Φτανει να κανουμε μονο προσευχη για να ερθη γαληνη στην Εκκλησια ἤ πρεπει να κανη και κατι περισσοτερο ο λαος;
Τί νὰ κάνη ὁ λαός, ἀφοῦ δὲν ξεσηκώνεται; Ἐδῶ
ἐξορίζεται ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος παιδάκι μου καὶ δὲν ξεσηκώνεται ὁ λαός.
Πέθανε στὴν ἐξορία λέγοντας, τὸ δόξα τὸν Θεὸ πάντων ἔνεκεν.
Πνίγεται ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ, γιατὶ ἔχουν δύναμη αυτοι. Ἔχουν τὴν ἐξουσία καὶ τὰ ὅπλα. Ἡ πολιτεία εἶνε μαζί τους.
Ἡ ἰστορία ἐπαναλαμβάνεται. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός, ἤ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσι. Αὐτὸς εἶνε ὁ κλῆρος καὶ ἡ μοῖρα τῶν χριστιανῶν, γιατὶ ἔχουμε Μάρτυρα ἐμεῖς.
Τέτοιο τέλος θὰ ἔχουμε, τὰ βλέπω ὅλα τὰ σημεῖα μπροστά μου. Οἱ φίλοι μου οἱ πραγματικοὶ μοῦ λένε, παραιτήσου Αὐγουστῖνε καὶ πήγαινε νὰ ἡσυχάσης. Δὲν εἶνε αὐτὴ κατάστασι.
Ἐμεῖς αὐτὴν τὴν φορὰ
ὑποστηρίζουμε ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ὔβρισαν καὶ ἦταν οἱ ἐχθροί μας. Μόνο ὁ
Ἱερώνυμος τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, μὲ πῆρε στὸ τηλέφωνο καὶ
μοῦ εἶπε: Φεύγω, πεθαίνω καὶ δὲν ἦρθες νὰ μὲ δῆς;
Θὰ προσπαθήσω τοῦ εἶπα, νὰ κατεβῶ κάτω καὶ νὰ σὲ δῶ.
Καὶ συνέχισε: «Ἄν μὲ ρωτήση κανείς, ποιὸ εἶνε τὸ καλύτερο ποὺ
ἔκανα στὴν περίοδο τῆς ἀρχιερατίας μου, θὰ τοῦ ἀπαντήσω ὅτι ἔκανα ἐσένα
ἐπίσκοπο».
Ὄχι τοῦ λέω, μὴ τὸν λὲς αὐτὸν τὸν λόγο, εἶνε ἄλλοι ἀπείρως καλύτεροι ἀπὸ μένα.
Καὶ αὐτὸς ὁ Σεραφείμ ἦταν μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν Ἀριστείνδη Σύνοδο.
Ὅταν πῆγε ὁ Παπαδόπουλος στὰ Γιάννενα ἔβαλε νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες χαρμόσυνα. Τὰ εἶχε ὅλα σχεδιάσει. Καὶ ὅταν ρώτησαν κάποιον τῆς
δικτατορίας γιὰ τὸν Σεραφείμ εἶπε: Δὲν βλέπεις ὅτι εἶνε ὁ μόνος
δεσπότης, ποὺ διέταξε γενικὴ κωδωνοκρουσία; Αὐτὴ εἶνε ἡ ἱστορία.
Ξέρετε πόσο εὔκολες εἶνε οἱ συκοφαντίες ἐναντίον τῶν παρόντων ἐπισκόπων. Δὲν ἔχετε ἰδέα.
Τὸν Μέγαν Ἀθανάσιο τὸν συκοφάντησαν.
Ἕναν ἄλλο ἅγιον ἐπίσκοπο τὸν ἐξέλεξαν καὶ μετὰ τὸν συκοφάντησαν μὲ μιά
γυναίκα. Δὲν ἤθελε πλέον νὰ παραμείνει καὶ ἔφυγε στὴν ἔρημο καὶ μετὰ
ὅταν ἀποδείχθη ἡ ἀθωότητά του, πῆγαν καὶ τοῦ ζήτησαν συγνώμη καὶ νὰ τὸν
παρακαλέσουν νὰ γυρίση στὴν Μητρόπολη.
Ὄχι τοὺς λέει, ἀφ᾿ ὅσον δὲν μ᾿ ὑποστηρίξατε τὸ διάστημα τοῦ
διωγμοῦ καὶ τῆς συκοφαντίας μου, δὲν θέλω νὰ ἔρθω. Μένω ἐδῶ πέρα στὴν
ἔρημο γιὰ νὰ κλαίω τ᾿ ἁμαρτήματά μου.
Δὲν εἶνε ἄξιος ὁ λαός παιδί μου γιὰ νὰ ἔχη ποιμένας καλούς…. (Κατασκήνωση 4-8-1994).
Τὸ τί ὑβριολόγιο ἀκούω τὶς ἡμέρες αὐτές ἀπὸ μακρυά δὲν περιγράφεται. Μόνο ἕνας ἁγιορείτης ἀσκητής ἄκουσε μιὰ ὁμιλία μου ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο καὶ μὲ τηλεφώνησε μετὰ δακρύων καὶ μὲ εἶπε: Βάδισε μέχρι τέλους τὸν δρόμον αὐτόν καὶ μὴ σιωπήσεις.