«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Μοῦ ἀρέσει τό ἐρασιτεχνικό ἐπάγγελμα τοῦ κυνηγοῦ. Ὁ κυνηγός ἁρματωμένος μέ τά ὅπλα του, περιφρουρούμενος ἀπό τά σκυλιά του, συνοδευόμενος ἀπό τούς φίλους του μπαίνει στά παρθένα δάση. Δέν ἔχει τόση ἀνάγκη ἀπό θηράματα γιά νά ζήσει, ἀλλά διά νά χαρῆ μέ τίς ἐπιτυχίες του ἤ καί νά λυπηθῆ ἀπό τίς ἀποτυχίες του. Ἀκόμη διά νά καταξιωθῆ ἐνώπιον τῶν ἄλλων ὡς καλός σκοπευτής.
Ἀλλά καί μέσα στόν κόσμον καί παντοῦ ὑπάρχουν κυνηγοί, πού ζητοῦν τό δικό τους θήραμα. Ἔτσι ἐπί παραδείγματι ἔχουμε τόν κυνηγόν τῆς εὐτυχίας, τόν κυνηγόν τοῦ ἔρωτος, τόν κυνηγόν τοῦ διπλώματος, μιᾶς κρατικῆς θέσεως, τόν κυνηγόν τοῦ χρήματος καί πάει τρέχοντας τό κυνηγητό τῶν κοσμικῶν ἀναγκῶν καί ὑποθέσεων.
Ἀλλά πολύ σπάνιο, ἴσως καί ἀνύπαρκτον εἶναι τό κυνηγητό τοῦ Θεοῦ! Δέν γνωρίζω ἄν ὑπάρχουν πολλοί κυνηγοί τοῦ Θεοῦ. Οἱ περισσότεροι βέβαια εἶναι ἐρασιτέχνες. Ἀρκοῦνται σέ μία πεντάλεπτη συνήθως ἀναζήτησι τοῦ μεγάλου Θηράματος, πού λέγεται Χριστός, χωρίς νά πονοκεφαλοῦν ἄν Τό κατέλαβαν καί τό κράτησαν στά χέρια τους καί πιό συγκεκριμένα στήν καρδιά τους.
Βλέπετε ὁ κοσμικός κυνηγός θά πρέπει νά εἰδικευθῆ στήν σκοποβολή, νά μάθει τήν ἀκριβῆ χρῆσι τοῦ ὅπλου του, νά ἐκπαιδεύσει καί τόν σκύλο του καί νά εἶναι ὁ ἴδιος εὐλύγιστος καί ταχύς στίς κινήσεις του. Ἐάν δέν ἔχει αὐτήν τήν προπαιδείαν κι αὐτά τά προσόντα, θά ὁμοιάζει μ’αὐτόν πού λέγει ἡ παροιμία: «Τοῦ ψαρᾶ καί τοῦ κυνηγοῦ τό πιάτο ἐννιά φορές εἶναι ἀδειανό καί μιά φορά γεμᾶτο».
Ἀλλά καί τό κυνηγητό τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ προπαιδείαν καί τά ἀπαραίτητα ὅπλα, οὕτως ὥστε νά μή χάσουμε, παρότι ἐκοπιάσαμεν, τό Θήραμά μας, πού εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μας!
Γιά νά κατακτήσεις τό μεγάλο Θήραμα, θά πρέπει νά εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπό περιττά βάρη. Δέν πάει ὁ κυνηγός στό δάσος καβάλα στό γαϊδουράκι του γιά νά τουφεκίσει τά θηράματά του, διότι τό γαϊδουράκι τοῦ εἶναι βάρος καί ἐμπόδιο στό τρέξιμο καί στήν σκοποβολή του.
Ὁ κυνηγός τοῦ Θεοῦ ἐκπαιδεύεται πρῶτα νά ἀποβάλει τά βάρη του, πού εἶναι τά καρκινώματα τῶν παθῶν του. Τά πάθη του εἶναι τά ἀγκάθια της ψυχῆς του, πού συσσωρεύθηκαν μέσα του, κατά τήν διάρκεια τοῦ κυνηγητοῦ τῶν ἡδονῶν τοῦ κόσμου. Ὁπότε γιά νά κυνηγήσει τόν Θεό, πρῶτα θά κυνηγήσει νά πετάξει ἔξω ἀπό τόν σταῦλο τῆς ψυχῆς του ὅλα αὐτά τά σάπια θηράματα τοῦ κόσμου, τήν φιληδονίαν, τήν φιλοδοξίαν, τήν φιλαργυρίαν, τήν ἀντιζηλίαν, τήν ὀργήν, τήν φιλαρέσκειαν, τήν πονηρίαν, τήν ἀλαζονείαν καί γενικά ὅλην τήν τοῦ κόσμου ἀκαθαρσίαν.
Τό φτυάρι μέ τό ὁποῖο θά πετάξει ἔξω τήν σαπίλαν τῆς ψυχῆς του εἶναι ἡ προσευχή πού συνοδεύεται μέ τά δάκρυα μετανοίας. Εἶναι ἀκόμη ἡ καθαρά ἐξομολόγησις καί ἡ Θεία Κοινωνία. Μέ τά ὅπλα αὐτά ὁ καλός κυνηγός τοῦ Θεοῦ ἀπαλλάσσεται πρῶτα ἀπό τά ἐξογκώματα τῆς πνευματικῆς του καρδίας καί ξεκκινᾶ ἀγαλλομένῳ ποδί τήν ἀναζήτησι ἤ καλλίτερα νά εἴπω, τό κυνηγητό τοῦ Θεοῦ.
Τί ἀκριβῶς κάνουμε ὅταν χανόμεθα στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς μας, ὅπως χάνεται καί ὁ κοσμικός κυνηγός στά βάθη τῶν παρθένων δασῶν γιά τά δικά του θηράματα. Ἔχοντας σάν ὅπλο στό στόμα ἤ στό μυαλό μας ἤ στήν καρδιά μας τήν σύντομη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, φωνάζουμε ἀφώνως καί ἐκ βαθέων τῆς ψυχῆς μας νά ἔλθη στήν γωνία τοῦ δρόμου μας τό μεγάλο Θήραμα.
Ἐδῶ τό μεγάλο Θήραμα δέν κτυπιέται μέ τό ὅπλο, ἀλλά προσκαλεῖται καί μάλιστα μέ λεπτότητα τρόπων, ἕως ὅτου φανεῖ στήν γωνία τοῦ δρόμου μας. Ἐδῶ λοιπόν στήν καρδιά μας, πού εἶναι ἡ γωνία τοῦ δρόμου, κάποια στιγμή ἀντικρύζουμε μέσα σέ ὀμιχλῶδες νέφος τήν σιγανή παρουσία τοῦ Θηράματος. Τό ἀντιμετωπίζουμε μέ θαυμασμό καί ποθοῦμε νά ἔλθη πλησιέστερα, διότι ἐκπληττόμεθα ἀπό τήν πάμφωτη παρουσία Του, ἀπό τήν ἄμετρη ἀγάπη του καί ἀπό τήν μεγαλοπρέπειά του!
Αὐτό τό Θήραμα, πού εἶναι ὁ Γλυκύτατος Χριστός μας, ἔρχεται κοντά μας νά γίνει Φίλος καί Ἀδελφός μας. Ἔρχεται στήν Θεία Λειτουργία νά γίνη ἡ οὐράνια τροφή μας, ἔρχεται στήν ζωή μας νά εἶναι ὁ μόνιμος συνοδοιπόρος μας, ὁ ἀκούραστος Ἀχθοφόρος τῆς ἀγάπης, ὁ καταπέλτης τῶν δαιμόνων καί τῶν πειρασμῶν τοῦ βίου μας καί ὁ ἀγγελιοφόρος τῆς ἐνδόξου ἐν οὐρανοῖς Βασιλείας Του.
Καί ποιός λοιπόν ἀπό τούς ἐν τῶ κόσμῳ κυνηγούς δέν θά θελήσει νά ἐκπαιδευθῆ διά νά κατακτήσει διά παντός αὐτό τό αἰώνιο Θήραμα, τόν Χριστόν; Νά ἐγκαταλείψει ἤ τουλάχιστον νά περιορίσει τό ἄκαρπο κυνηγητό τῶν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων καί νά ἐπιδοθῆ στό κυνηγητό τοῦ αἰωνίου Θηράματος, τοῦ Χριστοῦ μας! Τότε ὁ βίος του θά εἶναι πολύκαρπος καί ἀγλαόκαρπος. Ἡ κάθε ἡμέρα του θά εἶναι καί ἕνας ἀρραβῶνας τῆς αἰωνίου εὐτυχίας του! Στό κάθε λεπτό τῆς ζωῆς του θά γίνεται ἕνα ἀγκάλιασμα μέ τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς μας, τόν Χριστόν.
Ὅσοι ἐκ τῶν μοναχῶν μας δέν ἐπέτρεψαν στόν ἑαυτόν τους νά φύγει «κάτω ἀπό τά πόδια τους», ὁ παρών βίος ἀνεκμετάλλευτος εἶναι μακάριοι. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί σκοπευτές τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἁρματωμένοι μέ τήν Θεία Χάρι, μπῆκαν στό στάδιον τῶν ἀσκητικῶν τους ἀγώνων διά τό Μεγάλο Θήραμα, τόν ποθούμενον Χριστόν. Δέν ὠλιγώρησαν καί δέν ἀδιαφόρησαν γιά τόν σκοπόν τους, ἕνεκα τοῦ ὁποίου μπῆκαν στόν μοναχισμό. Καί ἐπέτυχαν τοῦ ποθουμένου, νά ζοῦν πάντοτε μετά τοῦ Ἐρασμιωτάτου Νυμφίου τους, καί ἐδῶ καί εἰς τόν ἅπαντα αἰῶνα!
Λέγεται ἀπό Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι καί ὁ Χριστός εἶναι ὁ μέγας θηρευτής τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι ὁ ἀτίθασος καί ἀκούραστος κυνηγός μας, πού ὁλόκληρα ἡμερονύκτια μᾶς ψάχνει. Καί σάν τόν εὐγενικό ἐπισκέπτη μᾶς κτυπᾶ τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας, λέγοντας: «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω…».
Τί εἴπωμεν καί τί νά λαλήσωμεν δι’αὐτό τό κυνηγητό τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ Ὁποῖος ἔλαβε δούλου μορφήν διά νά μᾶς ἀπελυθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου; Εἶναι ὁ Καλός Σαμαρείτης πού μᾶς παρέλαβε αἱμόφυρτους ἀπό τόν δρόμο τῆς ἁμαρτίας καί μᾶς μετέφερε στό πανδοχεῖο τῆς Βασιλείας του, πού εἶναι ἡ ἐπί γῆς Ἐκκλησία Του;
Εἶναι ὁ στοργικός τσοπάνης πού μᾶς ἔβαλε στήν ὠμοπλάτη του, τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς καί μᾶς ἐπανέφερε στήν μία ποιίμνη του ἀπό τήν ὁποία εἴχαμε φύγει καί παραστρατήσει! Εἶναι ὁ σπλαγχνικός μας Πατέρας, πού δέν ἔπαυσε νά μᾶς παρακολουθῆ ἐκεῖ στόν δρόμο τῆς ἀσωτίας πού ἐζήσαμε καί νά μᾶς περιμένει. Νά μᾶς περιμένει μέ τίς ἀγκάλες ἀνοικτές στήν πύλη τοῦ παλατίου του, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία του γιά νά μᾶς φορέσει τήν πρώτη στολή, τήν στολή τῆς μετανοίας καί τῆς ἁγνότητος. Νά μᾶς φορέσει τό δακτυλίδι τοῦ πνευματικοῦ μαζί Του ἀραββῶνος νά θυσιάσει τόν μόσχον τόν καλοθρεμμένον διά νά χορτάση μαζί μέ ἐμᾶς τούς ἀσώτους καί ὅλους τούς δικούς Του, τήν οἰκογένειά του, πού εἴμεθα ὅλη ἡ Ἐκκλησία Του!
Δέν ἔχομεν λόγια Πανάγαθε Ἰησοῦ μας οὔτε νά σέ εὐχαριστήσωμεν, οὔτε καί ἀξιοχρέως νά σέ ἐγκωμιάσωμεν. Δέν ἔχεις ἀνάγκην τῶν ἐγκωμίων μας. Ἀλλά ἐμεῖς πάντοτε θά ἔχουμε τήν ἀνάγκη τῆς θεοποιοῦ Χάριτός σου, τήν ὁποίαν μή μᾶς τήν στερήσεις σέ ὅλη αὐτήν ἐδῶ τήν ἐπίγεια πορεία μας. Ἀμήν.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου