«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Περπατοῦσε κάποτε ὁ άββάς Μακάριος στήν έρημο, όταν τόν άκολούθησε Άγγελος Κυρίου καί είπε στόν Γέροντα:
Εύλόγησον, Πάτερ Άγιε.
Ό άββάς σκέφθηκε ότι μπορεί νά είναι κάποιος άσκητής τῆς ἐρήμου καί ἀφοῦ στράφηκε πρός τό μέρος του μίλησε:
Ό Θεός νά σέ συγχωρήση, παιδί μου. Περπάτησαν λοιπόν μαζί κάποιο διάστημα καί ἀφοῦ πρόσεξε τήν έμφάνισι καί τό σχήμα αυτού, είπε:
Σέ βλέπω, παιδί μου, καί θαυμάζω. Τί είναι αύτή ή θαυμάσια έμφάνισι καί ἡ ομορφιά τής μορφής σου; Διότι δέν έχω δει ώς τώρα τέτοια ομορφιά σέ άνθρωπο. Καί σκέφτομαι, μήπως δέν είσαι άνθρωπος καί γι' αύτό σέ ορκίζω στόν Θεό τού ουρανού, πές μου τήν άλήθεια.
Τότε ὁ Αγγελος έκανε μετάνοια στόν Γέροντα λέγοντας:
Εύλογησον, Πάτερ. Έγώ, καθώς βλέπεις, δέν είμαι άνθρωπος άλλά Αγγελος καί ήλθα νά σοῦ διδάξω μυστήρια πού δέν γνωρίζεις καί ἐπιθυμεῖς νά μάθης. Έρώτησέ με λοιπόν, ό,τι θέλεις, καί έγώ θά σού άποκριθώ.
Εκανε καί ό Γέροντας μετάνοια στόν Αγγελο καί είπε:
Σ' εύχαριστώ, Κύριε, διότι μοῦ έστειλες οδηγό, νά μέ διδάξη, όσα δέν γνωρίζω καί όσα άπόκρυφα καί άρρητα μυστήρια επιθυμώ νά μάθω.
Αποκρίθηκε πάλι ὁ Αγγελος: Ερώτησε λοιπόν, Πάτερ Αγιε. Καί λέγει μέ τήν σειρά του ὁ Αββάς:
Πές μου, Άγιε Άγγελε, έάν γνωρίζονται μεταξύ τους οί άνθρωποι στόν αιώνιο έκείνο κόσμο, όταν φύγουν άπ' αύτόν.
Καί ό Άγγελος είπε: Άκουσε, Πάτερ Άγιε. Όπως σ' αύτόν έδώ τόν κόσμο οί άνθρωποι κοιμούνται άπό τό βράδυ ώς τό πρωΐ καί τήν άλλη ήμέρα σηκώνονται καί τούς χθεσινούς άνθρώπους, πού ήξεραν τούς γνωρίζουν καί τούς χαιρετούν καί συνομιλούν καί πολλές φορές κάθονται καί διασκεδάζουν μαζί καί ἐρωτᾶ ό ένας τόν άλλον, έτσι γίνεται καί σ' εκείνο τόν κόσμο. Ό ένας γνωρίζει τόν άλλον καί συνευφραίνεται καί συνομιλεί. Όπως άκριβώς πηγαίνει κανείς στήν άγορά καί ἐκεῖ βλέπει πλουσίους καί πτωχούς καί έρωτα ποιός είναι αύτός καί ποιός είναι ἐκεῖνος καί ρωτώντας μαθαίνει καί αύτούς, πού δέν γνώρισε ποτέ, έτσι γίνεται καί ἐκεῖ. Αύτό βέβαια γίνεται μέ τούς δικαίους. Οί άμαρτωλοί όμως καί αύτό τό πράγμα τό στερούνται.
Λέγει τότε ό Γέροντας: Πές μου καί τούτο σέ παρακαλώ. Μετά τόν χωρισμό τής ψυχής άπό τό σώμα τί γίνεται; Καί γιατί τελούνται τά μνημόσυνα τών νεκρών;
Άποκρινόμενος ό Αγγελος είπε: Ακουσε, Πάτερ "Αγιε. Μετά τόν χωρισμό τής ψυχής άπό τό σώμα, παίρνουν τήν ψυχή οί Άγιοι Άγγελοι καί αύτό γίνεται μετά τήν τρίτη ήμέρα καί άνέρχονται στόν ούρανό γιά νά προσκυνήση τόν Κύριό μας Ίησούν Χριστόν. Άπό τήν γή μέχρι τόν ούρανό υπάρχει μία μεγάλη σκάλα καί σέ κάθε μονοπάτι βρίσκεται ένα τάγμα δαιμόνων, πού λέγονται τελώνια καί συναντούν τήν ψυχή τά πονηρά πνεύματα καί φέρνουν τά χειρόγραφά της (τόν κατάλογο τών πράξεών της) καί τά δείχνουν αύτά στούς άγγέλους λέγοντας: «Τήν τάδε ήμέρα καί στίς τόσες τοῦ μηνός αύτή ἡ ψυχή έπραξε αύτό τό έργο. Ἤ έκλεψε ἤ έπόρνευσε ἤ έμοίχευσε ἤ έμαλακίσθηκε ἤ είπε ψέμματα ἤ συμβούλευσε άνθρωπο σέ κακό έργο καί κάθε τι κακό έργο έπραξε, όλα τά δείχνουν στούς άγγέλους. Τότε καί οι Άγγελοι φανερώνουν, έάν έκανε κάποιο καλό έργο ἡ ψυχή έκείνη ἤ έλεημοσύνη ἤ προσευχή ἤ λειτουργίες ἤ νηστείες ἤ ό,τι άλλο καλό έπραξε.
Καί ζυγίζουν τά έργα οί Άγγελοι καί οί δαίμονες. Καί άν βρεθή κάποιο καλό περισσότερο άπό τίς άμαρτίες, άρπάζουν τήν ψυχή οί Άγγελοι καί άνεβαίνουν στό έπόμενο σκαλοπάτι. Καί τρίζουν τά δόντια τους οί δαίμονες σάν άγρια σκυλιά καί βιάζονται ν' άρπάξουν τήν άθλια έκείνη ψυχή άπό τά χέρια τών Αγγέλων. Μαζεύεται καί φοβάται ή ψυχή καί προσπαθή νά κρυφθή στήν άγκαλιά τών Αγγέλων. Καί γίνεται μεγάλη λογομαχία καί φασαρία μέχρι νά ελευθερώσουν τήν δύστυχη έκείνη ψυχή άπό τά χέρια αύτών τών δαιμόνων.
Καί πάλι άνεβαίνουν σέ άλλο σκαλοπάτι καί ἐκεῖ βρίσκουν άλλο τελώνιο άκόμα πιό άγριο καί πιό δυνατό. Καί έδώ γίνεται πάλι μεγάλη άντάρα καί διαμάχη άπερί γραπτή, ποιός θά πάρη τήν ταλαίπωρη εκείνη ψυχή. Καί οί δαίμονες κραυγάζοντας ελέγχουν τήν ταλαίπωρη ψυχή καί τήν τρομοκρατούν λέγοντας: «Που προχωράς; Εσύ δέν είσαι πού έπόρνευσες καί κατεμόλυνες τό Αγιο Βάπτισμα; Έσύ δέν είσαι, πού έμόλυνες τό Αγγελικό Σχήμα; Πού πηγαίνεις τώρα; Γύρισε πίσω. Γύρισε κάτω στόν σκοτεινό άδη. Γύρισε στό έξώτερο πῦρ. Γύρισε στόν ακοίμητο σκώληκα». Τότε, άν είναι καταδικασμένη ἡ ψυχή έκείνη, τήν παίρνουν πίσω οί δαίμονες καί τήν πηγαίνουν κάτω άπό τήν γή, σέ τόπο σκοτεινό καί οδυνηρό καί άλλοίμονο στήν ψυχή έκείνη. Άλλοίμονο στήν ώρα πού γεννήθηκε ό άνθρωπος αύτός. Καί ποιός θά διηγηθή, Πάτερ Άγιε, τί ύποφέρουν οί καταδικασμένες ψυχές σ' έκείνο τόν τόπο; Έάν πάλι ή ψυχή βρεθή καθαρή καί άναμάρτητη, άνεβαίνει μέ τέτοια χαρά στόν ούρανό καί τήν συναπαντούν οί Άγγελοι μέ λαμπάδες καί θυμιάματα καί τήν χαιρετίζουν. Υστερα πηγαίνουν στόν Δεσποτικό θρόνο καί προσκυνεί τόν Κύριο καί Θεό μας Ίησούν Χριστόν, καί τότε βλέπει τούς χορούς τών Άγίων Αποστόλων, τών Άγίων Μαρτύρων, τών Άγίων Πατέρων, τών έννέα ταγμάτων τών Άγίων Αγγέλων, τήν λαμπρότητα έκείνη τήν άρρητη καί άκούει τήν αγγελική μελωδία καί τήν ομορφιά τήν άπερίγραπτη.
Ερώτησε ό άββάς Μακάριος καί γιά τά μνημόσυνα, πώς καί γιατί γίνονται. Καί ό Άγγελος άποκρίθηκε: Άκουσε λοιπόν, Πάτερ Άγιε. Τά τρίτα (τρίτη ήμέρα μετά τήν κοίμησι) γίνονται έπειδή, καθώς είπαμε, μέχρι τήν τρίτη ήμέρα ή ψυχή δέν άνεβαίνει γιά προσκύνησι γι' αύτό καί γίνονται τά μνημόσυνα σάν μία δωρεά πού στέλλεται στόν Κύριο ύπέρ τής ψυχής εκείνης. Καί μετά τήν προσκύνησι έπιστρέφουν οί άγγελοι τήν ψυχή στόν γήϊνο κόσμο καί δείχνουν σ' αύτήν τούς τόπους, όπου έπέρασε τήν έδώ ζωή της καί τής ξαναθυμίζουν τίς πράξεις της καί τίς καλές καί τίς κακές λέγοντας: «Έδώ έκλεψες, ἐκεῖ έπόρνευσες, έδώ κατέκρινες, ἐκεῖ έμαλακίσθηκες, έδώ έφόνευσες, ἐκεῖ έπιώρκησας. Έδώ αδίκησες, ἐκεῖ έβλασφήμησες. Έδώ έτόκισες χρήματα, ἐκεῖ έμέθυσες, έδώ έκαυγάδισες, ἐκεῖ έσκανδάλισες». Υστερα πάλι τά άγαθά: «Έδώ έδωσες έλεημοσύνη, ἐκεῖ ένήστευσες. Έδώ μετανόησες, ἐκεῖ λειτουργίες έκανες. Έδώ Παράκλησι καί άγρυπνίες. Έδώ προσευχή καί γονυκλισίες. Ἐκεῖ ορθοστασία καί εγκράτεια». Καί έτσι συνεχίζουν νά κάνουν μέχρι τήν ενάτη ήμέρα. Τήν ενάτη ήμέρα άνέρχονται πάλι στόν ούρανό γιά προσκύνηση όπως καί κατά τήν τρίτη ήμέρα. Τά δέ μνημόσυνα πού γίνονται γιά τά ένιάμερα άναπέμπονται στόν Θεό, σάν ύπόμνησι γιά τήν ψυχή αύτή, νά τήν δεχθή μέ ίλαστι κό βλέμμα. Γι' αύτόν τόν λόγο έχει ϊσως γράψει ότι «έχει τινά πρός ώφέλειαν», έπειδή ωφελούν πολύ τήν ψυχή οί έλεημοσύνες καί οί λειτουργίες καί τά μνημόσυνα. Γιατί μπορούν αύτά νά βγάλουν ψυχή άπό τήν κόλασι.
Μετά τήν δεύτερη προσκύνησι, φέρνουν πάλι οί Αγγελοι τήν ψυχή στόν ουράνιο κόσμο. Καί τής δείχνουν τόν Παράδεισο, τόν τόπο τοῦ Ελέους, τόν κόλπο τοῦ Αβραάμ, τά σκηνώματα καί τίς άναπαύσεις τών δικαίων. Καί όταν δή τήν χαρά έκείνη τήν άφατη, παρηγοριέται καί χαίρεται καί παρακαλεί τούς Αγγέλους, νά έγκατα σταθή καί ή ψυχή ἐκεῖ μαζί μέ τούς δικαίους. Επειτα τής δείχνουν καί τήν κόλασι τών άμαρτωλών, λέγοντας: «Αύτός είναι ό πύρινος ποταμός, αύτός είναι ό σκώληκας ό άκοίμητος, αύτό είναι τό σκοτάδι τό εξώτερο καί αύτό τό έσώτερο, αύτός είναι ό βρυχμός τών οδόντων καί στήν συνέχεια όλα τά βασανιστήρια τών άμαρτωλών. Δέν ύπάρχει, Πάτερ Άγιε, άλλο χειρότερο καί φο βερώτερο μαρτύριο, όσον τοῦ πόρνου καί τοῦ κλέφτη. Ιδιαιτέρως μάλιστα τοῦ πόρνου μοναχού καί τής μοναχής, τοΰ πόρνου ιερέως καί τής πρεσβυτέρας.
Όταν τελείωση αύτή ή θεώρησις, ή ψυχή οδηγείται πάλι τήν τεσσαρακοστή ήμέρα γιά προσκύνησι καί γι' αύτόν τόν λόγο γίνονται τά μνημόσυνα τών νεκρών, έπειδή ή ψυχή τήν 40ην ήμέρα πρόκειται νά λάβη τήν άπόφαση καί νά άπέλθη, όπου θέλει ό φιλάνθρωπος Θεός, κατά τά έργα της πού έπραξε στόν κόσμον αύτόν καί άποκαθίσταται ή ψυχή, ἐκεῖ πού θέλει ό Κύριος, έως τήν ήμέρα τής άναστάσεως, γιά νά άναστηθή καί τό σώμα καί νά άπολαύση κατά τά έργα του.
Τότε, άφού άναστέναξε καί έδάκρυσε πικρά ό Γέροντας, είπε:
Άλλοίμονο τήν ήμέρα έκείνη πού γεννήθηκε ό άνθρωπος αύτός!
Του λέγει τότε ό Άγγελος: Ναί, τίμιε Γέροντα, αύτό ισχύει γιά τόν άμαρτωλό. Γιά τόν δίκαιο όμως πρέπει νά πούμε «Μακαρία ή ήμέρα καί ή ώρα όπου γεννήθηκε».
Ξαναρώτησε πάλι ό Γέροντας: Σέ παρακαλώ πές μου καί τούτο τό πράγμα. Εχει καμμιά άνεσι ό αμαρτωλός ή τέλος ό βασανισμός του;
Καί ό άγγελος άποκρίθηκε: "Οχι, Πάτερ Άγιε, ούτε ή βασιλεία τών δικαίων έχει τέλος, ούτε ή κόλασις τών άμαρτωλών. Έάν έπαιρνε κανείς κάθε χίλια χρόνια, ένα κόκκο τής άμμου άπό τήν θάλασσα καί νά τόν μετέθετε, θά είχε τήν ελπίδα κάποτε νά τελειώση. Ή κόλασι όμως τών άμαρτωλών δέν έχει τέλος.
Μίλησε ξανά ό Γέροντας: Παρακαλώ, πές μου καί τούτο: Ποιοι Άγιοι είναι πιό εύσπλαχνικοί γιά τόν άνθρωπο γιά νά τούς παρακαλή ό ταλαίπωρος άνθρωπος νά πρεσβεύουν υπέρ αύτοϋ;
Άποκρίθηκε τότε ό Άγγελος καί είπε: Όλοι οί Άγιοι είναι εύσπλαχνικοί γιά σάς τούς άνθρώπους καί έχουν καλή προαίρεσι. Έσεΐς όμως οί άνθρωποι είσθε ά γνώμονες καί αχάριστοι καί τούς κάνετε νά οργίζονται εναντίον σας. Άλλά καί οί Άγιοι Άγγελοι έχουν πολλή ν εύσπλαχνίαν γιά τούς άνθρώπους. Γιατί έχουν ιδή καί αύτοί τά παράδοξα έργα τοΰ Θεού, πού έγιναν χάριν τής σωτηρίας τών άνθρώπων. Εκτός όμως άπό τούς Αγίους καί τούς Αγγέλους, ή Κυρία μας καί Δέσποινα Θεοτόκος, φροντίζει πλέον γιά τήν σωτηρία τών άνθρώπων. "Επρεπε, Πάτερ, Άγιε, ό κάθε άνθρωπος νά έχη ά νεξάλειπτο τό όνομά Της στό στόμα του καί νά τήν δο ξολογή. Άλλά ό διάβολος τόν έξαπάτησε καί τόν έκανε νά γίνη άχάριστος. Διότι χάρι στήν δική Της πρεσβεία καί ικεσία Της στέκει μέχρι σήμερα ό κόσμος. Κατε φρόνησαν οί άνθρωποι τόν Θεόν καί τούς Αγίους, κατε φρόνησε αύτούς καί ό Θεός καί οί Άγιοι.
Ξαναρώτησε ό Γέροντας: Πές μου, Άγιε Άγγελε, ποιό είναι τό μεγαλύτερο άμάρτημα άνάμεσα σέ όλες τίς άμαρτίες;
Καί ό Άγγελος άποκρινόμενος είπε: Κάθε άμαρτία, Τίμιε Γέροντα, χωρίζει τόν άνθρωπο άπό τόν Θεό. Ή μνησικακία όμως καί ή βλασφημία είναι πάνω άπ' όλες τίς άμαρτίες. Γιατί αύτές οί δύο μονάχα είναι ικανές νά κατεβάσουν τόν άνθρωπο στόν βυθό τοΰ Άδη, στά καταχθόνια τής γής καί τής θάλασσας.
Καί πάλι ό Γέροντας είπε: Ποιά άμαρτία μισεί ό Θεός περισσότερο άπό όλες τίς άλλες;
Ό Άγγελος απάντησε: Τήν κενοδοξία. Αύτή μόνη της κατέστρεψε όλο τόν κόσμο. Διότι μέ αύτήν ό πρωτόπλαστος Αδάμ έξωρίστηκε άπό τόν παράδεισον. Μέ αύτήν ό πρωτοστάτης τών δαιμόνων (ό Εωσφόρος) χάθηκε. Μέ αύτήν ό φαρισαίος έχασε τούς κόπους του. Διότι ό άνθρωπος έάν πέση σέ τέτοιο πάθος, είναι δύσκολο νά σηκωθή.
Ξαναμίλησε ό Γέροντας: Ποιοί άνθρωποι βασανίζονται περισσότερο άπό τούς άλλους;
Καί ό "Αγγελος είπε: Σου είπα ό πόρνος και ό βλάσφημος. Αλλά σου λέγω και τοΰτο: κάτω άπ' όλες τίς κολάσεις, υπάρχει μιά άλλη κόλασι φοβερή καί άνελέη τη καί ονομάζεται άφάνεια. Έκεΐ τιμωρούνται οί ιερείς οί πόρνοι καί οί μοναχοί καί οί μοναχές πού πορνεύουν. Γι' αύτό, Τίμιε Γέροντα, τό τάγμα τών άγγέλων πού έπεσε, θά άνακαινισθή άπό τούς καλούς ιερείς καί μοναχούς καί θά ύψωθή σέ μεγάλη τιμή. Οί πονηροί λοιπόν καί κακοί μοναχοί αποστέλλονται σέ μεγάλη τιμωρία καί άτιμία, καθώς καί οί ιερείς πού παραβαίνουν τούς θείους νόμους. Καί οί δωροδοκούμενοι γιά νά δεχθούν παρανόμους καί όσοι καταφρονούν τήν άκολουθία τους (τά λειτουργικά τους καθήκοντα) γιά χάρι κοσμικών καί βιοτικών φροντίδων, έάτω καί γιά μιά μόνο λειτουργία, θά δώσουν λόγο στόν Θεό. Όσο γιά τούς ιερείς πού μεθάνε, τί νά ειπώ καί τί νά λαλήσω; Άλλοίμονο σ' αύτούς γιατί τούς περιμένει φοβερή τιμωρία.
Τότε λέγει ό Γέροντας: Πές μου καί τοΰτο, παρακαλώ. Όσοι καταφρονοΰν τήν αγία ήμέρα τής Κυριακής, έχουν έκεΐ καμμία άνεσι;
Καί άποκρινόμενος ό Άγγελος είπε: Άλλοίμονο σ' αύτούς, Γέροντα, διότι τούς περιμένει φρικτή τιμωρία. Όποιος περιφρονεί τήν άγια Κυριακή, τόν Κύριο καταφρονεί καί ό Κύριος καταφρονεί αύτόν. Διότι ή Κυριακή ήμέρα είναι ό Κύριος καί όποιος τήν τιμά, τιμά τόν Κύριο. Όποιος πάλι τιμά τήν μνήμη τών Άγίων καί εορτάζει τίς μνήμες τών Άγίων, βοηθείται άπ' αύτούς, διότι έχουν μεγάλη παρρησία στόν Θεό και άν ζητήσουν κάτι τούς τό δίνει ό Κύριος. Οί άνθρωποι όμως έχουν άπο διώξει τόν φόβο τοΰ Θεοΰ άπό μέσα τους καί οϋτε τόν Θεό έχουν φίλο, ούτε κάποιον άπό τούς Αγίους, άλλά έχουν προσκολληθή μόνο στά βιοτικά καί τά κοσμικά πράγματα πού φθείρονται καί χάνονται καί άλλοίμονο σ' αύτούς. Γνώριζε, Τίμιε Γέροντα, δτι κάθε άνθρωπος ή ιερέας ή μοναχός ή κοσμικός ή ιδιώτης πού δέν τιμα τήν άγία Κυριακή, Θεού πρόσωπο δέν βλέπει, ούτε έχει ελπίδα σωτηρίας.
Τώρα λοιπόν, Τίμιε Γέροντα, έάν θέλεις κάτι ρώτη σέ με, διότι είναι ώρα νά πορευθώ στόν ούρανό καί νά παρουσιασθώ στόν Κύριό μου πρός δοξολογίαν. Τότε ό Γέροντας, άφού άναστέναξε καί έδάκρυσε πικρά, είπε:
Άλλοίμονο σ' εμάς. Νά ό καλός δούλος τού Κυρίου μου, ένώ είναι άγγελος άϋλος καί άναμάρτητος, βιάζεται νά πάη καί νά δοξολογήση τόν Κύριο. Αντίθετα έμεΐς οί υλικοί καί άμαρτωλοί δέν φροντίζουμε, άλλά καταφρονούμε τήν σωτηρία μας.
Καί ξαναρώτησε τόν Άγγελο: Σέ παρακαλώ, πές μου, ποιά προσευχή ταιριάζει στόν μοναχό;
Εκείνος άποκρίθηκε: Έάν ό άνθρωπος είναι εγγράμματος οί ψαλμοί τοΰ Δαβίδ. Έάν όχι τότε τό «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με τόν άμαρτωλόν». Αύτή ή προσευχή είναι ή πιό δυνατή καί ή πιό εύκολη διότι πολλοί εγγράμματοι τά έγκατέλειψαν όλα καί κράτησαν αύτή τήν προσευχή καί σώθηκαν. Διότι αύτή τήν προσευχή μποροΰν νά τήν κρατήσουν καί νά τήν λέγουν καί νέοι καί γέροντες καί άνδρες καί γυναίκες καί μοναχοί καί μοναχές καί μορφωμένοι καί αμόρφωτοι καί έμπειροι καί άπειροι. Όποιος θέλει νά σωθή, άς τήν κρατά τήν προσευχή αύτή ήμέρα καί νύκτα, στό κελλί καί στόν δρόμο καί όταν στέκεται καί όταν κάθεται. Καί όταν περπατά καί όταν εργάζεται αύτή τήν προσευχή νά κρατά μέ προθυμία καί πόθο, διότι είναι ικανή νά βοη θήση όποιον θέλει νά σωθή.
Είπε πάλι ό Γέροντας:
Επειδή ήλθες νά μέ διδάξης τόν άμαρτωλό, σέ παρακαλώ πές μου καί τούτο: έάν βρεθή κάποιος άνθρωπος, πού είναι άμαρτωλός καί διδάξη άλλον καί τόν βγά χη άπό άμαρτίες καί τοΰ δείξει τόν καλό δρόμο, έχει καμμιά άμοιβή;
Καί ό άγγελος απάντησε: Όποιος διδάξη άλλον καί τόν βγάλη άπό άμαρτίες καί τοΰ δείξει τόν καλόν δρόμο, έσωσε τόν έαυτό του καί τήν ψυχή τοΰ άλλου τήν έβγαλε άπό τήν κόλασι. "Ετσι καί όποιος συμβουλεύει κάποιον στό κακό, δέν καταστρέφει μονάχα τόν άλλον, άλλά καί τήν δική του ψυχή παραδίνει στόν διάβολο. Δέν υπάρχει λοιπόν χειρότερη άμαρτία, όσο τό νά συμβου λεύη κανείς άνθρωπο σέ κακό έργο, όπως έπίσης άγαθή πράξις, όσο τό νά συμβουλεύη κανείς σέ καλό έργο.
Όταν τελείωσε αύτά τά λόγια ό "Αγγελος καί έσκυψε τό κεφάλι πρός τόν Γέροντα, τοΰ είπε:
Εύλογη σον, Πάτερ Άγιε καί συγχώρησέ με. Τότε ό Γέροντας έπεσε καί προσκύνησε τόν Άγγελο λέγοντας: Πήγαινε μέ ειρήνη, παρουσιάσου στήν Αγία Τριάδα καί πρέσβευε γιά μένα.
Καί άφοΰ έφυγε ό Άγγελος καί άνεχώρησε στόν ούρανό, ό Αββάς Μακάριος εύχαρίστησε τόν Θεό καί πήγε στό κελλί του, όπου διηγήθηκε όλα αύτά σέ κάποιο πιστόν άδελφό καί συνασκητή του, δοξάζοντας καί εύλογώντας τόν Θεό στούς αιώνες. Αμήν.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου