Ο Βασίλειος Λάζαρεβ διηγείται πώς και γιατί βρέθηκε στον άλλον κόσμο, τι βίωσε εκεί και πώς η αγάπη του Χριστού τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει το νόημα της ζωής.
Ο Βασίλειος Λάζαρεβ διηγείται: Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια άλλη εποχή. Μετά τη θητεία μου στο στρατό, κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και αναγκάστηκα να προσαρμοστώ στις νέες συνθήκες. Έπρεπε να επιβιώσω. Τότε ήμουν ήδη παντρεμένος με παιδί. Δούλεψα για λίγο σε εργοστάσιο και μετά σε εταιρεία φύλαξης και ασφάλειας. Εκείνη την εποχή, οι εργαζόμενοι σε τέτοιες εταιρείες την ημέρα δούλευαν ως προσωπικό φύλαξης και το βράδυ ήταν κακοποιοί που με βίαιες μεθόδους εισέπρατταν τα χρωστούμενα. Είχα κάνει πολλά άσχημα πράγματα. Αίμα δεν είχα στα χέρια μου, αλλά περίσσευαν όλα τα υπόλοιπα. Ντρέπομαι μέχρι και τώρα, αν και έχω μετανιώσει για αυτά που είχα κάνει. Πολλοί συνεργάτες μου κατέληξαν ή στον τάφο ή στη φυλακή. Κάποια στιγμή αποφάσισα να φύγω από αυτό το δρόμο. Κατάφερα να ξεφύγω χωρίς ιδιαίτερο κόστος. Μετακόμισα σε άλλη πόλη και έκοψα όλες τις σχέσεις. Προσπάθησα να φτιάξω τη ζωή μου. Για να επιβιώσουμε δούλεψα άλλοτε στο εμπόριο, άλλοτε ταξιτζής. Γνώρισα κάποια παιδιά στην λαϊκή αγορά και τότε δοκίμασα ναρκωτικά.
Τότε, είχα μαλώσει με τη γυναίκα μου. Νοίκιασα ένα δωμάτιο, όπου μαζεύονταν ναρκομανείς. Όταν έκαναν χρήση, τους έβλεπα χαρούμενους. Αν και μου έλεγαν: «Δεν σου χρειάζεται εσένα αυτό», θέλησα να δοκιμάσω. Στην αρχή φοβόμουν. Ξεκίνησα να «σνιφάρω», όμως, δεν ένιωθα κάτι το ιδιαίτερο. Μετά, δοκίμασα πρέζα. Μια φορά, δύο, τρείς… Και αυτό ήταν… Η ηρωίνη είναι πολύ γαμψός δαίμονας. Παίρνει τον άνθρωπο στην αγκαλιά του και δεν τον αφήνει πλέον. Τόσος κόσμος προσπαθούσε να θεραπευτεί και να ξεφύγει, αλλά πολύ λίγοι το κατάφεραν.
Κάποια στιγμή, σκέφτηκα να σταματήσω. Τότε, πίστευαν ότι με το αλκοόλ μπορείς να κόψεις την ηρωίνη. Οπότε, έπινα συνεχώς. Κάποια μέρα, όμως, δεν άντεξα και έκανα χρήση ηρωίνης σε σκάλα μιας πολυκατοικίας. Ήταν 11 Μαΐου, αργά το απόγευμα. Βότκα και ηρωίνη, όμως, είναι βέβαιος θάνατος. Θυμάμαι το σκοτάδι. Σαν να κλείνει η συνείδηση. Τα μάτια κλείνουν και στα αυτιά ακούς κουδουνίσματα.
Ήταν ώρα θανάτου. Δεν ένιωθα κανέναν πόνο. Χαλαρά και ήρεμα έκλεισαν τα μάτια μου και έπεσα κάτω. Θυμάμαι ότι στο δευτερόλεπτο έβλεπα – σαν κάτω από νερό και σε αργή κίνηση – μια κοπέλα από την παρέα μας να τρέχει και να χτυπάει τις πόρτες με σκοπό να καλέσει ασθενοφόρο. Δεν υπήρχαν τότε κινητά. Ένας φίλος μου που καθόταν δίπλα προσπαθεί να μου κάνει τεχνητή αναπνοή. Μάλλον, δεν το ήξερε και πολύ καλά. Μετά θυμάμαι ότι είμαι ξαπλωμένος μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Είχε έρθει το ασθενοφόρο. Κάτι μου κάνουν. Έβλεπα το σώμα μου από έξω. Εκείνη τη στιγμή δεν με ενδιέφερε τι έκαναν. Κάτι άρχισε να με τραβάει προς τα πάνω και δεξιά με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα. Άκουγα και ένα δυσάρεστο θόρυβο. Κινούμουν μέσα σε ένα μεγάλο σωλήνα. Σημειωτέον ότι η σκέψη μου δε σταματούσε ούτε δευτερόλεπτο.
Λοιπόν, με τραβούσε όλο και πιο γρήγορα. Γύρω μου έβλεπα παράξενους πίνακες σαν από αστεροσκοπείο και σχεδόν διάφανους τοίχους. Μπροστά μου υπήρχε ένα πολύ έντονο φως. Εντονότατο. Τότε συνειδητοποίησα ότι πέθανα. Ένιωθα χαρά, ηρεμία, ικανοποίηση. Έβλεπα ότι το σώμα μου βρίσκεται σε ασθενοφόρο. Αλλά μου ήταν τελείως αδιάφορο.
Όταν ανέβαινα, ένιωθα κύματα απόλυτης ευτυχίας και ηρεμίας. Απόλυτης προστασίας. Όλα γύρω μου ήταν εμποτισμένα με αγάπη τέτοιας έντασης που δεν έχω με τι να το συγκρίνω. Ανέβαινα λες και ήταν μέσα από σύννεφα, όπως τα αεροπλάνα. Μπροστά μου εμφανίστηκε μια φιγούρα με εκθαμβωτικά λαμπρή ενδυμασία. Φορούσε ένα μακρύ ένδυμα, χιτώνα. Μέχρι τότε, δεν είχα ποτέ σκέψεις για το Θεό, καμία. Δεν είχα ανοίξει ποτέ τη Βίβλο στη ζωή μου. Τότε, όμως, με όλες τις δυνάμεις της ψυχής μου κατάλαβα ότι είναι Αυτός. Είναι σαν τον πραγματικό πατέρα. Υποδέχτηκε εμένα, τον άσωτο υιό, με αγάπη που δεν μπορείς να συναντήσεις στη Γη. Κανείς ποτέ δεν μου έχει μιλήσει έτσι. Δε με επέπληττε, δε με πίεζε, δε με μάλωνε. Απλώς μου έδειχνε σαν σε ταινία τη ζωή μου. Επικοινωνούσαμε με σκέψεις και η κάθε Του λέξη γινόταν αντιληπτή ως νόμος. Δε χωρούσε αμφιβολία. Μου μιλούσε ήρεμα και τρυφερά και εγώ όλο και πιο πολύ καταλάβαινα πόσο ανεπίτρεπτα άδικος ήμουν όχι μόνο ως προς τον εαυτό μου, αλλά και ως προς τους δικούς μου ανθρώπους. Έκλαιγα, σπάραζα, η καρδιά μου γινόταν κομμάτια και καθάριζε. Ώσπου σιγά-σιγά γινόμουν καλύτερα.
Λοιπόν, μπορούσε να σταματήσει σε οποιοδήποτε στιγμιότυπο της ζωής μου, όπως όταν βλέπουμε ταινίες, και να κοιτάξω τον εαυτό μου. Έτσι μπορούσα να αισθανθώ την κατάσταση από την πλευρά των άλλων ανθρώπων που ήταν δίπλα μου.
Πόσο εύκολα μπορεί να πληγώσει κανείς έναν άνθρωπο με το λόγο! Είναι σαν… Η πληγή από αυτόματο όπλο ή από μαχαίρι δε συγκρίνεται με το πόσο πολύ μπορεί να πληγώσει κάποιος με έναν λόγο μόνο. Και πόσο ανεξίτηλο μένει κάτι τέτοιο σε όλη τη ζωή σου. Και ποιες επιπτώσεις έχει κάτι τέτοιο. Πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε!
Λοιπόν, βλέπαμε και αναλύαμε αυτές τις εικόνες από τη ζωή μου. Μετά, με πήρε από το χέρι και προχωρούσαμε… Θυμάμαι ότι κάτω από τα πόδια μου υπήρχε κάτι σαν ομίχλη που άλλαζε συνεχώς χρώματα. Εντονότατο φως. Δεν υπήρχε καθόλου σκιά εκεί. Ένιωθα ότι ήμουν σχεδόν διάφανος. Μετά με πήρε από το χέρι και με φώτισε με το δικό Του έντονο φως. Στη συνέχεια, βρεθήκαμε πάλι εκεί, όπου είχαμε συναντηθεί για πρώτη φορά. Δε θυμάμαι τι με ρώτησε, αλλά συνειδητοποίησα ότι πρέπει να επιστρέψω πίσω, στην επίγεια ζωή. Είχα μπροστά στα μάτια μου τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Βέβαια, εκείνη την εποχή, για έναν χρόνο ήμασταν μαλωμένοι και δε ζούσαμε μαζί. Αλλά κατάλαβα ότι πρέπει να επιστρέψω. Του υποσχέθηκα ότι θα διορθωθώ. Ένιωσα μεγάλη λύπη, αλλά μου έδωσε να καταλάβω ότι θα συναντηθούμε και πάλι. Και τώρα ζω με αυτήν την ελπίδα. Να σας πω την αλήθεια, θέλω να πάω εκεί.
Ο Χριστός. Ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη |
Όσο ωραίο ήταν αυτό που βίωσα εκεί, άλλο τόσο χάλια μπορεί να νιώσει αυτός που θα βρεθεί στην κόλαση. Δεν ήμουν στον παράδεισο, μάλλον, ήμουν σε ένα προθάλαμο του παραδείσου. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω καλύτερα. Αυτό το συναίσθημα είναι πιο δυνατό από όλα τα ναρκωτικά μαζί, απείρως πιο δυνατό. Ήταν τόσο ωραία εκεί. Ζεστά, άνετα. Με Εκείνον. Ένιωθα ότι Αυτός είναι ο Πατέρας. Πραγματικός πατέρας. Όχι σαν τους επίγειους πατέρες…
Λοιπόν, μετά από αυτό επέστρεψα. Τον Μάιο ο ήλιος δύει αργά… Θυμάμαι ο ήλιος έδυε κι εγώ να κατεβαίνω, μέσα από φύλλα των δέντρων, διαπερνώντας την οροφή του ασθενοφόρου και να καταλήγω στο σώμα. Η συνείδησή μου αστραπιαία επιστρέφει στο σώμα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, τα πλευρά μου πονούν πάρα πολύ. Και πιάνω από το χέρι τον διασώστη του ασθενοφόρου. Εκείνος κρατούσε στα χέρια του ρολόϊ, κλειδιά και χρήματα…
Ήταν δικά μου, από τις τσέπες μου. Δε θέλω να πω τίποτα κακό για τους εργαζόμενους στα ασθενοφόρα. Είμαι κι εγώ γιος γιατρών. Και η αδελφή μου δούλευε σε ασθενοφόρο. Ήμουν πτώμα. Όπως αποδείχθηκε, για 14 λεπτά ήμουν νεκρός. Οι διασώστες είχαν σταματήσει τη διαδικασία ανάνηψης και απλώς με πήγαιναν για το νεκροτομείο. Και εγώ ξαφνικά του πιάνω το χέρι… Έπρεπε να δείτε τα μάτια του. Τέτοιο τρόμο δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα από το κουδούνι της πόρτας. Ακόμα δεν είχα αντιληφθεί τα όσα μου είχαν συμβεί. Η συνειδητοποίηση γινόταν σταδιακά και αυτό κράτησε μερικές εβδομάδες. Λοιπόν, ανοίγω την πόρτα και βλέπω τη γυναίκα μου. Είχα να την δω ένα χρόνο. Μιλήσαμε περίπου μια ώρα. Τα εγκατέλειψα όλα. Ό, τι είχα σε εκείνο το δωμάτιο. Το έκλεισα και δεν ξαναγύρισα εκεί ποτέ. Τα έκοψα όλα μαχαίρι.
Όμως, η εξάρτηση από την ηρωίνη ήταν εκεί. Προς το τέλος της ημέρας αισθάνθηκα χάλια. Για να αποφύγω το σύνδρομο στέρησης, έπινα βότκα και ψυχοφάρμακα μαζί. Η γυναίκα μου είναι ένας άγιος άνθρωπος. Με φρόντιζε όλο αυτό το διάστημα. Όταν αρχίζεις να κάνεις χρήση βαριών ναρκωτικών, δε σκέφτεσαι τι θα γίνεις μετά. Είσαι καλά και δε σε νοιάζει τίποτα άλλο. Και όταν θέλεις να τα κόψεις, ανακαλύπτεις ότι ο δαίμονας δε σε αφήνει. Σαπίζεις και τρέμεις ολόκληρος. Σαν να σε σπάνε σε χίλια κομμάτια. Το σύνδρομο στέρησης είναι τρομερός πόνος. Όχι όπως όταν κοπείς ή χτυπήσεις. Είναι σαν τους ρευματικούς πόνους, αλλά πολύ πιο βαρύς. Δεν μπορείς να μένεις όρθιος, δεν μπορείς να είσαι ξαπλωμένος, δεν μπορείς να βρεις την ηρεμία σου πουθενά. Συν τους εφιάλτες που συνοδεύουν όλο αυτό. Είναι μια χάλια κατάσταση. Μπορείς, όμως, να το σταματήσεις πολύ απλά. Να πάρεις τηλέφωνο και σε μισή ώρα να πάρεις τη δόση σου. Όμως, είχα δώσει το λόγο μου να τα κόψω.
Μόνος σου είναι εξαιρετικά δύσκολο να το ξεπεράσεις. Εδώ είναι πολύ σημαντική η υποστήριξη των κοντινών ανθρώπων και, βεβαίως, η επιθυμία του ασθενούς. Αλλά το πιο βασικό είναι να σε βοηθάει ο Θεός.
Τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν ο Κύριος που έδωσε δυνάμεις και σε μένα και στη γυναίκα μου για να με φροντίζει. Ήταν τρομερό καλοκαίρι, αλλά τελικά επέζησα. Έκοψα και τα ναρκωτικά και το αλκοόλ.
Και τα δύο συνέβησαν ακριβώς μετά από εκείνο το περιστατικό. Σαν να εμφανίστηκε μέσα μου μια εσωτερική δύναμη.
Ο Βασίλειος Λάζαρεβ |
Τώρα καταλαβαίνω ότι όλο αυτό το έκανα χάρη στον Θεό. Αυτός είναι που μας βάζει στο σωστό δρόμο. Άρχισα να δουλεύω, έκοψα το κάπνισμα, το βρίσιμο. Σιγά-σιγά, βήμα-βήμα. Σε κάθε μου ξεκίνημα παρακαλούσα τον Θεό και με βοηθούσε πάντα.
Με όλο αυτό, όμως, δεν προσήλθα αμέσως στην Εκκλησία. Μάλλον, έπρεπε να καθαρίσω πρώτα από όλες τις χοντρές βρωμιές. Το να κόψω όλους τους εθισμούς που προανέφερα ήταν μια χοντροδουλειά, ένα πρώτο στάδιο. Η ζωή στην Εκκλησία είναι μια διεργασία περαιτέρω τελειοποίησης. Και αυτό το στάδιο είναι πολύ πιο σημαντικό από το προηγούμενο. Αφού το να κόψεις το κάπνισμα είναι πολύ πιο εύκολο από το να πάψεις να ζηλεύεις. Ή το να κόψεις το αλκοόλ είναι πολύ πιο εύκολο από το να συγχωρέσεις κάποιον ή από το να πάψεις να μισείς κάποιον.
Ναι, δεν κατέφυγα αμέσως στην Εκκλησία. Αρχικά διάβαζα πολύ για τη μεταθανάτια εμπειρία των ανθρώπων. Στη συνέχεια, έψαχνα την αλήθεια σε διάφορα άλλα ρεύματα. Την αλήθεια, όμως, την βρήκα μόνο όταν διάβασα στη Βίβλο ότι ο Θεός είναι Αγάπη (Α΄ Ιω. 4: 8). Στη μεταθανάτια εμπειρία μου κατάλαβα ότι ο Θεός είναι όντως Αγάπη. Απόλυτη Αγάπη. Ένιωθα ότι είμαι προστατευμένος, ότι με αγαπούν, με καταλαβαίνουν. Σαν το γιο που βρήκε τον Πατέρα του. Και με αυτό τον γνώμονα πήγα στην εκκλησία, εξομολογήθηκα, κοινώνησα. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τη βάπτισή μου.
Μετά από αυτό, άρχισα τακτικά, μια φορά στις τρείς βδομάδες να εξομολογούμαι και να κοινωνώ. Όταν κοινώνησα για πρώτη φορά, ήταν κάτι το υπερκόσμιο. Γενικώς είμαι άνθρωπος αρκετά απότομος, καμιά φορά και τραχύς. Αλλά τότε χαλάρωσα τόσο πολύ. Όλοι οι άνθρωποι μου φαίνονταν άγγελοι. Αυτή η κατάσταση διήρκησε περίπου ένα εικοσιτετράωρο. Και αυτό έμοιαζε πάρα πολύ με αυτό που ένιωθα τότε εκεί. Η χάρη. Μετά από την πρώτη Θεία κοινωνία εξεπλάγην: «Πώς είναι δυνατόν; Και εκεί και εδώ το ίδιο». Βεβαίως, τώρα δεν το νιώθω κάθε φορά.
Δεν είναι εύκολο να διηγηθείς κάτι ανάλογο για τον εαυτό σου. Αυτό που με ώθησε να διηγηθώ την ιστορία μου είναι ότι ήθελα να επιβεβαιώσω ότι η προσωπικότητα δεν εξαλείφεται. Η συνείδησή μου δε σταμάτησε ούτε δευτερόλεπτο. Και αυτό επιβεβαιώνει ότι δεν πεθαίνουμε. Το λέω για τους άθεους. Εκεί θα δώσουμε λόγο για τα πάντα. Αυτό είναι βέβαιο.