Παλιά τί δυσκολίες ὑπῆρχαν στὰ Κοινόβια! Θυμᾶμαι, στὴν κουζίνα εἶχαν ἕνα καζάνι μεγάλο καὶ εἶχαν τὴν μανέλλα, γιὰ νὰ τὸ σηκώνουν. Μὲ τὰ ξύλα ἀναβαν φωτιά, γιὰ νὰ μαγειρέψουν. Πότε δυνατή φωτιά, πότε σιγανή, κολλοῦσαν τὰ φαγητά. Ὅταν κολλοῦσαν τὰ ψάρια, εἶχαν μία ἀτσαλόσκουπα, γιὰ νὰ τὰ ξεκολλοῦν. Ἄντε νὰ μαζεύουμε μετά τὴν στὰχτη ἀπὸ τὴν φωτιά, νὰ τὴν βάζουμε σʹ ἕνα πιθάρι ποὺ εἶχε μία τρύπα ἀπὸ κάτω, νὰ ρίχνουμε νερό νὰ κατασταλάξη ἡ ἀλισίβα, γιὰ νὰ πλύνουμε τὰ πιάτα. Τὰ χέρια γίνονταν χάλια. Καὶ τὸ νερό τὸ ἀνεβάζαμε μὲ τὸ μαγγάνι στὸ ἀρχονταρίκι. Μερικά πράγματα ποὺ γίνονται σήμερα στὰ Μοναστήρια, δὲν δικαιολογοῦνται.
Εἶδα σʹ ἕνα Μοναστήρι νὰ κόβουν τὸ ψωμί μὲ μηχανή. Δὲν ταιριάζει! Νὰ εἶναι ἕνας ἄρρωστος ἤ φιλάσθενος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὸ ψωμί μὲ τὸ μαχαίρι, καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ κόψη, γιατί δὲν ὑπάρχει ἄλλος, τότε ἐκεῖνος, τέλος πάντων, δικαιολογεῖται. Ἀλλά νὰ βλέπης τώρα ἕναν γεροδεμένο νὰ κόβη τὸ ψωμί μὲ τὴν ρόδα! Αὐτός μπορεῖ νὰ δουλέψη κομπρεσέρ καὶ παίρνει τὴν ρόδα, γιὰ νὰ κόψη τὸ ψωμί, καὶ τὸ θεωρεῖ κατόρθωμα!
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»