«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΙΕΡΑΠΌΣΤΟΛΟΙ ΑΦΡΙΚΑΝΟΙ -ΣΤΟΥΣ ΛΕΠΡΟΥΣ
Στό χωριό Λουένα, πού ἀπέχει ἀπό τό Κολουέζι 300 περίπου χιλιόμετρα ἔχουμε ἐνορία πρός τιμήν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Κατηχητής τῶν ἐκεῖ Χριστιανῶν μας εἶναι ὁ Ἰωακείμ. Μέχρι πέρυσι ἦταν δάσκαλος σέ δημοτικό σχολεῖο τῶν Μεθοδιστῶν. Αὐτοί τόν ἐπίεσαν νά γίνη Μεθοδιστής, ἀλλιῶς θά ἔχανε τήν δουλειά του. Καί πράγματι ὁ ἄξιος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Ἰωακείμ, προτίμησε νά χάση τήν δουλειά του μέ ὅλες τίς συνέπειες γιά τήν οἰκογένειά του, προκειμένου νά κρατήση τήν πίστι του. Σήμερα φτιάχνει κάρβουνα στό δάσος καί τά πουλᾶ γιά νά ζήση τά τέσσερα παιδάκια του.
Εὖγε σου, ’Ιωακείμ. Ὁ Χριστός δέν θά σέ ἐγκαταλείψη. Εἶσαι ἕνας ἀπό τούς πιό μεγάλους ὁμολογητές τῆς Πίστεώς μας σήμερα στήν ’Αφρική. Πτωχός ’Ορθόδοξος παρά μουσουλμᾶνος πλούσιος. Ὅλοι οἱ Κατηχητές πού ἔχει τό Κλιμάκιο Κολουέζι εἶναι περί τούς 150. Δέν προσφέρει σ’ αὐτούς μισθό, ἐκτός ἀπό ὑλικές βοήθειες, ἔκτακτες οἰκονομικές ἐνισχύσεις, φάρμακα κ.λ.π. Στόν Κατηχητή τοῦ Φουγκουροῦμε προσφέρθηκε ἡ εὐκαιρία νά γίνη πλούσιος, ἀλλ’ ὅμως ἀπέρριψε τήν πρότασι. Τόν πλησίασαν μουσουλμᾶνοι "ἱεραπόστολοι" προτείνοντάς του νά τόν κάμουν δικό τους κατηχητή μέ μισθό, δέκα φορές μεγαλύτερο ἀπό ὅτι παίρνουν οἱ ἱερεῖς τοῦ Κλιμακίου μας. Μέ γενναιοψυχία καί ὁμολογιακή ἀποφασιστικότητα ἀρνήθηκε τό δόλωμα τοῦ σατανᾶ. Παραμένει φτωχός καί ἐργάτης στά χωράφια, ὅπως πρῶτα, κρατώντας γερά τόν θησαυρό τῆς Πίστεως πού παρέλαβε ἀπό τόν μακαριστό π. Κοσμᾶ. Εὖγε καί σέ σένα, ἀδελφέ Παναγιώτη. Δέν θά ἐγκαταλείψη καί σένα ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί σύ δέν "κλώτσησες" τόν Θεό χάριν τοῦ μαμμωνᾶ. Διάσωσις ἱερῶν ’Αντικειμένων ἀπό πυρκαιά Στό χωριό Τσιπάγια, ὅπου ὑπάρχει καί ἐνορία μας, ὁ Κατηχητής ἔπαθε κάποια ἡμέρα μία μεγάλη συμφορά. Ἡ χαρτοκαλύβα του, λόγῳ τῆς φωτιᾶς πού ἀνάβουν μέσα γιά ζεστασιά καί μαγειρική, ἀπετεφρώθη. Δέν ἔμεινε τίποτε. Καθώς μᾶς εἶπε, εἶχε καί λίγα χαρτονομίσματα πού τἄχασε κι αὐτά. Μέσα ὅμως στίς στάκτες βρῆκε κάτι ἀντικείμενα, πού ἀποροῦσε πῶς διεσώθηκαν. Βρῆκε τήν Καινή Διαθήκη, ἕνα σταυρό ξύλινο καί ἕνα κομποσχοίνι, ὅλα ἀνέπαφα. Ὁ Θεός, ἀσφαλῶς τόν παρηγόρησε ἐπαρκῶς μέ τήν θαυμαστή διάσωσι αὐτῶν τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων. Στό χωριό τῶν Λεπρῶν. Σέ ἀπόστασι 60 χιλιόμετρα ἀπό τό Κολουέζι ὑπάρχει τό χωριό τῶν συμπαθεστάτων ἀδελφῶν μας, τῶν λεπρῶν. Λέγεται Καζένζε. Ἔχει κτισθῆ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τούς Καθολικούς ἱεραποστόλους, καθώς καί ὅλα τά ἀναγκαῖα κτίρια τῆς θεραπείας τους, δηλαδή νοσοκομεῖο, μαιευτήριο, σχολεῖα, ἐκκλησία, βιβλιοθήκη, φαρμακεῖο. Κάθε οἰκογένεια λεπρῶν ζῆ σέ κάθε σπιτάκι κτισμένο ὄμορφα μέ τοῦβλα καί φροντίζει νά καλλιεργῆ λίγα κηπουρικά καί λίγα καλαμπόκια γιά τήν ζωοτροφία τους. Παράλληλα τούς ἐνισχύουν καί οἱ Ἱεραπόστολοι, τόσο οἱ Καθολικοί, ὅσο κατά περιόδους καί τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν. Σέ μιά τέτοια ἐπίσκεψι τῆς Φιλοπτώχου ’Αδελφότητος τῆς ’Ενορίας μας ἐπῆγα καί ἐγώ. Οἱ Κυρίες τῆς ’Ενορίας μας εἶχαν ἑτοιμάσει ἀπό τό βράδυ τά φαγητά: Κρέας, χόρτα, φασόλια, μπουκάρι. ’Επήγαμε μέ τά παιδιά τοῦ Οἰκοτροφείου μας καί μερικούς Κατηχητές μας. Τούς καλέσαμε κοντά μας. Τούς ὡμίλησα. Τούς τραγούδισαν τά παιδιά μας. Οἱ γυναῖκες ἄρχισαν τήν διανομή τῶν φαγητῶν. Κι αὐτοί ἄρχισαν τά δικά τους τραγούδια, τά ὁποῖα μᾶς ἐράγισαν τήν καρδιά. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τόν πόνο μας καί τά μάτια μας εἶχαν ἀρχίσει νά βουρκώνουν. Σ’ ἕνα τραγούδι τους ἔλεγαν: "Εἴμαστε φτωχοί, εἴμαστε φτωχοί καί δυστυχεῖς, ἀλλά δόξα στόν Θεό, δόξα στόν Θεό". Σέ μία ἄλλη στροφή ἔλεγαν: "Χέρια καί πόδια χάσαμε, χέρια καί πόδια χάσαμε, ἀλλά τόν Θεό δέν ἐξεχάσαμε". Σέ μιά ἄλλη στροφή ἔλεγαν: "Σᾶς εὐχαριστοῦμε γιατί μᾶς ἀγαπᾶτε. Εἶσθε οἱ πατέρες μας, εἶσθε τά ἀδέλφια μας". Ἄς σημειωθῆ ὅτι τά λόγια τους αὐτά εἶναι αὐθόρμητα. Ὁμοίως καί ὁ σκοπός τῆς μουσικῆς τους ἐπιδόσεως εἶναι πηγαῖος. ’Εκείνη τήν στιγμή πού μᾶς εἶδαν, ἐκείνη τήν στιγμή ἔφτιαξαν τήν μουσική τους μελωδία καί στιχουργική. ’Εκλαύσαμε στά κρυφά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καθ’ ὅσον βλέπαμε τ’ ἀδέλφια μας μέ ξύλινα παπούτσια, ἐνῶ τά χέρια φαγωμένα ἀπό τήν λέπρα ἤ τυλιγμένα μέ ἐπιδέσμους. Ἡ καχεκτικότης καί ἀδυναμία τους εἶναι ἀδύνατον νά περιγραφοῦν.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου