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι δυνατὸν νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν ὕμνησή Σου. Τόσο μόνο μποροῦμε νὰ σὲ ὑμνήσουμε, ὅσο χρειάζεται, γιὰ νὰ ἁγιάσουμε τὴ γλῶσσα καὶ τὴν ψυχή μας. Γιατὶ καὶ μόνο ἕνας λόγος καὶ μιὰ ἀνάμνηση, ποὺ ἀναφέρεται σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ δικά Σου μεγαλεῖα, ἀνυψώνει τὴν ψυχὴ καὶ κάνει καλύτερο τὸ νοῦ καὶ μᾶς μετατρέπει ὅλους ἀπὸ σαρκικοὺς σὲ πνευματικοὺς καὶ ἀπὸ βέβηλους σὲ ἁγίους».
• Στὸ βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία», ἀναφέρεται ἕνα συνταρακτικὸ γεγονός.
«Κάποια Ἰουδαία εἶχε δύσκολο τοκετό, οἱ δὲ πόνοι καὶ τὰ βάσανα τῆς κρίσιμης αὐτῆς ὥρας ἦσαν πολλά. Ὁ κίνδυνος γιὰ τὴ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ ἦταν φανερός. Μὲ τοὺς τρόπους καὶ τὰ ἰατρικὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ χρησιμοποίησαν, τὸ παιδὶ δὲν μποροῦσε νὰ γεννηθῆ. Ὁ θάνατος καιροφυλακτοῦσε πάνω ἀπὸ τὴν κλίνη τῆς μητέρας.
Μιὰ χριστιανὴ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ τῆς εἶπε:
– Ἄν θέλης νὰ ἐλευθερωθῆς, ἐπικαλέσου τὴν Παναγία μας, γιατὶ δὲ βρίσκεις ἄλλη βοηθό.
Ἡ ἀσθενής, μὲ ἀδύνατη φωνή, ἀπὸ τὴν ὀδύνη τοῦ δύσκολου τοτετοῦ, εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια μὲ δάκρυα.
– Εὐλογημένη Μαρία τῶν Χριστιανῶν, ἄν καὶ εἶμαι ἀνάξια νὰ σὲ ἐπικαλεσθῶ καὶ νὰ ζητήσω τὴ βοήθειά σου, διότι κατάγομαι ἀπὸ τὸ Ἔθνος ἐκεῖνο ποὺ φόνευσε τὸν Υἱόν σου, ὅπως ἀκούω πὼς ἡ εὐσπλαγχνία σου καὶ τὸ ἔλεός σου δίνεται δωρεὰν στοὺς ἁμαρτωλοὺς κάθε μέρα. Σὲ παρακαλῶ, λύτρωσέ με ἀπ’ αὐτὸ τὸν κίνδυνο καὶ κάνω τάμα: νὰ βαπτισθῶ ἐγὼ καὶ τὸ παιδί μου, μόλις γεννήσω.
Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της στὴν Παναγία, ἀμέσως γέννησε ἕνα ὡραιότατο ἀγοράκι. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες βαπτίστηκε μὲ τὸ παιδί της.
Τότε ὁ ἄνδρας της ἔλειπε σ’ ἕνα χωριό. Ὅταν πληροφορήθηκε τὴ βάπτιση τῆς συζύγου καὶ τοῦ παιδιοῦ του, ἔγινε ἐκμανὴς ἀπὸ ἀκυβέρνητο θυμὸ καὶ φόνευσε τὸ παιδί. Οἱ γείτονες ἔτρεξαν νὰ τὸν πιάσουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ δικαστήριο. Ὁ Ἑβραῖος ἔφυγε τρέχοντας καὶ πίσω του ἔτρεχαν οἱ γείτονες.
Κουρασμένος μπῆκε σὲ μιὰ ἐκκλησία ποὺ συνάντησε στὸ δρόμο του. Ἔντρομος βλέπει μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ ναό. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ κατανύγηκε ἡ καρδιά του καὶ ἔκανε αὐτὴ τὴν προσευχή:
Ὦ, Παναγία τῶν χριστιανῶν, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία σου καὶ προστατεύεις ἕνα βρώμικο σκυλὶ καὶ φονιὰ καὶ δὲν ἀνοίγει ἡ γῆ νὰ μὲ καταπιῆ! Ἐπειδὴ τόσο μεγάλο εἶναι τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ ἀγαθότητά σου, ἐλέησε κι ἐμένα καὶ μὴ μὲ ἀποδιώξης, ὅπως ὁ Υἱός σου δὲν ἀποδίωξε τὸ διώκτη Του Παῦλο.
Ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ μὲ δάκρυα, ἔφθασαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν ἔδεσαν. Ὁ Ἑβραῖος τοὺς εἶπε:
– Σᾶς παρακαλῶ, πηγαίνετέ με στὸν ἱερέα, γιὰ νὰ λάβω τὸ ἅγιο Βάπτισμα, καὶ τοῦτο ὄχι ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, ἤ ἀπὸ δειλία. Ὅταν βαπτισθῶ, θανατώσετέ με.
Οἱ χριστιανοὶ ἀνταποκρίθηκαν στὴν παράκλησή του.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ βάπτισμά του, τὸν παρέδωσαν στὴ δικαιοσύνη καὶ τὸν φυλάκισαν. Τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὸν θανάτωναν.
Ἡ γυναίκα του δὲ σταμάτησε οὔτε λεπτὸ νὰ θρηνῆ τὸ παιδί της ἀπαρηγόρητα. Καθὼς τὸ κρατοῦσε στὰ γόνατά της καὶ δερνόταν, κάποια στιγμὴ βλέπει τὸ παιδὶ ζωντανὸ στὰ πόδια της.
Ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ ἄνδρας της βαπτίστηκε καὶ ὅτι τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὸν θανατώσουν, ἔτρεξε στὸ δικαστήριο μὲ τὸ ἀναστημένο βρέφος. Τὸ δικαστήριο, ὕστερα ἀπὸ αὐτό, τὸν ἐλευθέρωσε. Ὁ φονιάς μὲ τρόμο πλησίασε τὸ βρέφος καὶ τὸ ἐξέτασε στὸ λαιμό, στὸν τόπο ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴ μαχαιριά. Μόνο ἕνα σημάδι ὑπῆρχε, γιὰ νὰ διακηρύττεται τὸ θαῦμα.
Τότε δόθηκε χάρη καὶ εὐλογία ἀπὸ τὴν Παναγία στὸ βρέφος καὶ μίλησε σὰν μεγάλος μεγαλόφωνα, γιὰ ν’ ἀκουσθῆ ἀπὸ ὅλους, καὶ εἶπε:
– Ἡ μητέρα τῆς ἐλεημοσύνης καὶ πάσης παρακλήσεως μὲ ἀνέστησε γιὰ τὴν πίστη τῶν γονέων μου, εἰς ἔλεγχον τῶν ἀσεβῶν Ἰουδαίων καὶ εἰς δόξαν τῆς Παναχράντου Μητρός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος εἰς σωτηρίαν τοῦ κόσμου.
Τόσον οἱ γονεῖς, ὅσον καὶ τὸ παιδί τους ὑπηρέτησαν σ’ ὅλη τὴ ζωή τους τὴν Παναγία, ἔζησαν ἐνάρετα καὶ τελείωσαν τὸν πρόσκαιρο βίο θεάρεστα».
Καὶ ποιὸν δὲν βοηθᾶ ἡ φιλεύσπλαγχνος Παναγία μας, ὅταν τῆς τὸ ζητήσουν;