Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Διάκονος Ἀρχιεπισκόπου: Ὑπέρβασις τοῦ Κολυμβαρίου

Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Λαμπρόπουλος, θεολόγος

  Ὁ ἐπὶ πολλὰ ἔτη προσωπικὸς Διάκονος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Ἱερωνύμου ἐδημοσίευσεν ἄρθρον μὲ τὸν τίτλον «Τὸ θεολογικὸ συνέδριο, τὸ Σχίσμα καὶ οἱ δύο πόλεμοι» εἰς τὴν ἐφημερίδα «Ἀπογευματινή» τῆς 20ῆς Ὀκτωβρίου 2023, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀξιολογεῖ τὸ συνέδριον διὰ τὰ 100 ἔτη τοῦ περιοδικοῦ «Θεολογία» ἐξ ἐπόψεως τῆς ἀνταποκρίσεως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς αὐτὸ καὶ γράφει τὰ ἑξῆς:

  «…σὲ ἄλλες ἐποχές, τὸ ἐκκλησιαστικὸ «παρουσιολόγιο» θὰ συνιστοῦσε ἴσως σὲ μικρότερο βαθμὸ «εἴδηση» ἀπὸ τὸ διεθνὲς ἀκαδημαϊκὸ ἢ τὸ θεσμικὸ/κρατικὸ ἀντίστοιχο. Ὄχι σήμερα.

  Ὄχι μετὰ ἀπὸ ἕνα σχίσμα καὶ ρῆγμα στὴν παγκόσμια Ὀρθοδοξία, ὄχι μετὰ ἀπὸ ἕνα πόλεμο σὲ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος, ὄχι μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάφλεξη τῆς Μέσης Ἀνατολῆς…

  Δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι ὁ ἀναγνώστης ὑπερβαλλόντως ὑποψιασμένος, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴ σημασία μίας τέτοιας σύναξης στὴν παροῦσα διεθνῆ συγκυρία, ἁπλῶς καὶ μόνον ἀντιλαμβανόμενος τὶς ἀναφερόμενες γεωγραφίες, ἀλλὰ καὶ τὴν πρόσφατη ἱστορία ἐκκλησιαστικῶν, πολιτικῶν, γεωπολιτικῶν, διπλωματικῶν καὶ πολεμικῶν γεγονότων σὲ αὐτὲς — κάτι ποὺ φανερώνει τὸ δυσεπίτευκτο αὐτῆς τῆς σύναξης, καὶ συνεπῶς τὸ ἐπίτευγμα ποὺ αὐτὴ συνιστᾶ.

  Ἐντελῶς ἐνδεικτικὰ ἂς ἀναφερθεῖ ὅτι στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὸ 2016 στὴν Κρήτη ἀρνήθηκαν, πέραν τῆς Ρωσίας, νὰ συμμετάσχουν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιοχείας (Συρία), τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς Γεωργίας. Ἑπτὰ χρόνια μετά, σὲ διεθνεῖς συνθῆκες ἀπείρως δυσχερέστερες, ἐκπροσωπήθηκαν στὴν Ἀθήνα καὶ τὰ τρία πατριαρχεῖα, στὸ συνέδριο γιὰ τὸ περιοδικὸ «Θεολογία».

  Τὰ μέχρι πρότινος ἀδύνατα ἀπεδείχθησαν πλέον δυνατά. Ὑπὸ τὴν σκέπη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. κ. Ἱερωνύμου, στὴν Ἀθήνα φανερώθηκε γιὰ λίγες μέρες ἕνας τρόπος συνύπαρξης (μὲ τὴν κυριολεξία τῆς κοινῆς αἴθουσας, ὄχι ὡς ρητορικὸ σχῆμα) κι ἕνας χῶρος διαλόγου ποὺ εἰδάλλως θὰ θεωρεῖτο σχεδὸν ἀνέφικτος…

  Ἐκ τῆς φυσικῆς τάξης τῶν πραγμάτων λοιπόν, πέρα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διαποίμανση καὶ τὴ χριστιανικὴ μαρτυρία, ἡ ἑκάστοτε ἡγεσία ἑνὸς σώματος ἀλλὰ καὶ ἑνὸς θεσμοῦ, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καλεῖται νὰ δώσει τὰ διαπιστευτήριά της καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σκάμμα: τῆς διπλωματίας μὲ ἐκκλησιαστικὲς προτεραιότητες, ἄλλοτε ρητῆς καὶ ἄλλοτε ὑπόρρητης, κατ’ ἐλπίδα πάντως οὐσιωδῶς ἀποτελεσματικῆς.

  Καὶ ἐὰν ἡ διπλωματία ἑνὸς κράτους συν­ομιλεῖ πρωτίστως μὲ ἄλλους κρατικοὺς δρῶντες, ἡ διπλωματία μίας αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας, ἀπελευθερωμένης ἀπὸ ἀντίστοιχους περιορισμούς, διαθέτει μία δυνητικὰ σχεδὸν ἀπεριόριστη δυναμική.

  Σὲ αὐτὸ τὸ σκάμμα διαμορφώνει τὴν παρακαταθήκη του ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμος: τὸ συνέδριο γιὰ τὴν ἑκατονταετηρίδα τοῦ περιοδικοῦ «Θεολογία» ἦταν μόνο μία στιγμή, σημαίνουσα καὶ ἑόρτια μέν, στιγμὴ δέ.

  Ἡ συνολικὴ ἀξιολόγηση τοῦ πλήρους φάσματος μίας τέτοιας παρακαταθήκης δὲν μπορεῖ νὰ λάβει χώρα σὲ χρόνο παρόντα, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν χρονικὴ ἀπόσταση ποὺ φανερώνει τὴν ἀλληλουχία τῶν γεγονότων στὶς πραγματικές τους διαστάσεις: προϋποθέτει ἕνα βλέμμα ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μέλλον».

Τὸ εἰδικὸν βάρος τῶν γραφομένων

  Ἡ σπουδαιότης αὐτοῦ τοῦ κειμένου ἔγκειται κυρίως εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ συγγραφέως. Ὅστις γνωρίζει τὰ ἐκκλησιαστικὰ, θὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μετὰ ἀπὸ τόσα ἔτη παρουσίας εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ὁ π. Ἰωάννης ἔχει καταστῆ σχεδὸν ὁ ἐξ ἀπορρήτων, ὡς συμβαίνει μὲ ὅσους Διακόνους ὑπηρετοῦν πλησίον Ἀρχιερέων, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅτι ὁ ἐν γένει ὀλιγομίλητος δημοσίως Διάκονος δὲν θὰ προέβαινεν εἰς τοιαύτην τοποθέτησιν καὶ δὴ εἰς ἐφημερίδα εὐρείας κυκλοφορίας, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ἐκτεθῆ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος. Ἴσως, λοιπόν, ἐν προκειμένῳ νὰ εὑρίσκη τὴν ἀπόλυτον ἐφαρμογὴν τὸ ρητὸν «αἱ μὲν χεῖραι Ἡσαῦ, ἡ δὲ φωνὴ Ἰακώβ».

  Ποία ἡ ἀφορμὴ τῆς ἀρθρογραφίας εἰς τὴν «Ἀπογευματινή»; Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος αὐτάς τὰς ἡμέρας ἐδέχθη ἐκτεταμένην κριτικὴν ἀπὸ πολλὰ καὶ διαφορετικὰ πρόσωπα, τόσον, διὰ τὰ πεπραγμένα κατὰ τὴν τακτικὴν ἐνιαύσιον συνεδρίασιν τῆς Ἱεραρχίας, ὅσον καὶ διὰ τὴν ὀργάνωσιν τῶν ἑορτασμῶν τοῦ περιοδικοῦ «Θεολογία». Ἐγράφη, λοιπόν, ὅτι ὑπῆρξαν ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ εὐρυτέρας ἐμβελείας συνέδρια εἰς τὸ παρελθόν, ὅτι ἡ Ἱεραρχία παρὰ τὰ φλέγοντα ζητήματα δὲν ἠσχολήθη μὲ τίποτε παρὰ μόνον μὲ ἐκλογάς, ὅτι ἔγιναν ὑπέρμετροι ἐπισκοποποιήσεις χωρὶς νόημα καὶ χωρὶς οὐδεὶς νὰ γνωρίζη τοὺς πραγματικοὺς λόγους, ὅτι ὑπῆρξαν μειωτικαὶ διὰ τοὺς Μητροπολίτας διαδικασίαι κατὰ τὴν Ἱεραρχίαν κ.ἄ. Πιθανῶς, ἑπομένως, τὸ κείμενον τοῦ π. Ἰωάννου νὰ ἐπιθυμῆ νὰ ἀπαντήση εἰς ὅλα αὐτά, ἰδιαιτέρως δὲ νὰ ἐξηγήση τὴν ἐπιμονὴν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου νὰ ἀναλώση τὸν χρόνον τῆς εἰσηγήσεώς του πρὸς τὴν Ἱεραρχίαν, ἀναφερόμενος εἰς τὸ συνέδριον τῆς «Θεολογίας».

  Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον προβαίνει εἰς ἀπάντησιν εἶναι, ἀφ’ ἑνὸς νὰ ἐπισημάνη τοὺς ὑποτίθεται διακεκριμένους ὁμιλητάς καὶ τὴν «ρηξικέλευθη θεματική», σημεῖα τὰ ὁποῖα δὲν παραθέτομεν ἀνωτέρω καθὼς δὲν ἦσαν καθόλου πειστικὰ (ἰδιαιτέρως ἡ ἀναφορὰ εἰς τὸν π. Κύριλλον Χοβορούν, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν περίοδον τοῦ κορωνοϊοῦ ἰσχυρίζετο ὅτι ἡ Θ. Κοινωνία μεταφέρει ἰούς, μᾶλλον τὸν ἐκθέτει…), ἀφ’ ἑτέρου νὰ δώση τὴν μεγαλυτέραν ἔμφασιν εἰς τὴν συγκέντρωσιν σχεδὸν ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν.

  Εἰς αὐτὸ τὸ δεύτερον σημεῖον, πράγματι, ἀξίζει νὰ σταθῆ κανείς, διότι διὰ πρώτην φορὰν expressis verbis καταγράφονται ἐκ τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς δύο σημεῖα, τὰ ὁποῖα ὅσοι εὑρίσκονται εἰς τὸ ἀντιοικουμενιστικὸν μέτωπον θὰ ἔπρεπεν ἤδη νὰ τὰ ἔχουν κάνει σημαίαν!

Σχίσμα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν

  Τὸ πρῶτον καὶ πρώτιστον εἶναι ἡ παραδοχὴ ὅτι ὑπάρχει «σχίσμα καὶ ρῆγμα στὴν παγκόσμια Ὀρθοδοξία». Ὁ Πατριάρχης Κων/λεως καὶ τὸ Φανάρι ἀπὸ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας διέκοψε τὴν κοινωνίαν μὲ αὐτοὺς ἀρνοῦνται πεισματικὰ νὰ ὁμολογήσουν ὅτι ὑφίσταται Σχίσμα. Ἀκόμη καὶ τώρα, ἔπειτα ἀπὸ τὴν εἰσπήδησιν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ τὰς ἀποφάσεις τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, οἱ Φαναριῶται ἐμμένουν εἰς ἕνα ἀφήγημα μονομεροῦς καταγγελίας τοῦ «σλαβικοῦ κόσμου», τὸ ὁποῖον καταρρίπτει ἡ ἰδία ἡ πραγματικότης. Δὲν προτίθενται νὰ βάλουν τὴν ἀλήθειαν ὑπεράνω τῶν συμφερόντων, διότι ἔπειτα θὰ εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ ἀναλάβουν πρωτοβουλίαν διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν σχέσεων. Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς ἀναποδράστου εὐθύνης τοὺς θέτει ἡ Ἱ. Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν, ὅταν βεβαιώνει πρὸς ὅλους ὅτι ὑπάρχει «σχίσμα καὶ ρῆγμα»!

Ὑπέρβασις τοῦ Κολυμβαρίου

  Τὸ δεύτερον καὶ ἐξίσου πρωτεῦον εἶναι ἡ ἔμμεσος ἀξιολόγησις τῆς συγκεντρώσεως εἰς τὸ Κολυμβάριον. Ἂν κανεὶς ἀναμένη ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον ἢ τοὺς συνεργάτας του μίαν κεραυνοβόλον καταδίκην μὲ μύδρους κατὰ τῶν συντελεστῶν καὶ ἀποφάσεών της, εἶναι ἀφελής. Θὰ ἦτο ὅμως πλέον συνετὸν, ἐὰν παρετήρει κανεὶς πὼς ὅσα γράφει ὁ π. Ἰωάννης δηλώνουν ἀπερίφραστα τὸ ἀμετάκλητον γεγονὸς ὅτι ἔχουν τρωθῆ ἀνεπανορθώτως τὰ θεμέλια τοῦ Κολυμβαρίου. Καὶ αὐτὸ εἶναι βόμβα μεγατόνων!

  Πρῶτον, δὲν ὑπάρχει εἰς τὸ κείμενον οὔτε ἐγκώμιον οὔτε κάποια καλὴ ἢ ἔστω συγκεκριμένη ἀνάμνησις διὰ τὸ Κολυμβάριον. Δεύτερον, τὸ Κολυμβάριον ἀποτελεῖ εἰς τὴν γραφίδα του παρελθὸν καὶ μόνον παρελθόν. Τρίτον καὶ μεῖζον ὅλων ὅσων παραθέτει εἶναι ἡ σύγκρισις: τὸ Κολυμβάριον ἐδίχασε μὲ τὴν ἄρνησιν τεσσάρων Ἐκκλησιῶν νὰ συμμετάσχουν, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι συνεκλήθη εἰς ἐποχὴν μὲ καλυτέρους προϋποθέσεις, ἐνῶ ἡ παροῦσα «σύναξη», ὅπως γράφει, ἐνῶ συμβαίνει εἰς καιροὺς πολὺ χειροτέρους ἐπέτυχε τὴν ἑνότητα! Ἐν ὀλίγοις, ἡ ἀναφορὰ εἰς τὸ Κολυμβάριον γίνεται διὰ τὸν ἀποκλειστικὸν καὶ μόνον λόγον, διὰ νὰ τὸ ἀποκαθηλώση καὶ νὰ τὸ κατακρημνίση «διπλωματικὰ» καὶ «ὑπόρρητα». Πολλῷ μᾶλλον, ἐκεῖ ὅπου τὸ Κολυμβάριον ἦτο νὰ ἀποτελέση ὁδοδείκτην καὶ ἀπαράβατον προϋπόθεσιν εἰς τὴν πορείαν τῆς Ὀρθοδοξίας, κατήντησε παράδειγμα πρὸς ἀποφυγήν! Διατί;

  Δὲν εἶναι τυχαία ἡ χρῆσις τῆς λέξεως «σύν­αξη» διὰ τὴν συνάντησιν εἰς Ἀθήνας μὲ ἀφορμὴν τὸ περιοδικὸν «Θεολογία». Τυγχάνει ἀληθές, ὅτι ἡ ἐκτίμησις τῆς παρούσης συγκεντρώσεως ποικίλλει. Μία συνάντησις Προκαθημένων καὶ ἀντιπροσωπιῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἁπλῶς διὰ συνεστίασιν καὶ ὄχι διὰ σοβαράν ἐκκλησιαστικὴν συζήτησιν, δὲν εἶναι εἰς καμίαν περίπτωσιν «σύναξη». Ὅμως αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντίληψις τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς πλευρᾶς, διὰ τοῦτο καὶ τὴν χαρακτηρίζει ἔτσι. Ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ἐφαρμόζει ἠπίαν διπλωματίαν, καὶ κινεῖται κυρίως εἰς τὸ παρασκήνιον. Ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ πλαισίου ἡ πρόσφατος συνάντησις θεᾶται καὶ ἀποτιμᾶται ὑπὸ αὐτὸ τὸ πρῖσμα. Μὲ αὐτὴν τὴν λογικὴν κατόπιν, ὁ Ἀρχιεπισκοπικὸς Ἀρχιδιάκονος ἐπιδίδεται εἰς τὸν συγκρατημένον, ἀλλὰ εἰς κάθε περίπτωσιν ἔπαινον τοῦ Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου διὰ τὸν τρόπον τῶν ἑλιγμῶν του. «Τὸ μέλλον» σχετίζεται μὲ τὰς ἐνεργείας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ παρελθὸν τοῦ Κολυμβαρίου καὶ τῶν σχισμάτων, τὰ ὁποῖα προεκάλεσεν ἡ φανερὰ ἐπεμβατικὴ πολιτικὴ τοῦ Φαναρίου.

Ἤδη «πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα»

  Δι’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει κατὰ τὴν ἄποψίν μας ἕνα σημεῖον συγκλίσεως καὶ ἕνα σημεῖον οὐσιαστικῆς διαφωνίας. Τὸ σημεῖον συγκλίσεως εἶναι ὅτι (ἐπιτέλους;) κατενόησαν εἰς τὴν Ἱ. Ἀρχιεπισκοπὴν, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀπὸ τὰς στήλας τοῦ «Ο.Τ.» ἔχει γραφτῆ ἐπανειλημμένως: ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει χρέος καὶ δύναται νὰ διαδραματίση τὸν κυρίαρχον καὶ πρωταγωνιστικὸν ρόλον, ὄχι διότι ἐμφορεῖται ἀπὸ ἐθνικὴν ἢ ὑπερορθόδοξον ἀλαζονείαν, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει τὰς βαθυτέρας συνοδικάς καὶ δημοκρατικάς ρίζας, αἱ ὁποῖαι ὅσον καὶ νὰ ἐπικαλύπτωνται ἀπὸ λάθη δὲν παύουν νὰ ἀναγνωρίζωνται ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς συστατικά της στοιχεῖα. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ ὑποσκέλισιν τοῦ Φαναρίου καὶ θέλει «κότσια».

  Τὸ σημεῖον διαφωνίας εἶναι ὅτι ὁ ρόλος αὐτὸς εἶναι τό ζητούμενον τῆς ἱστορίας καὶ ὄχι ἤδη παρόν, ὡς τὸν παρουσιάζει ἡ Ἱ. Ἀρχιεπισκοπή. Ἂς μὴ παρουσιάζωμεν τὸν μύρμηγκα ὡς λέοντα. Ἡ θητεία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου ἕως σήμερα ἦτο κατὰ κοινὴν διαπίστωσιν ἐντελῶς ἀπογοητευτική, ἀλλὰ (μᾶλλον) ὄχι χειροτέρα ἀπὸ οἱουδήποτε ἑτέρου, ὁ ὁποῖος θὰ ἠδύνατο νὰ εὑρίσκεται εἰς τὸν αὐτὸν θῶκον, τὴν αὐτὴν χρονικὴν περίοδον. Αὐτὸ ἂς τὸ λάβουν ὑπόψιν ὅσοι «Ἀρχιεπισκοπῆς ὀρέγονται»…

  Εὐχόμεθα εἰλικρινῶς, ἡ αἰσιόδοξος παράθεσις τῶν προθέσεων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ὑπὸ τοῦ Διακόνου του, νὰ καταστῆ πραγματικότης καὶ νὰ μὴ διαψευσθοῦν μαζὶ μὲ τοὺς λόγους του καὶ αἱ ἐλπίδες τὰς ὁποίας ἐναποθέτει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἡ οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ ἁπανταχοῦ Ἑλληνισμός, καθὼς ἤδη «πρὸς ἑσπέραν ἐστί καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα»…

  Ἂς κρατήσωμεν ὅμως τὸ καίριον: ἡ Ἱ. Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν θέτει ἐνώπιον τῆς παγκοσμίου κοινότητος θέμα σχίσματος, ὅπως καὶ ὑπερβάσεως τῆς λογικῆς καὶ τῶν τρόπων τοῦ Κολυμβαρίου. Αὐτὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς καλὰ νέα, ἀλλὰ συνταρακτικά!