Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Ἂς Τον ἀκολουθησουμε!

Ιησους Χριστος Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

«Ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. 5,11)

Ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου. Μᾶς καλεῖ ν᾽ ἀ­φήσουμε κ᾽ ἐμεῖς τὰ πάντα καὶ νὰ τὸν ἀκολου­θήσουμε. Ν᾽ ἀφήσουμε τὰ πάντα; Δηλαδὴ τὰ σπίτια μας, τὰ ἐργαστήριά μας, τὰ ἐπαγγέλματά μας, τὶς ποικίλες ἀσχολίες μας; Ὄχι. Διότι ὅλα αὐ­τὰ καλοῦνται νὰ τ᾽ ἀφήσουν, ὅπως εἴδαμε, ἐ­κεῖνοι ποὺ ὡς ἀπόστολοι κλήθηκαν σὲ εἰδική, ἔκ­τακτη ἀποστολή, ποὺ ἀπαιτεῖ ἀπόλυτη αὐταπάρνησι καὶ ἀφιέρωσι. Ἀλλὰ τότε τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θέλει ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν Κύριο πρέπει ν᾽ ἀφήσῃ τὰ πάντα;

Ἀκοῦστε. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ ἀποτελοῦν τὸν ὑλικὸ πλοῦτο, ποὺ ὅλοι, καὶ οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀκόμη, ἔχουν σὲ κάποια ποσότητα, ὑπάρχει κ᾽ ἕ­νας ἄλλος πλοῦτος, πλοῦτος ὄχι ὑλικός, ὄχι ὁ­ρατός, πλοῦτος ὄχι εὐλογημένος ἀλλὰ καταρα­μέ­νος, ὁ ὁποῖος μὲ συνέργεια τοῦ σατανᾶ ἔχει συγ­κεντρωθῆ σὲ μυστικὲς ἀποθῆκες. Καὶ αὐτὸς ὁ πλοῦ­τος εἶνε τὰ ἐλαττώματα, οἱ κακίες, τὰ πάθη. Παρ᾽ ὅ­λη τὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ φθορὰ ποὺ προ­καλοῦν τὰ πάθη, ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀγα­πᾷ, τὰ περιθάλπει, τὰ τρέφει, καὶ δὲν ἐν­νοεῖ ἐπ᾽ οὐδενὶ νὰ τ᾽ ἀποχωριστῇ.

Ὑπάρχουν δὲ καὶ περιπτώσεις, ὄχι σπάνιες, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀ­γα­πᾷ τὸ πάθος του πε­ρισσότερο κι ἀπὸ ἀγαπητὰ πρόσωπα καὶ πράγματα. Ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν τοῦ ὑποσχε­θῇς, δὲν ἀποχωρίζεται π.χ. ὁ ἀλκοολι­κὸς τὴν οἰνοποσία, ὁ χαρτοπαί­κτης τὴ χαρτοπαιξία, ὁ ἀκόλαστος τὴ σάρκα. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸ ποτήρι, τὸ χαρτί, ἡ ἡδονή· πόσα κτήματα, πόσα σπί­τια καὶ καταστήματα καὶ ἐργοστά­σια, πόσες τεράστιες περιουσίες δὲν δαπανήθηκαν γιὰ τὴν ἱκανοποίησι τῶν ἀκορέστων παθῶν;
Αὐτὰ τὰ πάθη ἀποτελοῦν τὰ ὑπάρχοντα, τὰ κύ­ρια ὑπάρχοντα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καλεῖται αὐ­τὸς ν᾽ ἀφήσῃ, ν᾽ ἀποχωριστῇ καὶ ν᾽ ἀκολουθή­σῃ τὸ Χριστό (βλ. Λουκ. 14,33). Τὸ ν᾽ ἀφήσῃ κανεὶς ὑλικὰ ἀ­γα­θὰ καὶ νὰ τὰ διαθέσῃ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ τῆς κοινῆς ὠφελείας, εἶνε βέβαια πρᾶξις ἐπαινε­τή, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν εἶνε τόσο δύσκολο ὅσο τὸ νὰ κόψῃ τὰ ἐλαττώματά του, τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη του. Εὔκολα οἱ ἀπόστολοι ἄφησαν τὰ πλοῖα καὶ τὰ δίχτυα, ἀλλὰ πόσο δύσκολα ἀπαλλάχθηκαν καὶ αὐ­τοὶ ἀπὸ πλανεμένες ἀντιλήψεις, ἐλαττώματα καὶ κακίες ποὺ εἶχαν! Τὰ πάθη προσκολλῶν­ται ἐπάνω στὴν ὕπαρξί μας ὅπως στὴ χελώνα τὸ ὄστρακό της. Αὐτὰ γίνονται δεύτερη φύσι, κακὴ φύσι. Καὶ «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥάδιον», τὸ ν᾽ ἀλ­λάξῃ ἡ κακὴ φύσι δὲν εἶνε εὔκολο, ἔλεγαν οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας (Μένανδρος).
Ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὴν κακὴ περιουσία τῆς ὑ­πάρξεώς μας, αὐτὰ καλεῖται ν᾽ ἀπαρνηθῇ, ν᾽ ἀ­πο­τάξῃ, νὰ ῥίξῃ μακριά του σὰν παλιὸ ῥοῦχο ἐ­κεῖ­­νος ποὺ θέλει ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸ Χριστό. Κι ὅτι αὐτὸ εἶνε τὸ βάθος τῆς ἐννοίας τῆς ἀποτάξε­ως τὸ βλέπει κανεὶς στὴν ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Τὶς πονηρὲς συνήθειες, τὶς κακίες, τὰ πάθη, κάθε τι ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συντροφιὰ τοῦ σατανᾶ, καλεῖται ν᾽ ἀπαρνηθῇ ὁ βαπτιζό­μενος ἂν θέ­λῃ ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν Κύριο. Καὶ ὁ Χριστός, «ὁ ἀ­ναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτι­ον (=αὐτὸς ποὺ ντύνεται σὰν ῥοῦχο του τὸ φῶς)» (Ψαλμ. 103,2), δὲν θὰ τὸν ἀφή­σῃ γυμνό, ἀλλὰ θὰ τὸν ντύσῃ μὲ νέο ἔνδυμα, μὲ νέα ἄφθαρτη στολή. Καὶ ἄφθαρτη στολὴ εἶνε οἱ ἀ­ρετὲς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πρέπει νὰ γίνουν καὶ ἀ­ρετὲς τοῦ Χριστιανοῦ.
Ὅταν λοιπόν, Χριστιανέ, ἀκοῦς στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι οἱ τέσσερις ἁλιεῖς «ἀφέντες ἅπαντα» ἀ­κολούθησαν τὸ Χριστό, σκέψου ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ καὶ θέσε στὸν ἑαυτό σου τὸ ἐρώτημα· Οἱ ἀπόστο­λοι ἄ­φησαν ὅ,τι ὑλικὸ εἶχαν χάριν τοῦ Κυρίου· ἐγὼ τί ἄ­φησα πρὸς χάριν του; τί στοίχισε σ᾽ ἐ­μένα ἡ πίστι μου ὣς τώρα; Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν μὲ ὑ­πο­χρεώνει νὰ ἐγκαταλείψω τὸ ἐπάγγελμά μου· μὲ καλεῖ ὅ­μως νὰ κάνω ἄλλου εἴδους θυσία· νὰ ἐγ­καταλείψω τὶς κακές μου συνήθειες, ὅλα ἐκεῖ­να ποὺ ἀποτελοῦν τὸν «παλαιὸν ἄνθρωπον» (῾Ρωμ. 6,6. ᾿Εφ. 4,22. Κολ. 3,9). Τὰ ἄφησα ὅλα; ἢ μήπως ἐγκατέλειψα μόνο μερι­κὲς κα­κὲς συνήθειες ποὺ δὲν μοῦ στοιχίζουν καὶ πολύ, κρα­τῶ ὅμως ἀκόμη ὡρισμένα ἀ­γαπητά μου πάθη, ποὺ γιὰ νὰ ἐλαφρύνω τὴ βαρύτητά τους τὰ λέω ἐ­πιεικῶς ἀνθρώπινες ἀδυναμί­ες, μὰ ἀδυναμίες ποὺ τόσο καταδικάζει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ;
Αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις πρέπει ν᾽ ἀπευθύνῃ στὸν ἑαυτό του κάθε ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ. Διότι τὸ ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸν Κύριο, ποὺ εἶνε ἡ σωτηρία μας, εἶνε τὸ σοβαρώτερο ζήτημα τῆς ζωῆς μας, καὶ ἀλλοίμονο ἂν μερικὲς ἀδυναμίες δὲν ἀποφασίσου­με νὰ τὶς ἐγ­καταλείψουμε· θὰ μείνουμε μακριὰ ἀ­πὸ τὸν Κύριο. Ὑπάρχει μεγαλύτερη συμφορὰ ἀπ᾽ αὐτήν; Γι᾽ αὐτὸ πρέπει μὲ τὴ βοήθειά του νὰ πετά­ξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε ἁμαρτωλὸ φορτίο καὶ ὡς εὔζωνοι στρατιῶτες νὰ τὸν ἀκολου­­θήσουμε στὴ μαρτυρικὴ καὶ δοξασμένη πορεία.
Μ᾽ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἔννοια ἂν ἐν­νοήσουμε τὸ «ἀφέντες ἅπαντα», μπορεῖ ὁ καθένας νὰ μιμη­θῇ τοὺς ἀποστόλους καὶ ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν Κύριο. «Ἄφες τὴν πονηρὰν συνήθειαν μόνον», ἄ­σε μόνο τὴν κακὴ συνήθεια, φωνάζει ὁ ἱερὸς Χρυσό­στομος, «καὶ μένων οἴκοι μετὰ τῶν σεαυτοῦ δυνή­­σῃ σωθῆναι ῥᾳδίως», καὶ μένοντας στὸ σπίτι μαζὶ μὲ τοὺς δικούς σου εὔκολα θὰ μπορέ­σῃς νὰ σωθῇς (εἰς Ματθ. ὁμ. ΙΔ΄,γ΄· P.G. 57,220).

* * *

Ἀλλὰ γιὰ νὰ θελήσῃ ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ κάθε κακὴ συνήθεια, πρέπει νὰ ἔλθῃ σὲ συν­­αίσθησι τῆς ἀθλιότητος ποὺ δημιουργοῦν τὰ ἀν­θρώπινα πάθη καὶ νὰ κράξῃ πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν σώσῃ.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δίνοντας μιὰ εἰκόνα τῆς ἀθλιότητος τῶν παθῶν λέει, ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ ἕνα «δεσμωτήριον», μιὰ φυλακή (ἔ.ἀ.· P.G. 57,222). Σὲ μιὰ φυλακὴ θὰ ἔβλεπε καν­εὶς δυστυχισμένους καταδίκους νά ᾽νε δεμένοι μὲ βαρειὲς ἁλυσίδες· καὶ στὴ ζωὴ ἐτούτη, ἂν ἀ­φή­σῃς τὴν ψεύτικη φαντασμαγορία τοῦ πλούτου τῶν ἡδονῶν καὶ τῆς δόξης καὶ παρατηρή­σῃς στὸ βάθος τὴν ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου, θὰ δῇς ὅτι δὲν δι­αφέρει ἀπὸ ἕναν κατά­δικο· σέρνει κι αὐτὴ βαρειὰ δεσμὰ καὶ ὑποφέρει. Δεσμὰ καὶ ἁ­λυσίδες εἶ­νε τὰ πάθη της. Ὁ πλεονέκτης πλούσι­ος π.χ. στι­γμή δὲν ἀναπαύεται· ὅσο περισ­σότερα πλούτη ἀποκτᾷ, τόσο πιὸ βαρειὰ γίνον­ται τὰ δεσμά του, κ᾽ ἔχει ἀπὸ πάνω του ἕνα φοβε­ρὸ δεσμοφύλακα ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ξεμυ­τίσῃ ἀπ᾽ τὸ κελλὶ ἀλ­λὰ συνεχῶς τὸν σπρώχνει πιὸ μέσα· ποιόν; τὸν ἔ­ρωτα τῶν χρημάτων.
Εἶνε δέσμιες οἱ ψυχές! Ταλαίπωροι ἄνθρωποι, ὅσο κι ἂν φαίνωνται σωματικὰ ἐλεύθεροι, ζοῦν σὰν τοὺς φυλακισμένους ποὺ αὐστηροὶ δεσμοφύ­­λακες τοὺς χτυποῦν μὲ μαστίγια. Καὶ τὸ χειρό­τερο εἶνε ὅτι τὰ δεσμά, ποὺ χαλκεύει ἡ ἁμαρτία γι᾽ αὐτούς, μόνοι τους τὰ δέχονται πάνω τους, μὲ τὴ θέλησί τους. Ἕνα σχετικὸ ἀνέκδοτο εἶνε τὸ ἑξῆς.
Κάποιος τύραννος τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς διέταξε ἕνα τεχνίτη καὶ κατασκευάσῃ μιὰ ἁλυσίδα ὡρισμένου μήκους μὲ τὴν ὑπόσχεσι ὅτι θὰ τὸν ἀμεί­ψῃ ὅπως πρέπει. Αὐτὸς ἔφτειαξε τὴν ἁλυσίδα, ἀλ­λὰ ὁ τύραννος τοῦ εἶπε νὰ διπλασιάσῃ τὸ μῆκος της· κατόπιν πάλι νὰ τὸ διπλασιάσῃ· κ᾽ ἔτσι ἡ ἁλυσίδα ἔγινε πολὺ μακριὰ καὶ βαρειά. Καὶ ἡ ἀμοιβή, ποὺ ἔδωσε, ποιά ἦταν· διέταξε νὰ τοῦ δέσουν μ᾽ αὐτὴν χέρια καὶ πόδια καὶ νὰ τὸν ῥίξουν ἰ­σοβίως στὴ φυλακή!
Κάτι παρόμοιο κάνει καὶ ὁ μεγάλος τύραννος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ διάβολος. Διατάζει καθένα ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ τυφλά, νὰ φτειάξῃ τὴν ἁ­λυσίδα του, νὰ δουλέψῃ δηλαδὴ πάλι καὶ πάλι τὴν ἁ­μαρτία, κι ὅταν αὐτὴ καταντήσῃ πάθος, τότε κλά­ψτε τον, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἁλυσοδεμένος σκλά­βος τοῦ σατανᾶ. Ποιός φταίει; Ὁ ἄνθρωπος.
Σ᾽ αὐτὴ τὴ φρικτὴ κατάστασι δὲν ὑπάρχει ἄλ­λη διέξοδος παρὰ μόνο ἐκείνη ποὺ συνιστᾷ ὁ ἱε­ρὸς Χρυσόστομος· νὰ παρακαλέσουμε τὸ Λυτρω­­τὴ τῶν ψυχῶν νὰ σπάσῃ τὰ δεσμά, νὰ διώξῃ τὸ δεσμο­φύλακα, νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ κάνῃ τὴν ψυχή μας ἐλαφρότερη κι ἀπ᾽ τὰ φτε­ρὰ τοῦ ἀ­ετοῦ. Πρέπει ὅμως κ᾽ ἐμεῖς νὰ συνεργήσουμε ἀπὸ τὴν πλευρά μας βάζοντας «σπου­δὴν (=προ­σπά­θεια) καὶ γνώμην (=θέλησι, ἐπιθυμία) καὶ προθυμί­αν ἀγαθήν» (ἔ.ἀ.). Ἔτσι θ᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ κα­κὰ ποὺ μᾶς τυραννοῦν καὶ θὰ καταλάβουμε σὲ τί σκλαβιὰ ζούσαμε καὶ τί ἐλευθερία ἀ­πολαμβάνουμε τώρα ἀκολουθώντας τὸν Κύριο(*).

* * *

Ἀγαπητέ μου, ἀναρίθμητα παραδείγματα διὰ μέ­σου τῶν αἰώνων βεβαιώνουν, ὅτι μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύ­ριο ἐπικρατεῖ μαύρη δουλεία, ἐνῷ κοντά του βασι­λεύει ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ σταυροῦ, ἀπὸ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὕ­στε­ρα λοιπὸν ἀπὸ τόσα παραδείγματα καὶ τόση πεῖρα, διστάζεις ἀκόμη ν᾽ ἀκολουθήσῃς τὸν Κύριο; Διῶ­ξε κάθε δισταγμὸ καὶ πάρε τὴν ἀπόφασι.
Συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί μου, ἂς ἀκούσουμε τὴ μυστικὴ φωνὴ ποὺ μᾶς καλεῖ καὶ «ἀ­φέντες ἅπαν­τα» ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν Ἰησοῦ ὅ­που κι ἂν πάῃ.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

  • ———————————
    (*) Ὁ Πολωνὸς λογοτέχνης Ἑρρῖκος Σιέγκιεβιτς στὸ διήγημά του μὲ τίτλο «Ἀκολουθήσωμεν Αὐτόν» περιγράφει μὲ τέχνη τὴ θλιβερὴ κατάστασι τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς στὸ πρόσωπο μιᾶς εὐγενοῦς ῾Ρωμαίας κόρης, τῆς Ἀνταίας. Αὐτὴ παν­τρεύ­τηκε τὸν πατρίκιο Κίννα, ποὺ τοποθετήθηκε διοικητὴς τῆς Ἀλεξανδρείας· τὸ ἐκλεκτὸ ζευγάρι ἔπλεε σὲ πελάγη κοσμικῆς χαρᾶς… Τοὺς βρῆκε ὅμως δοκιμασία, πόνος ἀνεξήγητος. Ἡ Ἀνταία προσβλήθηκε ἀπὸ μυστηριώδη ἀσθένεια, ποὺ τὴν κατέτρωγε ψυχικὰ καὶ σωματικά· ἐπὶ πλέον κάποιο φοβερὸ ὅ­ραμα τὴν ἀναστάτωνε καὶ τὴ βύθιζε σὲ ἀπελπισία· μαραινόταν σὰν λουλούδι ποὺ τὸ τσίμπησε φαρμακερὸ ἔντομο. Κανένα φάρμακο, κανένας γιατρὸς ἢ μάγος ἢ φιλόσοφος δὲν μπόρεσε νὰ τὴ γιατρέψῃ. Ἀπελπισμένος ὁ Κίννας ἔφερε τὴν Ἀν­ταία στὴν Παλαιστίνη ὅταν ἡγεμόνας ἐκεῖ ἦταν ὁ γνωστός τους Πόν­τιος Πιλᾶτος. Καὶ ἔφτασαν ἐκεῖ πότε· τὴν ἡ­μέρα ποὺ θὰ σταυρωνόταν ὁ Ἰησοῦς. Κ᾽ ἐπειδὴ ἡ ἀσθενὴς ἐπιθυμοῦσε νὰ δῇ τὸν κατάδικο, ὁ Πιλᾶτος φρόντισε, ὥστε τὸ φορεῖο ποὺ θὰ τὴ μετέ­­φερε νὰ στηθῇ σὲ σημεῖο τῆς ὁδοῦ πρὸς τὸ Γολγο­θᾶ, ἀπ᾽ ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ δῇ τὴν πομ­πή. Καὶ εἶδε… Νά ὁ Ἰησοῦς φορτωμένος τὸ σταυρὸ περνάει. Στὸ ἀντίκρυσμα τῆς μορφῆς του ἡ Ἀνταία συγκλονίστηκε ἀπὸ τὰ ἁγιώτερα αἰσθήματα, ἀνέλαβε δυνάμεις, σηκώθηκε πάνω στὸ φορεῖο, εἶδε τὸν βασιλέα τοῦ πόνου καὶ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ῥαί­νῃ μὲ ἄν­θη… Τὰ χείλη της ψιθύρισαν· «Εἶσαι ἡ Ἀλήθεια!…». Ἀπὸ τὴ στι­γμὴ ἐκείνη ἡ Ἀν­ταία θεραπεύθηκε. Καὶ ὁ δύσπιστος σύζυγός της πιστεύει. Σὲ προτροπή της ἀκούγεται αὐτὸς νὰ λέῃ· «Ἂν ὄντως μᾶς καλῇ, ἂς Τὸν ἀ­κολουθήσουμε». Αὐτὸ εἶνε σὲ σύν­τομη περίληψι τὸ διήγημα, πλάσμα βέβαια πλούσιας φαν­­τασίας τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ παριστάνει ζωηρὰ δύο πραγματικότητες· τὴν ἀγωνία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καὶ τὴ λύτρωσί της ἀπὸ τὸ Χριστό (βλ. καὶ τὸ φ. 91/1948 τοῦ περ. «Χριστ. Σπίθα», τὰ βιβλία Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτὸς σ. 134 κ.ἑ. καὶ Φλογέρα τ. Β΄, σ. 25 κ.ἑ., καὶ τὸ περ. «Σταυρός» 1982, σ. 113 κ.ἑ.).

Περιληπτικὴ μεταφορὰ μὲ μεταγλώττισι στὴν ὁμιλουμένη σήμερα κεφαλαίου τοῦ βιβλίου «Ἀκολούθει μοι», Ἀθῆναι (1965) 19893, σσ. 93-100. 5-8-2023.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=105622#more-105622