Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Ενα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, ἀγαπητοί μου, εἶνε καὶ τὸ ἑξῆς (βλ. Ματθ. 14,22-34).
Εἶνε νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα. Σὲ κάποιο βουνὸ δυτικὰ τῆς λίμνης Γεννησα­ρὲτ ἔ­χει ἐγκατασταθῆ ἕνας μυστικὸς ἀσύρματος ποὺ ἑ­νώνει οὐρανὸ καὶ γῆ· εἶνε ἡ προσ­ευχή, ἡ προσ­ευχὴ τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Κύρι­ος προσεύχεται, προσεύχεται ὅλη τὴ νύχτα. Τόση ἀξία δίδει στὴν προσευχή, ὥστε καὶ τὶς ὧρες τῆς ἀναπαύ­σεως θυσιάζει γιὰ νὰ ἐπικοι­νωνήσῃ μὲ τὸν οὐ­ράνιο Πατέρα. Ὅλη ἡ ἡμέρα του πέρασε μὲ ἀ­­κατάπαυστη δραστηριότητα ὑπὲρ τοῦ πλησί­ον, καὶ τώρα ἡ νύχτα τὸν βρίσκει γονατιστό. Στὴ βαθειὰ νυχτερινὴ σιγὴ ἐ­κεῖνος προσεύχε­ται! Μόνο πεπωρωμένοι ἀπὸ ἀπιστία καὶ ἀναίσθητοι δὲν συγκινοῦνται καὶ δὲν διδάσκονται ἀ­πὸ τὸ ὑπέροχο αὐτὸ παράδειγμα.

Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὁ Κύριος προσεύχεται, ἐκεῖ κάτω, σὲ ἀπόστασι λίγων χιλιομέτρων, ἕνα μικρὸ πλοῖο κινδυνεύ­ει.

Θύελλα ταράζει τὴ λίμνη, κύματα πελώρια ἀνοίγουν τὰ ἀφρισμένα στόματά τους νὰ τὸ καταπιοῦν. Ὁ Κύριος βλέ­πει τὰ κύματα, βλέπει τὸ πλοιάριο ποὺ κινδυνεύει νὰ ναυαγήσῃ, ἀλλὰ φαίνεται ἀδιάφορος.
Ποιοί νά ᾽νε ἆραγε μέσ᾽ στὸ πλοῖο; Εἶνε Γαδαρηνοί, ποὺ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴ χώρα τους; ἢ φαρισαῖοι, ποὺ τὸν μισοῦν κι αὔ­ριο θὰ τὸν σταυ­ρώσουν; Ὄχι. Εἶ­νε ὅ,τι πιὸ ἀγαπητὸ ἔχει στὴ γῆ, εἶνε ἐν δυνάμει ὅλη ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἦρθε νὰ ἱδρύσῃ· εἶνε οἱ δώδεκα μαθη­ταί του, ποὺ τοὺς διάλεξε γιὰ νὰ γίνουν αὔριο οἱ κήρυκες τῶν ἀ­ληθειῶν του στὸν κόσμο. Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἐπιβάτες ποὺ χαροπαλεύουν τώρα στὰ κύματα.
–Καὶ πῶς δὲν τρέχει νὰ τοὺς σώσῃ;…
Μὴ προτρέχουμε στὶς κρίσεις μας. Μικροὶ ἐμεῖς, δὲ βλέπουμε πέρα ἀπ᾽ τὴ μύτη μας. Ἔ­χει ὁ Κύριος ὄχι λόγο ἀλλὰ λόγους βαθυτάτους, ποὺ ἐπιτρέπει καὶ οἱ πιὸ ἀ­γαπητοί του νὰ πέφτουν σὲ κίνδυνο. Γνωρίζει, ὅτι τίποτ᾽ ἄλ­λο δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ στρα­φῇ πρὸς τὸν οὐρανὸ ὅσο ὁ κίνδυνος, ὁ ἔκτακτος, ὁ σφοδρός. Ὅταν σείεται ἡ γῆ καὶ τρέμουν τὰ βουνά, ὅταν ἡ θάλασσα μαίνεται καὶ πελώ­ρια κύματα μεταβάλλουν σὲ παιχνίδι καὶ τὰ ἰσχυ­ρότερα θωρηκτὰ καὶ ὑπερωκεάνια, ὅταν τὰ πανίσχυρα ῥεύ­ματα τῆς ἀτμοσφαίρας διαλύουν σὲ δευτερό­λεπτα ἱπταμένους κολοσσούς, ὅταν…, τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴ μικρότητά του, πέφτει στὰ γόνατα καὶ δέεται· «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30).
Ἔτσι καὶ τώρα. Ἀφοῦ ὁ Κύριος γιὰ λόγους ὑ­ψίστης παιδαγωγικῆς σοφίας ἄφησε τοὺς μαθη­τάς του μόνους ὅλη νύχτα νὰ κλυδωνίζωνται, νά σὲ μιὰ στιγμή, ἀπ᾽ τὸ βουνὸ βρίσκεται στὴν ἐ­πιφάνεια τῆς θαλάσσης. Περπατάει πάνω στὰ κύματα, πλησιάζει τὸ πλοῖο καὶ τοὺς φωνάζει· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (ἔ.ἀ. 14,27). Ἐλέγχει τὸν Πέτρο γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία του. Διατά­ζει τὸν ἄνεμο νὰ σταματήσῃ, κι αὐ­τὸς πειθαρ­χεῖ ἀμέσως. Γαλήνη διαδέχεται τὴν τρικυμία, καὶ «οἱ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσ­εκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ» (ἔ.ἀ. 14,33). Θαυμαστὴ σωτηρία.

* * *

Αὐτὰ διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀλλ᾽ ἐγὼ μέσα σ᾽ αὐτὰ βλέπω, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὴν εἰ­κόνα τῆς βασανισμένης πατρίδας μας.
–Ποῦ εἶδες τὴν Ἑλλάδα; θὰ μοῦ πῆτε.
Τὸ θαῦμα ποὺ περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς εἶνε ἕνα γεγονός, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ χρησιμεύσῃ καὶ ὡς ζωηρὴ παράστα­σι τοῦ δράματος τῆς ἱ­στορίας. Μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ θαῦμα συμβολικά. Διότι ἡ ἱστορία, ἡ παγκόσμιος ἱστορία, μοιάζει μὲ θάλασσα. Οἱ ἄνεμοι δὲν ἀφήνουν τὴ θάλασσα νὰ ἠρεμήσῃ, ἀλλὰ καὶ ποικίλες ἰδέες διαφόρων ἐγκεφάλων δὲν ἀφήνουν νὰ ἠρεμή­σῃ ὁ κόσμος. Συγκρούονται μεταξύ τους, προκα­λοῦν ἔριδες, ἐπαναστάσεις, μάχες, πολέμους, ποὺ σὰν πελώρια κύματα ἁπλώνονται ἀπ᾽ τὸ ἕ­να ἄκρο τῆς γῆς ὣς τὸ ἄλλο, καὶ μέσα στοὺς κλυδω­νισμοὺς αὐτοὺς πέφτουν τὰ ἔθνη.
Τί θέαμα τραγικό! Κράτη καὶ αὐτοκρατορίες μοιάζουν μὲ πλοῖα ποὺ ὑπὸ διάφορες σημαῖες ταξιδεύουν διὰ μέ­σου τῶν αἰώνων. Φαίνεται ὅτι κατασκευάστηκαν γιὰ ν᾽ ἀντέχουν σὲ κάθε τρικυμία. Πλέουν ὑ­περήφανα, ψάλλουν ἐθνικὰ θούρια, σχίζουν τὰ κύματα. Εἶνε κατάφορτα· ἀ­σήμι, χρυσάφι, πολύ­τιμους λίθους καὶ πλῆθος ὅπλα κρύβουν στ᾽ ἀμπά­ρια τους. Ἐπιστήμονες πλοίαρ­χοι ἀγρυπνοῦν στὴ γέφυρα. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα ἀπρόοπτο κῦμα ἔρχεται ἀπ᾽ τὴν ἄβυσσο, χτυπάει μὲ λύσσα, καὶ τὸ ὑπερήφανο πλοῖο κατα­ποντίζεται αὔτανδρο. Ποῦ τὰ πλούτη, τὰ ὅπλα, οἱ σοφοὶ κυβερνῆ­τες; Τὸ πλοῖο ἐξαφανίστηκε! Ἔτσι ἔσβησαν κράτη – κολοσσοί.
Ἀλλ᾽ ἀνάμεσα στὰ μεγάλα πλοῖα νά καὶ μιὰ βαρκούλα. Ἀπὸ τὴ γέφυ­ρά τους οἱ πλοίαρχοι τῶν πλωτῶν κολοσσῶν ἔλεγαν μὲ περιφρόνη­σι· Βαρκούλα, ποῦ πᾷς; πῶς τολμᾷς καὶ βγαίνεις στὰ πελάγη; Ἐδῶ μόνο ἐμεῖς ταξιδεύου­με. Ἀφοῦ ὅ­μως ἀποφάσισες νὰ βγῇς στὴν ἀνοι­χτὴ θάλασ­σα, ἔλα τοὐλάχιστον νὰ δεθῇς δίπλα μας; μόνο ἔτσι ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ σωθῇς…
Ἀλλὰ ἡ βαρκούλα δὲ σκιάζεται! Συνεχίζει νὰ ταξιδεύῃ μέρα – νύχτα ἐπὶ χιλιετίες. Πέφτει σὲ θύελλες καὶ καταιγίδες. Οἱ ἐ­χθροὶ προφητεύουν πὼς θὰ χαθῇ· ἀλλ᾿ αὐτή, ἐνῷ φαίνεται πὼς ἔχει ἐξαφανιστῆ, ξαφνικὰ –ὤ τοῦ θαύματος!– προ­­βάλλει λαμπρὴ μέσ᾽ ἀπ᾽ τοὺς ἀφρούς· καὶ ἐν­ῷ γύρω της ἐπιπλέουν ναυάγια τῶν κολοσσῶν, αὐτὴ σαλπίζει διαρκῶς καὶ προχωρεῖ.
Ἔθνη καὶ λαοί, βγῆτε νὰ τὴν προϋπαντήσε­τε. Ἡ βαρκούλα, ποὺ ἐπὶ χιλιετίες πλέει ἀκαταπόντιστη εἶνε ἡ Ἑλλάδα. Νά τί γράφει ἕνας σπουδαῖος ἱστορικός· «Τὸ μεγαλοπρεπὲς θέαμα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἐκτυ­λιχθείσης μὲ τόσας πλουσίας καὶ γονίμους ἱ­στορικὰς περιπετείας ἐπὶ 4.000 ἔτη εἰς τὸν ἴ­διον τόπον καὶ μὲ πρωταγωνιστὴν τὸν ἴδιον λαόν, εἶνε ἀναμφισβητήτως μοναδικὸν εἰς τὴν ὅλην ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος».
Ἡ Ἑλλάδα συνεχίζει νὰ ποντοπορῇ. Αὐτὴ εἶνε τὸ πλοῖο τὸ «μέσον τῆς θαλάσσης βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων» (ἔ.ἀ. 14,24). Καὶ τί κύματα δὲν ἔπεσαν πάνω της! Κάθε ἐπιδρομὴ βαρβάρων ἦταν κ᾽ ἕνα κῦμα. Καὶ αὐτοὶ ποὺ τῆς ἐπιτέθηκαν ἐξαφανίστηκαν καὶ τὰ ὀνόματά τους λησμονήθηκαν· βρίσκονται μόνο στὰ σκονισμέ­να χειρόγραφα τῆς ἱστορίας. Ἄβαροι, Κουμᾶ­νοι, Σκύθες, Οὖνοι, Πετσενέγοι…, ποῦ εἶνε; Ἦρθε ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἑλλάδα δὲ φαινόταν πουθενά. Πέθανε! ἔκλαιγαν οἱ φίλοι της – Χάθηκε! ἀλάλαζαν οἱ ἐχθροί της. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἡ Ἑλλάδα πρόβαλλε μέσ᾽ ἀπὸ τὰ κύματα, σὰν ὡραία νύφη τῆς Μεσογείου.
Ὅταν τὸ 1941 τὸ κῦμα τῶν νεωτέρων Οὔ­νων κατέκλυζε τὴν Ἑλλάδα καὶ στὸν ἱστὸ τῆς Ἀκροπόλεως κυμάτιζε ἡ σημαία τοῦ ἀντιχρίστου, βόρειοι θανάσιμοι ἐχθροὶ τύπωσαν καὶ τοιχοκόλλησαν μιὰ εἰκόνα· παρίστανε ἕναν εὔ­ζωνο ποὺ ἔπεσε στὸ Αἰγαῖο, πνιγόταν καὶ στὸν ἀφρὸ φαινόταν μόνο ἡ φούντα τοῦ τσαρουχιοῦ του. Αὐτὸ ἔβλεπαν, γελοῦσαν καὶ χυδαιολογοῦ­σαν. Ἀλλὰ ἡ Ἑλλάδα ἐμφανίστηκε πάλι στὸ προ­σκήνιο. Ὁ εὔζωνος ἀναδύθηκε ἀπ᾽ τὸ βυθό, περπάτησε πάνω στὰ κύματα, ἄστραψε καὶ βρόντησε, κ᾽ οἱ ἀλεποῦδες καὶ τὰ τσακάλια κρύ­φτηκαν στὶς σπηλιές τους. Δὲν εἶνε φαντασία, εἶνε πραγματικότητα. Ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῶν Ἑλ­λήνων ἀναβλύζουν ἀενάως δυνάμεις.
Ποιές δυνάμεις κρατοῦν ὄρθια τὴν Ἑλ­λάδα πάνω στὰ ἱστορικά της βράχια; ἡ γεωγρα­φική της θέσι; τὰ ὅπλα της; ἡ ἀνδρεία τῶν παι­διῶν της; τὸ ἔνδοξο παρελθόν της; ἡ προστα­σία τῶν συμμάχων της; Ἔχουν κι αὐτὰ σημασία. Μὰ πάνω ἀπ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ εἶνε ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ μικρὸ αὐτὸ ἔθνος νὰ ἐξαφανιστῇ. Ἐπιτρέπει ἐκεῖνος θύελλες καὶ καταιγίδες, γιὰ νὰ τὸ ἀναδείξῃ ἀκόμη μιὰ φορὰ καὶ νὰ καταισχύνῃ ὅσους μισοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς.
Ἡ Ἑλλάδα δὲ θὰ καταστραφῇ. Ἔχει σημαία τὸ σταυρό, πηδάλιο τὸ Εὐαγγέλιο, πυξίδα τὴν ἁγνή της συνείδησι, ἄγκυρα τὴν ἐλπίδα, πολι­κὸ ἀστέρα τὶς θυσίες τῶν ἀναριθμήτων μαρτύ­ρων, κυβερνήτη τὸ Χριστό. Ὁ Κύριος εἶνε μαζί της. Ὅταν φαίνεται νὰ καταποντίζεται, ἐκεῖνος ἐκ­τείνει τὸν βραχίονά του τὸν ἰσχυρὸ καὶ μᾶς ἐμ­ψυχώνει φωνάζοντας «Ἕλληνες, θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε», καὶ μᾶς σῴζει. Μᾶς σῴζει θαυματουργικά. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους μας εἶνε ἕνα θαῦμα. «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)»! (Ψαλμ. 76,14-15). Ὁ Χριστὸς σῴζει τὴν πατρίδα.

* * *

Ἀδελφοί! Τὸ πλοῖο τῆς Ἑλλάδος ἐξακο­λουθεῖ νὰ κλυδωνίζεται. Μέσα σ᾽ αὐτὸ εἴμαστε ὅ­λοι. Τέτοιες ὧρες ποιός θὰ μείνῃ ἀναίσθητος; Ὅταν τὸ πλοῖο κινδυνεύει, ἀπὸ τὸν πλοίαρχο μέχρι τὸν τελευταῖο ναύτη ὅλοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωτηρία του. Ὅλοι ἂς κοπιάσουμε, ἂς ἀ­γρυπνήσουμε γιὰ τὴν πατρίδα. Ταυτοχρόνως νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν ἀσύρματο τῆς προσ­ευχῆς μὲ τὸ σῆμα «Κύριε, σῶσόν με!».
Ἂς φωνάξουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ὁ Πέτρος «Κύριε, σῶσε μας!», καὶ τότε θὰ δοῦμε τὸ θαῦμα. Ὁ ἄνεμος σύντομα θὰ κοπάσῃ, τὰ κύματα θὰ σταματήσουν, ἡ χώρα θὰ εἰρηνεύσῃ, κι ἀδελφωμένοι κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ θὰ ψάλουμε ὅλοι μαζί· «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται…» (Ἔξ. 15,1 κ.ἑ.).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ῥαδιοφωνικὴ ὁμιλία τοῦ π. Αυγουστινου Καντιωτου, ἔτους 1949. Ἀπὸ τὸ βιβλίο ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ, σ. 62 κ.ἑ. καὶ τὸ περιοδικὸ «Σταυρὸς» 1985, σ. 113 κ.ἑ.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=104772#more-104772