Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
«Ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. 5,11)
Ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου. Μᾶς καλεῖ ν᾽ ἀφήσουμε κ᾽ ἐμεῖς τὰ πάντα καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Ν᾽ ἀφήσουμε τὰ πάντα; Δηλαδὴ τὰ σπίτια μας, τὰ ἐργαστήριά μας, τὰ ἐπαγγέλματά μας, τὶς ποικίλες ἀσχολίες μας; Ὄχι. Διότι ὅλα αὐτὰ καλοῦνται νὰ τ᾽ ἀφήσουν, ὅπως εἴδαμε, ἐκεῖνοι ποὺ ὡς ἀπόστολοι κλήθηκαν σὲ εἰδική, ἔκτακτη ἀποστολή, ποὺ ἀπαιτεῖ ἀπόλυτη αὐταπάρνησι καὶ ἀφιέρωσι. Ἀλλὰ τότε τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θέλει ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν Κύριο πρέπει ν᾽ ἀφήσῃ τὰ πάντα;
Ὑπάρχουν δὲ καὶ περιπτώσεις, ὄχι
σπάνιες, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸ πάθος του περισσότερο κι ἀπὸ
ἀγαπητὰ πρόσωπα καὶ πράγματα. Ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν τοῦ ὑποσχεθῇς, δὲν
ἀποχωρίζεται π.χ. ὁ ἀλκοολικὸς τὴν οἰνοποσία, ὁ χαρτοπαίκτης τὴ
χαρτοπαιξία, ὁ ἀκόλαστος τὴ σάρκα. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸ ποτήρι, τὸ χαρτί, ἡ
ἡδονή· πόσα κτήματα, πόσα σπίτια καὶ καταστήματα καὶ ἐργοστάσια, πόσες
τεράστιες περιουσίες δὲν δαπανήθηκαν γιὰ τὴν ἱκανοποίησι τῶν ἀκορέστων
παθῶν;
Αὐτὰ τὰ πάθη ἀποτελοῦν τὰ ὑπάρχοντα, τὰ κύρια ὑπάρχοντα τοῦ
ἀνθρώπου, ποὺ καλεῖται αὐτὸς ν᾽ ἀφήσῃ, ν᾽ ἀποχωριστῇ καὶ ν᾽ ἀκολουθήσῃ
τὸ Χριστό (βλ. Λουκ. 14,33). Τὸ ν᾽ ἀφήσῃ κανεὶς ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ
διαθέσῃ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ τῆς κοινῆς ὠφελείας, εἶνε βέβαια πρᾶξις
ἐπαινετή, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν εἶνε τόσο δύσκολο ὅσο τὸ νὰ κόψῃ τὰ ἐλαττώματά
του, τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη του. Εὔκολα οἱ ἀπόστολοι ἄφησαν τὰ πλοῖα καὶ
τὰ δίχτυα, ἀλλὰ πόσο δύσκολα ἀπαλλάχθηκαν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ πλανεμένες
ἀντιλήψεις, ἐλαττώματα καὶ κακίες ποὺ εἶχαν! Τὰ πάθη προσκολλῶνται
ἐπάνω στὴν ὕπαρξί μας ὅπως στὴ χελώνα τὸ ὄστρακό της. Αὐτὰ γίνονται
δεύτερη φύσι, κακὴ φύσι. Καὶ «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥάδιον», τὸ ν᾽
ἀλλάξῃ ἡ κακὴ φύσι δὲν εἶνε εὔκολο, ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας
(Μένανδρος).
Ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὴν κακὴ περιουσία τῆς ὑπάρξεώς μας, αὐτὰ
καλεῖται ν᾽ ἀπαρνηθῇ, ν᾽ ἀποτάξῃ, νὰ ῥίξῃ μακριά του σὰν παλιὸ ῥοῦχο
ἐκεῖνος ποὺ θέλει ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸ Χριστό. Κι ὅτι αὐτὸ εἶνε τὸ βάθος
τῆς ἐννοίας τῆς ἀποτάξεως τὸ βλέπει κανεὶς στὴν ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου
τοῦ βαπτίσματος. Τὶς πονηρὲς συνήθειες, τὶς κακίες, τὰ πάθη, κάθε τι
ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συντροφιὰ τοῦ σατανᾶ, καλεῖται ν᾽ ἀπαρνηθῇ ὁ
βαπτιζόμενος ἂν θέλῃ ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν Κύριο. Καὶ ὁ Χριστός, «ὁ
ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον (=αὐτὸς ποὺ ντύνεται σὰν ῥοῦχο του τὸ
φῶς)» (Ψαλμ. 103,2), δὲν θὰ τὸν ἀφήσῃ γυμνό, ἀλλὰ θὰ τὸν ντύσῃ μὲ νέο
ἔνδυμα, μὲ νέα ἄφθαρτη στολή. Καὶ ἄφθαρτη στολὴ εἶνε οἱ ἀρετὲς τοῦ
Χριστοῦ, ποὺ πρέπει νὰ γίνουν καὶ ἀρετὲς τοῦ Χριστιανοῦ.
Ὅταν λοιπόν, Χριστιανέ, ἀκοῦς στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι οἱ τέσσερις
ἁλιεῖς «ἀφέντες ἅπαντα» ἀκολούθησαν τὸ Χριστό, σκέψου ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ καὶ
θέσε στὸν ἑαυτό σου τὸ ἐρώτημα· Οἱ ἀπόστολοι ἄφησαν ὅ,τι ὑλικὸ εἶχαν
χάριν τοῦ Κυρίου· ἐγὼ τί ἄφησα πρὸς χάριν του; τί στοίχισε σ᾽ ἐμένα ἡ
πίστι μου ὣς τώρα; Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν μὲ ὑποχρεώνει νὰ ἐγκαταλείψω τὸ
ἐπάγγελμά μου· μὲ καλεῖ ὅμως νὰ κάνω ἄλλου εἴδους θυσία· νὰ
ἐγκαταλείψω τὶς κακές μου συνήθειες, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦν τὸν
«παλαιὸν ἄνθρωπον» (῾Ρωμ. 6,6. ᾿Εφ. 4,22. Κολ. 3,9). Τὰ ἄφησα ὅλα; ἢ
μήπως ἐγκατέλειψα μόνο μερικὲς κακὲς συνήθειες ποὺ δὲν μοῦ στοιχίζουν
καὶ πολύ, κρατῶ ὅμως ἀκόμη ὡρισμένα ἀγαπητά μου πάθη, ποὺ γιὰ νὰ
ἐλαφρύνω τὴ βαρύτητά τους τὰ λέω ἐπιεικῶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, μὰ
ἀδυναμίες ποὺ τόσο καταδικάζει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ;
Αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις πρέπει ν᾽ ἀπευθύνῃ στὸν ἑαυτό του κάθε
ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ. Διότι τὸ ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸν Κύριο, ποὺ εἶνε ἡ
σωτηρία μας, εἶνε τὸ σοβαρώτερο ζήτημα τῆς ζωῆς μας, καὶ ἀλλοίμονο ἂν
μερικὲς ἀδυναμίες δὲν ἀποφασίσουμε νὰ τὶς ἐγκαταλείψουμε· θὰ μείνουμε
μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὑπάρχει μεγαλύτερη συμφορὰ ἀπ᾽ αὐτήν; Γι᾽ αὐτὸ
πρέπει μὲ τὴ βοήθειά του νὰ πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε ἁμαρτωλὸ φορτίο
καὶ ὡς εὔζωνοι στρατιῶτες νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε στὴ μαρτυρικὴ καὶ
δοξασμένη πορεία.
Μ᾽ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἔννοια ἂν ἐννοήσουμε τὸ «ἀφέντες
ἅπαντα», μπορεῖ ὁ καθένας νὰ μιμηθῇ τοὺς ἀποστόλους καὶ ν᾽ ἀκολουθήσῃ
τὸν Κύριο. «Ἄφες τὴν πονηρὰν συνήθειαν μόνον», ἄσε μόνο τὴν κακὴ
συνήθεια, φωνάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «καὶ μένων οἴκοι μετὰ τῶν
σεαυτοῦ δυνήσῃ σωθῆναι ῥᾳδίως», καὶ μένοντας στὸ σπίτι μαζὶ μὲ τοὺς
δικούς σου εὔκολα θὰ μπορέσῃς νὰ σωθῇς (εἰς Ματθ. ὁμ. ΙΔ΄,γ΄· P.G.
57,220).
* * *
Ἀλλὰ γιὰ νὰ θελήσῃ ὁ ἄνθρωπος ν᾽
ἀπαλλαγῇ ἀπὸ κάθε κακὴ συνήθεια, πρέπει νὰ ἔλθῃ σὲ συναίσθησι τῆς
ἀθλιότητος ποὺ δημιουργοῦν τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ νὰ κράξῃ πρὸς τὸν
Κύριο, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν σώσῃ.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δίνοντας μιὰ εἰκόνα τῆς ἀθλιότητος τῶν
παθῶν λέει, ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ ἕνα «δεσμωτήριον»,
μιὰ φυλακή (ἔ.ἀ.· P.G. 57,222). Σὲ μιὰ φυλακὴ θὰ ἔβλεπε κανεὶς
δυστυχισμένους καταδίκους νά ᾽νε δεμένοι μὲ βαρειὲς ἁλυσίδες· καὶ στὴ
ζωὴ ἐτούτη, ἂν ἀφήσῃς τὴν ψεύτικη φαντασμαγορία τοῦ πλούτου τῶν ἡδονῶν
καὶ τῆς δόξης καὶ παρατηρήσῃς στὸ βάθος τὴν ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου, θὰ δῇς
ὅτι δὲν διαφέρει ἀπὸ ἕναν κατάδικο· σέρνει κι αὐτὴ βαρειὰ δεσμὰ καὶ
ὑποφέρει. Δεσμὰ καὶ ἁλυσίδες εἶνε τὰ πάθη της. Ὁ πλεονέκτης πλούσιος
π.χ. στιγμή δὲν ἀναπαύεται· ὅσο περισσότερα πλούτη ἀποκτᾷ, τόσο πιὸ
βαρειὰ γίνονται τὰ δεσμά του, κ᾽ ἔχει ἀπὸ πάνω του ἕνα φοβερὸ
δεσμοφύλακα ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ξεμυτίσῃ ἀπ᾽ τὸ κελλὶ ἀλλὰ συνεχῶς
τὸν σπρώχνει πιὸ μέσα· ποιόν; τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων.
Εἶνε δέσμιες οἱ ψυχές! Ταλαίπωροι ἄνθρωποι, ὅσο κι ἂν φαίνωνται
σωματικὰ ἐλεύθεροι, ζοῦν σὰν τοὺς φυλακισμένους ποὺ αὐστηροὶ
δεσμοφύλακες τοὺς χτυποῦν μὲ μαστίγια. Καὶ τὸ χειρότερο εἶνε ὅτι τὰ
δεσμά, ποὺ χαλκεύει ἡ ἁμαρτία γι᾽ αὐτούς, μόνοι τους τὰ δέχονται πάνω
τους, μὲ τὴ θέλησί τους. Ἕνα σχετικὸ ἀνέκδοτο εἶνε τὸ ἑξῆς.
Κάποιος τύραννος τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς διέταξε ἕνα τεχνίτη καὶ
κατασκευάσῃ μιὰ ἁλυσίδα ὡρισμένου μήκους μὲ τὴν ὑπόσχεσι ὅτι θὰ τὸν
ἀμείψῃ ὅπως πρέπει. Αὐτὸς ἔφτειαξε τὴν ἁλυσίδα, ἀλλὰ ὁ τύραννος τοῦ
εἶπε νὰ διπλασιάσῃ τὸ μῆκος της· κατόπιν πάλι νὰ τὸ διπλασιάσῃ· κ᾽ ἔτσι ἡ
ἁλυσίδα ἔγινε πολὺ μακριὰ καὶ βαρειά. Καὶ ἡ ἀμοιβή, ποὺ ἔδωσε, ποιά
ἦταν· διέταξε νὰ τοῦ δέσουν μ᾽ αὐτὴν χέρια καὶ πόδια καὶ νὰ τὸν ῥίξουν
ἰσοβίως στὴ φυλακή!
Κάτι παρόμοιο κάνει καὶ ὁ μεγάλος τύραννος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ
διάβολος. Διατάζει καθένα ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ τυφλά, νὰ φτειάξῃ τὴν
ἁλυσίδα του, νὰ δουλέψῃ δηλαδὴ πάλι καὶ πάλι τὴν ἁμαρτία, κι ὅταν αὐτὴ
καταντήσῃ πάθος, τότε κλάψτε τον, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἁλυσοδεμένος
σκλάβος τοῦ σατανᾶ. Ποιός φταίει; Ὁ ἄνθρωπος.
Σ᾽ αὐτὴ τὴ φρικτὴ κατάστασι δὲν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος παρὰ
μόνο ἐκείνη ποὺ συνιστᾷ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· νὰ παρακαλέσουμε τὸ
Λυτρωτὴ τῶν ψυχῶν νὰ σπάσῃ τὰ δεσμά, νὰ διώξῃ τὸ δεσμοφύλακα, νὰ μᾶς
ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ κάνῃ τὴν ψυχή μας ἐλαφρότερη κι ἀπ᾽ τὰ
φτερὰ τοῦ ἀετοῦ. Πρέπει ὅμως κ᾽ ἐμεῖς νὰ συνεργήσουμε ἀπὸ τὴν πλευρά
μας βάζοντας «σπουδὴν (=προσπάθεια) καὶ γνώμην (=θέλησι, ἐπιθυμία)
καὶ προθυμίαν ἀγαθήν» (ἔ.ἀ.). Ἔτσι θ᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς
τυραννοῦν καὶ θὰ καταλάβουμε σὲ τί σκλαβιὰ ζούσαμε καὶ τί ἐλευθερία
ἀπολαμβάνουμε τώρα ἀκολουθώντας τὸν Κύριο(*).
* * *
Ἀγαπητέ μου, ἀναρίθμητα
παραδείγματα διὰ μέσου τῶν αἰώνων βεβαιώνουν, ὅτι μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο
ἐπικρατεῖ μαύρη δουλεία, ἐνῷ κοντά του βασιλεύει ἐλευθερία, ποὺ
πηγάζει ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ σταυροῦ, ἀπὸ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τόσα παραδείγματα καὶ τόση πεῖρα, διστάζεις ἀκόμη ν᾽
ἀκολουθήσῃς τὸν Κύριο; Διῶξε κάθε δισταγμὸ καὶ πάρε τὴν ἀπόφασι.
Συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί μου, ἂς ἀκούσουμε τὴ μυστικὴ φωνὴ ποὺ μᾶς
καλεῖ καὶ «ἀφέντες ἅπαντα» ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν Ἰησοῦ ὅπου κι ἂν πάῃ.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
- ———————————
(*) Ὁ Πολωνὸς λογοτέχνης Ἑρρῖκος Σιέγκιεβιτς στὸ διήγημά του μὲ τίτλο «Ἀκολουθήσωμεν Αὐτόν» περιγράφει μὲ τέχνη τὴ θλιβερὴ κατάστασι τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς στὸ πρόσωπο μιᾶς εὐγενοῦς ῾Ρωμαίας κόρης, τῆς Ἀνταίας. Αὐτὴ παντρεύτηκε τὸν πατρίκιο Κίννα, ποὺ τοποθετήθηκε διοικητὴς τῆς Ἀλεξανδρείας· τὸ ἐκλεκτὸ ζευγάρι ἔπλεε σὲ πελάγη κοσμικῆς χαρᾶς… Τοὺς βρῆκε ὅμως δοκιμασία, πόνος ἀνεξήγητος. Ἡ Ἀνταία προσβλήθηκε ἀπὸ μυστηριώδη ἀσθένεια, ποὺ τὴν κατέτρωγε ψυχικὰ καὶ σωματικά· ἐπὶ πλέον κάποιο φοβερὸ ὅραμα τὴν ἀναστάτωνε καὶ τὴ βύθιζε σὲ ἀπελπισία· μαραινόταν σὰν λουλούδι ποὺ τὸ τσίμπησε φαρμακερὸ ἔντομο. Κανένα φάρμακο, κανένας γιατρὸς ἢ μάγος ἢ φιλόσοφος δὲν μπόρεσε νὰ τὴ γιατρέψῃ. Ἀπελπισμένος ὁ Κίννας ἔφερε τὴν Ἀνταία στὴν Παλαιστίνη ὅταν ἡγεμόνας ἐκεῖ ἦταν ὁ γνωστός τους Πόντιος Πιλᾶτος. Καὶ ἔφτασαν ἐκεῖ πότε· τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ σταυρωνόταν ὁ Ἰησοῦς. Κ᾽ ἐπειδὴ ἡ ἀσθενὴς ἐπιθυμοῦσε νὰ δῇ τὸν κατάδικο, ὁ Πιλᾶτος φρόντισε, ὥστε τὸ φορεῖο ποὺ θὰ τὴ μετέφερε νὰ στηθῇ σὲ σημεῖο τῆς ὁδοῦ πρὸς τὸ Γολγοθᾶ, ἀπ᾽ ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ δῇ τὴν πομπή. Καὶ εἶδε… Νά ὁ Ἰησοῦς φορτωμένος τὸ σταυρὸ περνάει. Στὸ ἀντίκρυσμα τῆς μορφῆς του ἡ Ἀνταία συγκλονίστηκε ἀπὸ τὰ ἁγιώτερα αἰσθήματα, ἀνέλαβε δυνάμεις, σηκώθηκε πάνω στὸ φορεῖο, εἶδε τὸν βασιλέα τοῦ πόνου καὶ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ῥαίνῃ μὲ ἄνθη… Τὰ χείλη της ψιθύρισαν· «Εἶσαι ἡ Ἀλήθεια!…». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ Ἀνταία θεραπεύθηκε. Καὶ ὁ δύσπιστος σύζυγός της πιστεύει. Σὲ προτροπή της ἀκούγεται αὐτὸς νὰ λέῃ· «Ἂν ὄντως μᾶς καλῇ, ἂς Τὸν ἀκολουθήσουμε». Αὐτὸ εἶνε σὲ σύντομη περίληψι τὸ διήγημα, πλάσμα βέβαια πλούσιας φαντασίας τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ παριστάνει ζωηρὰ δύο πραγματικότητες· τὴν ἀγωνία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καὶ τὴ λύτρωσί της ἀπὸ τὸ Χριστό (βλ. καὶ τὸ φ. 91/1948 τοῦ περ. «Χριστ. Σπίθα», τὰ βιβλία Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτὸς σ. 134 κ.ἑ. καὶ Φλογέρα τ. Β΄, σ. 25 κ.ἑ., καὶ τὸ περ. «Σταυρός» 1982, σ. 113 κ.ἑ.).
Περιληπτικὴ μεταφορὰ μὲ μεταγλώττισι στὴν ὁμιλουμένη σήμερα κεφαλαίου τοῦ βιβλίου «Ἀκολούθει μοι», Ἀθῆναι (1965) 19893, σσ. 93-100. 5-8-2023.