Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΣΥΜΕΩΝ, ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΚΤΙΤΟΡΟΣ ΤΗΣ Ι. ΗΜΩΝ ΜΟΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

            Ὁ Πανοσιώτατος ἀρχιμ. π. Συμεών γεννήθηκε στήν Τρίπολι Πελοποννήσου τό 1832. Κατά κόσμον λεγόταν Σπυρίδων Ἀγγελίδης. Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, τό 1852 ἦλθε νά κοινοβιάση στήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου. Μετά τήν νόμιμη διαδικασία τῆς δοκιμῆς ἐκάρη μοναχός ἀπό τόν Καθηγούμενο Αὐτῆς ἀρχιμ. Σωφρόνιο Καλλιγᾶ. Εἶχε πλουτισθῆ μέ πολλά φυσικά καί πνευματικά χαρίσματα, τά ὁποῖα καί ἐπηύξησε μέ τήν ἐργατικότητά του, τήν σώφρονα πολιτεία του καί τήν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρος του. Ὁ Γέροντάς του π. Σωφρόνιος, διέβλεψε τήν μελλοντική πρόοδο τοῦ νεαροῦ Συμεών καί τοῦ ἀνέθεσε στήν Μονή καθήκοντα ὑπογραμματέως ὑπό τήν εὐθύνη καί ὑπακοή τοῦ ἐμπείρου καί ἐναρέτου γραμματέως, μοναχοῦ Ἀνατολίου. Μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός του ὁ μοναχός Συμεών ἔλαβε καί τόν πρῶτον βαθμόν τῆς ἱερωσύνης καί μετά ἀπό λίγο καιρό ἐστάλη στήν Ἀθωνιάδα σχολή γιά νά διευρύνη τόν κύκλο τῶν ἐγκυκλίων γνώσεών του. Πληροφορήθηκαν τά ἔκτακτα χαρίσματα του οἱ ἐνεδρεύοντες στήν Κοινότητα Πατέρες καί τόν προσέλαβαν μέ ἄδεια τῆς Μονῆς του ὡς δεύτερον Γραμματέα στά Γραφεῖα τῆς Ἱ. Κοινότητος. Ἀλλά καί πάλι ἡ θεία Πρόνοια τόν προετοίμαζε γιά ἄλλο βαρύτερο καί πιό ὑπεύθυνο ποιμαντικό ἔργο.

 Ἐκείνη τήν περίοδο ἀνεζητεῖτο πνευματικός ποιμήν καί διδάσκαλος γιά τήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, διότι ὁ ὑπάρχων Καθηγούμενος Αὐτῆς ἀρχιμ. Δανιήλ παραιτήθηκε τό 1859.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Παύλου, ὀνόματι π. Σωφρόνιος Καλιγᾶς, μέ πολλή δυσκολία ἔδωσε τήν εὐλογία του νά ἀποχωρισθῆ ὁ ἱεροδιάκονος Συμεών ἀπό τήν Ἁγιοπαυλιτικήν Ἀδελφότητα. Τελικῶς ἐδέχθη τήν ἐπίμονη πρότασι τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος. Ἔτσι ὁ Ἱεροδιάκονος Συμεών, προσῆλθε στήν Ἱερά Μονή μας, συνοδευόμενος ἀπό ἐκπροσώπους τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί τῆς μέχρι τότε Μονῆς του, τοῦ Ἁγίου Παύλου. Χειροτονήθηκε ἱερεύς, ἔλαβε καί τό ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου καί  πραγματοποιήθηκε ἡ ἐνθρόνισίς του στίς 24 Μαΐου 1859.

Πρίν ἀναλάβη τά νέα του ποιμαντικά καθήκοντα ὁ ἀρχιμ. π. Συμεών σέ ἡλικία 27 ἐτῶν, ἔγινε ἐνώπιόν του καί ἐνώπιον  ἀπεσταλμένου τῆς Ἱ. Κοινότητος καταγραφή  ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Σκευῶν καί Ἁγίων Λειψάνων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Κατόπιν ἄλλη Ἀντιπροσωπεία ἤλεγξε τούς λογαριασμούς τῶν Καταστίχων τοῦ παραιτηθέντος ἡγουμένου Δανιήλ. Καί διεπίστωσεν ὅτι τό χρέος τῆς Μονῆς μας ἦταν ὑπέρογκο, φθάνοντας τότε στό ποσό τῶν 210 χιλιάδων γροσίων.

Στήν συνέχεια ἀνέλαβε τά καθήκοντά του ὁ νέος ἡγούμενος π. Συμεών.  Ἡ πρώτη φροντίδα του ἦταν τό πῶς θά ἠμπορέσει νά ἐπιφέρει τήν ἑνότητα, τήν γαλήνη καί τήν ἀγάπη μεταξύ τῶν Πατέρων, ἀρκετοί ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ἀντίθετοι μέ τήν ἐκλογή τοῦ ἡγουμένου, προερχομένου  ἀπό ἄλλη Μονή.

Καί ἐν πρώτοις, μέ τήν γείτονα Μονή τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, ὑπῆρχαν πολυχρόνιες προστριβές, ὅσον ἀφορᾶ τά σύνορα τῶν δασῶν τους. Καί ἐδῶ ὁ Γέροντας π. Συμεών ἀκολούθησε τήν ὁδόν τοῦ συμβιβασμοῦ, ὑποχωρῶντας στίς ἀπαιτήσεις τῆς ἄλλης Μονῆς, οὕτως ὥστε νά ἐπέλθη εἰρήνη καί φιλαδελφία μεταξύ τους. Ἔτσι ἀπέφυγαν τήν ἐπίλυσι τῶν διαφορῶν τους, μέσω δικαστικῶν ἀγώνων.

Λόγῳ ἀνυπάρκτων προσόδων καί πόρων, εἶχεν ἐπιφορτισθῆ ἡ Μονή μέ δυσβάστακτα χρέη ἀπό ἄλλες Μονές, τά ὁποῖα καί δέν ἠμποροῦσε νά τά ἀποσβέση. Προκειμένου νά ἀνεύρη χρήματα γιά νά ξεχρεώση τήν ἐξαντλημένην οἰκονομικῶς Μονήν του, ἔκανε ἕνα μεγάλο τόλμημα. Κατ᾿ ἀρχήν, λόγῳ τῶν ἱκανοτήτων του, προσεκλήθη ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα, καί ἀνέλαβε τήν Ἐπιστασία  τοῦ Κοινοῦ Ἁγιορειτικοῦ μοναστηρίου, πού ἀνήκει στήν ἡγεμονία τῆς Βλαχίας (Οὐγγροβλαχίας). Τότε οἱ Πατέρες τό ὠνόμαζαν Κοτροζάνη, ἐνῶ ἡ ἀληθινή του μέχρι σήμερα ὀνομασία εἶναι Καλνταρουσάνι καί ἀπέχει περί τά 40 χλμ. ἀπό τό Βουκουρέστιο.

Στήν συνέχεια ἄφησε γιά διάδοχόν του τόν ἱερομόναχο καί Πνευματικό π. Ἰάκωβο, καταγόμενον ἀπό τά Δολιανά τῆς Ἀρκαδίας, καί ἔφυγε τό 1861 γιά τήν Ρουμανία. Ἤλπιζε ὅτι ἐκεῖ θά συγκέντρωνε χρήματα καί ἀπό τά ὑπάρχοντα δύο Μετόχιά μας. Τό ἕνα ἦταν μόλις 40 χιλ. μακριά ἀπό τήν πόλι Φωξάνη, πού εὑρίσκεται στήν κεντρική Ρουμανία καί ἀπέχει ἀπό τό Βουκουρέστιο περί τά 250 χλμ. βορειότερα.

 Τό Μετόχιο αὐτό τῆς περιοχῆς Φωξάνης, ἀνῆκε παλαιότερα στήν Μονή Πούτνα, πού εἶναι κτισμένη ἀπό τόν ἡγεμόνα Στέφανο τόν Μέγα τό 1466. Δωρήθηκε τό 1777 ἀπό τόν ἡγεμόνα τῆς Μολδαβικῆς Χώρας Γρηγόριο Ἀλεξάνδρου Γκίκα στήν Μονή μας, σάν δῶρο γιά τίς γενναιόδωρες ἐνέργειες τοῦ τρίτου κτίτορος τῆς Μονῆς μας Γέροντος Ἰωακείμ τοῦ Ἀκαρνᾶνος, ὁ ὁποῖος μέ τά χρήματα τά ὁποῖα συγκέντρωσε στίς παραδουνάβιες χῶρες γιά τήν ἵδρυσι τῆς Μονῆς μας, ἕνα μεγάλο μέρος χρημάτων προσέφερε γιά τήν ἀγορά αἰχμαλώτων Ἑλλήνων, Ρουμάνων, Βουλγάρων κλπ. ἀπό τούς τούρκους καί τήν ἀπονομή τῆς ἐλευθερίας τους.

Σέ ἀνταπόδοσι τῆς εὐεργεσίας του αὐτῆς ὁ ἡγεμών Γκίκας, σέ συνεργασία μέ τόν μητροπολίτη κ. Γαβριήλ ἐχάρισε στήν Μονή μας τό Μετόχι αὐτό τῆς Μονῆς Πούτνας, πού εἶχε τήν ὀνομασία Βυζαντία,  μέ ὅλη τήν κινητή καί ἀκίνητη περιουσία του νά ἀνήκει ὁριστικά στό Ἱερό Κοινόβιο τοῦ Γρηγορίου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει.

Τό ἐπισκέφθηκα ὁ γράφων, τό 2018, χωρίς νά γνωρίζω τίποτε γι᾿ αὐτό. Ἤξερα μόνο ὅτι ὑπῆρχε κοντά στήν Φωξάνη. Γνωρίσθηκα τελείως συμπτωματικά μέ τόν ἀρχιερατικό ἐπίτροπο αὐτῆς τῆς ἐπαρχίας π. Βασίλειο, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅτι τό Μετόχι αὐτό, λέγεται Βυζαντία καί ἀνήκει στήν δική του ἀρχιερατική περιφέρεια. Μάλιστα ἐκεῖ πλησίον εἶναι καί ἡ ἐνορία του, στό χωριό Τσιμισέστ πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης.  Μέσα στήν ἐκκλησία του, διατηρεῖ μέ περισσή εὐλάβεια ὁ π. Βασίλειος καί τά Ἅγια Λείψανα, τά ὁποῖα εἶχε στό Μετόχιο ὁ οἰκονόμος π. Βησσαρίων, δοσμένα ἀπό τήν Μονή του.  Ἀφ᾿ ὅτου τό Μετόχιο ἁρπάχθηκε ἀπό τήν κρατική ἐξουσία τό 1863,  τά παρέλαβαν προκάτοχοἰ του καί μέχρι σήμερα εὑρίσκονται στήν ἐνορία αὐτή. Προσκύνησα τά Λείψανα αὐτά καί εἶναι τεμάχια πέντε Ἁγίων: Τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, τοῦ ἁγίου Πεντελεήμονος, τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, τοῦ ἁγίου Μοδέστου καί τοῦ ἁγίου Νικολάου. 

 Ἡ ἐκκλησία τοῦ Μετοχίου μας, πρίς τιμήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κτίσθηκε στά θεμέλια ἄλλης παλαιότερης τό 1858, μέ χρήματα πού ἄφησε στήν διαθήκη του ὁ τελευταῖος οἰκονόμος, ὁ π. Βησσαρίων. Στό ὑπέρθυρο τῆς κυρίας εἰσόδου  ὑπάρχει καί ἀνάγλυφη ἐπιγραφή στά ἑλληνικά, πού γράφει: «Διά ἐξόδων Βησσαρίωνος μοναχοῦ, 1858». Εἶναι κτισμένη μέ σκαλιστή πέτρα, εὐρύχωρη, ρυθμοῦ Βασιλικῆς μετά τρούλλου, μήκους 12 μέτρων καί διατηροῦνται στό εἰκονοστάσιο καί ἀλλοῦ ὅλες οἱ παλαιές εἰκόνες μέ τίς ἑλληνικές τους ἐπιγραφές. Ἡ ἐκκλησία αὐτή εἶναι ἡ ἐνορία τῶν ὀρθοδόξων ρουμάνων, οἱ ὁποῖοι ξεπερνοῦν τούς 300 στό δικό τους τό χωριό, πού εἶναι ἐκεῖ κοντά. Τήν ἡμέρα πού ἐπῆγα ἐκεῖ ἤμουν πολύ χαρούμενος διότι ἐπισκέφθηκε τό Μετόχι μας αὐτό, Γρηγοριάτης μοναχός, μετά ἀπό 141 χρόνια!!

Πέριξ αὐτοῦ ὑπῆρχε στήν ἰδιοκτησία του δασική καί πεδινή ἔκτασις 600 στρεμμάτων. Ἐκεῖ οἱ ἑκάστοτε Πατέρες τῆς Μονῆς μας ἠσχολοῦντο μέ γεωργικές ἐργασίες καί διατηροῦσαν καί πολλά ζῶα. Ἐνῶ τό προσωπικό τῶν ἐργατῶν τους ἦταν περί τά 40 ἄτομα.

Ὁ μοναχός Βησσαρίων, Ξηρχάκης τό ἐπώνυμον, καταγόταν ἀπό τόν Δῆμο Οἰτύλου τῆς Λακεδαιμονίας, Ὑπηρέτησε στό Μετόχι μας μέχρι τό 1840. Κατόπιν οἱ διοικοῦντες τήν Μονήν, τόν ἐπανέφεραν στήν Μονή καί ἔστειλαν ἀντί αὐτοῦ τόν Προηγούμενον π. Νεκτάριο. Ὁ Γέρο-Βησσαρίων δυσαρεστήθηκε γι᾿ αὐτή τήν ἀπόφασι τῶν ὑπευθύνων τῆς Μονῆς του, προφανῶς φοβούμενος τόν σκληρόν ζυγό τοῦ κοινοβίου. Μετά ἀπό ἑπτά χρόνια, τό 1847, τόν διώρισαν καί πάλιν Οἰκονόμο. Ἐργάσθηκε σκληρά καί ἐδημιούργησε μεγάλη περιουσία καί πολλά χρήματα. Τό  1852 ἔγραψε τήν διαθήκη του στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅλο τό κείμενο ὑπάρχει στά ἐπίσημα ἔγραφα τῆς Μονῆς μας. Ἐδῶ μποροῦμε νά σημειώσουμε ὅτι ἐδώρισε γιά τήν Μονή τῆς Μετανοίας του 50.000 γρόσια, γιά κάθε ἄλλη ἁγιορείτικη μονή ἀπό 20.000, γιά τούς πτωχούς καλόγερους τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό 5.000, 1000 γρόσια στόν Πνευματικό του, παπᾶ Νεόφυτον Καυσοκαλυβίτη, 30.000 γιά τό χωριό του, νά κτίσουν σχολεῖο, ἀπό 10.000 στά τρία ἀδέλφια του, 25.000 γρόσια στά νοσοκομεῖα τῆς πόλεως Σπάρτης, ἀπό 3000 γρόσια γιά 10 κορίτσια γιά παντρειά τοῦ χωριοῦ του, στά νοσοκομεῖα τῆς Ἀθήνας 30.000. Ἄφησε ἐπίσης 40.000 γρόσια, ἄν αὐτός ἀποθάνει, νά κτίσουν καινούργιο ναό στό Μετόχι Βυζαντία. Ἄφησε ἀκόμη ἄλλα 30.000 γρόσια σ᾿ αὐτόν πού θα τά μοιράσει γιά τόν κόπον του.

Ὁ Γέρο Βησσαρίων ἐπλήρωσε τό κοινόν χρέος στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 1854 καί ἐτάφη ἐκεῖ στήν αὐλή τοῦ Μετοχίου μας. Τήν καταγραφή τῆς περιουσίας πού ἄφησε τήν κατέγραψε ὁ ἁγιοπαυλίτης π. Εὐγένιος, ὁ ὁποῖος τότε εἶχε σταλῆ ὡς ἐπίτροπος ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μία ἄλλη ἐκδοχή εἶναι ὅτι εἶχε σταλῆ ἀπό τούς ὑπευθύνους τῆς Μονῆς μας ὡς προσωρινός Δικαῖος καί ἔξαρχος τοῦ Μετοχίου μας, μετά τόν θάνατο τοῦ Γέρο Βησσαρίωνος, δεδομένου ὅτι κι αὐτός ἦτο οἰκονόμος ἰδικοῦ τους Μετοχίου στήν Ρουμανία.

Μέ  τά χρήματα αὐτά πού ἐχάρισε στήν Μονή μας ὁ Γέρο Βησσαρίων 50.000 γρόσια, οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἡγούμενο π. Δανιήλ ἀγόρασαν τό 1857 τό Μετόχιο τῆς Βούλτσιστας Βεροίας,  ἀπό τόν μουσουλμᾶνο τσιφλικᾶ Σουλεϊμάν Μπέη. Ἡ ἐδαφική του ἔκτασις ἦταν 25 χιλάδες στρέμματα, ἀπό τά ὁποῖα τά 2/3 ἦταν δασικές ἐκτάσεις καί τά ὑπόλοιπα καλλιεργήσιμες. Σήμερα (2021) διατηροῦνται περί τά 500 στρέμματα, στά ὁποῖα καλλιεργοῦνται σιτηρά καί ἄλλα προϊόντα γιά τίς ἀνάγκες τῆς Μονῆς μας. Τά ὑπόλοιπα πωλήθηκαν ἤ δόθηκαν δωρεάν στούς πρώην  ἐργάτες τοῦ Μετοχίου μας γιά τήν ἵδρυσι κατοικιῶν τους καί τήν χορήγησιν χωραφιῶν γιά τήν ἐπιβίωσίν τους.

