Θὰ εἶναι τέτοια ἀνάγκη, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ ὑποφέρουν. Θὰ στερέψουν καὶ μεγάλα ποτάμια καὶ θὰ τὰ περνοῦν μὲ τὰ πόδια παιδιὰ καὶ κοπάδια. Τότε, σὲ μιὰ νύχτα, θ᾽ ἀδειάσουν οἱ μεγαλουπόλεις· ὅλοι θὰ τρέχουν σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, καὶ θὰ πάρουν πάλι τὶς ἀξίνες νὰ καλλιεργήσουν τὴ γῆ, ποὺ τὴν ἄφησαν γιὰ νὰ μαζευτοῦν σὲ πόλεις ἑκατομμυρίων κατοίκων, πόλεις – Σόδομα καὶ Γόμορρα. Πῶς ζοῦν ἐκεῖ; Σκάβουν τὴ γῆ; Ὄχι. Μὲ ἀτιμίες, κλεψιές, ἀδικίες. Ὅταν ὅμως γίνῃ ὁ λιμός, οἱ πόλεις θὰ ἐρημώσουν, καὶ μικρὰ χωριὰ θὰ ἔχουν χιλιάδες κατοίκους. Τότε βασιλιᾶδες καὶ σοφοὶ θὰ πέσουν νὰ προσκυνήσουν τὸ γεωργό, ποὺ σήμερα εἶνε περιφρονημένος, καὶ θὰ τὸν ἐκλιπαροῦν γιὰ λίγο ψωμάκι.
Ἔτσι νόμισες, ἄνθρωπε, ποὺ πίνεις ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ δὲ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ποὺ ἔχεις τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα καὶ βλαστημᾷς τὰ θεῖα, ἔτσι νόμισες; Γιὰ τὴν ἀχαριστία τέτοιων ἀνθρώπων ἡ καλύτερη τιμωρία θὰ ἦταν νὰ βρεθοῦν σὲ κάποιον ἄλλο πλανήτη. Γιατὶ μόνο ἐδῶ στὴ γῆ ἔδωσε ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά· καὶ ὅμως δὲ ἀκούει ἀπὸ μᾶς ἕνα εὐχαριστῶ.