Με αφορμή την απόφαση του
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Τρίκκης κ. Χρυσοστόμου, σύμφωνα με την οποία
Μέλη Εκκλησιαστικών Συμβουλίων, Ιεροψάλτες και Νεωκόροι αν κατέλθουν ως
υποψήφιοι στις δημοτικές ή περιφερειακές εκλογές οφείλουν να παραιτηθούν
από τα καθήκοντα τους διότι όπως υποστηρίζει ο Μητροπολίτης “εμείς ως
Εκκλησία οφείλουμε να διατηρήσουμε απόσταση απο κάθε είδους ανάμειξη
στις εκλογικές εξελίξεις”, με άρθρο του παρεμβαίνει σήμερα ο Τρικαλινός
βουλευτής Επικρατείας της ΝΙΚΗΣ κ Γιώργος Αποστολάκης
Όταν
διάβασα προ ημερών την είδηση αυτή, εξοργίσθηκα, όχι ως βουλευτής, αλλά
ως απλός πολίτης. Με ποιο δικαίωμα ένας επίσκοπος καταργεί με μία
Εγκύκλιό του συνταγματικά δικαιώματα πολιτών/μελών της Εκκλησίας που
διατηρούν μία απλή υπηρεσιακή σχέση με κάποια οργανωτική υποδιαίρεσή
της;
Με
ποιο δικαίωμα του υποχρεώνει σε προηγούμενη παραίτηση από τις θέσεις
τους για να εκτεθούν ως υποψήφιοι στις τοπικές εκλογές της
αυτοδιοίκησης; Δεν ρώτησε κάποιον ότι δεν έχει τέτοιο δικαίωμα;
Ότι αυτό είναι πράξη αυθαιρεσίας και άρα αντιευαγγελική; Ένας δεν τον συμβούλευσε να μην το πράξει;
Με τις ημέρες, επικράτησε μέσα μου η σκέψη ότι, χάριν σεβασμού του θεσμού, η αντίδραση θα πρέπει να είναι ηπιότερη.
Έτσι,
για να μην μείνει νομικά αναπάντητη αυτή η αντισυνταγματική και γι’
αυτό παράνομη Εγκύκλιος, αλλά και για μην βρει τυχόν άλλους πρόθυμους
μιμητές, περιορίσθηκα σε μία νομική αναίρεση του περιεχομένου της που
δημοσιεύεται ευθύς αμέσως.
Εύχομαι ο συντάξας αυτήν Μητροπολίτης να αντιληφθεί το ατόπημα και να
την ανακαλέσει. Θα είναι πράξη γενναία. Τουλάχιστον να μην την
επαναλάβει.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Περί απαγόρευσης, του κατώτερου κλήρου και των επιτρόπων, ασκήσεως του
δικαιώματος εκλέγεσθαι στις δημοτικές ή περιφερειακές εκλογές, ιδία των
Ιεροψαλτών.
Γεώργιος Αποστολάκης Βουλευτής Επικράτειας ΝΙΚΗ Επίτιμος Αντιπρόεδρος
Αρείου Πάγου Σύμφωνα με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 2919/1987 και ΣτΕ 3551/1997
Τμ. Γ΄, το ΣτΕ έκρινε ότι οι ιεροψάλτες ναι μεν έχουν σχέση δημοσίου
δικαίου με την Εκκλησία, ωστόσο δεν είναι διοικητικοί ή δημόσιοι
υπάλληλοι του ναού είτε κατέχουν οργανική θέση είτε όχι, επειδή ως
πνευματικοί λειτουργοί αποτελούν μέρος του κατώτερου κλήρου. Επειδή η
υπηρεσία τους είναι απολύτως συναφής με την λατρεία και δεν έχουν σχέση
με την άσκηση διοίκησης ή με διοικητικά έργα, δεν τυγχάνουν της
Συνταγματικής προστασίας του άρθρου 103 Σ. Κατά συνέπεια,
1. Τα κωλύματα των άρθρων 56 και 57 του Σ. για το δικαίωμα εκλέγεσθαι
των ιεροψαλτών σε εθνικές εκλογές ή της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν
υφίστανται στο πρόσωπό τους, διότι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
2. Πράξη ή Εγκύκλιος του Μητροπολίτου που επιτάσσει την παραίτησή τους από τα καθήκοντά τους
α) δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 56 παρ. 1 του Σ,
β) επιβάλλει περιορισμό στην άσκηση ατομικού δικαιώματος, που είναι εφικτός μόνο με Διάταγμα, σύμφωνο με το Σύνταγμα,
γ)
αντιτίθεται στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, καθ’ όσον υποβάλλει το δικαίωμα του
εκλέγεσθαι μέσα από τον συνδυασμό υποψηφίων για τις τοπικές και
περιφερειακές εκλογές, σε μη νόμιμους περιορισμούς, εφόσον οι ιεροψάλτες
δεν είναι υπάλληλοι διοικητικών υπηρεσιών του κράτους, ώστε να τους
επιβάλλονται από τις εθνικές ή εκκλησιαστικές αρχές νόμιμοι περιορισμοί
του δικαιώματος του εκλέγεσθαι (11. παρ. 2, εδ β ΕΣΔΑ),
δ)
τέτοιος περιορισμός και νόμιμος να ήταν, θα πρέπει να αιτιολογείται ο
θεμιτός σκοπός του και κατά πόσο επιβάλλεται ως αναγκαίο μέτρο σε μία
δημοκρατική κοινωνία (11. παρ. 2 εδ. α΄ ΕΣΔΑ), ε) παραβιάζει το παθητικό
δικαίωμα της ψήφου, εφόσον η υποχρεωτικότητα της παραίτησης για την
υποβολή υποψηφιότητας στις εκλογές ανεξαρτήτως από την συμπεριφορά του
ενδιαφερομένου υποψηφίου δεν πληροί την απαίτηση της «εξατομίκευσης» των
περιοριστικών μέτρων που επιτάσσει η νομολογία του ΕΔΔΑ επί τη βάσει
του άρθρου 3 του 1 Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Russian Conservative
Party of Entrepreneurs 11.1.2007 παρ. 65-67),
στ) προσβάλλει άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως του δικαιώματος της μή
διάκρισης κατά το άρθρο 14 ΕΣΔΑ, λόγω της ιδιότητας του υποψηφίου να
μετέχει στην λατρεία βάσει εργασιακής σχέσης με την Εκκλησία, ο
κανονισμός (περί ιεροψαλτών Κ. 176/2006 ΦΕΚ Α 268/19.12.2006) της
οποίας, δεν του απαγορεύει την συμμετοχή του στις τοπικές εκλογές.
3. Πράξη απολύσεώς τους από τον Μητροπολίτη κατόπιν γνώμης του
Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, πρέπει να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη,
λόγω λήψεως δυσμενούς γι αυτούς μέτρου (ΣτΕ 748/1981 Τμ. Γ΄).
Αιτιολογία
που αφορά την απαγόρευση του δικαιώματος εκλέγεσθαι των ιεροψαλτών στις
δημοτικές εκλογές, δεν είναι νόμιμη, για τους παραπάνω λόγους.
Επιπλέον, θα είναι παράνομη, διότι σύμφωνα με τον Κανονισμό των
Ιεροψαλτών, άρθρο 6 παρ. 3, «κάθε Ιεροψάλτης δικαιούται να λαμβάνει
γνώση των υποχρεώσεών του, ώστε να αποδέχεται αυτές προ του διορισμού
του».
Επομένως
δεν έχει τηρηθεί η αρχή της ασφάλειας δικαίου, και της δικαιολογημένης
εμπιστοσύνης στην διοίκηση, κατά την λήψη αυτού του δυσμενούς
περιοριστικού μέτρου από τον Μητροπολίτη βάσει της εγκυκλίου ή πράξης
του, που οδηγεί τον κάθε διορισμένο Ιεροψάλτη σε αναγκαστική παραίτηση,
εφόσον επιλέξει να αποτελέσει υποψήφιο μέλος στις δημοτικές εκλογές.
4.
Ιδιαίτερα δε για τα λαϊκά μέλη της Ενοριακής Επιτροπής ουδεμία σκέψη
μπορεί να γίνει περί των ανωτέρω, αφού δεν εντάσσονται στον κατώτατο
κλήρο, έχουν δε πέραν πάσης αμφιβολίας πλήρη και ακώλυτα τα εκλογικά
τους δικαιώματα, τα οποία δεν μπορούν να αποστερηθούν δια μίας Εγκυκλίου
Μητροπολίτη