ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Ενα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, ἀγαπητοί μου, εἶνε καὶ τὸ ἑξῆς (βλ. Ματθ. 14,22-34).
Εἶνε νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα. Σὲ κάποιο βουνὸ δυτικὰ τῆς λίμνης
Γεννησαρὲτ ἔχει ἐγκατασταθῆ ἕνας μυστικὸς ἀσύρματος ποὺ ἑνώνει οὐρανὸ
καὶ γῆ· εἶνε ἡ προσευχή, ἡ προσευχὴ τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Κύριος
προσεύχεται, προσεύχεται ὅλη τὴ νύχτα. Τόση ἀξία δίδει στὴν προσευχή,
ὥστε καὶ τὶς ὧρες τῆς ἀναπαύσεως θυσιάζει γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸν
οὐράνιο Πατέρα. Ὅλη ἡ ἡμέρα του πέρασε μὲ ἀκατάπαυστη δραστηριότητα
ὑπὲρ τοῦ πλησίον, καὶ τώρα ἡ νύχτα τὸν βρίσκει γονατιστό. Στὴ βαθειὰ
νυχτερινὴ σιγὴ ἐκεῖνος προσεύχεται! Μόνο πεπωρωμένοι ἀπὸ ἀπιστία καὶ
ἀναίσθητοι δὲν συγκινοῦνται καὶ δὲν διδάσκονται ἀπὸ τὸ ὑπέροχο αὐτὸ
παράδειγμα.
Θύελλα ταράζει τὴ λίμνη, κύματα
πελώρια ἀνοίγουν τὰ ἀφρισμένα στόματά τους νὰ τὸ καταπιοῦν. Ὁ Κύριος
βλέπει τὰ κύματα, βλέπει τὸ πλοιάριο ποὺ κινδυνεύει νὰ ναυαγήσῃ, ἀλλὰ
φαίνεται ἀδιάφορος.
Ποιοί νά ᾽νε ἆραγε μέσ᾽ στὸ πλοῖο; Εἶνε Γαδαρηνοί, ποὺ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ
τὴ χώρα τους; ἢ φαρισαῖοι, ποὺ τὸν μισοῦν κι αὔριο θὰ τὸν σταυρώσουν;
Ὄχι. Εἶνε ὅ,τι πιὸ ἀγαπητὸ ἔχει στὴ γῆ, εἶνε ἐν δυνάμει ὅλη ἡ Ἐκκλησία
ποὺ ἦρθε νὰ ἱδρύσῃ· εἶνε οἱ δώδεκα μαθηταί του, ποὺ τοὺς διάλεξε γιὰ νὰ
γίνουν αὔριο οἱ κήρυκες τῶν ἀληθειῶν του στὸν κόσμο. Αὐτοὶ εἶνε οἱ
ἐπιβάτες ποὺ χαροπαλεύουν τώρα στὰ κύματα.
–Καὶ πῶς δὲν τρέχει νὰ τοὺς σώσῃ;…
Μὴ προτρέχουμε στὶς κρίσεις μας. Μικροὶ ἐμεῖς, δὲ βλέπουμε πέρα ἀπ᾽ τὴ
μύτη μας. Ἔχει ὁ Κύριος ὄχι λόγο ἀλλὰ λόγους βαθυτάτους, ποὺ ἐπιτρέπει
καὶ οἱ πιὸ ἀγαπητοί του νὰ πέφτουν σὲ κίνδυνο. Γνωρίζει, ὅτι τίποτ᾽
ἄλλο δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ στραφῇ πρὸς τὸν οὐρανὸ ὅσο ὁ κίνδυνος, ὁ
ἔκτακτος, ὁ σφοδρός. Ὅταν σείεται ἡ γῆ καὶ τρέμουν τὰ βουνά, ὅταν ἡ
θάλασσα μαίνεται καὶ πελώρια κύματα μεταβάλλουν σὲ παιχνίδι καὶ τὰ
ἰσχυρότερα θωρηκτὰ καὶ ὑπερωκεάνια, ὅταν τὰ πανίσχυρα ῥεύματα τῆς
ἀτμοσφαίρας διαλύουν σὲ δευτερόλεπτα ἱπταμένους κολοσσούς, ὅταν…, τότε ὁ
ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴ μικρότητά του, πέφτει στὰ γόνατα καὶ δέεται·
«Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30).
Ἔτσι καὶ τώρα. Ἀφοῦ ὁ Κύριος γιὰ λόγους ὑψίστης παιδαγωγικῆς σοφίας
ἄφησε τοὺς μαθητάς του μόνους ὅλη νύχτα νὰ κλυδωνίζωνται, νά σὲ μιὰ
στιγμή, ἀπ᾽ τὸ βουνὸ βρίσκεται στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης. Περπατάει
πάνω στὰ κύματα, πλησιάζει τὸ πλοῖο καὶ τοὺς φωνάζει· «Θαρσεῖτε, ἐγώ
εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (ἔ.ἀ. 14,27). Ἐλέγχει τὸν Πέτρο γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία
του. Διατάζει τὸν ἄνεμο νὰ σταματήσῃ, κι αὐτὸς πειθαρχεῖ ἀμέσως.
Γαλήνη διαδέχεται τὴν τρικυμία, καὶ «οἱ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες
προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ» (ἔ.ἀ. 14,33). Θαυμαστὴ
σωτηρία.
* * *
Αὐτὰ διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀλλ᾽ ἐγὼ μέσα σ᾽ αὐτὰ βλέπω, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὴν εἰκόνα τῆς βασανισμένης πατρίδας μας.
–Ποῦ εἶδες τὴν Ἑλλάδα; θὰ μοῦ πῆτε.
Τὸ θαῦμα ποὺ περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς εἶνε ἕνα γεγονός, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ
χρησιμεύσῃ καὶ ὡς ζωηρὴ παράστασι τοῦ δράματος τῆς ἱστορίας. Μποροῦμε
νὰ δοῦμε τὸ θαῦμα συμβολικά. Διότι ἡ ἱστορία, ἡ παγκόσμιος ἱστορία,
μοιάζει μὲ θάλασσα. Οἱ ἄνεμοι δὲν ἀφήνουν τὴ θάλασσα νὰ ἠρεμήσῃ, ἀλλὰ
καὶ ποικίλες ἰδέες διαφόρων ἐγκεφάλων δὲν ἀφήνουν νὰ ἠρεμήσῃ ὁ κόσμος.
Συγκρούονται μεταξύ τους, προκαλοῦν ἔριδες, ἐπαναστάσεις, μάχες,
πολέμους, ποὺ σὰν πελώρια κύματα ἁπλώνονται ἀπ᾽ τὸ ἕνα ἄκρο τῆς γῆς ὣς
τὸ ἄλλο, καὶ μέσα στοὺς κλυδωνισμοὺς αὐτοὺς πέφτουν τὰ ἔθνη.
Τί θέαμα τραγικό! Κράτη καὶ αὐτοκρατορίες μοιάζουν μὲ πλοῖα ποὺ ὑπὸ
διάφορες σημαῖες ταξιδεύουν διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Φαίνεται ὅτι
κατασκευάστηκαν γιὰ ν᾽ ἀντέχουν σὲ κάθε τρικυμία. Πλέουν ὑπερήφανα,
ψάλλουν ἐθνικὰ θούρια, σχίζουν τὰ κύματα. Εἶνε κατάφορτα· ἀσήμι,
χρυσάφι, πολύτιμους λίθους καὶ πλῆθος ὅπλα κρύβουν στ᾽ ἀμπάρια τους.
Ἐπιστήμονες πλοίαρχοι ἀγρυπνοῦν στὴ γέφυρα. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα ἀπρόοπτο
κῦμα ἔρχεται ἀπ᾽ τὴν ἄβυσσο, χτυπάει μὲ λύσσα, καὶ τὸ ὑπερήφανο πλοῖο
καταποντίζεται αὔτανδρο. Ποῦ τὰ πλούτη, τὰ ὅπλα, οἱ σοφοὶ κυβερνῆτες;
Τὸ πλοῖο ἐξαφανίστηκε! Ἔτσι ἔσβησαν κράτη – κολοσσοί.
Ἀλλ᾽ ἀνάμεσα στὰ μεγάλα πλοῖα νά καὶ μιὰ βαρκούλα. Ἀπὸ τὴ γέφυρά τους
οἱ πλοίαρχοι τῶν πλωτῶν κολοσσῶν ἔλεγαν μὲ περιφρόνησι· Βαρκούλα, ποῦ
πᾷς; πῶς τολμᾷς καὶ βγαίνεις στὰ πελάγη; Ἐδῶ μόνο ἐμεῖς ταξιδεύουμε.
Ἀφοῦ ὅμως ἀποφάσισες νὰ βγῇς στὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα, ἔλα τοὐλάχιστον νὰ
δεθῇς δίπλα μας; μόνο ἔτσι ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ σωθῇς…
Ἀλλὰ ἡ βαρκούλα δὲ σκιάζεται! Συνεχίζει νὰ ταξιδεύῃ μέρα – νύχτα ἐπὶ
χιλιετίες. Πέφτει σὲ θύελλες καὶ καταιγίδες. Οἱ ἐχθροὶ προφητεύουν πὼς
θὰ χαθῇ· ἀλλ᾿ αὐτή, ἐνῷ φαίνεται πὼς ἔχει ἐξαφανιστῆ, ξαφνικὰ –ὤ τοῦ
θαύματος!– προβάλλει λαμπρὴ μέσ᾽ ἀπ᾽ τοὺς ἀφρούς· καὶ ἐνῷ γύρω της
ἐπιπλέουν ναυάγια τῶν κολοσσῶν, αὐτὴ σαλπίζει διαρκῶς καὶ προχωρεῖ.
Ἔθνη καὶ λαοί, βγῆτε νὰ τὴν προϋπαντήσετε. Ἡ βαρκούλα, ποὺ ἐπὶ
χιλιετίες πλέει ἀκαταπόντιστη εἶνε ἡ Ἑλλάδα. Νά τί γράφει ἕνας σπουδαῖος
ἱστορικός· «Τὸ μεγαλοπρεπὲς θέαμα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους,
ἐκτυλιχθείσης μὲ τόσας πλουσίας καὶ γονίμους ἱστορικὰς περιπετείας ἐπὶ
4.000 ἔτη εἰς τὸν ἴδιον τόπον καὶ μὲ πρωταγωνιστὴν τὸν ἴδιον λαόν,
εἶνε ἀναμφισβητήτως μοναδικὸν εἰς τὴν ὅλην ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος».
Ἡ Ἑλλάδα συνεχίζει νὰ ποντοπορῇ. Αὐτὴ εἶνε τὸ πλοῖο τὸ «μέσον τῆς
θαλάσσης βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων» (ἔ.ἀ. 14,24). Καὶ τί κύματα δὲν
ἔπεσαν πάνω της! Κάθε ἐπιδρομὴ βαρβάρων ἦταν κ᾽ ἕνα κῦμα. Καὶ αὐτοὶ ποὺ
τῆς ἐπιτέθηκαν ἐξαφανίστηκαν καὶ τὰ ὀνόματά τους λησμονήθηκαν·
βρίσκονται μόνο στὰ σκονισμένα χειρόγραφα τῆς ἱστορίας. Ἄβαροι,
Κουμᾶνοι, Σκύθες, Οὖνοι, Πετσενέγοι…, ποῦ εἶνε; Ἦρθε ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἑλλάδα
δὲ φαινόταν πουθενά. Πέθανε! ἔκλαιγαν οἱ φίλοι της – Χάθηκε! ἀλάλαζαν
οἱ ἐχθροί της. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἡ Ἑλλάδα πρόβαλλε μέσ᾽ ἀπὸ τὰ κύματα, σὰν
ὡραία νύφη τῆς Μεσογείου.
Ὅταν τὸ 1941 τὸ κῦμα τῶν νεωτέρων Οὔνων κατέκλυζε τὴν Ἑλλάδα καὶ στὸν
ἱστὸ τῆς Ἀκροπόλεως κυμάτιζε ἡ σημαία τοῦ ἀντιχρίστου, βόρειοι θανάσιμοι
ἐχθροὶ τύπωσαν καὶ τοιχοκόλλησαν μιὰ εἰκόνα· παρίστανε ἕναν εὔζωνο ποὺ
ἔπεσε στὸ Αἰγαῖο, πνιγόταν καὶ στὸν ἀφρὸ φαινόταν μόνο ἡ φούντα τοῦ
τσαρουχιοῦ του. Αὐτὸ ἔβλεπαν, γελοῦσαν καὶ χυδαιολογοῦσαν. Ἀλλὰ ἡ
Ἑλλάδα ἐμφανίστηκε πάλι στὸ προσκήνιο. Ὁ εὔζωνος ἀναδύθηκε ἀπ᾽ τὸ βυθό,
περπάτησε πάνω στὰ κύματα, ἄστραψε καὶ βρόντησε, κ᾽ οἱ ἀλεποῦδες καὶ τὰ
τσακάλια κρύφτηκαν στὶς σπηλιές τους. Δὲν εἶνε φαντασία, εἶνε
πραγματικότητα. Ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων ἀναβλύζουν ἀενάως δυνάμεις.
Ποιές δυνάμεις κρατοῦν ὄρθια τὴν Ἑλλάδα πάνω στὰ ἱστορικά της βράχια; ἡ
γεωγραφική της θέσι; τὰ ὅπλα της; ἡ ἀνδρεία τῶν παιδιῶν της; τὸ
ἔνδοξο παρελθόν της; ἡ προστασία τῶν συμμάχων της; Ἔχουν κι αὐτὰ
σημασία. Μὰ πάνω ἀπ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ εἶνε ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ
μικρὸ αὐτὸ ἔθνος νὰ ἐξαφανιστῇ. Ἐπιτρέπει ἐκεῖνος θύελλες καὶ
καταιγίδες, γιὰ νὰ τὸ ἀναδείξῃ ἀκόμη μιὰ φορὰ καὶ νὰ καταισχύνῃ ὅσους
μισοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς.
Ἡ Ἑλλάδα δὲ θὰ καταστραφῇ. Ἔχει σημαία τὸ σταυρό, πηδάλιο τὸ Εὐαγγέλιο,
πυξίδα τὴν ἁγνή της συνείδησι, ἄγκυρα τὴν ἐλπίδα, πολικὸ ἀστέρα τὶς
θυσίες τῶν ἀναριθμήτων μαρτύρων, κυβερνήτη τὸ Χριστό. Ὁ Κύριος εἶνε
μαζί της. Ὅταν φαίνεται νὰ καταποντίζεται, ἐκεῖνος ἐκτείνει τὸν
βραχίονά του τὸν ἰσχυρὸ καὶ μᾶς ἐμψυχώνει φωνάζοντας «Ἕλληνες,
θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε», καὶ μᾶς σῴζει. Μᾶς σῴζει
θαυματουργικά. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους μας εἶνε ἕνα θαῦμα. «Τίς Θεὸς
μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)»! (Ψαλμ.
76,14-15). Ὁ Χριστὸς σῴζει τὴν πατρίδα.
* * *
Ἀδελφοί! Τὸ πλοῖο τῆς Ἑλλάδος
ἐξακολουθεῖ νὰ κλυδωνίζεται. Μέσα σ᾽ αὐτὸ εἴμαστε ὅλοι. Τέτοιες ὧρες
ποιός θὰ μείνῃ ἀναίσθητος; Ὅταν τὸ πλοῖο κινδυνεύει, ἀπὸ τὸν πλοίαρχο
μέχρι τὸν τελευταῖο ναύτη ὅλοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωτηρία του. Ὅλοι ἂς
κοπιάσουμε, ἂς ἀγρυπνήσουμε γιὰ τὴν πατρίδα. Ταυτοχρόνως νὰ
χρησιμοποιοῦμε τὸν ἀσύρματο τῆς προσευχῆς μὲ τὸ σῆμα «Κύριε, σῶσόν
με!».
Ἂς φωνάξουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ὁ Πέτρος «Κύριε, σῶσε μας!», καὶ τότε θὰ
δοῦμε τὸ θαῦμα. Ὁ ἄνεμος σύντομα θὰ κοπάσῃ, τὰ κύματα θὰ σταματήσουν, ἡ
χώρα θὰ εἰρηνεύσῃ, κι ἀδελφωμένοι κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ θὰ
ψάλουμε ὅλοι μαζί· «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται…» (Ἔξ. 15,1
κ.ἑ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ῥαδιοφωνικὴ ὁμιλία τοῦ π. Αυγουστινου Καντιωτου, ἔτους 1949. Ἀπὸ τὸ βιβλίο ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ, σ. 62 κ.ἑ. καὶ τὸ περιοδικὸ «Σταυρὸς» 1985, σ. 113 κ.ἑ.