Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Ἡ σκληρη πραγματικοτητα

Ιησους Χριστος Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. 17,14-23)

«Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ᾽ ἰδίαν εἶπον· Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν» (Ματθ. 17,19-20)
Ἀφάνταστα μεγαλοπρεπής, ἀγαπητοί μου, ἦ­ταν ἡ σκηνὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στὸ Θαβώρ. Οἱ τρεῖς μαθηταί του, ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ τὴ δοῦν, ζητοῦσαν εἰ δυνατὸν νὰ μεί­νουν ἐκεῖ γιὰ πάντα.

Μέσα στὴ χαρά τους λησμονοῦσαν τοὺς ἄλ­λους ἐν­νέα συμμαθητάς τους, ποὺ ἐ­κεῖ στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους περνοῦσαν δύσ­κολες στι­γμές, εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια καὶ ἂν μποροῦ­σαν θὰ φώναζαν, Τρέξτε γρήγορα, ὁ ἐχθρὸς μᾶς νικᾷ, ἡ συνοδεία μας ἐκτίθεται!… Στὴν κορυφὴ δηλαδὴ τοῦ Θαβὼρ γαλήνη καὶ φῶς, ἐνῷ στοὺς πρόποδες σκοτάδι καὶ ταραχή. Κάτω ἐκεῖ ἡ δυσ­τυχία θρηνεῖ, ἡ μοχθηρία χύνει πικρία· ἐκεῖ τὰ δαιμόνια ἀφρίζουν, ὁ ἐχθρὸς θριαμβεύει.

Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ ὡς Θεὸς γνωρίζει τὰ πάν­τα, δὲν θὰ ἄφηνε κ᾽ ἐκεῖνα τὰ παιδιά του μόνα. Ἔτσι αὐτός, ποὺ χαμήλωσε ἀ­πὸ τὰ οὐ­ράνια γιὰ νὰ βρεθῇ στὴ γῆ καὶ νὰ μᾶς παραδειγματίσῃ μὲ τὴν ταπείνωσί του, τώρα κατεβαίνει ἀπὸ τὸ ὄρος στὴν πεδιάδα, ἔρχεται κον­τὰ στοὺς ἀνθρώπους τῆς δυστυχίας καὶ τῆς θλίψεως.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος σημειώνει τὴ λεπτομέρεια, ὅτι οἱ ἄνθρωποι βλέποντας τὸν Κύριο νὰ πλησιάζῃ θαμπώνονταν, γιατὶ τὸ πρόσωπό του καὶ μετὰ τὴ Μεταμόρφωσι διατηροῦσε ἀκόμη λάμ­ψι. Ἔτσι ἔλαμπε κι ὁ Μω­υσῆς ὅταν κατέ­βαινε ἀπὸ τὸ ὄρος Σινὰ κρατώντας τὶς πλᾶκες τοῦ Νόμου (βλ. Ἔξ. 34,29-35). Ἐνῷ ὅ­μως ἡ λάμψι τοῦ Μωυσῆ ἀ­πωθοῦ­σε τότε τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἡ λάμψι τώρα τοῦ Ἰησοῦ ἑλκύει τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι «προσ­τρέχον­τες ἠσπάζοντο αὐτόν» (Μᾶρκ. 9,15).

* * *

Ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος τότε πλησιάζει τὸν Κύ­ριο, γονατίζει μπροστά του καὶ τοῦ λέει τὸν πόνο του. Εἶχε ἕνα γυιό, στὸν ὁποῖο εἶχε φωλιάσει δαιμόνιο, τὸ ὁποῖο ταλαιπωροῦσε τὸ θῦμα του ἀ­νάλογα μὲ τὶς φάσεις τῆς σελήνης· γι᾽ αὐτὸ τὸν δαιμονιζόμενο τὸν ἔλεγαν σεληνιαζόμενο. Αὐτὸ ἦταν ἀπάτη τοῦ δι­αβόλου καὶ γινόταν σκοπίμως, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἱε­ρὸς Χρυσόστομος, γιὰ νὰ κατηγο­ρῆται τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἡ σελήνη, ὡς αἰτία τοῦ κακοῦ (βλ. εἰς Ματθ. ὁμ. ΝΖ΄, γ΄· P.G. 58,562). Ἡ κρίσι τῆς ἀ­σθενεί­ας αὐτῆς ἦταν φοβερή, φανέρωνε τὴν κα­κία τοῦ πονηροῦ· ὁ δαιμονιζόμενος ἔ­βγαζε ἀ­φρούς, ἔτριζε τὰ δόν­τια, σπάραζε, ἔ­με­νε ξερός· ἄλ­λοτε ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό, ἔ­βγαζε κραυγὲς ἄναρθρες. Ἡ ἐξουσία τοῦ ἐ­χθροῦ εὐτυ­χῶς δὲν εἶνε ἀπερι­όριστη· διαφορετικά, ὄχι μόνο τὸ θῦμα του χίλιες φο­ρὲς θὰ τό ᾽χε πνίξει ἀλ­λὰ καὶ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα θὰ εἶχε καταστρέψει.
Αὐτὸ τὸ θῦμα τοῦ διαβόλου ἔφερε ὁ δύσ­τυχος πατέρας στοὺς ἀποστόλους. Εἶχε ἀ­κούσει ὅτι ἔχουν τὴ δύναμι νὰ διώχνουν δαι­­μόνια, νὰ ἐ­λευθερώνουν τοὺς πάσχον­τες, καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ τὸ θεραπεύσουν. Οἱ μαθηταὶ ἐπιχείρησαν νὰ τὸ διώξουν, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφεραν. Τὸ δαιμόνιο στὴν περίπτωσι αὐ­τὴ ἀποδεικνυόταν δυνατώτερο ἀπ᾽ αὐτούς. Πῆραν λοιπὸν ἀφορμὴ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ παραμόνευαν, νὰ δείξουν τώρα ὅ­λη τὴν ἐμπάθεια καὶ χαιρεκακία τους γιὰ τὴν ἀ­δυναμία τῶν ἀποστόλων, ὥστε νὰ μειώσουν τὴν αἴγλη τοῦ Ναζωραίου.
Πόσες φορὲς σφάλματα καὶ ἀδυναμίες Χριστιανῶν δίνουν ἀφορμὴ στοὺς αἰώνιους κατηγόρους τῆς Ἐκκλησίας νὰ θριαμβολογοῦν λέγον­τας, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶνε ἀνίκανος νὰ θεραπεύσῃ τὸ πολύμορφο κακὸ τῆς ἀν­θρωπότητος, ἰδίως ὅταν οἱ ἀδυναμίες καὶ τὰ σφάλματα παρατηροῦνται μεταξὺ τῶν ἡγετι­κῶν στελεχῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησί­ας! Ἐπιχαίρει ὁ διάβολος ὅταν συμβῇ πτῶσις ἑνὸς ἐπισκόπου· βρίσκουν τὰ ὄργανά του ἄ­φθονο ὑλικὸ γιὰ νὰ διασύρουν τὸ τίμιο ὄνομα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἀλλ᾽ ἂς ἐπανέλθουμε στὴ διήγησι. Ὁ ἀσθε­νὴς βρίσκεται τώρα μπροστὰ στὸ Χριστό. Τί θὰ γίνῃ; θὰ μπορέσῃ ἆραγε ὁ Ἰησοῦς νὰ τὸν θε­ραπεύ­σῃ;… Ὁ δύστυχος πατέρας ἀμφιβάλ­­λει, ἡ πίστι του εἶνε ἀδύναμη. Μετὰ βέβαια ἀ­πὸ τὰ τόσα πασί­γνωστα θαύματα, ποὺ εἶχε κάνει ὁ Ἰησοῦς, καν­­είς δὲν ἔπρεπε τώρα νὰ ἀμ­φιβάλ­­λῃ γιὰ τὸ πρόσωπό του· καὶ οὔτε οἱ φαρισαῖ­οι νὰ ἐπικρίνουν, οὔτε ὁ ἀπόστολοι νὰ κλονίζωνται. Βλέποντας ὁ Χριστὸς τὸν κόσμο ἐκεῖνο νὰ ἀπιστῇ αἰσθάνεται μεγάλη θλῖ­ψι, ἀ­φόρητη λύπη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι θεωροῦσε πιὸ βαρὺ ὄχι τὸ νὰ σταυρω­θῇ ἀλλὰ τὸ νὰ ζῇ μέσα σὲ τέτοιο κόσμο· «οὐ τὸ σταυρωθῆ­ναι, ἀλλὰ τὸ εἶναι μετ᾽ αὐτῶν βαρύ» (βλ. ἔ.ἀ.· P.G. 58,561).
Παρ᾽ ὅλη τὴ θλῖψι ποὺ δοκίμαζε ἡ καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν μειώθη­κε. Κι αὐτὸς ὁ δριμὺς ἔλεγχός του ἔ­κρυβε ἀ­γάπη. Δὲν διώχνει λοιπὸν τὸν πατέρα, δὲν ἀρ­νεῖται τὴ χάρι του, ἀλλὰ μὲ τὴν παντοκρατορικὴ προσταγή του διώχνει τὸ δαιμόνιο καὶ ἐλευθερώνει τὸ πλάσμα του.
Ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσοι ζῆτε μέσα σὲ μιὰ γενεὰ ποὺ τῆς ταιριάζει ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεφθαρμένη…» (Ματθ. 17,17), ναί, εἶνε βαρειὰ ἡ θλῖψι σας ὅ­ταν μετὰ ἀπὸ τόσους κόπους σας βλέπετε νὰ ὀρθώνεται πάλι μπροστά σας ἡ ἀμφιβολία, ἡ ἀπιστία, ἡ κακία τοῦ κόσμου. Θὰ θέλατε καλύτερα νὰ πεθάνετε παρὰ νὰ βλέπετε τὰ πνευματικά σας παιδιὰ νὰ παρασύρωνται μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ δι­ατηρῆ­στε τὴν ἀγάπη σας καὶ γιὰ τὴν πιὸ ἄπιστη κοινωνία. Μιμηθῆτε τὸν Κύριο· μιμηθῆτε καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο πού, μετὰ τὰ ὅσα ἔκανε γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του καὶ τὸ μῖσος τους γι᾽ αὐ­τόν, διατηροῦσε τόση ἀγάπη ὥστε ἔφτανε στὸ σημεῖο νὰ εὔχεται νὰ χωριστῇ αὐτὸς ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀρκεῖ νὰ σωθοῦν ἐκεῖνοι (βλ. ῾Ρωμ. 9,3).
Τὸ παιδὶ λοιπὸν θεραπεύθηκε, ὁ πατέρας ἔφυγε ἀνακουφισμένος, ὁ κόσμος δόξαζε τὸ Θεό, οἱ φαρισαῖοι ἀποχώρησαν ντροπιασμένοι. Καὶ οἱ μα­θηταί; Ἄ, αὐτοὶ ἦταν ἀξιολύπητοι. Τοὺς εἶχε καταλάβει λύπη καὶ ἀγωνία, μήπως ἔχασαν πιὰ τὸ χάρισμα ποὺ εἶχαν νὰ βγάζουν δαιμόνια. Πλησιάζουν κατ᾽ ἰδίαν τὸν Κύριο καὶ τὸν ῥωτοῦν· «Δι­ατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;». Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾷ· «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν» (Ματθ. 17,19-20). Ἦταν ἄπιστοι οἱ ἀπόστολοι; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀλλὰ σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις, ὅπως καὶ σ᾽ αὐτήν, ἡ πίστι τους ἦταν τόσο ἀδύνατη ποὺ μᾶλλον θὰ τὴν ἔλεγες ἀπιστία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος προσέθεσε ὅτι, ἂν εἶχαν πίστι «ὡς κόκκον σινάπεως» (ἔ.ἀ.), θὰ μποροῦσαν καὶ βουνὰ ἀκόμη νὰ μετα­κινήσουν, νὰ κάνουν δηλαδὴ πράγματα ἀ­κατόρθωτα γιὰ τὸν κόσμο ὅπως εἶνε π.χ. ἡ ἀ­νάστασι ἑνὸς νεκροῦ ἢ ἡ σωτηρία ἑνὸς ἀσώτου.
Τέλος γιὰ τὴν πάλη πρὸς ἐκδίωξιν τῶν δαιμονίων ὁ Κύριος συνιστᾷ δύο ἰσχυρὰ ὅπλα· τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία· «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (ἔ.ἀ. 17,21).

* * *

Ἡ ἀδυναμία, ἀγαπητοί μου, στὴν ὁποία βρέθηκαν οἱ ἐννέα ἀπόστολοι, μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ διδαχθοῦμε. Ὅπως ἐκεῖνοι συνάντησαν ἰ­σχυ­ρὸ δαιμόνιο καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ νικήσουν, ἔτσι καὶ ὅσοι συνεχίζουν τὸ ἔργο τῶν ἀ­ποστόλων συναν­τοῦν στὸν κόσμο πολὺ ἰσχυρὰ δαιμόνια, δαιμονικὲς καταστάσεις, δέν­τρα παν­άρχαια μὲ βαθειὲς ῥίζες στὸν ψυχικὸ κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Ἔθιμα εἰδωλολατρικὰ ποὺ γιορτάζονται πανδήμως, συνήθειες ποὺ καταντοῦν μόδες τῆς ἐποχῆς καὶ παρασύρουν ὅλους, ψυχικὰ νοσήματα ποὺ ἐνδημοῦν σὲ ὡρισμένες περιοχές, προλήψεις καὶ πλάνες, συ­στήματα αἱρέσεων, συγκροτήματα ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας, νά μερικὰ βαθύρριζα δέντρα ποὺ πίσω τους κρύβονται δαιμόνια.
Αὐτὰ δὲν ξερριζώνονται! ἀκοῦς νὰ λένε νωθροὶ καὶ ὀκνηροὶ ποιμένες. Καὶ τὸ λένε προτοῦν κἂν ἐπιχειρήσουν νὰ πολεμήσουν ἔστω καὶ λίγο τὸ κακό· προεξοφλοῦν τὴν ἧττα τους πρὶν ἔλθουν σὲ ἁψιμαχία μὲ τὸν ἐχθρό.
Προσπαθοῦσα κάποτε νὰ πείσω μητροπολίτη, ὅτι πρέπει νὰ τεθῇ ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ πιστοῦ λαοῦ γιὰ νὰ καθαριστῇ ἡ πόλις τῶν Πατρῶν ἀ­πὸ τὸ μίασμα τῶν καρναβαλικῶν ἑορτῶν, καὶ στάθηκε ἀδύνατο· δὲν ἤθελε ν᾽ ἀκούσῃ πόλεμο, νὰ δυσαρεστή­­σῃ τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλεως. Οὔτε ὁ ἴδιος ἀγωνιζόταν οὔτε ἄλλους ἄφηνε ν᾽ ἀγωνιστοῦν κατὰ τοῦ κακοῦ. Κι ὅταν ἔγινε ἀρχιεπίσκοπος μὲ κάλεσε γιὰ νὰ μοῦ ἀπαγο­ρεύσῃ κάθε ἐνέργεια κατὰ τοῦ καρναβάλου· ἀλλὰ τοῦ ἀπήντησα καταλ­λήλως… Στὰ πρόσω­πα τέτοιων ἀρχιερέων ὁ σατα­νᾶς καὶ τὰ ὄργανά του βρίσκουν τοὺς καλύτερους συνεργάτες.
Οἱ πιστοὶ καὶ γενναῖοι στρατιῶτες, ποὺ γνώρισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀπογοητεύον­ταν. Πολέμησαν καὶ νίκησαν. Τόλμησαν τὰ πιὸ πα­ράτολμα κατὰ κόσμον· γκρέμισαν εἴδωλα στὰ ὁποῖα κρύβονταν λεγεῶνες δαιμόνων, ξεκαθάρι­σαν περιοχὲς ἀπὸ τὰ μιάσματα τοῦ σατανᾶ, ξερρίζωσαν συνήθειες καὶ ἔθιμα αἰώνων, ἔκαναν τὰ ἄλαλα καὶ κουφὰ πνεύματα τῶν ἀνθρώπων νὰ ἀ­κοῦνε καὶ νὰ λαλοῦν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἀνέστησαν ἀπὸ τοὺς τάφους «νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι» (Ἐφ. 2,1,5. Κολ. 2,13). Ἔτσι μετακίνησαν ὄρη, μετέστρεψαν κοῖτες ποταμῶν, ἄλλαξαν τὸν ῥοῦ τῆς ἱστορίας, ἀναμόρφωσαν τὸν κόσμο.
Πῶς τὰ πέτυχαν αὐτά; πῶς ἔβγαλαν τὰ ἰσχυρὰ δαιμόνια; Διὰ τῆς πίστεως, τῆς ἀκραδάντου καὶ θερμῆς «ὡς κόκκου σινάπεως» (Ματ. 17,20· βλ. & Λουκ. 17,6). Αὐτὴ ἡ πίστι γιγαντωνόταν μὲ τὴν ἁγία ζωή, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Μολονότι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν φυσικὲς ἱκανότητες, εὐφυΐα καὶ μόρφωσι ὄχι τυχαία, ἐν τούτοις γιὰ τὸν πόλεμο κατὰ τῆς κακίας καὶ τῆς πλάνης δὲν ἐμπιστεύον­­ταν στὶς δικές τους δυνάμεις, τὶς θεωροῦσαν ἀνεπαρκεῖς· καὶ συναισθανόμενοι τὴν ἀδυναμία τους γιὰ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, ὅπως εἶνε ἡ μάχη κατὰ τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου, κατὰ τοῦ ἀν­τιθέου φρονήματος, νήστευαν κ᾽ ἔπεφταν γονατιστοὶ μπρὸς στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ζητοῦσαν μὲ δάκρυα τὴ βοήθειά του λέγοντας· «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5).
Ὤ ἐὰν καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία, γεμάτη πίστι, ἔβγαινε σὲ πόλεμο κατὰ τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου! Θὰ προσέθετε στὴν ἱστορία της νέες νίκες καὶ θριάμβους, καὶ δὲν θὰ πέθαιναν οἱ ποιμένες της μὲ τὸ στίγμα τῶν ἡττημένων καὶ ἀπίστων.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

― ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἀκολούθει μοι» (1965), Ἀθῆναι 19893, τὸ κεφάλαιο Ἡ σκλη­ρὰ πραγματικότης, σσ. 196-206.
«Κυριακὴ» 2575/2021 Ἡ σκληρὴ πραγματικότητα (Ματθ. 17,19-20)

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=104727#more-104727