Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023

Το καυχημα του σταυρου

p. Augoystinos Ag. Nik. ist. Ἡ παγκόσμιος Ὕψωσις τοῦ τιμ. Σταυροῦ

Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιωτου

«Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14)

Ἑορτή, ἀγαπητοί μου, μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυ­ρις. Ἡ 14η Σεπτεμβρίου θυμίζει σὲ κάθε Χρι­στιανὸ Ἕλληνα ἔνδοξες ἡ­μέρες ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρί­δος μας. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὸ 327 μ.Χ. ἡ ἁγία Ἑ­λένη, μητέρα τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀξιώθηκε νὰ βρῆ στοὺς Ἁγίους Τόπους τὸν τί­μιο Σταυ­ρὸ καὶ τὸν ὕψωσε ὁ πατρι­άρχης Μα­κάριος. Καὶ τὸ 626 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου Ἡράκλειος νίκησε τοὺς Πέρσες καὶ πῆρε πίσω τὸν τίμιο Σταυρὸ ποὺ εἶχαν ἁρ­πάξει. Ὁ Σταυρὸς ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ ἱστορία ἔ­χει προπαντὸς θεολογία, πέλαγος νοημάτων, ποὺ ἀνοίγονται ἐνώπιόν μας σήμερα, καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, καὶ τὴν Τρίτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.

«Σταυρὸς ὑψοῦται σήμερον…» (ἐξαποστ.). Τί εἶ­νε ὁ Σταυρός;

• εἶνε τὸ τίμιον Ξύλον. Ὄχι ἕνα ἁ­πλὸ ξύλο, ὅπως μᾶς κατηγοροῦν οἱ χιλιασταί. Ὁ Σταυρός, λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁ­γιορείτης, ἔχει δύο ξύλα, τὸ πλάγιο καὶ τὸ ὄρ­θιο. Αὐτά, προτοῦ νὰ δεθοῦν ἔ­τσι, μποροῦ­­­­σαν καὶ νὰ καοῦν· ἑνωμένα ὅμως ἐγ­καρσίως, δηλαδὴ πλαγίως, τὰ δύο αὐτὰ ξύλα εἶνε πλέον ἡ εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου Θεοῦ, τοῦ Κυ­ρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀ­κινδύνως τὰ προσ­κυνοῦμε, σύμφωνα μὲ ἀ­πόφασι τῆς Ἑβδόμης (Ζ΄) Οἰκουμενικῆς Συν­όδου.
• ὁ σταυρὸς εἶνε τὸ δέντρο «τῆς ὄντως ζω­ῆς», ποὺ φυτεύθηκε στὸν «Κρανίου τόπον», καὶ μὲ τὴ θυσία του πάνω σ᾽ αὐτὸ ὁ αἰώνιος Βασιλεὺς «εἰρ­γάσατο σωτηρίαν» (ἑσπ. λιτ.).
• εἶνε τὸ «ὅπλον τὸ ἀκαταμάχητον», ὁ «ἀντίπαλος τῶν δαιμόνων» (ἑσπερ. ἀπόστ.), τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα» τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου.
• εἶνε καὶ ἡ ἔνδοξη σημαία, κάτω ἀπὸ τὴν ὁ­ποία τὸ δικό μας γένος ἔδωσε καὶ κέρδισε νίκες. Τί εἶνε ἀκόμα ὁ σταυρός;
• ὦ Θεέ μου, πῶς νὰ τὸ νιώσουμε; Ὁ σταυ­ρὸς εἶνε τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἐπάνω στὸ ὁ­ποῖο προσεφέρθη ἡ μοναδικὴ θυσία τῶν αἰώνων· ἐκεῖ ὁ Χριστὸς παρέδωσε τὸν ἑ­αυτό του «ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. μ. Βασ.), θυσιάστηκε ὁ Ἀθῷος ἀντὶ ἡμῶν τῶν ἐ­νό­χων ἁμαρτωλῶν· καὶ αὐ­τὴ ἡ θυσία συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων στὰ ἱερὰ θυσι­αστήριά μας (κάθε ἁγία τράπεζα εἶνε Γολγο­θᾶς), καὶ σ᾽ αὐτὴν μετέχουν ὅσοι κοινωνοῦν ἀ­ξίως τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ τίμιος Σταυρός! Νὰ τὸν ὑμνήσουμε, νὰ τὸν ἐγ­κωμιάσουμε; Εἴμαστε ἀνάξιοι. Γι᾽ αὐτὸ ἀντὶ ἐμοῦ ἂς μιλήσῃ ἕνας ποὺ ἀγάπησε τὸν τίμιο Σταυρὸ ὅ­σο κανείς ἄλλος, ὑψώθηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ «ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4). Ποιός; ὁ ἀπόστολος Παῦλος! Καν­είς ἄλ­λος δὲν θεολόγησε περὶ τοῦ Σταυροῦ ὅπως αὐτός. Ἀνοῖξτε τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, τὸ 1ο κεφάλαιο, ἀπ᾽ ὅπου εἶνε ὁ σημε­ρινὸς ἀπόστο­λος (βλ. Α΄ Κορ. 1,18-24). Διαβάστε ὅ­μως σήμερα καὶ στὸ τέλος τῆς πρὸς Γαλάτας ἐπιστο­λῆς τὰ ἄλ­λα λόγια του· «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυ­χᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀ­γὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). Αὐτὰ μοῦ δίνουν τώρα τὸ θέ­μα. Ποία εἶνε ἡ ἔννοια τῶν λόγων αὐ­τῶν; Ἐδῶ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα λέει τὰ ἑξῆς.

* * *

Οἱ ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, εἶ­νε ὑ­περήφανοι· στὴν καρδιὰ ὅλων ὑπάρχει τὸ μικρόβιο τῆς ὑπερηφανείας· μέχρι καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἐκδηλώνουν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε μάνα κάθε κακίας. Καυ­χῶνται οἱ ἄνθρωποι· ὁ ἕνας γιὰ τὸ ἀνάστημά του, ἄλλος γιὰ τὴν ὀμορφιά του, ἄλ­λος γιὰ τὴν ἐξυπνάδα του, ὁ ἄλλος γιὰ τὸ ἀ­θλητικό του δῶμα, ἄλλος γιὰ τὴν τέχνη καὶ ἐπιστήμη του, ἄλλος γιὰ τὴν ἐπίδοσί του στὰ γράμματα, ἄλλος γιὰ τ᾽ ἀξιώματά του, ὁ ἄλλος γιὰ τὰ πλούτη του (μέγαρα, καράβια, ἐργοστάσια, μετρητά), ἄλλος γιὰ τὴν καταγωγή του…· γιὰ μύρια πράγματα. Ὅλα αὐ­τὰ ὅμως, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶνε μηδαμινά, δὲν εἶνε τίπο­τα μπρο­στὰ σ᾽ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο καυ­χῶμαι ἐ­γώ. Καὶ ποιό εἶνε τὸ καύχημά σου, ἅγιε ἀ­πό­στολε Παῦλε; Ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Κυρίου!
Γιατί; Ὅπως ἐξηγεῖ θεολογικὰ ὁ ἴδιος, διὰ τοῦ σταυροῦ συντελέσθηκε μέγα θαῦ­μα· ἡ χάρις τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐξουδετέρωσε δύο κακά· τὸν ἁ­μαρτωλὸ κόσμο καὶ τὸ ἁ­μαρτωλὸ ἐγώ.
Διὰ τοῦ σταυροῦ νεκρώθηκε ὁ κόσμος. Ποιός κόσμος; Ὄ­χι αὐτὴ ἡ ὑπέροχη πλάσι ποὺ φιλοτέχνησε ὁ Δημιουργὸς καὶ τὴ θαυμάζουμε· ἥλιος, σελή­νη, ἄ­στρα, βουνά, θάλασσες, κάμ­ποι, δάση…· ὡς «κό­σμος» στὸ ῥητὸ αὐτὸ ἐννοεῖται τὸ δαιμονικὸ φρόνημα καὶ σύστημα ἐκείνων ποὺ ἔφυγαν μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ δυστυχῶς ἀ­ποτελοῦν πλειονότητα, τὸ 99%. Κάπου – κάπου μόνο παρου­σιάζεται μιὰ ψυχὴ ποὺ ξεχωρίζει· τῶν ἄλλων οἱ σκέψεις, τὰ αἰ­σθήματα, οἱ ἐνέργειες εἶνε ἀπὸ ἀδιάφορες μέ­χρι καὶ ἐ­χθρικές ἔ­ναντι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ κόσμος ἀ­σκεῖ ἰ­σχυ­ρὴ ἐπίδρασι στὸν καθένα.
Ὁ κόσμος ἔχει καὶ μεταχειρίζεται δύο ἰσχυ­ρὰ ὅπλα· τὰ θέλγητρα καὶ τὰ φόβητρα.
Ὤ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου! Εἶνε μαγνήτης σατανικός, ποὺ ἔλκει καὶ ὑποτάσσει ὅ­ποιον ἀφεθῇ στὴν ἐπήρειά του. Θέλγητρα εἶνε τὰ ξέφρενα γλέν­τια, οἱ διασκεδάσεις σὲ «ψυχαγωγικὰ» κέν­τρα, τὰ ἀ­σεβῆ καὶ ἄσεμνα τραγούδια, τὰ πορνικὰ θεάματα, ὁ ἴλιγγος τῶν αἰ­σθήσεων, οἱ ἔξαλλοι χοροί, ἡ μόδα, ἡ γοητεία τῆς τεχνητῆς ὀμορφιᾶς, ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου, ἡ μέθη τῆς δόξης καὶ τῶν ἀξιωμάτων… Ὅλα αὐτὰ ἐξασκοῦν μία μαγεία στὸν θνητὸ ἄνθρω­πο. Ἕνας αὐτοκράτορας, παρ᾽ ὅλη τὴ δύναμί του, μὲ τὸ μειδίαμα μιᾶς πονηρῆς γυναί­κας βρέθηκε δέσμιος σαρκικοῦ ἔρωτος καὶ τίναξε στὸν ἀέρα τὸ θρόνο του. Τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου ἔχουν τεράστια δύναμι.
Ὁ κόσμος ὅμως ἔχει καὶ φόβητρα. Φόβητρα εἶνε οἱ πιέσεις, ἀδικίες, εἰρωνεῖες, οἱ δι­ωγμοί, ἐμ­παιγμοί, σαρκασμοί, ὁ περίγελως σ᾽ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό. Εἶσαι πιστός; ὁ κόσμος σὲ περιπαίζει, σὲ συκοφαντεῖ, σὲ κατηγορεῖ. Ἐκκλησι­άζεσαι, κοινωνεῖς, διαβάζεις Γραφή; γίνεσαι παιχνί­δι, πλάκα διασκε­δάσεως. Πόσοι π.χ. μπαίνουν σὲ αὐτοκίνητα, ἀεροπλάνα, πλοῖα, τραῖνα καί, ἐνῷ θέλουν, ἀποφεύγουν νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, γιατὶ φοβοῦνται μὴπως ὁ κόσμος τοὺς πῇ καθυστερημένους καὶ τοὺς ἐμπαίξῃ!
Τί λέει λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Οὔ­τε θέλγητρα οὔτε φόβητρα μὲ πιάνουν. Γιὰ μένα ὁ κόσμος πέθανε, ὅπως κ᾽ ἐγὼ γιὰ ἐ­κεῖνον· νεκρὸς ὁ κόσμος πρὸς ἐμέ, νεκρὸς ἐγὼ γιὰ δαῦτον. Μπορεῖ ἕνας νεκρὸς ν᾽ ἀσκή­σῃ ἐπιρροὴ σὲ ζωντανό; ἢ ἀν­τιστρόφως ἕ­νας ζωντανὸς νὰ ἐπηρεάσῃ ἕνα νεκρό; Χαῖρε, Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, διότι διὰ σοῦ ὁ κόσμος, ἐνῷ γιὰ ὅλους εἶνε παγίδα, γιὰ ᾽μένα νεκρώθηκε, δὲν ἔχει ἐ­πιρροή. Χαῖρε Σταυρέ, διότι καὶ τὸ ἐγώ μου, νεκρωμένο διὰ σοῦ, μένει ἀνεπηρέαστο ἀ­πὸ τὰ θέλγητρα καὶ τὰ φόβητρα τοῦ κόσμου.
Λέγοντας νέκρωσι τοῦ ἐγὼ δὲν ἐννοῶ κατάστασι ἀνυπαρξίας· ἐννοῶ νὰ συσταυρωθῇ ὁ «παλαιὸς ἄνθρωπος» (῾Ρωμ. 6,6· βλ. & Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9) μὲ τὸ Χριστό, ὥστε νὰ συναναστηθῇ μαζί του. Τὸ ἁ­μαρτωλὸ ἐγὼ τό ᾽χουμε ὅλοι στὰ βάθη μας, ἀπαίσια κληρονομιὰ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ὤ τὸ ἐγώ! Ἂν ἀνοί­ξῃς τὴν καρδιά σου, θὰ δῇς μέσα τὰ πάθη νὰ ὠρύ­ωνται σὰν ἄγρια θηρία· θυμός, ὀργή, μῖσος, ζήλεια, κενοδοξία, ὑπερηφάνεια, σαρκολατρία…
Ἂν ὅμως μπροστὰ στὸν τάφο ἑνὸς φιλαργύρου βάλετε ἕνα σωρὸ χρήματα, ὁ νεκρὸς δὲν τ᾽ ἀγγίζει· καὶ στὸν τάφο ἑνὸς ἀρχομανοῦς ἂν βάλετε στέμματα καὶ σκῆπτρα, μένει ἀδιάφορος· καὶ στὸν τάφο ἑνὸς σαρκολάτρου ἂν σταθῇ ἡ πιὸ ὡραία γυναίκα, αὐτὸς μένει ἀ­συγκίνητος. Ἔτσι ἔνιωθε ὁ Παῦλος, γι᾽ αὐτὸ ἔλεγε· Χαῖρε, Σταυρέ, διὰ τοῦ ὁποίου «ἐ­μοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14).

* * *

Ὅταν πρὸ ἐτῶν ἀξιώθηκα νὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄ­ρος, εἶδα στὴ μονὴ Φιλοθέου μία εἰκόνα ποὺ ἔδειχνε ἕνα καλόγερο σταυρωμένο. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅπως ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε, ἔτσι κι ὁ μοναχὸς κι ὁ καθένας μας πρέπει νὰ σταυρώσῃ «τὸν παλαιὸν ἄν­θρω­πον», τὰ πάθη του, νὰ ζῇ ζωὴ ἐσταυρωμένη.
Διάβασα ἀκόμη στὸν βίο τοῦ ἁγίου Θεοδώ­ρου τοῦ Στουδίτου, ὅτι ὁ ἅγιος εἶδε μιὰ μέρα στὴν αὐλὴ τῆς μονῆς ἕναν καλόγερο νὰ χτυπάῃ ἕναν ἀδελφό του. Λυπημένος τότε τὸν πλησίασε καὶ τοῦ λέει· Ἀ­δελφέ, πότε κατέβηκες ἀπὸ τὸ σταυρό; ἕνας σταυρωμένος ἔχει χέρι νὰ χτυπήσῃ τὸν ἀδελφό;
Ὁ καθένας μας ἂς σηκώσῃ τὸ σταυρό του. Ἔτσι, σταυρωμένη, πρέπει νὰ εἶνε ἡ ζωή μας, ἂν εἴμαστε ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ καὶ ὄχι ψευτο­χριστιανοὶ – θεομπαῖχτες. Ζωὴ χωρὶς σταυρὸ ζωὴ δὲν εἶνε.
Τί εἶνε ἡ ζωή; Ζωὴ ἴσον –τόλμησε καὶ γράψε μὲ κόκκινο μελάνι, μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου–, ζωὴ ἴσον σταυρός. Ὅπως ὁ Χριστὸς σήκωσε σταυρό, ἔτσι κ᾽ ἐσύ. Σταυρὸς εἶνε οἱ θλίψεις καὶ περιπέτειες τοῦ βίου.
«Χωρὶς σταυρὸ κανένας δὲν θὰ δῆ παράδεισο», εἶπε σοφὰ ἕνας πιστὸς οἰκογενειάρχης. Ἔτσι ἔζησαν οἱ πρόγονοί μας, ἔτσι ἔζησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι.
ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ποὺ κοιμήθη­κε σὰν σήμερα (τώρα ἔπρεπε νὰ ἑορτάζῃ, ἀλ­λὰ λόγῳ τῆς μεγάλης σημερινῆς ἡμέρας, ἡ Ἐκ­κλησία ὥρισε νὰ ἑορτάζῃ τὸ Νοέμβριο), δὲν πέθανε στὸ θρόνο· γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ ἤ­λεγξε ἐξουσιαστάς, πέθανε ἐξόριστος σὲ μιὰ ἐρη­μιὰ λέγοντας· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκα».
ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ καὶ σταυ­ρὸ σήκωσε καὶ σταυρουδάκια μοίραζε, ἔλεγε· «Τὸν Χριστόν μας παρακα­λῶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμά μου διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μου» (ἡμ. ἔργ., σ. 106). Κι ὅ­ταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου κ᾽ ἔστησαν ἀγχόνη νὰ τὸν κρεμάσουν εἶπε· Δόξα σοι, ὁ Θεός, ποὺ μ᾽ ἀξιώνεις νὰ σταυρωθῶ καὶ ἐγώ.
Πῶς νὰ φτάσουμε νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς αὐτὰ τὰ μεγάλα ῥήματα τοῦ Παύλου, ὅπως κ᾽ ἐ­κεῖνο τὸν ἄλ­λο φοβερὸ λόγο του, «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20); Πρέπει νὰ κοπιάσουμε, ν᾽ ἀγωνιστοῦμε σκληρά. Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε ἀγώνας ἐναντίον τῆς σαρκός, τοῦ κόσμου, καὶ τοῦ διαβόλου ποὺ «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5,8).
Ἡ πίστι μας ἔχει μεγαλεῖο. Δὲν εἶνε ψέμα, ὄχι! Μπορεῖ νά ᾽νε ψέμα ὁ ἥλιος τὰ ἄστρα καὶ ὁ κόσμος ὅλος· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Κύριος ἡμῶν, ὁ ἐσταυρωμένος καὶ Θεός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦτε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ἐξωκκλήσι Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου Ὑψώματος 1020 Φλωρίνης 14-9-1985 

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=105430#more-105430