Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Περπατοῦσε κάποτε ὁ άββάς Μακάριος στήν έρημο, όταν τόν άκολούθησε Άγγελος Κυρίου καί είπε στόν Γέροντα:

Εύλόγησον, Πάτερ Άγιε.

Ό άββάς σκέφθηκε ότι μπορεί νά είναι κάποιος άσκητής τῆς ἐρήμου καί ἀφοῦ στράφηκε πρός τό μέρος του μίλησε:

Ό Θεός νά σέ συγχωρήση, παιδί μου. Περπάτησαν λοιπόν μαζί κάποιο διάστημα καί ἀφοῦ πρόσεξε τήν έμφάνισι καί τό σχήμα αυτού, είπε:

Σέ βλέπω, παιδί μου, καί θαυμάζω. Τί είναι αύτή ή θαυμάσια έμφάνισι καί ἡ ομορφιά τής μορφής σου; Διό­τι δέν έχω δει ώς τώρα τέτοια ομορφιά σέ άνθρωπο. Καί σκέφτομαι, μήπως δέν είσαι άνθρωπος καί γι' αύτό σέ ορκίζω στόν Θεό τού ουρανού, πές μου τήν άλήθεια.

Τότε ὁ Αγγελος έκανε μετάνοια στόν Γέροντα λέγο­ντας:

Εύλογησον, Πάτερ. Έγώ, καθώς βλέπεις, δέν είμαι άνθρωπος άλλά Αγγελος καί ήλθα νά σοῦ διδάξω μυ­στήρια πού δέν γνωρίζεις καί ἐπιθυμεῖς νά μάθης. Έρώτησέ με λοιπόν, ό,τι θέλεις, καί έγώ θά σού άποκριθώ.

Εκανε καί ό Γέροντας μετάνοια στόν Αγγελο καί είπε:

Σ' εύχαριστώ, Κύριε, διότι μοῦ έστειλες οδηγό, νά μέ διδάξη, όσα δέν γνωρίζω καί όσα άπόκρυφα καί άρ­ρητα μυστήρια επιθυμώ νά μάθω.

Αποκρίθηκε πάλι ὁ Αγγελος: Ερώτησε λοιπόν, Πά­τερ Αγιε. Καί λέγει μέ τήν σειρά του ὁ Αββάς:

Πές μου, Άγιε Άγγελε, έάν γνωρίζονται μεταξύ τους οί άνθρωποι στόν αιώνιο έκείνο κόσμο, όταν φύ­γουν άπ' αύτόν.

Καί ό Άγγελος είπε: Άκουσε, Πάτερ Άγιε. Όπως σ' αύτόν έδώ τόν κόσμο οί άνθρωποι κοιμούνται άπό τό βράδυ ώς τό πρωΐ καί τήν άλλη ήμέρα σηκώνονται καί τούς χθεσινούς άνθρώπους, πού ήξεραν τούς γνωρίζουν καί τούς χαιρετούν καί συνομιλούν καί πολλές φορές κάθονται καί διασκεδάζουν μαζί καί ἐρωτᾶ ό ένας τόν άλλον, έτσι γίνεται καί σ' εκείνο τόν κόσμο. Ό ένας γνωρίζει τόν άλλον καί συνευφραίνεται καί συνομιλεί. Όπως άκριβώς πηγαίνει κανείς στήν άγορά καί ἐκεῖ βλέπει πλουσίους καί πτωχούς καί έρωτα ποιός είναι αύ­τός καί ποιός είναι ἐκεῖνος καί ρωτώντας μαθαίνει καί αύτούς, πού δέν γνώρισε ποτέ, έτσι γίνεται καί ἐκεῖ. Αύ­τό βέβαια γίνεται μέ τούς δικαίους. Οί άμαρτωλοί όμως καί αύτό τό πράγμα τό στερούνται.

Λέγει τότε ό Γέροντας: Πές μου καί τούτο σέ παρα­καλώ. Μετά τόν χωρισμό τής ψυχής άπό τό σώμα τί γί­νεται; Καί γιατί τελούνται τά μνημόσυνα τών νεκρών;

 Άποκρινόμενος ό Αγγελος είπε: Ακουσε, Πάτερ "Αγιε. Μετά τόν χωρισμό τής ψυχής άπό τό σώμα, παίρ­νουν τήν ψυχή οί Άγιοι Άγγελοι καί αύτό γίνεται μετά τήν τρίτη ήμέρα καί άνέρχονται στόν ούρανό γιά νά προσκυνήση τόν Κύριό μας Ίησούν Χριστόν. Άπό τήν γή μέχρι τόν ούρανό υπάρχει μία μεγάλη σκάλα καί σέ κάθε μονοπάτι βρίσκεται ένα τάγμα δαιμόνων, πού λέγο­νται τελώνια καί συναντούν τήν ψυχή τά πονηρά πνεύ­ματα καί φέρνουν τά χειρόγραφά της (τόν κατάλογο τών πράξεών της) καί τά δείχνουν αύτά στούς άγγέλους λέ­γοντας: «Τήν τάδε ήμέρα καί στίς τόσες τοῦ μηνός αύτή ἡ ψυχή έπραξε αύτό τό έργο. Ἤ έκλεψε ἤ έπόρνευσε ἤ έμοίχευσε ἤ έμαλακίσθηκε ἤ είπε ψέμματα ἤ συμβούλευ­σε άνθρωπο σέ κακό έργο καί κάθε τι κακό έργο έπραξε, όλα τά δείχνουν στούς άγγέλους. Τότε καί οι Άγγελοι φανερώνουν, έάν έκανε κάποιο καλό έργο ἡ ψυχή έκεί­νη ἤ έλεημοσύνη ἤ προσευχή ἤ λειτουργίες ἤ νηστείες ἤ ό,τι άλλο καλό έπραξε.

Καί ζυγίζουν τά έργα οί Άγγελοι καί οί δαίμονες. Καί άν βρεθή κάποιο καλό περισσότερο άπό τίς άμαρ­τίες, άρπάζουν τήν ψυχή οί Άγγελοι καί άνεβαίνουν στό έπόμενο σκαλοπάτι. Καί τρίζουν τά δόντια τους οί δαίμονες σάν άγρια σκυλιά καί βιάζονται ν' άρπάξουν τήν άθλια έκείνη ψυχή άπό τά χέρια τών Αγγέλων. Μα­ζεύεται καί φοβάται ή ψυχή καί προσπαθή νά κρυφθή στήν άγκαλιά τών Αγγέλων. Καί γίνεται μεγάλη λογομαχία καί φασαρία μέχρι νά ελευθερώσουν τήν δύστυχη έκείνη ψυχή άπό τά χέρια αύτών τών δαιμόνων.

Καί πάλι άνεβαίνουν σέ άλλο σκαλοπάτι καί ἐκεῖ βρίσκουν άλλο τελώνιο άκόμα πιό άγριο καί πιό δυνατό. Καί έδώ γίνεται πάλι μεγάλη άντάρα καί διαμάχη άπερί γραπτή, ποιός θά πάρη τήν ταλαίπωρη εκείνη ψυχή. Καί οί δαίμονες κραυγάζοντας ελέγχουν τήν ταλαίπωρη ψυ­χή καί τήν τρομοκρατούν λέγοντας: «Που προχωράς; Ε­σύ δέν είσαι πού έπόρνευσες καί κατεμόλυνες τό Αγιο Βάπτισμα; Έσύ δέν είσαι, πού έμόλυνες τό Αγγελικό Σχήμα; Πού πηγαίνεις τώρα; Γύρισε πίσω. Γύρισε κάτω στόν σκοτεινό άδη. Γύρισε στό έξώτερο πῦρ. Γύρισε στόν ακοίμητο σκώληκα». Τότε, άν είναι καταδικασμέ­νη ἡ ψυχή έκείνη, τήν παίρνουν πίσω οί δαίμονες καί τήν πηγαίνουν κάτω άπό τήν γή, σέ τόπο σκοτεινό καί οδυνηρό καί άλλοίμονο στήν ψυχή έκείνη. Άλλοίμονο στήν ώρα πού γεννήθηκε ό άνθρωπος αύτός. Καί ποιός θά διηγηθή, Πάτερ Άγιε, τί ύποφέρουν οί καταδικασμέ­νες ψυχές σ' έκείνο τόν τόπο; Έάν πάλι ή ψυχή βρεθή καθαρή καί άναμάρτητη, άνεβαίνει μέ τέτοια χαρά στόν ούρανό καί τήν συναπαντούν οί Άγγελοι μέ λαμπάδες καί θυμιάματα καί τήν χαιρετίζουν. Υστερα πηγαίνουν στόν Δεσποτικό θρόνο καί προσκυνεί τόν Κύριο καί Θεό μας Ίησούν Χριστόν, καί τότε βλέπει τούς χορούς τών Άγίων Αποστόλων, τών Άγίων Μαρτύρων, τών Ά­γίων Πατέρων, τών έννέα ταγμάτων τών Άγίων Αγγέ­λων, τήν λαμπρότητα έκείνη τήν άρρητη καί άκούει τήν αγγελική μελωδία καί τήν ομορφιά τήν άπερίγραπτη.

Ερώτησε ό άββάς Μακάριος καί γιά τά μνημόσυνα, πώς καί γιατί γίνονται. Καί ό Άγγελος άποκρίθηκε: Άκου­σε λοιπόν, Πάτερ Άγιε. Τά τρίτα (τρίτη ήμέρα μετά τήν κοίμησι) γίνονται έπειδή, καθώς είπαμε, μέχρι τήν τρίτη ήμέρα ή ψυχή δέν άνεβαίνει γιά προσκύνησι γι' αύτό καί γίνονται τά μνημόσυνα σάν μία δωρεά πού στέλλεται στόν Κύριο ύπέρ τής ψυχής εκείνης. Καί μετά τήν προσκύνησι έπιστρέφουν οί άγγελοι τήν ψυχή στόν γήϊνο κόσμο καί δείχνουν σ' αύτήν τούς τόπους, όπου έπέρασε τήν έδώ ζωή της καί τής ξαναθυμίζουν τίς πράξεις της καί τίς καλές καί τίς κακές λέγοντας: «Έδώ έκλεψες, ἐκεῖ έπόρνευσες, έ­δώ κατέκρινες, ἐκεῖ έμαλακίσθηκες, έδώ έφόνευσες, ἐκεῖ έπιώρκησας. Έδώ αδίκησες, ἐκεῖ έβλασφήμησες. Έδώ έτόκισες χρήματα, ἐκεῖ έμέθυσες, έδώ έκαυγάδισες, ἐκεῖ έσκανδάλισες». Υστερα πάλι τά άγαθά: «Έδώ έδωσες έλεημοσύνη, ἐκεῖ ένήστευσες. Έδώ μετανόησες, ἐκεῖ λειτουρ­γίες έκανες. Έδώ Παράκλησι καί άγρυπνίες. Έδώ προσευ­χή καί γονυκλισίες. Ἐκεῖ ορθοστασία καί εγκράτεια». Καί έτσι συνεχίζουν νά κάνουν μέχρι τήν ενάτη ήμέρα. Τήν ενάτη ήμέρα άνέρχονται πάλι στόν ούρανό γιά προ­σκύνηση όπως καί κατά τήν τρίτη ήμέρα. Τά δέ μνημόσυ­να πού γίνονται γιά τά ένιάμερα άναπέμπονται στόν Θεό, σάν ύπόμνησι γιά τήν ψυχή αύτή, νά τήν δεχθή μέ ίλαστι κό βλέμμα. Γι' αύτόν τόν λόγο έχει ϊσως γράψει ότι «έχει τινά πρός ώφέλειαν», έπειδή ωφελούν πολύ τήν ψυχή οί έ­λεημοσύνες καί οί λειτουργίες καί τά μνημόσυνα. Γιατί μπορούν αύτά νά βγάλουν ψυχή άπό τήν κόλασι.

Μετά τήν δεύτερη προσκύνησι, φέρνουν πάλι οί Αγ­γελοι τήν ψυχή στόν ουράνιο κόσμο. Καί τής δείχνουν τόν Παράδεισο, τόν τόπο τοῦ Ελέους, τόν κόλπο τοῦ Α­βραάμ, τά σκηνώματα καί τίς άναπαύσεις τών δικαίων. Καί όταν δή τήν χαρά έκείνη τήν άφατη, παρηγοριέται καί χαίρεται καί παρακαλεί τούς Αγγέλους, νά έγκατα σταθή καί ή ψυχή ἐκεῖ μαζί μέ τούς δικαίους. Επειτα τής δείχνουν καί τήν κόλασι τών άμαρτωλών, λέγοντας: «Αύτός είναι ό πύρινος ποταμός, αύτός είναι ό σκώληκας ό άκοίμητος, αύτό είναι τό σκοτάδι τό εξώτερο καί αύτό τό έσώτερο, αύτός είναι ό βρυχμός τών οδόντων καί στήν συνέχεια όλα τά βασανιστήρια τών άμαρτωλών. Δέν ύπάρχει, Πάτερ Άγιε, άλλο χειρότερο καί φο βερώτερο μαρτύριο, όσον τοῦ πόρνου καί τοῦ κλέφτη. Ιδιαιτέρως μάλιστα τοῦ πόρνου μοναχού καί τής μονα­χής, τοΰ πόρνου ιερέως καί τής πρεσβυτέρας.

Όταν τελείωση αύτή ή θεώρησις, ή ψυχή οδηγείται πάλι τήν τεσσαρακοστή ήμέρα γιά προσκύνησι καί γι' αύτόν τόν λόγο γίνονται τά μνημόσυνα τών νεκρών, έ­πειδή ή ψυχή τήν 40ην ήμέρα πρόκειται νά λάβη τήν άπόφαση καί νά άπέλθη, όπου θέλει ό φιλάνθρωπος Θεός, κατά τά έργα της πού έπραξε στόν κόσμον αύτόν καί άποκαθίσταται ή ψυχή, ἐκεῖ πού θέλει ό Κύριος, έως τήν ήμέρα τής άναστάσεως, γιά νά άναστηθή καί τό σώμα καί νά άπολαύση κατά τά έργα του.

Τότε, άφού άναστέναξε καί έδάκρυσε πικρά ό Γέρο­ντας, είπε:

 Άλλοίμονο τήν ήμέρα έκείνη πού γεννήθηκε ό άν­θρωπος αύτός!

Του λέγει τότε ό Άγγελος:  Ναί, τίμιε Γέροντα, αύ­τό ισχύει γιά τόν άμαρτωλό. Γιά τόν δίκαιο όμως πρέπει νά πούμε «Μακαρία ή ήμέρα καί ή ώρα όπου γεννήθη­κε».

Ξαναρώτησε πάλι ό Γέροντας: Σέ παρακαλώ πές μου καί τούτο τό πράγμα. Εχει καμμιά άνεσι ό αμαρτωλός ή τέλος ό βασανισμός του;

Καί ό άγγελος άποκρίθηκε: "Οχι, Πάτερ Άγιε, ούτε ή βασιλεία τών δικαίων έχει τέλος, ούτε ή κόλασις τών άμαρτωλών. Έάν έπαιρνε κανείς κάθε χίλια χρόνια, ένα κόκκο τής άμμου άπό τήν θάλασσα καί νά τόν μετέθετε, θά είχε τήν ελπίδα κάποτε νά τελειώση. Ή κόλασι όμως τών άμαρτωλών δέν έχει τέλος.

Μίλησε ξανά ό Γέροντας: Παρακαλώ, πές μου καί τούτο: Ποιοι Άγιοι είναι πιό εύσπλαχνικοί γιά τόν άν­θρωπο γιά νά τούς παρακαλή ό ταλαίπωρος άνθρωπος νά πρεσβεύουν υπέρ αύτοϋ;

Άποκρίθηκε τότε ό Άγγελος καί είπε: Όλοι οί Ά­γιοι είναι εύσπλαχνικοί γιά σάς τούς άνθρώπους καί έ­χουν καλή προαίρεσι. Έσεΐς όμως οί άνθρωποι είσθε ά γνώμονες καί αχάριστοι καί τούς κάνετε νά οργίζονται εναντίον σας. Άλλά καί οί Άγιοι Άγγελοι έχουν πολ­λή ν εύσπλαχνίαν γιά τούς άνθρώπους. Γιατί έχουν ιδή καί αύτοί τά παράδοξα έργα τοΰ Θεού, πού έγιναν χάριν τής σωτηρίας τών άνθρώπων. Εκτός όμως άπό τούς Α­γίους καί τούς Αγγέλους, ή Κυρία μας καί Δέσποινα Θε­οτόκος, φροντίζει πλέον γιά τήν σωτηρία τών άνθρώ­πων. "Επρεπε, Πάτερ, Άγιε, ό κάθε άνθρωπος νά έχη ά νεξάλειπτο τό όνομά Της στό στόμα του καί νά τήν δο ξολογή. Άλλά ό διάβολος τόν έξαπάτησε καί τόν έκανε νά γίνη άχάριστος. Διότι χάρι στήν δική Της πρεσβεία καί ικεσία Της στέκει μέχρι σήμερα ό κόσμος. Κατε φρόνησαν οί άνθρωποι τόν Θεόν καί τούς Αγίους, κατε φρόνησε αύτούς καί ό Θεός καί οί Άγιοι.

Ξαναρώτησε ό Γέροντας: Πές μου, Άγιε Άγγελε, ποιό είναι τό μεγαλύτερο άμάρτημα άνάμεσα σέ όλες τίς άμαρτίες;

Καί ό Άγγελος άποκρινόμενος είπε: Κάθε άμαρτία, Τίμιε Γέροντα, χωρίζει τόν άνθρωπο άπό τόν Θεό. Ή μνησικακία όμως καί ή βλασφημία είναι πάνω άπ' όλες τίς άμαρτίες. Γιατί αύτές οί δύο μονάχα είναι ικανές νά κατεβάσουν τόν άνθρωπο στόν βυθό τοΰ Άδη, στά κατα­χθόνια τής γής καί τής θάλασσας.

Καί πάλι ό Γέροντας είπε: Ποιά άμαρτία μισεί ό Θε­ός περισσότερο άπό όλες τίς άλλες;

Ό Άγγελος απάντησε: Τήν κενοδοξία. Αύτή μόνη της κατέστρεψε όλο τόν κόσμο. Διότι μέ αύτήν ό πρωτόπλα­στος Αδάμ έξωρίστηκε άπό τόν παράδεισον. Μέ αύτήν ό πρωτοστάτης τών δαιμόνων (ό Εωσφόρος) χάθηκε. Μέ αύ­τήν ό φαρισαίος έχασε τούς κόπους του. Διότι ό άνθρωπος έάν πέση σέ τέτοιο πάθος, είναι δύσκολο νά σηκωθή.

Ξαναμίλησε ό Γέροντας: Ποιοί άνθρωποι βασανίζο­νται περισσότερο άπό τούς άλλους;

Καί ό "Αγγελος είπε: Σου είπα ό πόρνος και ό βλά­σφημος. Αλλά σου λέγω και τοΰτο: κάτω άπ' όλες τίς κολάσεις, υπάρχει μιά άλλη κόλασι φοβερή καί άνελέη τη καί ονομάζεται άφάνεια. Έκεΐ τιμωρούνται οί ιερείς οί πόρνοι καί οί μοναχοί καί οί μοναχές πού πορνεύουν. Γι' αύτό, Τίμιε Γέροντα, τό τάγμα τών άγγέλων πού έπε­σε, θά άνακαινισθή άπό τούς καλούς ιερείς καί μονα­χούς καί θά ύψωθή σέ μεγάλη τιμή. Οί πονηροί λοιπόν καί κακοί μοναχοί αποστέλλονται σέ μεγάλη τιμωρία καί άτιμία, καθώς καί οί ιερείς πού παραβαίνουν τούς θείους νόμους. Καί οί δωροδοκούμενοι γιά νά δεχθούν παρανόμους καί όσοι καταφρονούν τήν άκολουθία τους (τά λειτουργικά τους καθήκοντα) γιά χάρι κοσμικών καί βιοτικών φροντίδων, έάτω καί γιά μιά μόνο λειτουργία, θά δώσουν λόγο στόν Θεό. Όσο γιά τούς ιερείς πού με­θάνε, τί νά ειπώ καί τί νά λαλήσω; Άλλοίμονο σ' αύτούς γιατί τούς περιμένει φοβερή τιμωρία.

Τότε λέγει ό Γέροντας: Πές μου καί τοΰτο, παρακα­λώ. Όσοι καταφρονοΰν τήν αγία ήμέρα τής Κυριακής, έχουν έκεΐ καμμία άνεσι;

Καί άποκρινόμενος ό Άγγελος είπε: Άλλοίμονο σ' αύτούς, Γέροντα, διότι τούς περιμένει φρικτή τιμωρία. Όποιος περιφρονεί τήν άγια Κυριακή, τόν Κύριο κατα­φρονεί καί ό Κύριος καταφρονεί αύτόν. Διότι ή Κυρια­κή ήμέρα είναι ό Κύριος καί όποιος τήν τιμά, τιμά τόν Κύριο. Όποιος πάλι τιμά τήν μνήμη τών Άγίων καί εορ­τάζει τίς μνήμες τών Άγίων, βοηθείται άπ' αύτούς, διότι έχουν μεγάλη παρρησία στόν Θεό και άν ζητήσουν κάτι τούς τό δίνει ό Κύριος. Οί άνθρωποι όμως έχουν άπο διώξει τόν φόβο τοΰ Θεοΰ άπό μέσα τους καί οϋτε τόν Θεό έχουν φίλο, ούτε κάποιον άπό τούς Αγίους, άλλά έ­χουν προσκολληθή μόνο στά βιοτικά καί τά κοσμικά πράγματα πού φθείρονται καί χάνονται καί άλλοίμονο σ' αύτούς. Γνώριζε, Τίμιε Γέροντα, δτι κάθε άνθρωπος ή ιερέας ή μοναχός ή κοσμικός ή ιδιώτης πού δέν τιμα τήν άγία Κυριακή, Θεού πρόσωπο δέν βλέπει, ούτε έχει ελπίδα σωτηρίας.

Τώρα λοιπόν, Τίμιε Γέροντα, έάν θέλεις κάτι ρώτη σέ με, διότι είναι ώρα νά πορευθώ στόν ούρανό καί νά παρουσιασθώ στόν Κύριό μου πρός δοξολογίαν. Τότε ό Γέροντας, άφού άναστέναξε καί έδάκρυσε πικρά, είπε:

Άλλοίμονο σ' εμάς. Νά ό καλός δούλος τού Κυ­ρίου μου, ένώ είναι άγγελος άϋλος καί άναμάρτητος, βιάζεται νά πάη καί νά δοξολογήση τόν Κύριο. Αντίθε­τα έμεΐς οί υλικοί καί άμαρτωλοί δέν φροντίζουμε, άλλά καταφρονούμε τήν σωτηρία μας.

Καί ξαναρώτησε τόν Άγγελο: Σέ παρακαλώ, πές μου, ποιά προσευχή ταιριάζει στόν μοναχό;

Εκείνος άποκρίθηκε: Έάν ό άνθρωπος είναι εγγράμ­ματος οί ψαλμοί τοΰ Δαβίδ. Έάν όχι τότε τό «Κύριε Ιη­σού Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με τόν άμαρτωλόν». Αύτή ή προσευχή είναι ή πιό δυνατή καί ή πιό εύκολη διότι πολλοί εγγράμματοι τά έγκατέλειψαν όλα καί κρά­τησαν αύτή τήν προσευχή καί σώθηκαν. Διότι αύτή τήν προσευχή μποροΰν νά τήν κρατήσουν καί νά τήν λέγουν καί νέοι καί γέροντες καί άνδρες καί γυναίκες καί μονα­χοί καί μοναχές καί μορφωμένοι καί αμόρφωτοι καί έ­μπειροι καί άπειροι. Όποιος θέλει νά σωθή, άς τήν κρα­τά τήν προσευχή αύτή ήμέρα καί νύκτα, στό κελλί καί στόν δρόμο καί όταν στέκεται καί όταν κάθεται. Καί ό­ταν περπατά καί όταν εργάζεται αύτή τήν προσευχή νά κρατά μέ προθυμία καί πόθο, διότι είναι ικανή νά βοη θήση όποιον θέλει νά σωθή.

Είπε πάλι ό Γέροντας:

Επειδή ήλθες νά μέ διδάξης τόν άμαρτωλό, σέ πα­ρακαλώ πές μου καί τούτο: έάν βρεθή κάποιος άνθρω­πος, πού είναι άμαρτωλός καί διδάξη άλλον καί τόν βγά χη άπό άμαρτίες καί τοΰ δείξει τόν καλό δρόμο, έχει καμμιά άμοιβή;

Καί ό άγγελος απάντησε: Όποιος διδάξη άλλον καί τόν βγάλη άπό άμαρτίες καί τοΰ δείξει τόν καλόν δρόμο, έσωσε τόν έαυτό του καί τήν ψυχή τοΰ άλλου τήν έβγα­λε άπό τήν κόλασι. "Ετσι καί όποιος συμβουλεύει κά­ποιον στό κακό, δέν καταστρέφει μονάχα τόν άλλον, άλ­λά καί τήν δική του ψυχή παραδίνει στόν διάβολο. Δέν υπάρχει λοιπόν χειρότερη άμαρτία, όσο τό νά συμβου λεύη κανείς άνθρωπο σέ κακό έργο, όπως έπίσης άγαθή πράξις, όσο τό νά συμβουλεύη κανείς σέ καλό έργο.

Όταν τελείωσε αύτά τά λόγια ό "Αγγελος καί έσκυ­ψε τό κεφάλι πρός τόν Γέροντα, τοΰ είπε:

 Εύλογη σον, Πάτερ Άγιε καί συγχώρησέ με. Τότε ό Γέροντας έπεσε καί προσκύνησε τόν Άγγελο λέγοντας: Πήγαινε μέ ειρήνη, παρουσιάσου στήν Αγία Τριάδα καί πρέσβευε γιά μένα.

Καί άφοΰ έφυγε ό Άγγελος καί άνεχώρησε στόν ού­ρανό, ό Αββάς Μακάριος εύχαρίστησε τόν Θεό καί πή­γε στό κελλί του, όπου διηγήθηκε όλα αύτά σέ κάποιο πιστόν άδελφό καί συνασκητή του, δοξάζοντας καί εύλογώντας τόν Θεό στούς αιώνες. Αμήν.

 

Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου