«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Κάποτε ζούσε, διηγείται ὁ ίδιος άγιος Γρηγόριος ό Διάλογος ένας άνθρωπος, πού λεγόταν Χρυσαώριος, άπό τούς πολύ σπουδαίους αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Όσο όμως ηυξανε τά πλούτη του, χρήματα καί σπίτια, τόσο έπλούτιζε και στα πάθη της σαρκός, της φιλαργυρίας, της δόξης και της υπερηφανείας. Ήλθε ο καιρός να πέση με θανατηφόρο ασθένεια στο κρεββάτι του θανάτου. Με μάτια όρθάνοικτα έβλεπε νά παραστέκουν μπροστά του φοβερά καί σκοτεινόμορφα πνεύματα καί νά τόν τραβούν γιά τίς πύλες του Άδου. Αύτός άρχισε νά τρέμη, νά κιτρινίζη καί νά περιλούζεται άπό ίδρωτα. Έφώναζε άπεγνωσμένα νά τοῦ δοθή λίγος χρόνος γιά νά μετανοήση. Κατόπιν έφώναξε καί τό παιδί του λέγοντας: «Μάξιμε, παιδί μου, τρέξε, ποτέ δέν σου έκανα κακό καί σώσε με μέ τήν δύναμι τής προσευχής καί πίστεώς σου».
Ἦλθε λοιπόν κοντά του ὁ Μάξιμος καθώς καί όλοι οἱ συγγενείς του, άλλά δέν μπορούσαν νά ιδούν τά πονηρά πνεύματα πού άπειλούσαν νά κολάσουν τόν Χρυσαώριο. Αντιλαμβάνοντο όμως τήν παρουσία τους άπό τόν τρόμο, τήν ωχρότητα καί τόν ίδρωτα τοῦ έτοιμοθανάτου, καθώς καί άπό τό στριφογύρισμα τοῦ σώματος του στό κρεββάτι. Άλλοτε έστρεφε άριστερά πρός τόν τοίχο γιά νά μή τούς βλέπη, άλλά ήρχοντο ενώπιον του, άλλοτε δεξιά καί πάλι μπροστά του. Ἀφοῦ άπελπίσθηκε, μή μπορώντας νά γλυτώση, άρχισε νά κραυγάζη: «Δώστε μου διορία μέχρι τό πρωΐ, μόνο μέχρι τό πρωΐ... καί μέ αύτές τίς παρακλητικές φωνές έφυγε ή ψυχή του άπό τό σώμα.
Άπό αύτά λοιπόν, γίνεται φανερό ότι τά είδε αύτά ό Χρυσαώριος όχι γιά τόν εαυτό του, άλλά γιά νά τά άκούσωμε εμείς καί διορθώσουμε τήν ζωή μας. Διότι τί ώφέλησε τόν ετοιμοθάνατο ἡ θέα αὐτῶν τών πονηρών πνευμάτων καί ἡ προθεσμία πού έζήτησε νά λάβη, έφ' όσον δέν είχε μετάνοια;
Ἀπό π.Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου