Στο τυπικό του Βαπτίσματος για νεοβαπτιζόμενο υπάρχουν οι ακόλουθες ερωταποκρίσεις: «Για ποιο λόγο εισέρχεσαι στην Αγία Εκκλησία;» – «Για να μάθω από αυτήν την αληθινή πίστη», απαντάει εκείνος. Η φράση «αληθινή πίστη» στις μέρες μας για πολλούς ακούγεται παράξενα, λες και γρατζουνάει: «Τι δηλαδή, αξιώνετε ότι γνωρίζετε την απόλυτη αλήθεια;». Είναι ένα ερώτημα που τίθεται αρκετά συχνά και υπονοεί ότι τέτοιου είδους ισχυρισμοί περί αλήθειας είναι άτοποι και δεν έχουν σεμνότητα και ανεκτικότητα.
Οποιαδήποτε συζήτηση πρέπει να ξεκινάει από το να ορίζουμε τις έννοιες: τι ακριβώς εννοούμε με αυτές. Όταν αναφερόμαστε στην αληθινή πίστη, τι αποκαλούμε «αλήθεια» και τι «πίστη»; Οι διαφορετικές σημασίες, με τις οποίες χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή σύγχυση.
Ο Σέργιος Χουντίεβ |
Η πρώτη σημασία που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για πίστη (ή θρησκεία, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι το συνώνυμό της) είναι η ένταξη σε μια συγκεκριμένη παράδοση. Η θρησκεία στην περίπτωση αυτή γίνεται αντιληπτή περίπου όπως την έβλεπε ο διαπρεπής Γάλλος κοινωνιολόγος Εμίλ Ντυρκέμ (Emile Durkheim), δηλαδή, ως κοινωνικό φαινόμενο, ως έκφραση ένταξης σε μια συγκεκριμένη ανθρώπινη κοινότητα. «Ορθόδοξος», «Καθολικός», «Ινδουιστής», «Μουσουλμάνος» εκλαμβάνονται ως λέξεις που υποδηλώνουν ότι ένα άτομο γεννήθηκε σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, με συγκεκριμένες παραδόσεις και πολιτισμό. Κοινωνιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι στη χώρα μας σημαντικός αριθμός πολιτών αυτοπροσδιορίζονται ως ορθόδοξοι, αν και είτε δεν πιστεύουν καθόλου στον Θεό, είτε έχουν θρησκευτικές αντιλήψεις που απέχουν κατά πολύ από την πίστη της Εκκλησίας. Αυτό δε συμβαίνει μόνο στη Ρωσία. Στη Δυτική Ευρώπη οι άνθρωποι μπορούν να εντάσσονται ανάλογα στους καθολικούς ή τους προτεστάντες, την ίδια στιγμή που θεωρούν ότι είναι άθεοι. Η θρησκεία σε αυτή την περίπτωση είναι απλώς ένα μέρος της ομαδικής ταυτότητας, ένας από τους δείκτες με βάση τους οποίους διαχωρίζονται σε «δικούς μας και ξένους», δηλαδή κάτι πολύ κοντά στην έννοια της εθνικότητας. Πολλές «θρησκευτικές» συγκρούσεις σχετίζονται με αυτήν ακριβώς την έννοια της θρησκείας. Όπως είπε ένας Γιουγκοσλάβος αντάρτης σε έναν Βρετανό ανταποκριτή: «Οι δικοί μας ορθόδοξοι άθεοι δεν έχουν καμία σχέση με αυτούς τους καταραμένους μουσουλμάνους άθεους!». «Προτεστάντες» και «Καθολικοί» του Όλστερ μπορούν να είναι εντελώς αδιάφοροι για ζητήματα της ορθής λατρείας. Για αυτούς η θρησκεία είναι απλώς επί μέρους στοιχείο της ομαδικής ταυτότητας, «Βρετανοί ιμπεριαλιστές» εναντίον «Ιρλανδών εθνικιστών». Οι Άγγλοι καθολικοί δε σπεύδουν να πολεμούν στο πλευρό των Ιρλανδών ομοθρήσκων τους.
Σε αυτή την περίπτωση, η φράση «η πίστη μας είναι αληθινή» εκλαμβάνεται απλώς ως ένα ακόμη εθνικιστικό σύνθημα, περίπου ίδιο με το «έχουμε το σωστό σχήμα κρανίου» ή «μιλάμε με τη σωστή προφορά». Δεν αξίζει να μαθαίνουμε αυτά τα πράγματα και η Εκκλησία δε μας διδάσκει κάτι τέτοιο.
Μια άλλη σημασία της λέξης «πίστη» αναφέρεται σε ορισμένα βιώματα, σε μυστικιστική ή οιονεί μυστικιστική εμπειρία, σε μια αόριστη αίσθηση για την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης. Αυτά τα βιώματα μπορούν να μην συνδέονται τόσο πολύ με μια συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση. Πέρα από αυτό, ένα άτομο μπορεί να τα αναζητάει σε τελείως διαφορετικούς χώρους. Όπως λέει ένα τραγούδι από το τελευταίο άλμπουμ του συγκροτήματος «Λιάπις Τρουμπετσκόϊ»: «Πιστεύω στον Ιησού Χριστό, πιστεύω στον Γκαουτάμα Βούδα, πιστεύω στον προφήτη Μωάμεθ, πιστεύω στον Κρίσνα, πιστεύω στα Γκαρούντα.... πιστεύω στην αγάπη, πιστεύω στο καλό και θα εξακολουθώ να πιστεύω». Η πίστη σε αυτή την περίπτωση είναι ένα βίωμα που πλησιάζει σε αισθητικό. Μπορώ να προκαλέσω θορυβώ σε μια ροκ συναυλία ή να πάω σε συναυλία κλασικής μουσικής: το ένα δεν εμποδίζει το άλλο. Αντιθέτως, με καθιστά μια πολύπλευρη προσωπικότητα με ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων. Έτσι, μπορώ να θαυμάζω τη φλογερή γοτθική αρχιτεκτονική, μπορώ να εκπλήσσομαι με την παγόδα Σβένταγκον ή μπορώ να θαυμάζω την τέχνη των κατασκευαστών του Τεμένους Σουλεϊμανιγιέ. Και η ομορφιά της βυζαντινής Λειτουργίας έχει ενδιαφέρον, αλλά και η λεπτότητα του τελετουργικού του Σίντο είναι επίσης σπουδαία. Ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη θρησκευτική ανάγκη και νιώθει αμυδρά ότι χωρίς το πνευματικό στοιχείο η ζωή του είναι ελλιπής, οπότε, επιδιώκει να γεμίσει αυτό που του λείπει. Δεν έχει μεγάλη σημασία πού. Αν πεινάτε, μπορείτε να πάτε σε ένα κυλικείο, σε ένα εστιατόριο ουκρανικής ή ιαπωνικής ή κινεζικής κουζίνας, όπου σας αρέσει. Σήμερα πηγαίνετε εκεί, αύριο κάπου αλλού. Αν έχετε μια «θρησκευτική ανάγκη» και αναζητάτε συγκεκριμένα βιώματα, έχετε και εδώ πολλές επιλογές στην αγορά των θρησκευτικών υπηρεσιών. Και σε αυτή την περίπτωση, η συζήτηση για την «αληθινή πίστη» προκαλεί απορία: λες και ο άνθρωπος καλείται να ορκιστεί επίσημα ότι, πλέον, θα προτιμάει μόνο ουκρανική κουζίνα και θα απαρνηθεί δημόσια την ιαπωνική.
Αλλά όταν η Εκκλησία μιλάει για «αληθινή πίστη», δεν μιλάει για αυτού του είδους τα βιώματα.
Οι άλλες δύο σημασίες της λέξης «πίστη» έχουν να κάνουν περισσότερο με την Εκκλησία. Με τη λέξη «πίστη» μπορεί να εννοείται η «διδασκαλία»: το συγκεκριμένο σύνολο αντιλήψεων σχετικά με την πνευματική πραγματικότητα. Οι βουδιστές πιστεύουν στη μετεμψύχωση των ψυχών, οι χριστιανοί, όπως και οι μουσουλμάνοι, πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών. Ωστόσο, οι χριστιανοί (σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους) πιστεύουν ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Κάποιοι από αυτούς τους ισχυρισμούς είναι αληθινοί και κάποιοι λανθασμένοι. Δεν μπορούν να είναι ταυτοχρόνως όλοι αληθινοί.
Τι εννοούμε, όμως, με τον όρο «αλήθεια»; Πρώτα απ΄ όλα, εννοούμε ότι οι ισχυρισμοί μας αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η αντίληψη ότι «το χειμώνα στη Μόσχα χιονίζει» είναι αληθινή, ενώ ο ισχυρισμός ότι «οι αρκούδες περιφέρονται σε αυτό το χιόνι ψάχνοντας για κράνμπερι με πλούσια κλωνάρια» είναι ψευδής. Μια τέτοια κατανόηση της αλήθειας φαίνεται προφανής, αλλά, δυστυχώς, δεν είναι προφανής για όλους. Συχνά, οι άνθρωποι για τις αλήθειες της πίστης λένε το εξής: «αυτό είναι αλήθεια για σένα, αλλά δεν είναι για μένα».
Αυτή είναι αρκετά ανόητη φράση: η αλήθεια είναι, εξ ορισμού, αντικειμενική και δεν εξαρτάται από τις απόψεις και τις προτιμήσεις μας. Κανείς δεν λέει «Αυτό το βάζο έχει αρσενικό για σας, αλλά για μένα έχει ζάχαρη». Οι άνθρωποι προσπαθούν να ελέγξουν με προσοχή τι σκόνη είναι αυτή, πριν την βάλουν στο τσάι τους.
Ίσως, η συνήθεια να αντιλαμβάνεται κανείς το «πνευματικό» ως κάτι εξωπραγματικό, σχεδόν φανταστικό, προκαλεί ζημιά στον άνθρωπο. Αν πρόκειται για πράγματα που δε θα αντιμετωπίσετε ποτέ στην πραγματικότητα, όπως ένα παιχνίδι, τότε στο πλαίσιο του παιχνιδιού η αλήθεια για τον Βασίλη είναι ότι αυτός είναι ξωτικό και για τον Πέτρο ότι αυτός είναι μεσαιωνικός πρίγκιπας. Στην πραγματικότητα, όμως – όπως καταλαβαίνουμε πολύ καλά – ο Βασίλης είναι δευτεροετής φοιτητής και ο Πέτρος είναι πωλητής κινητών τηλεφώνων.
Όμως, οι ισχυρισμοί που έχουν να κάνουν με τη δογματική διδασκαλία της πίστης δεν είναι ισχυρισμοί για κανόνες ενός παιχνιδιού που μπορούμε να παίζουμε ή να μην παίζουμε. Αυτοί είναι οι ισχυρισμοί που αφορούν την πραγματικότητα, στην οποία ζούμε. Μπορούν να αντιστοιχούν σε αυτή την πραγματικότητα ή να μην αντιστοιχούν. Ο Ιησούς Χριστός ή είναι όντως ο Σωτήρας του κόσμου ή δεν είναι. Θα έρθει η στιγμή που θα βεβαιωθούμε ότι κάναμε τη σωστή – ή την τραγικά λανθασμένη – επιλογή.
Αν και η λέξη «πίστη» στην εκκλησιαστική αντίληψη περιλαμβάνει την «υγιή διδασκαλία», τις αλήθειες για τον Θεό, για τον άνθρωπο και την οδό της σωτηρίας, τα οποία η Εκκλησία διαφυλάσσει και διακηρύσσει, αυτή σημαίνει και κάτι υψηλότερο. Υπάρχουν αλήθειες για την πραγματικότητα που δεν αμφισβητώ όχι επειδή είμαι βαθιά πεπεισμένος για αυτές, αλλά επειδή δεν έχουν τόση σημασία. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Σαίξπηρ δεν έγραψε τις περίφημες τραγωδίες του και ότι άλλοι άνθρωποι, για να αστειευτούν, του έχουν αποδώσει τα γραπτά τους. Δεν ξέρω αν αυτό ισχύει, και ομολογώ, δεν με ενδιαφέρει και πολύ. Ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι αυτό ισχύει, αυτό δεν θα επηρεάσει τη ζωή μου.
Υπάρχει όμως κάτι που έχει όντως σημασία, είναι το κάτι που απαντά στο ερώτημα για το νόημα της ζωής μας, για το τι μπορούμε να ελπίζουμε και τι πρέπει να φοβόμαστε. Αν υπάρχει αιώνια ζωή, και από τις επιλογές που κάνουμε εδώ στη γη, εξαρτάται το αν αυτή θα είναι απερίγραπτα όμορφη ή απερίγραπτα φρικτή, αυτό κάνει μεγάλη διαφορά. Η πίστη δεν αποτελεί απλώς ένα σύνολο πεποιθήσεων. Τις πεποιθήσεις τις αποδέχεται ως εξαιρετικά σημαντικές, ως αλήθειες πάνω στις οποίες χτίζουμε τη ζωή μας και τις οποίες τηρούμε, όταν δεν είναι για να παίζουμε, αλλά όταν είμαστε μπροστά σε δοκιμασίες, βάσανα ή θάνατο.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ισχυρισμοί των διάφορων θρησκειών αντιφάσκουν μεταξύ τους, δεν μπορούν να είναι όλοι ταυτόχρονα αληθινοί. Είτε ο Κύριος Ιησούς πέθανε στον Γολγοθά για τις αμαρτίες μας, είτε δεν πέθανε. Μετά τον θάνατο, είτε μας περιμένει ανάσταση νεκρών είτε μετενσάρκωση κτλ.: ορισμένα πράγματα από αυτά είναι αληθή, ενώ άλλα δεν είναι. Γι΄αυτό, αν γενικώς υπάρχει θρησκευτική αλήθεια, ορισμένοι δογματικοί ισχυρισμοί είναι αληθινοί, και κάποιοι άλλοι δεν είναι.
Σε αυτό δεν υπάρχει τίποτα το λανθασμένο, το αλαζονικό ή το ασεβές απέναντι στους ανθρώπους: είτε όλοι οι θρησκευόμενοι άνθρωποι κάνουν λάθος, είτε ορισμένοι από αυτούς έχουν δίκιο, και όλοι οι άλλοι κάνουν λάθος, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.
Η λέξη «αλήθεια» δεν έχει μόνο διανοητική, αλλά και πρακτική διάσταση: τι πρέπει να κάνω για να σωθώ; Σε ποια θρησκευτική πρακτική πρέπει να στραφώ; Να ακολουθήσω το ευγενές οκταπλό μονοπάτι ή να λατρέψω την ιερή φωτιά; Να κάνω ειδική προσευχή πέντε φορές την ημέρα ή να εναποθέτω την ελπίδα μου στον Ιησού Χριστό και σε αυτό που έχει κάνει για τη σωτηρία μας;
Δεν μπορείτε να ακολουθήσετε πολλές οδούς ταυτόχρονα: είστε αναγκασμένοι να επιλέξετε μια. Έτσι και αλλιώς, όταν στρέφεστε στην πραγματική πνευματική ζωή, επιλέγετε μια οδό και τις υπόλοιπες τις απορρίπτετε. Με ποιο σκεπτικό αξίζει να το κάνετε αυτό; Με το ίδιο σκεπτικό με βάση το οποίο επιλέγουμε έναν χάρτη ή έναν οδηγό: με βάση την αληθινότητά του.
Επομένως, είναι ανόητο να κατηγορεί κανείς την Εκκλησία για το λόγο ότι «αξιώνει την κατοχή της απόλυτης αλήθειας». Αν η πίστη της Εκκλησίας δεν είναι αληθινή, τότε πρέπει να κατηγορείται ακριβώς για αυτό. Αν είναι αληθινή, τότε η Εκκλησία υποχρεούται να την διακηρύσσει ως αλήθεια.