Ὁ νέος ἡγεμών τῆς Οὐγγροβλαχίας Ἀλέξανδρος Κούζας, βάσει κυβερνητικοῦ του προγράμματος, ὅτι ἡ Ρουμανία ἀνήκει στούς ρουμάνους καί ὄχι στούς ξένους, ἀπηλλοτρίωσε ὅλα τά Ἁγιορείτικα μετόχια, Μονύδρια καί Κτήματα τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τά ὁποῖα εἶχαν δοθῆ ὡς δωρεά ἀπό διαφόρους εὐσεβεῖς ἡγεμόνες τῆς Ρουμανίας. Ἀξίζει ἐδῶ νά σημειώσουμε, ὅτι ὅλα τά ἁγιορείτικα καί ἄλλων ἐν Ἑλλάδι Μονῶν Μετόχια, ἐκάλυπταν τό ἕνα τέταρτο τῆς ἐπιφανείας τῆς χώρας τους.  Ὄχι μόνο ἅρπαξε τά ἁγιορείτικα Μετόχια καί τά κτήματά τους, ἀλλά καί τίς περιουσίες τῶν ρουμανικῶν μοναστηριῶν καί τίς διεμοίρασε  στούς ρουμάνους χωριᾶτες. Τότε καί οἱ 40 ἐργάτες τοῦ Μετοχίου μας διαμοιράσθηκαν τίς ἐκτάσεις του καί ἔκτισαν καί δύο χωριά. Στό ἕνα χωριό κατοικοῦν μέχρι τώρα οἱ ὀρθόδοξοι ρουμᾶνοι μέ ἱερέα τους τόν π. Θωμᾶ, πού κατοικεῖ στά κτίρια τοῦ Μετοχίου μας καί στό ἄλλο κατοικοῦν ρουμᾶνοι καθολικοί στό θρήσκευμα, διότι τότε οἱ Οἰκονόμοι τοῦ Μετοχίου μας, εἶχαν ὡς ἐργάτες περί τούς 20 ὀρθοδόξους καί 20 καθολικούς στό θρήσκευμα, οὐγγρικῆς καταγωγῆς, πολλές χιλιάδες τῶν ὁποίων κατικοῦν μέχρι σήμερα στήν Ρουμανία.

Τό δεύτερο Μετόχιο τῆς Μονῆς μας στήν Ρουμανία, δέν ἦταν ἀκριβῶς μονύδριο, ἀλλά μία ἐνορία σέ προάστιο τῆς πόλεως Βουκουρεστίου, πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τῆς ὁποίας τά ἔσοδα κατ᾿ἔτος προσφέροντο, ὡς οἰκονομική βοήθεια γιά τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς μας. Ἡ ἐκκλησία αὐτή δωρήθηκε ἀπό τόν ἡγεμόνα τῆς Οὐγροβλαχίας Ἰωάννην Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη στόν εὐεργέτη τους Ἰωακείμ τόν Μακρυγένη, γιά τήν μεγάλη προσφορά του πρός τίς ρουμανικές ἡγεμονίες, καθ᾿ ὅσον ἐξηγόραζε αἰχμαλώτους, ἀκόμη καί μέ δανεικά χρήματα, καί τούς ἀπελευθέρωνε.

 Ἡ ἐκκλησία αὐτή κτίσθηκε ἀπό κάποιον ἰατρόν ὀνόματι Σπυρίδωνα καί δωρήθηκε στήν Μονή μας τό 1776. Πλησίον τῆς ἐκκλησίας ὑπῆρχε καί ἀμπελῶνας πού ἀγοράσθηκε ἐκ μέρους τοῦ Γέροντος Ἰωακείμ  ἀπό τόν ἰδιοκτήτη Χριστοφόρο Τσαούση καί ἑνώθηκε μέ τήν μετοχική ἐκκλησία διά καλλιέργειαν ἀπό τούς ἐκεῖ ἑκάστοτε διαβιούντας μοναχούς.

Ὁ Ἡγούμενος παπᾶ Συμεών, βλέποντας αὐτή τήν κατάστασι στά πρώην Μετόχια μας στήν Ρουμανία, ἐπέστρεψε στό Μοναστήρι του ἐντελῶς ἄπρακτος καί συνεχῶς πιεζόμενος ἀπό τά οἰκονομικά χρέη.

Οἱ δανειστές του, κυρίως Ἁγιορείτικες Μονές, ἀπαιτοῦσαν, τήν ὅσον τό δυνατόν σύντομη ἐξόφλησι τῶν χρεῶν τῆς Μονῆς του. Μάλιστα τό 1868 κλήθηκε ὁ παπᾶ Συμεών στήν Μονή τοῦ Βατοπαιδίου ν᾿ ἀπολογηθῆ γιά τά χρέη τῆς Μονῆς του. Μή δυνάμενος νά τούς ἐπιστρέψη τά χρήματα, φυλακίσθηκε! Ἔδωσε ὅμως ἐγγυήσεις ὁ πατέρας τοῦ πρό δεκαετίας Διευθυντοῦ τῆς Τραπέζης Μιτυλήνης ἐν Καρυαῖς κ. Νικόλαος Ἀναγνώστου καί ἔτσι ἀποφυλακίσθηκε.

Ὁ Καθηγούμενος παπᾶ Συμεών δέν ἦτο ἀπό τούς χαρακτῆρες ἐκείνους πού εὔκολα κάμπτονται καί ἀπελπίζονται. Κατ᾿ ἀρχήν ἐζήτησε ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα νά παρέμβη στίς Μονές, οἱ ὁποῖες κατά καιρούς ἐδάνεισαν χρήματα στήν Μονή του, καί νά τίς παρακαλέση νά μετριάσουν τίς πιεστικές τους ἀξιώσεις γιά ἐπιστροφή τῶν χρημάτων, ἐντός καθορισμένης προθεσμίας. Ἀπό ἐκείνη τήν περίοδο ἐπέβαλε σ᾿ ὅλη τήν Ἀδελφότηττα σκληρά νηστεία, δίδοντας ὁ ἴδιος πρῶτος τό παράδειγμα τῆς λιτότητος. Τόση αὐστηρά νηστεία εἶχε ἐπιβάλλει στήν Μονή του, ὥστε οἱ Μοναχοί ἔτρωγαν ἀλάδωτα φαγητά ὅλη τήν ἑβδομάδα καί μόνο τίς Κυριακές καί ἑορτές λάδι καί λίγο κρασί. Ἐπί πλέον ἔκαμαν ὅλες τίς δουλειές τους οἱ ἴδιοι, διότι δέν εἶχαν δυνατότητα νά πληρώσουν οὔτε γιά ἕναν ἐργάτη.

Τό μεγάλο οἴκημα τοῦ Μετοχίου γιά κοιτῶνες τῶν ἐργαζομένων ἐκεῖ μοναχῶν κτίσθηκε ἀπό τόν παπᾶ Συμεών τό 1896. Τότε συνέβη κι ἕνα ἐξαίσιο θαῦμα. Πλησίον τῆς βρύσης τοῦ Μετοχίου, πού σήμερα εἶναι δίπλα στόν ἁμαξιτό δρόμο, ὑπῆρχε ἀρχαῖος ναός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, εὑρισκόμενος τότε σέ ἐρείπια. Ἔδωσε ἐντολή ὁ Καθηγούμενος π. Συμεών στόν ἀρχιμάστορα νά χρησιμοποιῆ γιά τά ἀγκωνάρια τοῦ κτιρίου πού ἔκτιζε ἀπ᾿ αὐτές τίς πέτρες, χωρίς νά γνωρίζει ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχε παλαιότερα ἱερός ναός.   Πράγματι ὁ ἀρχιμάρτορας, Σταμούλης τό ὄνομα, ἐξετέλεσε τήν ἐντολή τοῦ Ἡγουμένου.

Τό μεσημέρι ἐκείνης τῆς ἡμέρες καί, ἐνῶ ἐκοιμᾶτο, δέχθηκε τήν ἐμφάνισι ἐν ἐγρηγόρσει  τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος καί τοῦ εἶπε, δίδοντάς του ταυτοχρόνως καί ἕνα δυνατό ράπισμα: "Νά ἐπιστρέψης τούς λίθους πού ἐπῆρες ἀπό τόν ναό μου καί ἔκτοτε νά μή πάρης ἄλλους". Διέταξε ἀμέσως ὁ Ἡγούμενος νά ἐπιστραφοῦν τά λιθάρια καί μέ αὐτά νά κτισθῆ Προσκυνητάριον πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου καίει ἔκτοτε μέχρι σήμερα ἀκοίμητη κανδήλα.

Σέ ἀπόστασι 15 λεπτών ἀπό τό σπίτι τοῦ Μετοχίου ὑπάρχει κτισμένο ἐπάνω σέ λόφο τό Μονύδριο τοῦ Προφήτου Ἠλία. Τό μοναστηράκι αὐτό κτίσθηκε ἀπό τόν ἱερομόναχο Αὐξέντιο τό 1835, ὅπως ἀναφέρει πινακίδα πού εἶναι ἐντειχισμένη ἐσωτερικά τοῦ ναοῦ, μετά τήν εἴσοδο. Τό Μονύδριο αὐτό προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στόν Μακεδονικόν ἀγῶνα, διότι διεσώθησαν πολλές φορές ὁπλαρχηγοί καί γυναικόπαιδα ἀπό τά βουλγαρικά ἀποσπάσματα πού ἤλεγχαν συχνά τήν γύρω περιοχή. Πολλές φορές ἀδελφοί τῆς Μονῆς μας συνελήφθησαν καί κακοποιήθηκαν καί ἄλλοι διέτρεξαν τόν ἔσχατον θάνατον, ὅπως οἱ Προϊστάμενοι τῆς Μονῆς Λάζαρος καί Δανιήλ.

Ἐπίσης, τό 1980, ἐστάλησαν στήν Βούλτιστα οἱ ἀδελφοί τῆς Μονῆς μας, ἱεροδιάκονος Ἀθανάσιος, τό ἐπώνυμον Πλαντζουνάκης (ἐκ Κρήτης) καί ὁ μοναχός Δαμασκηνός, τό ἐπώνυμον Τσαγκίρης, ἀπό Τρίπολιν Ἀρκαδίας μέ σκοπό νά δενδροφυτεύσουν ἕνα μεγάλο κτῆμα μέ μικρά ἐλαιόδενδρα. Μετά ἀπό ἕνα μῆνα κοπιώδους ἐργασίας ἐφύτευσαν 1000 ρίζες ἐλιές, οἱ ὁποῖες σήμερα ἀποτελοῦν μεγάλο συντελεστή γιά τήν ἐτήσια συγκομιδή λαδιοῦ, δεδομένου ὅτι χρειάζεται ἡ Μονή μας ἑτησίως περί τούς 5 τόννους λάδι.

Ὁ δραστήριος Καθηγούμενος Συμεών ἀπεφάσισε νά προβῆ στήν ἀξιοποίησι καί ἑνός ἄλλου παλαιοῦ Μετοχίου, πού λέγεται Παρθενών καί εὑρίσκεται στήν δυτική παραλία τῆς χερσονήσου τῆς Σιθωνίας.  Τό Μετόχιο αὐτό εἶναι ἀπό τά ἀρχαιότερα κτήματα τῆς Μονῆς μας ἀφοῦ μαρτυρεῖται μέ ἐπίσημο ἔγγραφο ἀπό τό 1429. Ἀποτελεῖτο ἀπό 25 χιλ. στρέμματα καί διαιρεῖτο σέ δασικές πευκοφυτευμένες ἐκτάσεις, ἀπό πεδινές καί ἀπό βοσκότοπους. Ἀφ᾿ ὅτου ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία ὁ Γέροντας Συμεών τό 1859, ἀμέσως ἔστρεψε τόν δυναμισμό του γιά τήν ὀργάνωσι καί ἀξιοποίησι αὐτοῦ τοῦ Μετοχίου. Ἐκαλλιεργοῦντο δημητριακά, ἐλαιόδενδρα, ἡ σηροτροφία καί ἡ παραγωγή γαλακτοκομικῶν προϊόντων. Ἐδῶ θυσιάσθηκαν γιά τήν πρόοδο τοῦ Μετοχίου, οἱ μοναχοί οἰκονόμοι Ἀββακούμ, Γεράσιμος καί Ραφαήλ.

 Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ Μονές τοῦ Ὄρους ἐσυντηροῦντο ἀποκλειστικά ἀπό τά Μετόχιά τους. Καί ἡ τάξις ἦταν ὅτι οἱ νέοι ἐκ τῶν μοναχῶν νά διακονοῦν γιά μερικά χρόνια στά Μετόχια τῶν Μονῶν τους καί μετά ἀπό χρόνια νά ἐπιστρέφουν στίς Μονές τους. Σήμερα δέν ὑπάρχουν οἱ ἐκτάσεις αὐτῶν τῶν Μετοχίων. Τό Μετόχιο Παλιούριο δόθηκε στό Κράτος μας γιά τήν ἐποίκισι τῶν Ἑλλήνων προσφύγων ἐκ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καί τό ἄλλο Μετόχιο, τό Μπαλαμπάνι, πλησίον τοῦ χωρίου Νέος Μαρμαρᾶς, πωλήθηκε.

Μέ τά χρήματα αὐτά οἱ Πατέρες, μετά τό 1950, ἵδρυσαν διαμερίσματα σέ πόλεις καί τά ἐνοικίαζαν. Ἄλλαξαν πλέον οἱ συνθῆκες ἐπιβιώσεως. Ἔπαυσαν οἱ μοναχοί τοῦ Ὄρους νά ἐργάζωνται στά ἐν τῶ κόσμῳ Μετόχια τῶν Μονῶν τους, μέ προφανῆ τόν κίνδυνο πνευματικῆς τους ἀλλοιώσεως καί ἄρχισαν ἐντός τῶν Μονῶν τους νά δρέπουν τό μέλι τῆς ἡσυχίας διά τῆς προσευχῆς καί τῆς μετανοίας. Παρέμειναν ὅμως τά κτίρια τοῦ Μετοχίου Παρθενών, τά ὁποῖα κτίσθηκαν τό  1905 ἀπό τόν Οἰκονόμο Ἀνανία γιά νά μένουν οἱ ἑκάστοτε Ἀδελφοί καί Οἰκονόμοι. Πέριξ αὐτῶν τῶν κτιρίων μέ ἐκκλησάκι πρός τιμήν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὑπάρχει ἐδαφική ἔκτασις 12 περίπου στρεμμάτων, ὅπου ὑπάρχουν περί τά 120 ἐλαιόδενδρα. Τό ἐκκλησάκι αὐτό κτίσθηκε τό 1865 μέ δαπάνες τοῦ μοναχοῦ Ἀμβροσίου. Ὁ ἴδιος αὐτός μοναχός ἔκτισε καί τό Κάθισμα τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, τό ὁποῖον εἶναι ἀπέναντι τῆς Μονῆς σέ πλαγιά. Τά χρήματα γιά τήν ἵδρυσί τους τά ἔφερε ἀπό τήν πατρική του περιουσία καί τά ἐδαπάνησε γιά ἱερά Καθιδρύματα.

Στά κτίρια τοῦ  Μετοχίου αὐτοῦ κατοικοῦσαν ὑπάλληλοι τοῦ γειτονικοῦ ξενοδοχείου, τοῦ ὁποίου ὁ ἰδιοκτήτης, Καρρᾶς τό ἐπώνυμον, ἀγόρασε καί ὅλο τό κτῆμα τοῦ Μετοχίου μας καί προσπάθησε νά τό ἐκμεταλευθῆ γιά ἐμπορικοιύς καί τουριστικούς λόγους. Σήμερα τόσον οἱ ξενοδοχειακές ἐπιχειρήσεις του καί κάθε ἄλλη προσπάθεια ἀξιοποιήσεως τοῦ κτήματος ἔχουν διακοπῆ καί καταρρεύσει.

Τά κτίρια αὐτά τοῦ Μετοχίου μας, ἐπειδή ἐκινδύνευαν κι αὐτά νά οἰκειοποιηθοῦν ἀπό τήν ἀνωτέρω τουριστική ἐταιρεία, τότε πού τουριστικῶς μεσουρανοῦσε, μέ ἐσπευσμένη πρωτοβουλία τοῦ ἀειμνήστου Γέροντός μας ἀρχιμ. π. Γεωργίου (Καψάνη) ἐπανῆλθαν δυναμικῶ τῶ τρόπῳ στά χέρια τῆς Μονῆς μας. Ἐστάλησαν 3-4 μοναχοί καί τό ἐπάνδρωσαν κάνοντας τίς ἀκολουθίες τους, ἐκτός ἀπό τούς 4 καλοκαιρινούς μῆνες, πού ἔκλεινε, λόγω τοῦ μεγάλου ἐκεῖ τουριστικοῦ ρεύματος. Στό διάστημα λειτουργία τοῦ Μετοχίου αὐτοῦ ἀπό τό 1980 ἕως τό 1995 κτίσθηκε καί ὁ νέος ναός πρός τιμήν τῶν Νεομαρτύρων μέ χρήματα τῶν ἐντοπίων κυρίως χριστιανῶν. Σήμερα τό Μετόχιο δέν λειτουργεῖ καί μένει μόνο ἕνα ἀνδρόγυνο σάν φύλακες, μισθοδοτούμενοι ἀπό τήν Μονή μας.

Ἐπίσης ὁ Γέροντας π. Συμεών προέβη καί στήν δασική ἐκμετάλλευσι τοῦ δάσους τῆς Μονῆς μας. Ἵδρυσε τό σπίτι μέ ἐκκλησάκι πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.  Ἐγκαστέστησε νεροπρίονο στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ μας καί ἄρχισε νά πωλεῖ ἡ Μονή μας σανίδες καί ἄλλα ξυλουργικά προϊόντα. Ὁ Θεός εὐλόγησε τίς προσπάθειές του καί τούς ἀδιακόπους κόπους του. Κατώρθωσε νά ἐξοφλήση ἡ Μονή τά χρέη της πρός τούς δανειστές της καί στήν συνέχεια νά ἀρχίση τήν ἀνοικοδόμησι διαφόρων κτιρίων.

Κατ᾿ ἀρχήν ἐδιπλασίασε κτιριακά τό Μοναστήρι. Ἡ ἐξωτερική πτέρυγα μέ πρόσοψι πρός τήν θάλασσα, ὅπου ὑπάρχουν καί δύο Παρεκκλήσια, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καί τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, κτίσθηκε τό 1896. Ἐπάνω ἀπό τήν μεγαλοπρεπῆ εἴσοδο τῆς Μονῆς ὑπάρχει μαρμάρινη ἐπιγραφή, ἡ ὁποία γράφει: "Εἰς δόξαν Θεοῦ, καί ἥδε ἡ Πύλη σύν τῆ πλευρᾶ ἡγουμενεύοντος Ἀρχιμανδρίτου Συμεών τοῦ ἐκ Τριπόλεως τῆς Πελοποννήσου, σωτηρίου ἔτους 1896". Κάτω ἀπό τήν μεγαλοπρεπῆ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου ὑπάρχει γραμμένη ἡ ἑξῆς δέησις καί ἀφιέρωσις:

«Πανάγιε Νικόλαε κῦδος Ὀρθοδοξίας

Ἀρχιερέων ἄωτον, στῦλος τῆς Ἐκκλησίας,

Ταύτην τήν θείαν καί σεπτήν εἰκόνα σου ἁγίαν

Προσφέρομεν πανευλαβῶς μέ ὅλην τήν καρδίαν

Σοί τῶ Προστάτῃ τῆς Μονῆς, τῆς εὐκλεϊζομένης

ἐπί τῶ σῶ ὀνόματι κι᾿ ἀρχῆθεν τιμωμένης.

Ποιμήν αὐτῆς ὁ Συμεών μεθ᾿ ὅλου τοῦ ποιμνίου

Οὕσπερ διά τῶν πρεσβειῶν, ζωῆς τῆς οὐρανίου,

Ἅγιε, καταξίωσον καί ταύτην ἐκ παντοίας

Φύλαττε περιστάσεως καί τῆς Σατάν κακίας

Διά τῶν ἀκοιμήτων τε καί θείων πρεσβειῶν σου

Πρός τόν Παντάνακτα Χριστόν θεοπειθῶν εὐχῶν σου,

Πέμπε τάς εὐλογίας σου ἐν ταύτῃ τῆ Μονῆ σου

Τῆ σέ τιμώσῃ ἐκ ψυχῆς, τῆ πρός Θεόν εὐχῆ σου.

Γιά τήν ἀνοικοδόμησι τῆς ἐξωτερικῆς πτέρυγος χρειάσθηκαν πολυχρόνιοι κόποι τῶν Πατέρων γιά τήν μεταφορά καί τό σκάλισμα τῶν ὀγκολίθων. Διετηροῦντο τά λεγόμενα σαμαράκια στήν Μονή μας μέχρι τό 1974, τά ὁποῖα φοροῦσαν στίς ὠμοπλάτες τους οἱ παλαιοί Μοναχοί γιά νά μεταφέρουν τίς πέτρες ἐπάνω στίς σκαλωσιές καί κοντά στούς μαστόρους γιά νά τίς κτίσουν. . Καί νά σκεφθοῦμε ὅτι ἔτρωγαν λαδερό φαγητό μόνο κάθε Κυριακή! Ἀδελφός τῆς Μονῆς ἀπό τούς παλαιοτέρους, κάνοντας μία ἀσυλλόγιστον πρᾶξιν, τά ἔκαυσε. Μετά μετενόησε πικρῶς, ὅπως μᾶς ἔλεγε.

Παρότι τό Μοναστήρι ἦτο πάμπτωχο, οἱ Πατέρες ἐργάζοντο σκληρά γιά τήν ἀντιμετώπισι ὅλων τῶν ἀναγκῶν τους. Σύμφωνα μέ κάποια γραπτή μαρτυρία τό 1903 ζοῦσαν στήν Μονή μας 98 Ἕλληνες μοναχοί, 13 Ρῶσοι καί ἕνας Ρουμᾶνος.

Ἐπίσης ὁ Γέροντας π. Συμεών διακατεχόταν πάντοτε ἀπό ἔνθερμο πατριωτισμό. Ἰδού τί ἔγραψε ὁ ὑποτακτικός του μον. Βαρλαάμ: «Ὁ Γέροντάς μου π. Συμεών ἦτο ἀκραιφνής πατριώτης. Ἦτο τέλειος Ἀρκάς καί ὑπερτέλειος Ἕλλην, ὅπως ἐπίσης ἦτο καί ὑπερτέλειος ἄνθρωπος». Ὅσον  ἀφορᾶ γιά τό ποιμαντικό του χάρισμα ἰδού τί ἔγραψε παρακάτω:  «Ἐκτός τῶν ὑπερανθρώπων κόπων καί μόχθων αὐτοῦ, ὑπέρ τῶν ὑλικῶν συμφερόντων τῆς Μονῆς, διά τούς ὁποίους δέν θά ἡμάρτανε κάποιος ἐάν τόν κατέτασσε μεταξύ τῶν κτιτόρων, ὑπῆρξεν ταυτοχρόνως καί ἀληθής ποιμήν καί ὑπογραμμός γενμόμενος τοῖς πᾶσιν. Ἡ πατρική του μέριμνα δι᾿ ἅπαντας τούς Πατέρας ἐδημιούργησε τοιαύτην κατάστασιν ὥστε ἡ Μονή μας νά μακαρίζηται καί ἔξω κόσμου διά τήν παραδειγματικήν εἰρήνην, ἡ ὁποία ἐπί 46 ἔτη ἡγουμενίας αὐτοῦ ἐπρυτάνευσεν ἐν Αὐτῆ, καί ἡ ὁποία τηρεῖται μέχρι σήμερον».

Ὅταν ζοῦσε ὁ μακαριστός μοναχός π. Ἐφραίμ, τόν εἶχα ρωτήσει νά μοῦ εἰπῆ ὅ,τι θυμᾶται ἀπό τά πνευματικά τέκνα τοῦ παπᾶ Συμεών γιά τόν ἀείμνηστο Γέροντά τους, τόν μεγάλο Καθηγούμενο καί τέταρτον κτίτορα τῆς Μονῆς μας. Καί ὁ Γέρο Ἐφραίμ μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:

"Κάποτε  εἶχα ρωτήσει τόν Γέροντά μου, τόν παπᾶ Θανάση, πνευματικό τέκνο τοῦ παπᾶ Συμεών, νά μοῦ εἰπῇ κάτι γιά τόν Γέροντά του, ὁ ὁποῖος ἔκαμε ἡγούμενος στό Μοναστήρι μας 46 χρόνια, καί μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: "῾Ο Γέροντάς μου παπᾶ Συμεών καί πνευματικός σου παπποῦς, πάτερ Ἐφραίμ, ἦταν ἱκανώτατος ῾Ηγούμενος. Ἀνώρθωσε τό Μοναστήρι μας οἰκονομικά, τό ἀνακαίνισε καί ἐπρόσθεσε νέες πτέρυγες, γι᾿ αὐτό θεωρεῖται καί τέταρτος κτίτωρ. ῾Ως πρός τόν χαρακτῆρα ἦταν λίγο ἀπότομος. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐμάλωνε τά Καλογέρια του, ἐμᾶς δηλαδή, καί ἐμεῖς δέν πηγαίναμε νά τοῦ βάλουμε μετάνοια καί νά τοῦ ζητήσουμε συγγνώμη, πού τόν λυπήσαμε ἤ τόν παρακούσαμε, ἐρχόταν ὁ ἴδιος πρός ἐμᾶς καί μᾶς ἔλεγε: «῎Εε, παιδί μου, εἴπαμε καί κανένα λόγο, ἄνθρωποι εἴμαστε, μπορεῖ νά σέ πίκρανα καί νά ἔσφαλα ἐγώ. Νά μέ συγχωρέσῃς». ῎Εσκυβε λοιπόν ὁ ἴδιος καί ἔβαζε μετάνοια στά Καλογέρια του. Μέ τόν τρόπον αὐτό τῆς ταπεινώσεως τά εἰρήνευε καί τά ἐδίδασκε μέ τό ἅγιο παράδειγμά του.

Σύμφωνα μέ προφορική παράδοσι, σχετική μέ τήν κοίμησι τοῦ ὁσίου Γέροντος Καθηγουμένου Συμεών, ἔχω νά σημειώσω τά ἑξῆς: Τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, μοῦ εἶπαν οἱ  Γεροντάδες μας, ὅτι οἱ μοναχοί πού ἐργάζοντο στό Μετόχιο τῆς Βούλτσιστας Πιερίας, εἶδαν τήν ψυχή του νά ἐξέρχεται σάν μικρή νύμφη ἀπό τό σῶμα του καί ἀνεβαίνει πρός τούς Οὐρανούς.

Σήμερα ἔχουμε τήν μεγάλη εὐλογία νά διατηροῦμε τήν κάρα του, μαζί μέ τήν κάρα τοῦ ὁσίου Καθηγουμένου Ἀθανασίου στό Ἱερό τοῦ Παρεκκλησίου τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, καί ἐνίοτε πηγαίνουν Πατέρες, ἀλλά καί εὐσεβεῖς χριστιανοί νά τίς ἀσπασθοῦν καί νά ζητήσουν τήν πρεσβείαις τους".

Δοξάζουμε τόν Θεό, διότι μέ τούς σκληρούς ἀγῶνες τέτοιων Ἡγουμένων καί Μοναχῶν ἔχουμε ἐμεῖς τά ἕτοιμα κελλιά μας νά κατοικοῦμε καί ν᾿ ἀγωνιζώμεθα πνευματικά γιά τήν σωτηρία μας. Ἄς μή ξεχνᾶμε νά τούς ἀπευθύνουμε κάθε φορά μία ἐγκάρδια εὐχαριστία καί νά τούς ἐπικαλούμεθα νά μᾶς ἐνισχύουν μέ τίς πρεσβεῖες τους, διότι, αἰσθανόμεθα ὅτι ἔχουν μεγάλη παρρησία πρός τόν Κύριόν μας.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε Γέροντα Παπποῦ μας Συμεών!

Ἡ Διαθήκη τοῦ Γέροντος Συμεών

......(Σέ παράφρασι). «Ἐπειδή σ᾿ αὐτό τόν βίο κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος καί μάλιστα, ὅσοι εἶναι ἀνώτεροι καί προϊστάμενοι, σφάλλουν περισσότερο. Ἄλλοτε διότι ἐλέγχουν τούς ὑποτακτικούς τους, ὁπότε καί τούς στενοχωροῦν, εἴτε παραβλέπουν τά σφάλματά τους, πού καί τά δύο αὐτά εἶναι πταίσματα. Κι ἐγώ ὁ ἐλάχιστος εἶμαι ἔνοχος καί στίς δύο αὐτές περιπτώσεις. Γι᾿ αὐτό παρακαλῶ τόν Κύριο νά μέ συγχωρήσει καί νά παραβλέψει τά λάθη μου πού ἔκαμα, ὡς Γέροντάς σας. Και ἐσᾶς, πνευματικά μου παιδιά, σᾶς παρακαλῶ νά ἱκετεύετε τόν Θεό γιά τήν σωτηρία μου καί νά μέ συγχωρήσετε, ὅσες φορές ἔσφαλα ἀπέναντί σας καί σᾶς παρεπίκρανα. Καθώς ἐπίσης ὁσάκις σᾶς ἀδίκησα ἤ ἐλύπησα μέ διαφόρους τρόπους. Καί ἐγώ μέ ὅλη μου τήν καρδιά σᾶς δίνω τήν συγχώρησι, ὁσάκις μέ διαφόρους τρόπους μέ ἐλυπήσατε. Τήν πολιτεία τοῦ βίου μου πρωτίστως ξέρει ὁ Κύριος καί ἐσεῖς τήν ἐγνωρίσατε ἀρκετά. Ἔτσι φροντίστε σᾶς παρακαλῶ νά μέ συνδράμετε πνευματικά.

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός νά σᾶς ἀνταποδώσει τόν μισθόν τῆς ἀγάπης σας πρός ἐμένα.

Ἱερόν Κοινόβιον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τήν 28ην Ἰανουαρίου 1899. Ἀρχιμανδρίτης Συμεών. 1905

Υ.Γ. Ἀκόμη ἀφήνω καί 40 λίρες νά τίς διαμοιράσετε σέ ὅλες τίς Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά νά ἐκτελέσουν τά μνημόσυνά μου.

Ὑπό π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου