«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ πάνσοφος παιδαγωγός τῶν ψυχῶν μας. Ὁπότε ἐπιβάλλεται νά τόν ἐμπιστευόμεθα. Καί ὁσάκις ἡ Χάρις του δέν εἶναι ἐντός μας ἔντονος, δέν σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος ἀγνοεῖ ἤ περιφρονεῖ τόν νυκτερινόν ἀγῶνα τῆς προσευχῆς μας. Ἀντιθέτως μᾶς χειραγωγεῖ μέ ὑπευθύνοτητα καί μᾶς χαρίζει, ὅταν Ἐκεῖνος εὐδοκήσει ὁτιδήποτε εἶναι ἀναγκαῖον διά τήν πρόοδον τῆς ψυχῆς μας εἰς τήν πνευματικήν της πορείαν.
Κατά τήν διάρκειαν αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνος τῆς προσευχῆς μας ἀναφύονται εὐκαίρως ἀκαίρως διάφορες σκέψεις. Μία ἐξ αὐτῶν καί μάλιστα λίαν ἐπικίνδυνος εἶναι νά ἀγωνιᾶ ὁ ἀγωνιστής τῆς εὐχῆς, πότε θά ἔλθη τό πλήρωμα τῆς Χάριτος καί πότε θά φθάση ἡ ψυχή εἰς τόν «σαββατισμόν της», τήν βαθυτάτην δηλαδή μακαριότητα τῶν ἐσωτερικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς μας.
Ἀπαιτεῖται προσοχή, διότι μέ τήν αὔξησιν τῆς προσευχῆς συναυξάνεται μέσα μας καί ἡ σκέψις «μά διατί ἀργεῖ τόσον πολύ νά ἔλθη αὐτή ἡ μακαριότης; Δέν μᾶς εἶπες Κύριε «Ζητεῖτε καί εὑρήσετε. Κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν…. Ἤδη ἐπέρασαν 2-3 ὧρες καί ἀκόμη νά ἔλθη τό πλήρωμα τῆς Χάριτος…».
Αὐτή εἶναι μία καλοστημένη παγίδα. Τήν ἐπάτησα μία φορά. Ἐκινδύνευσα νά τήν πατήσω καί δευτέραν, ἀλλά ἐπρόλαβα τό κακόν, διότι ἐσκέφθην ὅτι δέν εἶμαι ἄξιος καμμίας χάριτος καί θείας εὐλογίας, παρά ἄξιος αἰωνίου κολάσεως καί βασανισμοῦ τῆς ψυχῆς μου.
Μέ τάς ταπεινάς αὐτάς σκέψεις, ἐπανῆλθε ἡ εἰρήνη μέσα μου καί συνέχισα τήν προσευχήν, ἀσχέτως ποιά θά εἶναι τά ἀποτελέσματά της. Ἄλλωστε αὐτά δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ποσότητα ἤ ποιότητα τῆς εὐχῆς, ἀλλά ἀπό τήν πανσοφίαν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, πού ξέρει νά μᾶς ποιμαίνει ἀλανθάστως. Καί μάλιστα χωρίς ἰδικές μας παρεμβάσεις καί πιέσεις!
Καί πάλιν ξεφυτρώνει μία ἄλλη σκέψις κατευθυνομένη κι αὐτή ἀπό τόν διάβολον. «Ἀφοῦ δέν λαμβάνεις τόν μισθόν τῶν κόπων τῆς προσευχῆς, διατί συνεχίζεις νά προσεύχεσαι καί χάνεις ματαίως τόν πολύτιμον χρόνον σου…». Καί τότε ἔρχεται αὐθορμήτως ἀπό μέσα μου ἡ ἑξῆς ἀπάντησις. Πιστεύω ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεόν: «Προσεύχομαι, διότι μοῦ ἀρέσει νά εἶμαι μέ τόν Ἰησοῦν παρά μέ ὅ,τι δήποτε ἄλλο ἐγκόσμιο καί ἀνθρώπινο. Δέν μέ ἐνδιαφέρει ἐάν μοῦ στείλει τήν Χάριν του. Μοῦ ἀρκεῖ διότι μοῦ ἐπιτρέπει νά ψελλίζω τό Ὄνομά του. Νά, τόν ἀγαπῶ καί θέλω νά εἶμαι μαζί του. Δέν ζητῶ τήν Χάριν του, οὔτε εἶμαι ἄξιος δι᾿ αὐτήν…»
Αὐτή ἡ ἀπάντησις ἔρχεται «καπάκι» εἰς τόν διάβολον καί παύει νά ἐνοχλεῖ μέ τέτοιους τρόπους, ἕνεκα τῶν ὁποίων ὁ ἀγωνιστής τῆς εὐχῆς εἶναι δυνατόν νά ἀπελπισθῆ, νά ἐγκαταλείψη τήν εὐχήν ἤ νά συνεχίση νά προσεύχεται μέ τελικόν ἀποτέλεσμα νά φθάσει μέχρι καί τόν δαιμονισμόν.
Δι᾿ αὐτό οἱ Πατέρες μᾶς λέγουν μέσα ἀπό τήν πολυετῆ πεῖραν των ὅτι ἡ προσευχή εἶναι τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν. Ἐδῶ δέν μάχεται ὁ ἀγωνιστής μέ κοσμικά ὅπλα, μπιστόλια, ντουφέκια καί χειρομβοβίδες, ἀλλά μέ τά πονηρά πνεύματα, τά ὁποῖα ἔχουν κατακλύσει ὅλον τόν ἐναέριον, ἐπίγειον καί καταχθόνιον κόσμον.
Καί ἔχουν τήν δύναμιν οἱ δαίμονες, ἐάν τούς τό ἐπέτρεπε ὁ Θεός, νά ἀναποδογυρίσουν ὅλο τό σύμπαν. Τοὐλάχιστον ἔτσι ἐδιάβασα εἰς ἕνα βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ ἱερομ. π. Σάββα Ἀχιλλέως, ὅστις εἰς ὅλην σχεδόν τήν ζωήν του ἐδιάβαζε πλῆθος δαιμονισμένων διά τήν ἀπαλλαγήν των ἀπό τά ἀκάθαρτα πνεύματα.
Ἀλλά εἶναι καί τόσο δειλοί, ὥστε ὅταν ἴδουν κάποιον νά κάνη τόν σταυρόν του, τρέπονται εἰς φυγήν. Δέν ἠμποροῦν νά ἀντικρύσουν τό ὄργανον τῆς θανατικῆς καταδίκης τοῦ Ἰησοῦ μας, διότι ἐπάνω εἰς αὐτό ἐθυσιάσθη ὁ Ἴδιος ὁ Θεός καί Σωτήρ μας Ἰησοῦς Χριστός. Δι᾿ αὐτό καί καίγονται καί ἀναχωροῦν μέ ἀλλαλαγμούς.
Ἐνίοτε ὁ πειρασμός κατά τήν ὥραν τῆς προσευχῆς σοῦ ὑπενθυμίζει εὐαγγελικά ρητά ἤ θεολογικές ἔννοιες δῆθεν διά νά θεολογῆς μέ αὐτά καί ἔτσι νά σέ ἀποσπάση ἀπό τήν προσευχήν. Ἄλλοτε πάλιν εἶναι δυνατόν νά σοῦ ἔρχονται εἰς τό στόμα ψαλμωδίες καί τροπάρια καί μάλιστα σέ παρακινεῖ νά ἀρχίσεις νά ψάλλης. Καί βέβαια, ὅταν εἶσαι ἄπειρος εἰς αὐτάς τάς μηχανουργίας τῶν δαιμόνων, διακόπτεις τήν εὐχήν καί ἀρχίζεις νά ψάλλεις καί μάλιστα ἁρμονικῶς οὕτως ὥστε νά τέρπεται ἡ ἀκοή σου καί νά κενοδοξῆς. Τότε οἱ δαίμονες εἶναι λίαν χαρούμενοι διότι μέ τό πρόσχημα τῆς ψαλμωδίας σέ διέκοψαν ἀπό τήν εὐχήν.
Καί βλέπομεν καθημερινά μέ πόση πανουργία ἐργάζεται ὁ διάβολος προκεμένου νά ἐμποδίσει κάποιον νά προσευχηθῆ. Γνωρίζει καί αὐτός, διότι ἔχει πεῖραν χιλιάδων χρόνων, πῶς νά ὑποσκελίζει τούς δούλους τοῦ Χριστοῦ καί νά τούς ἀποτρέπει ἀπό τό μεγαλεῖωδες ἔργον τῆς προσευχῆς. Γνωρίζει πολύ καλά ὅτι ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ ἁγιάζει τόν ἄνθρωπον ψυχῆ τε καί σώματι.
Παρότι, ὁ ἴδιος δέν βλάπτεται ὅταν ἡμεῖς προσευχόμεθα, ὅμως ἀπό φθόνο καί κακίαν ἐναντίον μας δέν ἡσυχάζει νά μᾶς πολεμεῖ, διότι δέν θέλει νά σωθοῦμε. Γνωρίζει ὁ ἴδιος ὅτι κάποια ἡμέρα θά ὑπάγη εἰς τήν κόλασιν, ἀλλά θέλει νά μή κολασθῆ μόνος του. Θέλει νά παρασύρει, ἐάν εἶναι δυνατόν, καί ὅλον τό γένος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, οὕτως ὥστε νά καυχηθῆ ἐνώπιον τοῦ Ναζωραίου, ὅτι ἰδού «σέ ἐνίκησα».
Μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ὅτι ἡ παρουσία ἀκόμη τῶν δαιμόνων εἰς τήν ζωήν μας εἶναι καί εὐεργετική. Καί τοῦτο ἐξηγεῖται ὅτι, ὁσάκις ἀπό τόν διάβολον προτρεπόμεθα νά ἁμαρτήσουμε, κατόπιν μετανοῦμεν διά τό σφάλμα μας καί ἐπιστρέφουμε ἐν μετανοία εἰς τόν Χριστόν μας, ὁ Ὁποῖος μᾶς καλοδέχεται καί μᾶς συγχωρεῖ.
Ἐρώτησαν κάποιον Γέροντα ποιόν εἶχε διδάσκαλόν του διά τήν ἀπόκτησι τῆς εὐχῆς καί ἀπήντησε ὅτι διδάσκαλός του ἦτο ὁ διάβολος. Καί ἐπεξήγησε ὅτι, μετά ἀπό κάθε παγίδα ἤ κτύπημα τοῦ σατανᾶ ἔτρεχε διά τῆς προσευχῆς εἰς τόν Θεόν τῆς ἀγάπης καί ἐλάμβανε τήν θείαν χάριν καί τήν βοήθειαν. Ἄρα γε ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου, τόν ἀνάγκαζε νά τρέχη εἰς τόν Θεόν καί ἔτσι νά σώζεται ἀπό τάς παγίδας τοῦ ἀλλοτρίου.
Καί ἰδού τί εἶπε ὁ διάβολος κάποια ἡμέρα ἀπό τό στόμα ἑνός δαιμονοπλήκτου ἀδελφοῦ μας: «Μέ τά δικά μας κτυπήματα ἔρχεσθε ἐσεῖς στήν ἀγκαλιά Του. Ἄν δέν εἴμασταν ἐμεῖς, ποιός ἀπό ἐσᾶς θά ἐπήγαινε στήν Ἐκκλησία του;»
Ὁ διάβολος ρίχνει τό δίκτυό του μέσα εἰς τήν θάλασσαν τῆς ἀπεράντου κοινωνίας μας μέ τά κατάλληλα δολώματα καί ἐλπίζει νά πιάση ἕνα ἤ πολλά ψάρια. Συνήθως συλλαμβάνονται οἱ ὀλιγόπιστοι καί οἱ ἀμελεῖς εἰς τόν πνευματικόν τους ἀγῶνα. Ὅμως δέν ἐπιστρέφουν ἐν μετανοίᾳ ὅλοι εἰς τόν Χριστόν. Καί ἐδῶ ὁ διάβολος ἔχει μέ κάθε δικαίωμα νά καυχᾶται, χωρίς βέβαια νά γνωρίζει ὅτι θά κρατήσει τά θύματά του διά πάντα κοντά του.
Ὁ σκοπός του εἶναι νά γεμίση ἡ κόλασις ἀπό ὁπαδούς τοῦ Ναζωραίου. Διά τούς μή ὀρθοδόξους Χριστιανούς, δέν ἀνησυχεῖ ἰδιαιτέρως, διότι τούς ἔχει ὑποδουλώσει ἄλλους μέ τήν αἵρεσιν καί ἄλλους μέ τά σαρκικά καί ψυχικά πάθη. Ἀλλά ἐκ τῶν ὀρθοδόξων ἔχει παρασύρει μεγάλο κομμάτι ὁ διάβολος καί ἀγωνίζεται νά τούς κλείση κάθε πόρτα, ἡ ὁποία εἶναι δυνατόν νά τούς ὁδηγήση εἰς τήν ἐξομολόγησιν, εἰς τήν ἐκκλησίαν, εἰς μίαν πνευματκκήν ὁμιλίαν ἤ εἰς μίαν συνάντησιν μέ κάποιον ἁγιασμένον Γέροντα.
Δι᾿ αὐτό καί προβάλλει χίλια δυό ἐμπόδια, τά ὁποῖα φαίνονται εἰς τούς ἀφελεῖς χριστιανούς μας ὡς εὔλογα. Τά πιστεύουν. Δίδουν προτεραιότητα εἰς τήν ἐπίλυσιν αὐτῶν τῶν βιοτικῶν τους προβλημάτων, τά ὁποῖα τούς παρουσιάζονται ὡς λίαν ἐπείγοντα, καί ἀναβάλλουν ἤ ματαιώνουν κάποια πνευματική τους ἐργασία.
Μέ τόν τρόπον αὐτόν φεύγουν τάχιστα τά ὡραῖα μας χρόνια καί βαδίζομεν πρός τόν θάνατον, χωρίς νά ἔχωμεν δεόντως προετοιμασθῆ διά τό ἀνεπίστροφον αὐτό ταξίδι μας!
Τήν ἴδια πάλη τῶν λογισμῶν ἔχουν καί οἱ Χριστιανοί μας, οἱ ὁποῖοι καταφθάνουν, ὅσοι τό κατορθώσουν, εἰς τό Περιβόλιον τῆς Παναγίας μας. Γνωρίζει βέβαια ὁ διάβολος ὅτι κάθε προσέγγισις τοῦ χριστιανοῦ εἰς ἁγιασμένους χώρους, εἶναι δυνατόν νά εἶναι εὐεργετική διά τόν ἴδιον καί καταστρεπτική διά τόν διάβολον, διότι ἔχασε τό θῦμα του, τό ὁποῖον κρατοῦσε σφικτά κοντά του. Καί ἀκούομεν πολλούς προσκυνητάς νά ὁμολογοῦν διά ἄλλους, ὅτι συνέβη τό τάδε πρόβλημα , τό τάδε γεγονός εἰς τόν ἄλλον καί τό ἄλλον φίλον καί γείτονά τους καί δέν ἦλθαν εἰς τό Ἅγιον Ὄρος.
Τελικῶς ὁ διάβολος παίρνει ὅ,τι τοῦ δίνει ὁ ἄνθρωπος. Καί ἐν συνεχείᾳ δέν ἠμπορεῖ νά λέγει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ διάβολος τόν ἐνίκησε, τόν παρέσυρε καί τόν ὑποσκέλισε. Ὁ διάβολος ρίχνει τό δόλωμά του καί περιμένει, ὅπως ὁ ψαρᾶς εἰς τήν προβλῆτα διά τό ἀποτέλεσμα. Ἔγκειται ἐν συνεχείᾳ εἰς τήν πρωτοβουλίαν τοῦ ἀνθρώπου τί θά κάνει ἐνώπιον τοῦ πειρασμοῦ πού τόν προκαλεῖ.
Ὅσοι ἐκ τῶν Χριστιανῶν μας ζοῦν ἔντόνως τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε ἀντιλαμβάνονται ἐγκαίρως τήν παγίδα τοῦ πειρασμοῦ καί ἀναφωνοῦν: «Δέν θά γίνη, διάβολε, τό θέλημά σου. Ἀγαπῶ τόν Ἰησοῦ μου καί σ’Αὐτόν ἐναποθέτω ὅλη τήν ζωήν μου καί κάθε πρόβλημά μου». Ὅσοι ὅμως εἶναι χλιαροί εἰς τήν πίστιν καί ἄπειροι εἰς τόν πόλεμον τῶν δαιμόνων, συλλαμβάνονται, ὅπως τά ζωΰφια εἰς τόν ἰστόν τῆς ἀράχνης. Καί κατόπιν ἀρχίζει ἕνα «γολγοθᾶς», μέ λογισμούς, βάσανα, πειρασμούς, πτώσεις καί γενικῶς ὅλα τά πάθη ἔρχονται νά κατασπαράξουν τήν ψυχήν τοῦ χριστιανοῦ, διότι ἀπό τήν πρώτην στιγμήν δέν ἐστάθη ἀνδρεῖος εἰς τόν πειρασμόν.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου