Τα άθλια παιδικά χρόνια
H Doreen Irvine γεννήθηκε γύρω στο 1932 στο Ανατολικό Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου. Η οικογένειά της, λόγω της έναρξης του 2ου παγκοσμίου πολέμου και του σφοδρού βομβαρδισμού του Λονδίνου από τους Γερμανούς, αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Uxbridge, 25χλμ μακριά από την πρωτεύουσα. Η οικογένειά της ήταν φτωχή και το σπίτι στο οποίο μετακόμισαν βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Οι τοίχοι ήταν λερωμένοι, ο κήπος ήταν ο σκουπιδότοπος της γειτονιάς, οι σανίδες του πατώματος δεν είχαν κάποιο χαλί αλλά ούτε υπήρχαν κουρτίνες. Τη νύχτα η οικογένειά της αναγκαζόταν να κρεμάει σακιά στα παράθυρα. Το φαγητό συνήθως ήταν ψωμί και λίγο λίπος χοιρινού. Το τσάι σερβιριζόταν σε ένα βάζο μαρμελάδας.
Η Doreen ήταν η μεγαλύτερη από τα πέντε κορίτσια και γι’ αυτό το λόγο, πολλές φορές, έπαιζε τον ρόλο της μάνας, όταν η μητέρα τους απουσίαζε από το σπίτι. Ο πατέρας εργαζόταν ως σκουπιδιάρης στον δήμο, ενώ κάθε μέρα γύρναγε στο σπίτι μεθυσμένος. Πολλές φορές η γυναίκα του αναγκαζόταν να τον κουβαλήσει ως στο σπίτι αφού τον έβρισκε σε διάφορες ταβέρνες ή στον δρόμο σε άσχημη σωματική κατάσταση. Κακοποιούσε τη γυναίκα του αφού η μικρή Doreen θυμάται τη μάνα της πάντα με πρησμένα χείλια, μαύρα σημάδια στο πρόσωπο και μελανιασμένο μάτι. Μερικές φορές οι συζητήσεις στο σπίτι και τα τσακώματα ήταν ανυπόφορα. Αγάπη, μίσος, συμπάθεια για τον πατέρα ανεβοκατέβαιναν στην καρδιά της μικρής Doreen φέρνοντάς της σύγχυση και αβεβαιότητα.
Οι δάσκαλοι δεν καταλάβαιναν τα προβλήματα του κοριτσιού και την μάλωναν συνέχεια. Το σχολείο είχε καταντήσει ένας εφιάλτης και γινόταν αντικείμενο κοροϊδίας τόσο των άλλων συμμαθητών της όσο και των δασκάλων της. Γι’ αυτό και πολλές φορές αντί να πηγαίνει στο μάθημα προτιμούσε να περνά τις ημέρες της στο πάρκο. Αρκετές φορές συνήθιζε να μαζεύει αποτσίγαρα από την άκρη του δρόμου και να τα καπνίζει.
Κάθε Κυριακή απόγευμα θυμάται τη μάνα της να στέλνει αυτήν και τις τέσσερις αδελφές της στο Κυριακό σχολείο, ένα κατηχητικό των Διαμαρτυρομένων, για να μη βλέπουν τον πατέρα που γύρναγε τύφλα στο μεθύσι και ξεσπούσε σε οτιδήποτε υπήρχε μέσα στο σπίτι. Σπάνια πρόσεχε στο κατηχητικό και δημιουργούσε πολλές φασαρίες. Επειδή ολόκληρη την εβδομάδα περνούσε σκληρά, στο σχολείο αυτό έβρισκε ευκαιρία να διασκεδάσει και να ξεθυμάνει. Ο σπόρος που έπεσε μέσα της, από αυτό το σχολείο, βρήκε καρποφόρα γη και μετά από πολλά χρόνια τη βοήθησε σε ιδιαίτερες δύσκολες στιγμές. Στην παιδική της ηλικία, επειδή ο Θεός δε βοήθησε ποτέ την οικογένειά της, τον χριστιανισμό τον θεωρούσε ένα κουτό παραμύθι.
Η μάνα της αποπειράθηκε, ανεπιτυχώς, να αυτοκτονήσει όταν, τυχαία, συνάντησε τον άνδρα της με την έγκυο φιλενάδα του. Τελικά η μάνα της εγκατέλειψε και το σπίτι και τα πέντε παιδιά της. Στα έντεκά της λοιπόν η Doreen έχασε τη μάνα της, αναγκάστηκε να συμβιώσει μέσα στο σπίτι της με μία καινούρια γυναίκα–μάνα, η οποία έφερε άλλα δύο παιδιά από τον πρώτο γάμο της και ο πατέρας της συνέχιζε να μεθάει. Αποτέλεσμα της τραγικής αυτής οικογενειακής της κατάστασης ήταν στα δεκατρία της να διαπράξει μία αποτυχημένη απόδραση από το σπίτι της. Σε είκοσι τέσσερις ώρες η αστυνομία είχε εντοπίσει τα ίχνη της και την είχε στείλει πάλι πίσω στην οικογένειά της.
Η αλλαγή
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στα μέσα του 20ου αιώνα, τα παιδιά, στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, επιτρεπόταν να σταματήσουν το σχολείο και να φύγουν από το σπίτι τους. Γι’ αυτό και ένα χρόνο μετά την αποτυχημένη απόδρασή της, η υπεύθυνη του Κυριακού σχολείου βρήκε στη μικρή Doreen μία δουλειά, ως υπηρετικό προσωπικό, σε ένα πλούσιο σπίτι, σε μία διπλανή πόλη, στο Cowley. Μάθαινε γρήγορα και εύκολα τις νέες δουλειές του σπιτιού αλλά αρκετές φορές έκανε τρομερά λάθη που εκνευρίζανε την ιδιοκτήτρια του σπιτιού. Άρχισε να πιστεύει πως τα πολλά χρήματα θα της έφερναν την ευτυχία, την οποία τόσο πολύ επιζητούσε. Για τον λόγο αυτό μετά από εννιά περίπου μήνες αποφάσισε να φύγει κρυφά από τη δουλειά της και να πάει στο Λονδίνο. Μέσα στην αφελή της φαντασία πίστευε πως η πρωτεύουσα ήταν ένας παράδεισος στη γη και θα μπορούσε να της προσφέρει πολλές νέες και ελπιδοφόρες δυνατότητες.
Στο πρώτο ξενοδοχείο στο οποίο διανυκτέρευσε της προτάθηκε, αν ήθελε να γίνει πλούσια, να εργάζεται ως ιερόδουλη. Όπως και η ίδια η Doreen αναφέρει στα απομνημονεύματά της, όλες οι γυναίκες του δρόμου είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό, τη μοναξιά. Όλες ζητούσαν την ευτυχία και νόμιζαν ότι τα χρήματα θα ήταν το κλειδί. Οι γυναίκες αυτές γέμιζαν τη ζωή τους με απογοήτευση και πικρία στη συναναστροφή με τους άνδρες και μία εσωτερική ώθηση να εκδικηθούν την κοινωνία. Τελικά, η Doreen ξεκίνησε ως ιερόδουλη στη πολύ μικρή ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Με τον καιρό μεγάλωσε η αυτοπεποίθησή της, απέκτησε πολλά χρήματα και μπόρεσε να αγοράσει πολλά και καινούρια φανταχτερά φορέματα.
Παρόλο την επιτυχία που είχε στη νέα της δουλειά, εν τούτοις θυμάται ακόμα το χαρούμενο πρόσωπο της κοπέλας μίας χριστιανικής ομάδας που κήρυτταν το Ευαγγέλιο στους περαστικούς. Η Doreen αμέσως συνειδητοποίησε ότι αν και είχε χρήματα, ήταν πάμφτωχη μπροστά της, ενώ η κοπέλα έλαμπε από μία εσωτερική γαλήνη και ικανοποίηση.
Σε μία επίσκεψή της στην περιοχή του Σόχο του Λονδίνου, της προτάθηκε και το αποδέχθηκε με μεγάλη ευκολία να κάνει στριπτίζ σε ένα κλάμπ με μουσική. Από εδώ και στο εξής θα είχε το όνομα η Τολμηρή Διάνα. Η Doreen επισημαίνει: «Ο πονηρός κάνει στον άνθρωπο πολύ εύκολο τον δρόμο προς τα κάτω. Και ο δρόμος αυτός γίνεται όλο και πιο εύκολος στον κατήφορο, όσο κανείς κατεβαίνει πιο βαθιά». Στην πραγματικότητα η Doreen βρισκόταν σε έναν τρομερό κατήφορο και κατρακυλούσε προς την άβυσσο.
Στον δρόμο για τη φυλακή
Η Τολμηρή Διάνα παρά τα πολλά χρήματα που κέρδιζε αηδίαζε για τη ζωή της. Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να το μαντέψει αυτό, επειδή εξακολουθούσε να φοράει τη μάσκα της χαράς και του γέλιου, αλλά μέσα της ήταν άδεια και κούφια. Αργά, αργά, άρχισε να χάνει τον αισθηματικό της κόσμο, πολλές φορές είχε κρίσεις καταθλίψεων, ενώ είχε εθιστεί στο ποτό και στο κάπνισμα. Είχε φθάσει τα σαράντα τσιγάρα την ημέρα.
Σε ένα πάρτυ γνώρισε έναν έμπορο ναρκωτικών ο οποίος και της χορήγησε την πρώτη ένεση ηρωίνης, στην κεντρική φλέβα, κοντά στον αγκώνα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν κιόλας στα σύννεφα. Ένιωθε ότι όλος ο κόσμος ήταν δικός της. Δεν ήξερε όμως ότι ύστερα από λίγες ώρες η ευτυχία θα εξαφανιζόταν και ξανά βαριά συναισθήματα καταθλίψεως έπεσαν πάλι πάνω της. Αργότερα βρήκε τον ίδιο έμπορο ηρωίνης και της χορήγησε μία καινούρια δόση. Έγινε ναρκομανής. Η συνεχής χρήση ηρωίνης την αδυνάτησε και μείωσε αρκετά τον τραπεζικό της λογαριασμό. Τα μαλλιά άρχισαν να της πέφτουν ενώ το δέρμα της γέμισε κηλιδώματα. Πολλές φορές έπρεπε να μένει στο κρεβάτι εξαιτίας μολύνσεως του σηκωτιού και άλλων συμπτωμάτων. Λόγω των τελευταίων περιπτώσεων έχασε τη δουλειά της στο κλάμπ και ξαναγύρισε στα λημέρια της πορνείας. Πούλησε τα τελευταία ρούχα της καθώς και τα παπούτσια της για να πάρει ναρκωτικά. Αναγκάστηκε να καταφύγει στις κλοπές για να εξασφαλίζει τη δόση της. Το σύνθημά της ήταν «ναρκωτικά ή θάνατος». Σύντομα την έπιασαν επ’ αυτοφόρω. Στο δικαστήριο όλες οι θέσεις ήταν άδειες. Αυτό την εξέπληξε επειδή κατάλαβε ότι κανένας δε νοιαζόταν για αυτήν. Με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάστηκε σε τρεις μήνες φυλακή.
Στη φυλακή επειδή ήταν ναρκομανής την πήγαν στο νοσοκομειακό τμήμα για νοσηλεία. Την εποχή εκείνη τη διαδικασία επιρροής των ναρκωτικών έπρεπε να την περάσει κανείς χωρίς τη βοήθεια κάποιου φαρμάκου. Τα φοβερά συμπτώματα της θεραπευτικής μεθόδου έπρεπε να τα υποφέρει εντελώς μόνη της παρόλο που την παρακολουθούσαν από ειδική οπή παρατηρήσεως. Όπως η ίδια η Doreen εξιστορεί οι παραισθήσεις που έχει ο ναρκομανής, τις πρώτες τρεις μέρες, είναι απερίγραπτες. Μέσα σε μία κατάσταση τρέλλας, το κελλί μετατρεπόταν σε ένα τρομερό θηρίο που κράταγε σφιχτά το σώμα της με τις τριχωτές σιαγόνες του. Τις φύλακες τις έβλεπε σαν δράκισσες, την κάθε μία να έχει έξι κεφάλια. Κοιμόταν ελάχιστα, βλέποντας εφιαλτικά όνειρα. Όταν ξυπνούσε είχε κρύο ιδρώτα στο μέτωπό της και η μάχη άρχιζε και πάλι. Αρνιόταν να φάει οτιδήποτε και το κελλί της το μετέτρεπε σε έναν ακάθαρτο σταύλο. Στις φυλακές αντιμετώπιζαν τη θεραπεία των ναρκομανών μόνο με αυτήν τη μέθοδο. Η μέθοδος αυτή εκείνη την εποχή ονομαζόταν η ‘κρύα γαλοπούλα’. Ορκίστηκε να μη ξαναπάρει ναρκωτικά και να αρχίσει μία καινούρια ζωή μόλις αποφυλακιζόταν. Η μόνη της βοήθεια ήταν όταν κοίταγε το, κρεμασμένο πάνω στους τοίχους του κελλιού, βραβείο που είχε κερδίσει από το Κυριακό Σχολείο. Όταν αποφυλακίστηκε η Τολμηρή Διάνα βρισκόταν πάλι στο κλαμπ να κάνει στριπτίζ, να παίρνει ναρκωτικά και να οδηγείται στον κατήφορο για άλλη μία φορά.
Ο ναός των λατρευτών του εωσφόρου και οι κανόνες
Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα άκουσε κάποιες κοπέλες του κλαμπ να μιλάνε για κάποιον ναό στον οποίο λατρεύουν τον εωσφόρο. Δέχθηκε από περιέργεια να παρευρεθεί και η ίδια. Ο οδηγός του αυτοκινήτου που θα την πήγαινε την προέτρεψε να της κλείσει τα μάτια της μέχρι να μπούν μέσα στον ναό. Όταν της έλυσαν τα μάτια διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε μία μεγάλη αίθουσα στην οποία βρισκόντουσαν και άλλοι 500 άνθρωποι, από ψηλά και χαμηλά κοινωνικά στρώματα, όπως τραπεζίτες, έμποροι, δάσκαλοι, πόρνες. Μπροστά βρισκόταν ένα βήμα, το οποίο ήταν περιτυλιγμένο με μαύρο ύφασμα και ήταν κεντημένο με δράκους, φίδια και φλόγες φωτιάς. Γύρω από το βήμα αυτό στεκόντουσαν δεκατρείς ιερείς και ιέρειες του σατανά, σε σχήμα ημικύλιο, περιτυλιγμένες με μαύρο ύφασμα.
Όταν η τελετουργία άρχισε οι δεκατρείς μορφές άρχισαν να ψάλλουν σε έναν περίεργο ρυθμό και η ψαλμωδία όλο και δυνάμωνε μέχρι που ο άνδρας που καθόταν στη μέση του βήματος σηκώθηκε, κατέβηκε κάτω και έβγαλε το κάλυμμα του κεφαλιού του. Τότε όλο το πλήθος τον προσκύνησε πέφτοντας μπροστά του στο πάτωμα. Η Doreen βρισκόταν μπροστά, όπως της εξήγησαν, στο αρχαιότερο τάγμα των λατρευτών του εωσφόρου.
Η ιεροτελεστία συνεχίστηκε στρίβοντας τον λαιμό και πνίγοντας, πάνω στο βήμα, έναν άσπρο κόκκκορα. Ήταν η θυσία της ημέρας. Τα πάντα γινόντουσαν στο όνομα του σατανά. Ακολούθησαν φρικιαστικές και οργιαστικές πράξεις. Αμέσως της έγινε πρόταση για να γίνει μέλος, το οποίο αποδέχτηκε. Η αναζήτηση νέων μελών γίνεται με μεγάλο ζήλο και όλοι όταν παρευρεθούν σε μία τέτοια συνάντηση πρέπει να γίνουν μέλη για να μην αποκαλύψουν τίποτα. Η μυστικότητα ήταν ολοκληρωτική για τους λατρευτές του εωσφόρου.
Υπήρχαν κάποιοι κανόνες που όλοι οι λατρευτές του ναού έπρεπε να τηρούν πιστά και χωρίς παρεκλίσεις.
1. Κανένας εκτός του ναού δεν επιτρεπόταν να μάθει ούτε τον τόπο ενός ναού, ούτε ό,τι γινόταν μέσα σε αυτόν.
2. Όλοι έπρεπε να υπακούουν τυφλά και άνευ όρων τον αρχηγό των σατανιστών. Αυτός ήταν ο υπέρτατος αντιπρόσωπος του εωσφόρου ή του θεού του σκότους, του Άδη και των αποκρύφων πραγμάτων όπως τον αποκαλούσαν.
3. Οι σατανιστές δεν επιτρεπόταν να πάνε σε οποιαδήποτε χριστιανική συγκέντρωση, εκτός και αν έπρεπε να κατασκοπεύσουν για χάρη του αρχηγού τους.
4. Απαγορευόταν οι οπαδοί του ναού να διαβάζουν την αγία Γραφή και πατερικά κείμενα.
5. Η Βίβλος και τα βιβλία της Εκκλησίας γινόντουσαν αντικείμενο χλευασμού και πολλές φορές καιγόντουσαν μέσα στον ναό.
6. Όποιος καθυστερούσε στις συνάξεις μαστιγωνόταν.
7. Ψέμα, απάτη, βλασφημία, διαστροφή, φόνος, μοιχεία, πορνεία, ομοφυλοφιλία, όλα επιτρεπόντουσαν.
8. Κάθε μέρα έπρεπε να προσεύχονται στον εωσφόρο.
Η Doreen έγινε η ερωμένη του αρχηγού του ναού, ο οποίος την τροφοδοτούσε δωρεάν και με την ηρωίνη που είχε ανάγκη. Δεν τον ένοιαζε που παράλληλα ασκούσε και το επάγγελμα της πορνείας επειδή πίστευε ότι όσο βοηθούσε να πληθαίνει η αμαρτία ή ο ίδιος την εκτελούσε, τόσο μεγαλύτερος θα ήταν ο μισθός του.
Κάποια μέρα έφθασε η στιγμή να πραγματοποιηθεί η ιεροτελεστία για να γίνει και η Doreen ένα «παιδί του εωσφόρου», όπως έλεγε και ο αρχηγός του ναού. Τη συγκεκριμένη μέρα συγκεντρώθηκαν γύρω στους 800 σατανιστές από όλους τους ναούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Doreen ήταν ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα. Αφού ψάλθηκαν ύμνοι και έγιναν προσευχές και αφιερώθηκαν τα σκεύη του θυσιαστηρίου στον σατανά ξεκίνησε η κύρια διαδικασία ένταξης της Doreen. Καθόλη τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών διαδικασιών περίεργες μαύρες σκιές περνούσαν με γρηγοράδα στους τοίχους. Στη συνέχεια όλο το πλήθος έπεσε στο πάτωμα και προσκύνησε τον αρχηγό. Δύο ιερείς πήραν έναν λευκό κόκορα του έστριψαν τον λαιμό και το αίμα του αφέθηκε να τρέξει μέσα σε μια αργυρένια λεκανίτσα. Ταυτόχρονα ο αρχηγός άνοιξε με ένα κοφτερό μαχαίρι μία σχισμή στο αριστερό μπράτσο της Doreen. To αίμα της ανακατεύτηκε με αυτό του κόκορα. Η Doreen το ήπιε, δίνοντας, τον προσωπικό της όρκο στον εωσφόρο και υπογράφοντας μία περγαμηνή αφού πρώτα βούτηκε το δάχτυλο στο ανάμικτο αίμα. Η Doreen επισημαίνει ότι «με αυτόν τον τρόπο πούλησα τη ψυχή μου στον εωσφόρο για πάντα και ορκίστηκα να είμαι παντοτινή δούλη του. Τώρα έγινα μία τέλεια οπαδή του εωσφόρου και όλοι χαιρόντουσαν που γεννήθηκε ένα καινούριο παιδί του. Όλοι οι παρευρισκομένοι άρχισαν να καταλαμβάνονται από παράξενα σημεία τρέλλας και επακολούθησαν ανομολόγητες και αισχρές σκηνές». Πολλές φορές η Doreen θα ομολογήσει ότι σε αυτούς τους ναούς γινόντουσαν πάντοτε ομαδικά όργια κατά προτίμηση μεταξύ του ιδίου φύλου τα οποία συνοδεύονταν από πολύ ποτό και ναρκωτικά.
Οι σκηνές που περιγράφει η Doreen, καθώς και άλλοι οπαδοί του ναού, οι οποίοι αργότερα μπόρεσαν να ξεφύγουν από τα χέρια του εωσφόρου και διαδραματίστηκαν τη δεκαετία του 1950 και 1960, ήταν ήδη γνωστές σε κάποιους ιδιαίτερους κοσμικούς κύκλους νωρίτερα τον ίδιο αιώνα. Τέτοια γεγονότα περιγράφει και ένα μυθιστόρημα, όπως ονομάστηκε από τον δημιουργό του, τον Άρθουρ Σνίτσελ (Arthur Schnitzler), με το όνομα Traumnovelle (Ιστορία Ονείρου), το οποίο εκδόθηκε το 1926. Συνήθως οι δημιουργοί τέτοιων έργων εμπνέονταν από προσωπικές εμπειρίες που είχαν ζήσει και τους είχαν συγκλονίσει ανεπανόρθωτα στη ζωή.
Είναι γνωστό ότι το έργο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, του φημισμένου συγγραφέα Νικολάου Καζαντζάκη, το οποίο εκδόθηκε και αυτό ως μυθιστόρημα, βασιζόταν πάνω σε αληθινά γεγονότα που έζησε ο συγγραφέας στην περιοχή της Λακωνίας με τον φίλο και επιχειρηματικό του συνεργάτη Γεώργιο Ζορμπά.
Στο μυθιστόρημα Ιστορία Ονείρου βασίστηκε και η ταινία Μάτια Ερμητικά Κλειστά (Eyes Wide Shut) του 1999 από τον σκηνοθέτη, παραγωγό και σεναριογράφο Στάνλεϊ Κιούμπρικ (Stanley Kubrick). Στη συγκεκριμένη ταινία, σε μία ιδιαίτερη σκηνή, ο αρχηγός μιας αποκρυφιστικής τελετής που γίνεται σε μία μυστική έπαυλη και ο οποίος απαρτιζόταν από γυμνές ιερόδουλες γύρω του και την οποία παρακολουθούσαν εκατοντάδες μασκαρεμένοι θεατές, δίνει την άδεια και την ευλογία σε αυτές τις γυναίκες να επιλέξουν έναν άντρα η καθεμιά τους και να έρθουν σε σωματική επαφή μαζί του. Ο σκηνοθέτης βάζει τον πρωταγωνιστή του έργου Τομ Κρούζ (Tom Cruise) να κάνει ένα σύντομο πέρασμα μέσα από τα σαλόνια της μεγαλόπρεπης έπαυλης για να δείξει τα ακατανόμαστα όργια τα οποία λάμβαναν πράξη μεταξύ των μασκαρεμένων θεατών. Οι ίδιες τελετές και όργια γινόντουσαν και στον ναό του εωσφόρου που είχε ενταχθεί και η Doreen.
H Doreen καθιερώθηκε με όρκο ως η Μεγάλη Ιέρεια Διάνα. Αυτό έγινε επειδή, όπως ανέφερε ο αρχηγός, ήταν επιθυμία του ίδιου του εωσφόρου. Από τη θέση αυτή μπορούσε να χειρίζεται τα σκεύη του θυσιαστηρίου. Πολλές φορές ήρθε σε ψυχική έκσταση και πειραματίσθηκε προσωπικά τις εξωσωματικές εμπειρίες και καταστάσεις κατά τις οποίες μεταφερόταν εκτός σώματος. Ένιωθε τη παρουσία του εωσφόρου ακόμα και έξω από τον ναό. Κοιμόταν ελάχιστα και είχε υπερβατικές δυνάμεις και αντοχές. Κατά τη διάρκεια των διαφόρων τελετουργικών που γινόντουσαν στον ναό οι παρευρισκομένοι μπορούσαν να ακούουν τη φωνή και να τον βλέπουν. Τους παρακινούσε να πραγματοποιούν συνεχώς το κακό και να απολαμβάνουν τη νύχτα με ηδονές, επιθυμίες και ακατανόμαστα όργια. Η φωνή του, ομολογεί η Doreen ήταν φρικαλέα και αποτρόπαιη, γεμάτη μίσος και απειλητικότητα.
Λόγω της προσήλωσής της στον ρόλο που είχε αναλάβει της προτάθηκε να γίνει μάγισσα της μαύρης μαγείας. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι γενικά οι μάγοι και οι μάγισσες κάνουν ιεροτελεστίες στις οποίες κάθε φορά συμμετέχουν 13 μάγισσες. Για τις ιεροτελεστίες τους δεν χρειαζόταν ναός, μπορούσαν να πραγματοποιηθούν παντού, όπως ένα ερειπωμένο σπίτι, μία σπηλιά, ένα δάσος, κατά προτίμηση τα μεσάνυχτα, κάτω από το φως του φεγγαριού, παίρνοντας από τάφους νεκρά σώματα για να τα θυσιάσουν στον εωσφόρο. Καίνε τη Βίβλο και άλλα πατερικά συγγράματα, βεβηλώνουν εκκλησίες και πάντα αφήνουν πίσω τους το σύμβολο της μαγείας.
Στην ιεροτελεστία της καθιερώσεως που έγινε για λογαριασμό της, το γυμνό της σώμα αλείφθηκε με αίμα κατσίκας. Μετά ακολούθησαν σαδομαζοχιστικές καταστάσεις μεταξύ των παρευρισκομένων. Ως μάγισσα της μαύρης μαγείας είχε στη διάθεσή της μεγάλες δυνάμεις, όπως την ικανότητα να αιωρείται μέσα στο δωμάτιο χωρίς να στηρίζεται πουθενά ή να σκοτώνει, με εσωτερική προσταγή, πτηνά, καθώς πετούσαν μόλις τους άνοιγε την πόρτα του κλουβιού. Επίσης δεν είχε γλωσσικές δυσκολίες αφού μπορούσε να καταλαβαίνει όλες τις γλώσσες. Βέβαια καμμία πράξη όμως δεν γινόταν για να προωθήσει το καλό και την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Όπως η Doreen ομολογεί, μέσα σε μία εβδομάδα μαζευόταν πάνω της τόσο βάρος αμαρτίας, όσο ορισμένοι άνθρωποι συσσωρεύουν σ’ ολόκληρη τη ζωή τους. Το επόμενο και τελευταίο βήμα ήταν να προετοιμαστεί για να γίνει η βασίλισσα των μαγισσών της μαύρης μαγείας.
Μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή συγκεντρώθηκαν στο Dartmoor του Ηνωμένου Βασιλείου 1000 μάγισσες από όλα τα μέρη της Ευρώπης και ιδιαίτερα, την χώρα της, την Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Όλες ήρθαν με κομψές λιμουζίνες και έμεναν στα πιο ακριβά ξενοδοχεία. Εκτός από την ίδια θα διαγωνιζόντουσαν για τον τίτλο και άλλες έξι υποψήφιες. Αφού κατάφερε να σκοτώσει με εσωτερική προσταγή ένα πτηνό το οποίο άφησαν ελεύθερο από ένα κλουβί, στη συνέχεια κατάφερε να περάσει αλώβητη μέσα από μία τεράστια φωτιά ύψους δύο μέτρων. Στη αρχή του περάσματος τής εμφανίστηκε μία μεγάλη μαύρη μορφή. Έπιασε το χέρι του και πέρασε στην απέναντι πλευρά. Στο φόρεμα και στα μαλλιά της δεν υπήρχε ούτε μυρωδιά της φωτιάς. Όλες οι μάγισσες έπεσαν μπρούμυτα και άρχισαν να φωνάζουν: «Ζήτω η Διάνα, η βασίλισσα της μαύρης μαγείας». Ακολούθησαν άγρια και τρελλά όργια, χοροί με γυμνά σώματα, αισθησιακές διαστροφές, ναρκωτικά και οινοπνευματώδη ποτά.
Βήματα προς την ελευθερία
Μία μέρα, κατά τη διάρκεια μίας ιεροτελεστίας, κυριεύτηκε από φόβο και γέμισε από αβεβαιότητα. Μέσα στην τρομερή σύγχυση ένιωσε πως ήταν αιχμάλωτη μέσα σ’ ένα τρομερό τούνελ. Ξεκίνησε διστακτικά να επισκέπτεται κάποιες εκκλησίες, ένα κατάλοιπο που της είχε μείνει από το Κυριακό σχολείο, κάτι το οποίο απαγορευόταν αυστηρά για τους λατρευτές του ναού του εωσφόρου. Σε κάποια θρησκευτική σύναξη κατάλαβε ότι κανένας δεν την αγαπούσε πραγματικά, ούτε οι άνδρες-πελάτες που έβρισκε ως ιερόδουλη, ούτε οι λατρευτές του ναού ή οι μάγισσες. Σε μία περίπτωση ένιωσε τέτοιο αφόρητο βάρος μέσα της που σηκώθηκε από την καρέκλα της, μέσα σε ένα μεγάλο ακροατήριο και φώναξε «είμαι αλυσοδεμένη». Ο μεγάλος αγώνας με τις δυνάμεις του σκότους μόλις είχε ξεκινήσει και δεν θα ήταν εύκολος. Σε πολλές συνάξεις έχανε τον έλεγχο και έσκιζε τα εκκλησιαστικά βιβλία, χτυπούσε τους διακόνους, έπεφτε στο πάτωμα και ούρλιαζε ενώ πραγματοποιούσε και άλλες σημαντικές φθορές στα εκκλησιαστικά αντικείμενα.
Σε μία αφελή κίνηση πήγε στις μάγισσες και τους ομολόγησε ότι δεν θα συνέχιζε με τη μαγεία. Η άμεση αντίδραση ήταν να την κακοποιήσουν τόσο πολύ ώστε να μείνει αναίσθητη. Στη συνέχεια την πήγαν σε ένα ερημικό μέρος και την άφησαν, νομίζοντας ότι είχε πεθάνει. Κάποιος περαστικός την είδε, ειδοποίησε το ασθενοφόρο και την πήγαν στο νοσοκομείο, στο οποίο νοσηλεύτηκε για πολλές μέρες. Νοσηλεύτηκε και σε ψυχιατρική κλινική στην οποία υποβαλόταν σε ηλεκτροσόκ επειδή με αυτόν τον τρόπο νόμιζαν ότι θα τις βγάλουν τα δαιμόνια που είχε μέσα της.
Με τη βοήθεια πολλών εναρέτων χριστιανών κληρικών αλλά και απλών ανθρώπων που ενδιαφέρθηκαν για αυτήν από ανιδιοτελή αγάπη κατάφερε σταδιακά να απομακρυνθεί από τη μαγεία, την πορνεία και τα ναρκωτικά. Εντάχθηκε σε χριστιανικές ομάδες οι οποίες προσπαθούσαν να φέρουν στον ίσιο δρόμο αρκετές πόρνες και ναρκομανείς. Βγήκε πάλι στους δρόμους όμως αυτή τη φορά για να πει στις ιερόδουλες ότι δεν είναι πια μόνες και να εγκαταλείψουν αυτόν τον τρόπο ζωής. Έδωσε πολλές διαλέξεις για την περιπέτειά της, τόσο σε ενοριακά κέντρα σε όλη τη χώρα της αλλά και στην τηλεόραση. Έγραψε πολλά βιβλία που εξιστορούσαν την πολυτάραχη ζωή της. Αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε πέντε παιδιά. Αποβίωσε σε ηλικία 87 ετών στο Billingham.
Χρήστος Νικολόπουλος
Θεολόγος - Βυζαντινολόγος