Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΑΡΕΡΧΟΝΤΑΙ, ΤΑ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΔΙΑΙΩΝΙΖΟΝΤΑΙ

Ὁ Ἅγιος Πορφύριος μετὰ τοῦ Γέροντος Ἐπιφανίου. Ἐδίδαξαν τὴν βασιλικὴν ὁδόν.

 

«Χωριζόμενοι καὶ σχιζόμενοι ἐξυπηρετοῦμεν  τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὰ καταχθόνια σχέδια»

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΑΡΕΡΧΟΝΤΑΙ, ΤΑ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΔΙΑΙΩΝΙΖΟΝΤΑΙ

Τὰ ὅσα ὁ π. Ἐπιφάνιος (Θεοδωρόπουλος) διασαφηνίζει  διὰ τὸ ζήτημα τῆς διακοπῆς κοινωνίας, ἀποτελοῦν προϋπόθεσιν διὰ τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ ἑνιαίου καὶ ἀρραγοῦς ἀντιοικουμενιστικοῦ μετώπου.

 

Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος

 

  «Ὁ μνημονεύων τὸν μὴ μνημονεύοντα μὴ ἐξουθενείτω καὶ ὁ μὴ μνημονεύων τὸν μνημονεύοντα μὴ κρινέτω» (π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος)

  Τὸ τελευταῖον διάστημα παρατηρεῖται μία ἐντεινομένη ὀξεῖα κριτικὴ ἀπὸ ἀποτειχισθέντας πρὸς ἀντιοικουμενιστάς ἀδελφούς. Δὲν θὰ ἐγράφομεν τίποτε, ἀλλὰ ἐπειδὴ καθυβρίζεται ὁ μακαριστὸς καὶ ἀνυπέρβλητος ὡς πρὸς τὴν θεολογικήν του κατάρτισιν καὶ γραφίδα π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ἔχομεν καμίαν ἀμφιβολίαν ὅτι εἰς τὸ μέλλον θὰ συμπεριληφθῆ μετὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὀφείλομεν νὰ ὑπερασπισθῶμεν τὴν ἑνότητα, διὰ τὴν ὁποίαν τόσον ἐπάλευσε καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητος διὰ τὰ ὅσα ἔρχονται. Ἐπειδή, λοιπόν, τὸν κατακρίνουν χωρὶς νὰ ἔχουν μελετήσει τὰ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματά του, θὰ προσπαθήσωμεν ἀκολούθως νὰ ἐκθέσωμεν ἐν συντομίᾳ τοὺς βασικοὺς πυλῶνας τῆς σκέψεώς του σχετικῶς μὲ τοὺς κινδύνους τῆς ἀποτειχίσεως, ἐλπίζοντες ὅτι αὐτὰ θὰ ἀποτελέσουν ἁπλῶς τὴν ἀφορμὴν διὰ νὰ ἐνδιατρίψουν εἰς τὰ θεολογικῶς ἐμβριθῆ κείμενά του περὶ «ζηλωτισμοῦ» (Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου, Ἀρχιμ., Τὰ Δύο Ἄκρα. Οἰκουμενισμὸς καὶ Ζηλωτισμός, ἐκδ. Ἱ. Ἡσ. Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος).

Ποία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία;

  Θεμελιῶδες κατὰ τὸν π. Ἐπιφάνιον εἶναι νὰ ἑδραιώση κανεὶς εἰς τὸν λογισμὸν του βαθέως ποία εἶναι ἡ Κανονικὴ Ἐκκλησία. Τὸ κριτήριον δὲν εἶναι ὑποκειμενικόν, ἀλλὰ ἀντικειμενικὸν καὶ συγκεκριμένον, προκῦπτον δι’ ἑνὸς ἁπλοῦ ἐρωτήματος: Ποία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται καὶ εὑρίσκεται εἰς κοινωνία μὲ τὰς ὑπολοίπους Ἐκκλησίας; Αὐτὴ εἶναι ἡ Κανονικὴ Ἐκκλησία, π.χ. παρὰ τὰ κατὰ καιροὺς λάθη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅλαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εὑρίσκονται εἰς κοινωνίαν μετ’ αὐτῆς. Ἑπομένως, ἂν ἀποφασίση κανεὶς ὅτι μέρος τῶν Ἐπισκόπων ἢ ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι αἱρετικοὶ καὶ προβῆ εἰς ἀποκήρυξιν αὐτῆς, τότε αὐτὸ συνεπάγεται ὅτι ὅλη ἡ ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίαν ἔχει πέσει εἰς τὴν αἵρεσιν καὶ ἄρα ὁ χαρακτηρίζων ὅλους ὡς αἱρετικοὺς εἶναι ὁ μόνος ἐπὶ γῆς Ὀρθόδοξος! Ἂν κάποιος ἢ κάποιοι τὸ πιστεύουν αὐτό, τότε εἶναι ἐλεύθεροι νὰ πράξουν ὅ,τι νομίζουν. Δὲν εὗρον ὅμως οὔτε ἕνα ἐπίσκοπον μὲ ἀποστολικὴν διαδοχὴν ὀρθοφρονοῦντα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας διὰ νὰ ἀποταθοῦν ἔστω εἰς ἐκεῖνον; 700 Ἐπίσκοποι ὅλοι πλανεμένοι; Ἐπίσης, ὀφείλουν νὰ ἀπαντήσουν καὶ εἰς τὸ ἐρώτημα: Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἄκυρα; Ἐὰν ὄχι, τότε παραμένει ταμιοῦχος τῆς Θ. Χάριτος καὶ ἄρα εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ δὲν εἶναι αἱρετική. Ἐὰν ναί, τότε προφανῶς θὰ καταφύγουν ἀλλοῦ. Ὅμως ἐκεῖ πού θὰ καταφύγουν εἶναι Ἐκκλησία, ὑπάρχει Χάρις;

Ἡ περίπτωσις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν

  Οἱ Γ.Ο.Χ. εἶναι μία χαρακτηριστικὴ περίπτωσις, διὰ νὰ διαπιστώση κανεὶς τὸ ἀδιέξοδον τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ἀποχωρίζεται ἀπό τὴν Κανονικὴν Ἐκκλησίαν. Οἱ Παλαιοημερολογῖται προέβησαν εἰς τὴν ἀποκήρυξιν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ὡς αἱρετικῆς, εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἀκριβείας τοῦ Δόγματος καὶ τῶν Ἱ. Κανόνων. Ὡστόσον, κατέληξαν χειρότερα ἀπὸ τὴν Κανονικὴν Ἐκκλησίαν:

  Α) Ἀναγαγόντες εἰς δόγμα, δηλ. εἰς ὅρον σωτηρίας, κάτι τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι δόγμα, δηλ. τὸ ἡμερολόγιον, νοθεύουν τὴν πίστιν. Εἰς τί διαφέρουν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς;

  Β) Πόσους Ἱ. Κανόνας δὲν ἔχουν καταπατήσει οἱ ἴδιοι οἱ Παλαιοημερολογῖται;

 Γ) Συμπροσεύχονται μὲ –ἐνίοτε καὶ ἐξομολογοῦν ἢ μεταλαμβάνουν- «νεοημερολογίτας», τοὺς ὁποίους ὅμως θεωροῦν αἱρετικούς, δηλ. ἔρχονται εἰς κοινωνίαν μὲ αἱρετικούς.

 Δ) Διηρέθησαν εἰς διαφόρους παρατάξεις, δημιουργοῦντες νέα σχίσματα. Ποῖον ἀπ’ ὅλα τελικῶς εἶναι τὸ «γνήσιον» ἢ «κανονικόν»;

 Ε) Ἕλκουν τὴν ἱερωσύνην τους ἀπὸ τοὺς «νεοημερολογίτας», δηλ. αἱρετικοὺς κατ’ αὐτοὺς (παραλείπομεν νὰ ἀναφέρωμεν πόσοι ἐνεδύθησαν αὐτοβούλως ράσον ἢ πόσοι μεταπηδῶντες ἀπὸ παράταξιν εἰς παράταξιν ἀνεχειροτονήθησαν).

  Θὰ προφασισθῆ κάποιος ὅτι ἡ ἰδικὴ του παράταξις ἀνάγει τὰς χειροτονίας της πρὶν ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴν τοῦ ἡμερολογίου καὶ τὴν ἀποσκίρτησιν ἀπὸ τὴν Κανονικὴν Ἐκκλησίαν. Ἀλλὰ καὶ πάλι καὶ εἰς αὐτὴν τὴν περίπτωσιν ἡ χειροτονία τους προέρχεται ἀπὸ «αἱρετικούς»: Ὁ π. Ἐπιφάνιος παραθέτει πολλὰ ἱστορικὰ παραδείγματα πρὸ τοῦ 1924, χείρονα τοῦ ἡμερολογίου, μεταξὺ τῶν ὁποίων συλλειτουργία Ὀρθοδόξων μὲ αἱρετικούς, κακόδοξοι συνοδικαὶ ἀποφάσεις, συμμετοχὴ ἐπισήμως εἰς τὸ ΠΣΕ ἤδη ἀπὸ τὸ 1920. Ἂν ἡ Κανονικὴ Ἐκκλησία εἶχε «μολυνθῆ», διατί τότε δὲν ἀπεσχίσθησαν; Ἂν πάντως ἦτο αἱρετική, τότε καὶ οἱ ἀποκοπέντες τὸ 1924 ἕλκουν τὴν ἱερωσύνην τους ἀπὸ αἱρετικούς.

  Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν κάποιος εὕρη δικαιολογίαν, ὁ π. Ἐπιφάνιος προσάγει ἕνα ἀκόμα ἀδιάψευστον καὶ ἀκλόνητον ἐπιχείρημα: κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους δὲν κατεδικάσθησαν ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ Ἐπίσκοποι, ἔνιοι μάλιστα ἐξ αὐτῶν μάλιστα ἀπέθανον ἄνευ καταδίκης. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἠμφισβήτησε τὴν ἐγκυρότητα τῶν χειροτονιῶν τους. Ἑπομένως, εἴτε τὸ ἐπιθυμοῦν οἱ Παλαιοημερολογῖται εἴτε ὄχι ἡ «ἱερωσύνη» τους ἀνάγεται εἰς αἱρετικούς!

 ΣΤ) Ὑπάρχουν μαρτυρίαι διὰ τὴν κατάπτωσιν εἰς τοὺς ΓΟΧ ὡς ἡ ὁμολογία παλαιοημερολογίτου τὴν δεκαετίαν τοῦ ‘70 ὅτι «Ἐμεῖς, ἀπὸ ἀπόψεως ἐκκλησιολογικῆς, εἴμεθα πύργος Βαβέλ, εἴμεθα σωστὸ φρενοκομεῖο».

  Νὰ φύγη ἑπομένως κανεὶς καὶ νὰ μεταβῆ ποῦ; Δὲν ὑπάρχει τίποτε πέραν τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησίας, μόνον σχίσμα, αἵρεσις καὶ σύγχυσις.

Ἀνοχὴ καὶ εἰς παραβάσεις τοῦ δόγματος

  Διατί συνέβησαν ὅλα αὐτά; Ἐπειδὴ δὲν ἀρκοῦν αἱ καλαὶ προθέσεις, καθὼς ἡ ἀπόσχισις ἀπὸ τὴν Κανονικὴν Ἐκκλησίαν, σημαίνει ἀπουσία Θ. Χάριτος. Ὅλα τὰ σχίσματα –συμφώνως πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν- ὡδήγησαν εἰς φοβεροὺς κλυδωνισμοὺς ἐπ’ αἰῶνας καὶ εἴτε ἡ ἴασίς των ὑπῆρξε δυσθεράπευτος εἴτε κατέληξαν ἐμφανῶς εἰς αἱρέσεις. Διὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία κατέδειξεν ἄπειρον ἀνοχὴν ἀκόμη καὶ εἰς αἱρεσιάρχας καὶ ἀπεμάκρυνεν αὐτοὺς μόνον ὅταν πλέον ἡ κατάστασις εἶχε φθάσει εἰς τὸ ἀπροχώρητον, ἐὰν βεβαίως οἱ ἴδιοι πρῶτοι δὲν εἶχον ἀποσχισθῆ ἰδίᾳ βουλήσει.

  Ἠνείχετο, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἀκόμη καὶ τὰς αἱρέσεις «οἰκονομίᾳ χρωμένη», ἐξήντλει ὅλα τὰ περιθώρια καὶ εἰς τὰ δογματικὰ ζητήματα. Ποικίλα καὶ περισπούδαστα τὰ παραδείγματα τοῦ π. Ἐπιφανίου: Ὁ Μέγας Βασίλειος κατ’ οἰκονομίαν, ὡς βεβαιώνει μάλιστα καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀπέφευγε πρὸς καιρὸν νὰ ὀνομάση Θεὸν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δεχόμενος πυρὰ ἀπὸ τοὺς «ζηλωτάς» τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐκοινώνει μὲ Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐμνημόνευαν τὸν αἱρετικὸν Θεόδωρον Μοψουεστίας. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διακηρύσσει ἐναργῶς τὴν πρὸς καιρὸν ἢ καὶ εἰς τὸ διηνεκές(!) οἰκονομίαν εἰς τὰ δογματικά, ἔχων ὡς ὑπόδειγμα τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον. Τὸ πρωτεῖον καὶ τὸ φιλιόκβε ὑπῆρχαν αἰῶνες πρὶν τὸ Σχίσμα. Ὁ Μέγας Φώτιος ἀνέμενε μίαν εἰκοσαετίαν, ἐνῶ ὁ σύγχρονός του Πάπας Ἰωάννης ἀκόμη καὶ μετὰ τὰς καταγγελίας δὲν ἀπέκοψε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἱσπανίας διὰ τὸ φιλιόκβε. Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος ἠνείχετο ἀκόμη καὶ τὰ ἄζυμα τῶν Λατίνων. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐν Αἰγίνῃ γράφει ὅτι τὸ Μέγα Σχίσμα δὲν ἦτο ὁριστικὸν τὸ 1054 μ.Χ., ἀλλὰ ὡλοκληρώθη μόλις τὸν 13ον αἰ. μ.Χ.!

  Τί ἐγνώριζον οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ ἦσαν τόσον ἀνεκτικοί; Φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἀντελαμβάνοντο ὅτι, ἐνῶ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ σφάλματά τους παρέρχονται, τὰ σχίσματα διαιωνίζονται καὶ ἀποτελοῦν χαίνουσαν πληγήν.

Περὶ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος

  Πρὶν λοιπὸν κανεὶς ἐφαρμόση τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὀφείλει πρωτίστως νὰ συλλογιστῆ ἂν ἡ ἀπόφασίς του αὐτὴ εἶναι δυνατὸν νὰ προκαλέση σχίσμα, διότι αἱ συνέπειαι ἑνὸς σχίσματος δὲν εἶναι ποτὲ ὑπὸ τὸν ἔλεγχον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἔκανε τὴν ἀρχήν.

  Ἐπιπλέον καλεῖται κανεὶς νὰ ἐξετάση προσεκτικά τούς λόγους, διὰ τοὺς ὁποίους ἐπιθυμεῖ νὰ διακόψη τὴν μνημόνευσιν τοῦ Ἐπισκόπου του (καὶ μόνον αὐτοῦ) διὰ καταδικασμένην αἵρεσιν. Πολλάκις αὐτὴ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἐσφαλμένην ἀντίληψιν ὅτι μὲ τὴν ἐκφώνησιν «ἐν πρώτοις μνήσθητι κύριε… τὸν ὀρθοτομοῦντα…» ὁ λειτουργὸς δίδει πιστοποίησιν περὶ τῶν ὀρθῶν φρονημάτων τοῦ Ἐπισκόπου. Ἡ ἄποψις αὐτὴ εἶναι ἐσφαλμένη, καθὼς πρόκειται περὶ εὐχῆς καὶ ὄχι βεβαιώσεως.

  Ἑτέρα γνώμη εἶναι ὅτι ὅσον τὸν μνημονεύει «μολύνεται» ὁ ἴδιος μὲ τὴν αἵρεσιν. Αὐτὸ εἶναι ἐπίσης ἐσφαλμένον ὡς ἀποδεικνύει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κανὼν εἶναι δυνητικός: ἀκόμη καὶ ἂν ὁ Ἐπίσκοπος ὄντως εἶναι αἱρετικός, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχη καταδικασθῆ ἀπὸ Σύνοδον, ὁ ΙΕ΄ Κανὼν δὲν ὑποχρεώνει τὸν κληρικὸν εἰς διακοπὴν μνημοσύνου. Θὰ ἦτο ὑποχρεωτικὸς ἐὰν καὶ μόνον περιεῖχε ρήτραν καταδίκης, ἐκείνου ὁ ὁποῖος δὲν διακόπτει τὸ μνημόσυνον. Δὲν ὑπάρχει ὅμως καμία ἀναφορὰ οὔτε στὸν Κανόνα οὔτε στὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν, ὅπου κληρικοὶ κατεκρίθησαν, ἐπειδὴ δὲν διέκοψαν τὴν μνημόνευσιν. Ἂν ἐτίθετο ζήτημα «μολυσμοῦ», τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες θὰ εἶχον καταστήσει τὸν Κανόνα ὑποχρεωτικὸν, διὰ νὰ προφυλάξουν τοὺς ἱερεῖς καὶ θὰ ἐπετίμων ὅποιον δὲν τὸ ἔπραττε.

  Μία ἀκόμη ἐσφαλμένη θεώρησις εἶναι ὅτι ὁ Κανὼν προτρέπει εἰς διακοπὴν κοινωνίας. Ἀντιθέτως, ὅποιος ἐξετάσει τοὺς Κανόνας ὅμου μετὰ τοῦ ΙΕ΄ καὶ τοὺς ΙΓ΄ καὶ ΙΔ΄ θὰ ἀντιληφθῆ ἀμέσως ὅτι αὐτοὶ ἐθεσπίσθησαν, διὰ νὰ ἀποτρέπουν τὰ σχίσματα, ἀποθαρρύνοντες καὶ τιμωροῦντες ὅσους ἀποκόπτονται ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους τους. Ἀφήνουν μόνον ὡς ἐνδεχομένην μία καὶ μόνον περίπτωσιν: ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος διδάσκη δημοσίως αἵρεσιν καὶ εἶναι διακριτὸν τὸ ἐπικείμενον σχίσματος ἐξαιτίας τοῦ Ἐπισκόπου. Ἀλλὰ καὶ δι’ αὐτὴν τὴν περίπτωσιν οἱ περιορισμοὶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς εἶναι ἀσφυκτικοί: δὲν πρέπει ἐπ’ οὐδενὶ νὰ «πήξουν θυσιαστήριον», δηλ. νὰ κάνουν ἰδικὴν των (πόσον μᾶλλον νὰ καταφύγουν εἰς ἄλλην) Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ νὰ ἀναμένουν ἡσυχάζοντες ἕως ὅτου Συνοδικὰ κριθῆ ἡ ὑπόθεσις, ἀπὸ τὴν ἁρμοδίαν Ἐπισκοπικὴν Σύνοδον. Τὸ μόνον ποὺ δύνανται νὰ πράξουν εἶναι νὰ πληροφορήσουν τοὺς πλησιοχώρους Ἐπισκόπους περὶ τῆς καταστάσεως. Ἐὰν δὲν τηρήσουν ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑπαίτιοι σχίσματος.

Διάκρισις ἀντὶ κινδύνου σχίσματος

  Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι εὔγλωττος. Καίτοι Ἅγιοι εἶχον ὑποπέσει εἰς μεγάλας αἱρέσεις π.χ. Αὐγουστῖνος, Γρηγόριος Νύσσης, δὲν ἀπετειχίσθησαν οἱ κληρικοὶ των. Ἀπεναντίας Πατριάρχαι καὶ Σύνοδοι ἐζήτουν τήν γνώμην καὶ ἄλλων διὰ τὰς ἐνεργείας των π.χ. σχετικὰ μὲ τὸν Νεστόριον, ἐνῶ τώρα ἁπλοὶ μοναχοὶ καὶ κληρικοὶ πράττουν μόνοι τους, ἐνίοτε δὲ φέρονται ὡς νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι Σύνοδος.

  Διὰ δὲ τὸν μασόνον Πατριάρχην Κων/λεως Ἀθηναγόραν ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι: α) ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς δὲν διέκοψε τὴν κοινωνίαν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας, ἐπειδὴ αὐτὴ ἐμνημόνευε τὸν Κων/λεως, β) οἱ ἐν Ἑλλάδι διακόψαντες τὸ μνημόσυνόν του ἐκτὸς ὅτι ἦσαν Ἐπίσκοποι δὲν ἔπαυσαν νὰ μνημονεύουν τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ γ) εἰς δὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἀθηναγόρας ἐμνημονεύετο μυστικῶς εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν κατὰ τὴν Ἁγ. Πρόθεσιν οὐχὶ ὅμως ἐκφώνως κατὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν, ὡς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας. Κανεὶς πάντως δὲν ἀπεκόπη παντελῶς ἀπὸ τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Κανονικὴν Ἐκκλησίαν, πολλῷ μᾶλλον μένων ἀλειτούργητος ἢ προσχωρῶν εἰς αἱρετικὰ σχίσματα.

Περὶ τοῦ ἐπιχειρήματος τοῦ Κολυμβαρίου

  Μετά τὴν «Σύνοδον» τοῦ Κολυμβαρίου πολλοὶ ἐγείρουν τὸ ἐπιχείρημα ὅτι πλέον δὲν πρόκειται ἁπλῶς δι’ αἱρετικάς θέσεις ἑνὸς Ἐπισκόπου, ἀλλὰ διὰ καταφανῆ Συνοδικὴν ἀποδοχὴν αἱρέσεων, αἱ ὁποῖαι ἐμόλυνον ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν!

  Τὸν προβληματισμὸν αὐτὸν ἐπιλύει καὶ πάλιν ὁ π. Ἐπιφάνιος ἐφιστῶν τὴν προσοχὴν εἰς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Μ. Ἀθανασίου πρὸς Ρουφιανόν. Ἐκεῖ ἀναφέρεται ὅτι Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι, αἱ ὁποῖαι συνῆλθον, διὰ νὰ δικάσουν τοὺς προσχωρήσαντας εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου Ἐπισκόπους, ὄχι μόνον τοὺς ἀθώωσαν ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀποκατέστησαν πλήρως, ὅταν ἐκεῖνοι ἐδήλωσαν ὅτι ὑπέγραψαν τὰς ἀρειανικάς ὁμολογίας ἕνεκα τοῦ φόβου μήπως τυχὸν ἐξορισθοῦν καὶ ἔλθουν ἕτεροι χειρότεροι ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὴν θέσιν των.

  Ποία ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ εἰς τὸ Κολυμβάριον; Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι διεφώνησαν δημοσίως (μεταξὺ αὐτῶν τὸ Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας καὶ αἱ Ἐκκλησίαι Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας), ἀλλὰ καὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀντέδρασαν ἀφανῶς, δὲν γνωρίζομεν πόσοι ἀπ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχον υἱοθετοῦν πράγματι τὰς ἀποφάσεις της, ὅταν μάλιστα, ὅπως θυμοῦνται ὅλοι, ἔνιοι ἐξ αὐτῶν δὲν ὑπέγραψαν κἄν, ἐνῶ πλὴν τοῦ Κων/λεως δὲν ἔχομεν ἀκούσει ἕτερον Ἐπίσκοπον νὰ ἀναφέρεται ποτὲ εἰς τὸ Κολυμβάριον.

  Διὰ τὴν συγκεκριμένην ὅμως περίπτωσιν ἔχομεν ἐπιπλέον τὴν ρητὴν καὶ καθοριστικὴν ἀποκήρυξιν τῆς «Συν­όδου» κατὰ τὴν συγκέντρωσιν Προκαθημένων εἰς Μόσχαν μὲ ἀφορμὴν τοὺς ἑορτασμοὺς τῶν 100 ἐτῶν τοῦ ἐκεῖ Πατριαρχείου (29/11-02/12/2017). Ἡ παγία ἀρχή, τὴν ὁποίαν μνημονεύει ὁ π. Ἐπιφάνιος, ὅτι «ἀπόφασις συναντῶσα τὴν ἀντίδρασιν τῆς πλειοψηφίας τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἄκυρος» δὲν ἰσχύει μόνον ἀπὸ τὴν σιωπηλὴν ἀντίδρασιν τῶν Ἱεραρχῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀπόφασιν τῆς πολυπληθοῦς (377 Ἐπίσκοποι) Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Τὸ Κολυμβάριον «ἀπέθανε καὶ ἐτάφη».

  Εἰς τοὺς μὴ ἀρκουμένους εἰς αὐτὸ καὶ ζητοῦντας τὴν καθαίρεσιν τῶν συμμετεχόντων Ἐπισκόπων, νὰ ὑπομνήσωμεν ὅτι οἱ ὑπογράψαντες τὴν «ἕνωσιν» μὲ τοὺς παπικοὺς εἰς τὴν Φλωρεντίαν (1439 μ.Χ.) ἐτέθησαν μόνον ἐπὶ διάστημα εἰς ἀργίαν ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 1443 καὶ ἔπειτα ἀποκατεστάθησαν ἀπὸ τὴν Σύνοδον εἰς Κων/πολιν τὸ 1450.

  Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν καὶ αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ νὰ κατασιγάση ὅσους διακαῶς ἐπιθυμοῦν καθαιρέσεις, ὀφείλουν νὰ γνωρίζουν ὅτι αὐτὸ ἦταν καὶ παραμένει εἰς τὰς χεῖρας τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἂν δὲν ἀναγνωρίζουν, ἂς μὴ ἀπαιτοῦν ἐξ αὐτῆς οὔτε τὸ ἐλάχιστον.

Ἑνότης τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ μετώπου

  Καταλήγομεν τὰ παρόντα ἔχοντες ἐπίγνωσιν ὅτι μᾶλλον θὰ δημιουργήσουν παρερμηνείας, καθὼς ἂν κανεὶς δὲν ἐνδιατρίψη εἰς τὰς 200 καὶ πλέον σχετικάς σελίδας τοῦ π. Ἐπιφανίου, δὲν θὰ κατανοήση τὸ πνεῦ­μα τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας. Ἐφήρμοζε τὴν ἀκρίβειαν εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν οἰκονομίαν ἐκράτει μόνον διὰ τοὺς ἄλλους. Κατήγγειλε σφοδρῶς τὰς παραβάσεις τῶν Ἱ. Κανόνων, ἀλλὰ εἶχεν ἐπίγνωσιν ποία εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἂς δώσωμεν εἰς τὸν μακαριστὸν Γέροντα τὴν τελευταίαν λέξιν-πρόσκλησιν εἰς τὴν ἑνότητα τῆς μέσης ὁδοῦ (σ. 243):

  «Οὐδεὶς ἀντιλέγει ὅτι αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἱστάμεθα ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία διατρέχει μέγαν κίνδυνον… Ἀτυχῶς ὅμως αἱ ἄρδην ἀνατρέπουσαι τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν ἀκρότητες τῶν «ζηλωτῶν» δὲν εὐκολύνουν, ἀλλὰ δυσχεραίνουν τὸν ἀγῶνα. Τὸ «διατὶ» εἶνε αὐτονόητον. Ἂς ἀποβάλλουν τὰς εἰς βλασφημίας ἐξικνουμένας ἀκρότητας αὐτάς οἱ «ζηλωταί», καὶ τότε θὰ καταστῆ πολὺ ἰσχυρότερον τὸ ἀντιοικουμενιστικὸν μέτωπον. Ἄλλως χωριζόμενοι, διὰ θέματα ἐπουσιώδη καὶ δευτερεύοντα, εἰς Παρατάξεις καὶ Ὑποπαρατάξεις, εἰς Κόμματα καὶ Ἀποκόμματα καὶ Κομματίδια, δημιουργοῦντες πληθὺν «Ἐκκλησιῶν», σχιζόμενοι καὶ κατακερματιζόμενοι καὶ ἀλληλοσπαρασσόμενοι, ἐξυπηρετοῦ­μεν, ἀθελήτως μέν, ἀλλ’ ἀποτελεσματικώτατα, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὰ καταχθόνια σχέδια. Πότε θὰ ἀνανήψωμεν καὶ θὰ ἀντιληφθῶμεν τὴν ἀλήθειαν αὐτήν; Εἴθε λίαν συντόμως! “Οἱ καιροὶ οὐ μενετοί”…».