Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

ΩΣ ΧΙΛΙΑ ΕΤΗ ΚΥΡΙΕ Η ΗΜΕΡΑ Η ΕΧΘΕΣ...

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Σ' ένα άπό τά παλαιά Κοινόβια, λέγει τό Γεροντικό, ζοῦσε ένας ευλαβής μοναχός, ὁ ὁποῖος άκούοντας κάπο­τε τόν στίχο τοῦ Ψαλτηρίου: «Ὡς χίλια ἔτη, Κύριε, ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε καί φυλακή ἐν νυκτί» δέν μποροῦσε νά τόν καταλάβη. Καί έπειδή σ' αύτό τό Μονα­στήρι δέν υπήρχε κανένας έμπειρος διδάσκαλος νά τόν βοηθήση, έκανε ἐπίμονη προσευχή στόν Κύριο νά τοῦ άποκαλύψη τήν έννοια αὐτοῦ τοῦ στίχου. Πράγματι ὁ Κύριος ύπήκουσε στήν προσευχή του καί μία ήμέρα, με­τά τόν όρθρο, ἀφοῦ έφυγαν οί άλλοι άδελφοί γιά τά κελλιά τους, αύτός έμεινε νά προσευχηθή, κατά τήν συνήθειά του μέσα στήν εκκλησία. Τότε βλέπει...

 ξαφνικά ένα πολύ ωραίο άετό νά πετά πάνω ἀπό τό κεφάλι του μέσα στήν εκκλησία. Χάρηκε πολύ άπό τήν ώραιότητά του καί θέλησε νά τόν πιάση. Ὁ άετός όμως άπομακρυνόταν λίγο λίγο καί ὁ μοναχός τόν ακολουθούσε, άλλά δέν πε­τούσε πολύ ψηλά, όπως οί άλλοι άετοί. Ακολουθώντας τον ὁ Μοναχός βγήκε έξω άπό τήν έκκλησία καί τό Μο­ναστήρι καί έφθασε σ' ένα δάσος. Ἐκεῖ εισήλθε σ' ένα άπόκρυφο μέρος τοῦ δάσους καί άρχισε ὁ άετός νά ψάλλη μία γλυκυτάτη καί άγγελική ψαλμωδία, ώστε ό Μο­ναχός απορροφημένος άπό τήν γλυκειά μελωδία, ἐξέχασε όλα τά πράγματα τοῦ κόσμου καί μέ τήν σκέψι καί τήν ψυχή του εύρισκόταν στόν Παράδεισο. Μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ δέν αισθανόταν κόπους, πείνα, κρύο, δίψα ἤ άλλες άνάγκες τοῦ σώματος. Αισθανόταν μέσα του τόση άλλοίωσι, ώστε έπί 300 χρόνια άκουε εύφραινόμενος τήν αγγελική ψαλμωδία, διότι άγγελος ήταν ὁ φαινόμε­νος άετόςί

Μετά ὁ άγγελος υψώθηκε στούς ουρανούς, ένώ ό Μοναχός επανερχόμενος στόν εαυτό του άπ' αύτή τήν θεωρία, επέστρεψε στό Μοναστήρι του, νομίζοντας ότι μία μόνο ώρα έπέρασε άπό τότε πού έφυγε άπό τό Μονα­στήρι.

Φθάνοντας ἐκεῖ ὁ πορτάρης τόν ερώτησε άπό ποῦ είσαι;

Τότε αύτός άπόρησε, διότι δέν είδε αύτόν πού ώς πορτάρη έγνώριζε καί τοῦ είπε: Έγώ είμαι ὁ τάδε μονα­χός, δέν μέ γνωρίζεις;

Ό πορτάρης ένόμισε ὅτι ὁ έπισκέπτης του θά έχα­σε τά μυαλά του καί τοῦ εἶπε: Πήγαινε στόν δρόμο σου, άδελφέ μου, διότι εμείς δέν έχουμε τέτοιο άδελφό. Εσέ­να δέν σέ είδα καμμιά φορά, ούτε μπήκες ποτέ σ' αύτό τό Μοναστήρι.

Τότε ό Μοναχός σαστισμένος καί ταραγμένος τοῦ είπε όλα τά τυπικά του Μοναστηριού καί τά ονόματα τών άδελφών. Κατόπιν πηγαίνοντας στόν Ηγούμενο καί λέγοντας όλα αύτά, εκείνος συγκέντρωσε όλους τούς μο­ναχούς, άλλά άπ' αυτούς κανένας δέν τόν έγνώριζε. Τότε ὁ παράδοξος Μοναχός τούς είπε μέ ἀπορία:

Θαυμάζω καί εξίσταμαι, πατέρες, πώς έγινε αύτή ἡ άλλαγή γιά μιά ώρα πού απουσίασα άπό έδώ, ώστε ν' αλλάξουν τά πρόσωπα σας καί νά μή γνωρίζω κανένα ά­πό εσάς, ούτε καί εσείς νά γνωρίζετε εμένα. Μάρτυς μου είναι ὁ Θεός ότι δέν έπέρασε παρά μία ώρα πού εξήλθα άπό τό Μοναστήρι μας, ἀφοῦ πρίν διαβάσαμε τήν άκολουθία τοῦ όρθρου. Καί ήγούμενος ήταν ὁ τάδε, προε­στοί οἱ τάδε καί άδελφοί οἱ τάδε.

Τότε ό Ήγούμενος έξετάζοντας τόν κώδικα τοῦ Μοναχολογίου, όπου ήταν γραμμένα τά ονόματα όλων τών αδελφών, έδιάβαζε τά ονόματα τών Μοναχών πού τοῦ έ­λεγε ό Μοναχός και κατάλαβε ότι είχαν περάσει 300 χρόνια. Τότε άρχισε νά έρωτα τόν Μοναχό τί είδους άν­θρωπος είναι και' τί άγαθά έργα στήν ζωή του έκανε, γιά νά μάθη πώς άξιώθηκε άπό τόν Θεό μιας τέτοιας χάρι­τος. Αύτός τοῦ είπε:

Δέν γνωρίζω καμμία άρετή στόν εαυτό μου, παρά μόνο ότι είχα ύπακοή στούς προεστούς τῆς Μονής, τε­λεία άγάπη πρός όλους καί δέν σκανδαλιζόμουν ούδέποτε άπό τίποτε. Ιδιαίτερα είχα πολλή άγάπη καί εύλάβεια στήν Ύπεραγία Θεοτόκο καί κάθε ἡμέρα έδιάβαζα στήν Εικόνα της τούς Χαιρετισμούς της.

Κατόπιν τούς διηγήθηκε τήν έμφάνισι τοῦ ἀετοῦ καί όλη τήν ιστορία στό δάσος καί οἱ πατέρες κλαίοντες ά­πό χαρά τόν κατεφίλουν καί τόν έκοίταζαν ώς ένα ούράνιο καί όχι έπίγειο άνθρωπο, διότι καί τά λόγια του ή­ταν οὐράνια καί θεια. Τότε ὁ Ήγούμενος τοῦ είπε:

Δόξασε τόν Παντοδύναμο Θεό πού σέ άξίωσε μιας τέτοιας θαυμαστής οπτασίας, τήν οποία δέν είδε άλλος μ' αύτόν τόν τρόπο σ' αύτόν τόν παρόντα κόσμο καί έζη­σες κάτι άπό τήν άπερίγραπτη χαρά καί γλυκύτητα τοῦ Παραδείσου. Άλλά, γνώριζε, άδελφέ μου, ότι 300 χρό­νια έπέρασαν καί όχι μία ώρα, όπως σου έφάνη. Τόση χαρά καί εύφροσύνη θά αίσθάνωνται οί Άγιοι στόν Πα­ράδεισο, όντες ενώπιον τής Αγίας Τριάδος, ώστε θά περνούν χιλιάδες χρόνια ωσάν μία ήμέρα γιά τόν Κύριο καί τούς Αγίους Του, όπως τό λέγη ό Προφήτης Δαβίδ, τοῦ οποίου τόν στίχο μέ τό έργο κατενόησες καί έζησες.

Άκούοντας αύτά ὁ Μοναχός έδόξασε τόν Θεό, έ­κλαυσε άπό χαρά καί έζήτησε νά κοινωνήση τών Αχρά­ντων Μυστηρίων. Λαμβάνοντας τό Σώμα καί τό Αίμα τοῦ Χριστοῦ, είπε:

Νῦν άπολύεις τόν δοῦλον σου, Δέσποτα... καί άμέσως παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Παναγάθου Θεοΰ.

Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου