Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. 17,14-23)
«Τότε
προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ᾽ ἰδίαν εἶπον· Διατί ἡμεῖς οὐκ
ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν
ὑμῶν» (Ματθ. 17,19-20)
Ἀφάνταστα μεγαλοπρεπής, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἡ σκηνὴ τῆς
Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στὸ Θαβώρ. Οἱ τρεῖς μαθηταί του, ποὺ ἀξιώθηκαν
νὰ τὴ δοῦν, ζητοῦσαν εἰ δυνατὸν νὰ μείνουν ἐκεῖ γιὰ πάντα.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ ὡς Θεὸς γνωρίζει τὰ πάντα, δὲν θὰ ἄφηνε κ᾽ ἐκεῖνα τὰ παιδιά του μόνα. Ἔτσι αὐτός, ποὺ χαμήλωσε ἀπὸ τὰ οὐράνια γιὰ νὰ βρεθῇ στὴ γῆ καὶ νὰ μᾶς παραδειγματίσῃ μὲ τὴν ταπείνωσί του, τώρα κατεβαίνει ἀπὸ τὸ ὄρος στὴν πεδιάδα, ἔρχεται κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους τῆς δυστυχίας καὶ τῆς θλίψεως.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος σημειώνει τὴ λεπτομέρεια, ὅτι οἱ ἄνθρωποι βλέποντας τὸν Κύριο νὰ πλησιάζῃ θαμπώνονταν, γιατὶ τὸ πρόσωπό του καὶ μετὰ τὴ Μεταμόρφωσι διατηροῦσε ἀκόμη λάμψι. Ἔτσι ἔλαμπε κι ὁ Μωυσῆς ὅταν κατέβαινε ἀπὸ τὸ ὄρος Σινὰ κρατώντας τὶς πλᾶκες τοῦ Νόμου (βλ. Ἔξ. 34,29-35). Ἐνῷ ὅμως ἡ λάμψι τοῦ Μωυσῆ ἀπωθοῦσε τότε τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἡ λάμψι τώρα τοῦ Ἰησοῦ ἑλκύει τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι «προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν» (Μᾶρκ. 9,15).
* * *
Ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος τότε
πλησιάζει τὸν Κύριο, γονατίζει μπροστά του καὶ τοῦ λέει τὸν πόνο του.
Εἶχε ἕνα γυιό, στὸν ὁποῖο εἶχε φωλιάσει δαιμόνιο, τὸ ὁποῖο ταλαιπωροῦσε
τὸ θῦμα του ἀνάλογα μὲ τὶς φάσεις τῆς σελήνης· γι᾽ αὐτὸ τὸν
δαιμονιζόμενο τὸν ἔλεγαν σεληνιαζόμενο. Αὐτὸ ἦταν ἀπάτη τοῦ διαβόλου
καὶ γινόταν σκοπίμως, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, γιὰ νὰ
κατηγορῆται τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἡ σελήνη, ὡς αἰτία τοῦ κακοῦ (βλ.
εἰς Ματθ. ὁμ. ΝΖ΄, γ΄· P.G. 58,562). Ἡ κρίσι τῆς ἀσθενείας αὐτῆς ἦταν
φοβερή, φανέρωνε τὴν κακία τοῦ πονηροῦ· ὁ δαιμονιζόμενος ἔβγαζε
ἀφρούς, ἔτριζε τὰ δόντια, σπάραζε, ἔμενε ξερός· ἄλλοτε ἔπεφτε στὴ
φωτιὰ ἢ στὸ νερό, ἔβγαζε κραυγὲς ἄναρθρες. Ἡ ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ
εὐτυχῶς δὲν εἶνε ἀπεριόριστη· διαφορετικά, ὄχι μόνο τὸ θῦμα του χίλιες
φορὲς θὰ τό ᾽χε πνίξει ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα θὰ εἶχε
καταστρέψει.
Αὐτὸ τὸ θῦμα τοῦ διαβόλου ἔφερε ὁ δύστυχος πατέρας στοὺς
ἀποστόλους. Εἶχε ἀκούσει ὅτι ἔχουν τὴ δύναμι νὰ διώχνουν δαιμόνια, νὰ
ἐλευθερώνουν τοὺς πάσχοντες, καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ τὸ θεραπεύσουν. Οἱ
μαθηταὶ ἐπιχείρησαν νὰ τὸ διώξουν, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφεραν. Τὸ δαιμόνιο
στὴν περίπτωσι αὐτὴ ἀποδεικνυόταν δυνατώτερο ἀπ᾽ αὐτούς. Πῆραν λοιπὸν
ἀφορμὴ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ παραμόνευαν, νὰ δείξουν τώρα ὅλη τὴν
ἐμπάθεια καὶ χαιρεκακία τους γιὰ τὴν ἀδυναμία τῶν ἀποστόλων, ὥστε νὰ
μειώσουν τὴν αἴγλη τοῦ Ναζωραίου.
Πόσες φορὲς σφάλματα καὶ ἀδυναμίες Χριστιανῶν δίνουν ἀφορμὴ
στοὺς αἰώνιους κατηγόρους τῆς Ἐκκλησίας νὰ θριαμβολογοῦν λέγοντας, ὅτι ὁ
Χριστιανισμὸς εἶνε ἀνίκανος νὰ θεραπεύσῃ τὸ πολύμορφο κακὸ τῆς
ἀνθρωπότητος, ἰδίως ὅταν οἱ ἀδυναμίες καὶ τὰ σφάλματα παρατηροῦνται
μεταξὺ τῶν ἡγετικῶν στελεχῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας! Ἐπιχαίρει ὁ
διάβολος ὅταν συμβῇ πτῶσις ἑνὸς ἐπισκόπου· βρίσκουν τὰ ὄργανά του
ἄφθονο ὑλικὸ γιὰ νὰ διασύρουν τὸ τίμιο ὄνομα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἀλλ᾽ ἂς ἐπανέλθουμε στὴ διήγησι. Ὁ ἀσθενὴς βρίσκεται τώρα
μπροστὰ στὸ Χριστό. Τί θὰ γίνῃ; θὰ μπορέσῃ ἆραγε ὁ Ἰησοῦς νὰ τὸν
θεραπεύσῃ;… Ὁ δύστυχος πατέρας ἀμφιβάλλει, ἡ πίστι του εἶνε ἀδύναμη.
Μετὰ βέβαια ἀπὸ τὰ τόσα πασίγνωστα θαύματα, ποὺ εἶχε κάνει ὁ Ἰησοῦς,
κανείς δὲν ἔπρεπε τώρα νὰ ἀμφιβάλλῃ γιὰ τὸ πρόσωπό του· καὶ οὔτε οἱ
φαρισαῖοι νὰ ἐπικρίνουν, οὔτε ὁ ἀπόστολοι νὰ κλονίζωνται. Βλέποντας ὁ
Χριστὸς τὸν κόσμο ἐκεῖνο νὰ ἀπιστῇ αἰσθάνεται μεγάλη θλῖψι, ἀφόρητη
λύπη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι θεωροῦσε πιὸ βαρὺ ὄχι τὸ νὰ σταυρωθῇ
ἀλλὰ τὸ νὰ ζῇ μέσα σὲ τέτοιο κόσμο· «οὐ τὸ σταυρωθῆναι, ἀλλὰ τὸ εἶναι
μετ᾽ αὐτῶν βαρύ» (βλ. ἔ.ἀ.· P.G. 58,561).
Παρ᾽ ὅλη τὴ θλῖψι ποὺ δοκίμαζε ἡ καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἀγάπη του
γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν μειώθηκε. Κι αὐτὸς ὁ δριμὺς ἔλεγχός του ἔκρυβε
ἀγάπη. Δὲν διώχνει λοιπὸν τὸν πατέρα, δὲν ἀρνεῖται τὴ χάρι του, ἀλλὰ
μὲ τὴν παντοκρατορικὴ προσταγή του διώχνει τὸ δαιμόνιο καὶ ἐλευθερώνει
τὸ πλάσμα του.
Ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσοι ζῆτε μέσα σὲ μιὰ γενεὰ ποὺ τῆς
ταιριάζει ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεφθαρμένη…» (Ματθ.
17,17), ναί, εἶνε βαρειὰ ἡ θλῖψι σας ὅταν μετὰ ἀπὸ τόσους κόπους σας
βλέπετε νὰ ὀρθώνεται πάλι μπροστά σας ἡ ἀμφιβολία, ἡ ἀπιστία, ἡ κακία
τοῦ κόσμου. Θὰ θέλατε καλύτερα νὰ πεθάνετε παρὰ νὰ βλέπετε τὰ πνευματικά
σας παιδιὰ νὰ παρασύρωνται μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ
διατηρῆστε τὴν ἀγάπη σας καὶ γιὰ τὴν πιὸ ἄπιστη κοινωνία. Μιμηθῆτε τὸν
Κύριο· μιμηθῆτε καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο πού, μετὰ τὰ ὅσα ἔκανε γιὰ τοὺς
συμπατριῶτες του καὶ τὸ μῖσος τους γι᾽ αὐτόν, διατηροῦσε τόση ἀγάπη
ὥστε ἔφτανε στὸ σημεῖο νὰ εὔχεται νὰ χωριστῇ αὐτὸς ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀρκεῖ
νὰ σωθοῦν ἐκεῖνοι (βλ. ῾Ρωμ. 9,3).
Τὸ παιδὶ λοιπὸν θεραπεύθηκε, ὁ πατέρας ἔφυγε ἀνακουφισμένος, ὁ
κόσμος δόξαζε τὸ Θεό, οἱ φαρισαῖοι ἀποχώρησαν ντροπιασμένοι. Καὶ οἱ
μαθηταί; Ἄ, αὐτοὶ ἦταν ἀξιολύπητοι. Τοὺς εἶχε καταλάβει λύπη καὶ
ἀγωνία, μήπως ἔχασαν πιὰ τὸ χάρισμα ποὺ εἶχαν νὰ βγάζουν δαιμόνια.
Πλησιάζουν κατ᾽ ἰδίαν τὸν Κύριο καὶ τὸν ῥωτοῦν· «Διατί ἡμεῖς οὐκ
ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;». Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾷ· «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν»
(Ματθ. 17,19-20). Ἦταν ἄπιστοι οἱ ἀπόστολοι; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀλλὰ σὲ
ὡρισμένες περιπτώσεις, ὅπως καὶ σ᾽ αὐτήν, ἡ πίστι τους ἦταν τόσο ἀδύνατη
ποὺ μᾶλλον θὰ τὴν ἔλεγες ἀπιστία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος προσέθεσε ὅτι, ἂν
εἶχαν πίστι «ὡς κόκκον σινάπεως» (ἔ.ἀ.), θὰ μποροῦσαν καὶ βουνὰ ἀκόμη νὰ
μετακινήσουν, νὰ κάνουν δηλαδὴ πράγματα ἀκατόρθωτα γιὰ τὸν κόσμο ὅπως
εἶνε π.χ. ἡ ἀνάστασι ἑνὸς νεκροῦ ἢ ἡ σωτηρία ἑνὸς ἀσώτου.
Τέλος γιὰ τὴν πάλη πρὸς ἐκδίωξιν τῶν δαιμονίων ὁ Κύριος συνιστᾷ
δύο ἰσχυρὰ ὅπλα· τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία· «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ
ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (ἔ.ἀ. 17,21).
* * *
Ἡ ἀδυναμία, ἀγαπητοί μου, στὴν
ὁποία βρέθηκαν οἱ ἐννέα ἀπόστολοι, μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ διδαχθοῦμε. Ὅπως
ἐκεῖνοι συνάντησαν ἰσχυρὸ δαιμόνιο καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ νικήσουν,
ἔτσι καὶ ὅσοι συνεχίζουν τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων συναντοῦν στὸν κόσμο
πολὺ ἰσχυρὰ δαιμόνια, δαιμονικὲς καταστάσεις, δέντρα πανάρχαια μὲ
βαθειὲς ῥίζες στὸν ψυχικὸ κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Ἔθιμα εἰδωλολατρικὰ ποὺ
γιορτάζονται πανδήμως, συνήθειες ποὺ καταντοῦν μόδες τῆς ἐποχῆς καὶ
παρασύρουν ὅλους, ψυχικὰ νοσήματα ποὺ ἐνδημοῦν σὲ ὡρισμένες περιοχές,
προλήψεις καὶ πλάνες, συστήματα αἱρέσεων, συγκροτήματα ἀπιστίας καὶ
ἀθεΐας, νά μερικὰ βαθύρριζα δέντρα ποὺ πίσω τους κρύβονται δαιμόνια.
Αὐτὰ δὲν ξερριζώνονται! ἀκοῦς νὰ λένε νωθροὶ καὶ ὀκνηροὶ
ποιμένες. Καὶ τὸ λένε προτοῦν κἂν ἐπιχειρήσουν νὰ πολεμήσουν ἔστω καὶ
λίγο τὸ κακό· προεξοφλοῦν τὴν ἧττα τους πρὶν ἔλθουν σὲ ἁψιμαχία μὲ τὸν
ἐχθρό.
Προσπαθοῦσα κάποτε νὰ πείσω μητροπολίτη, ὅτι πρέπει νὰ τεθῇ ἐπὶ
κεφαλῆς τοῦ πιστοῦ λαοῦ γιὰ νὰ καθαριστῇ ἡ πόλις τῶν Πατρῶν ἀπὸ τὸ
μίασμα τῶν καρναβαλικῶν ἑορτῶν, καὶ στάθηκε ἀδύνατο· δὲν ἤθελε ν᾽ ἀκούσῃ
πόλεμο, νὰ δυσαρεστήσῃ τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλεως. Οὔτε ὁ ἴδιος
ἀγωνιζόταν οὔτε ἄλλους ἄφηνε ν᾽ ἀγωνιστοῦν κατὰ τοῦ κακοῦ. Κι ὅταν ἔγινε
ἀρχιεπίσκοπος μὲ κάλεσε γιὰ νὰ μοῦ ἀπαγορεύσῃ κάθε ἐνέργεια κατὰ τοῦ
καρναβάλου· ἀλλὰ τοῦ ἀπήντησα καταλλήλως… Στὰ πρόσωπα τέτοιων
ἀρχιερέων ὁ σατανᾶς καὶ τὰ ὄργανά του βρίσκουν τοὺς καλύτερους
συνεργάτες.
Οἱ πιστοὶ καὶ γενναῖοι στρατιῶτες, ποὺ γνώρισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, δὲν ἀπογοητεύονταν. Πολέμησαν καὶ νίκησαν. Τόλμησαν τὰ πιὸ
παράτολμα κατὰ κόσμον· γκρέμισαν εἴδωλα στὰ ὁποῖα κρύβονταν λεγεῶνες
δαιμόνων, ξεκαθάρισαν περιοχὲς ἀπὸ τὰ μιάσματα τοῦ σατανᾶ, ξερρίζωσαν
συνήθειες καὶ ἔθιμα αἰώνων, ἔκαναν τὰ ἄλαλα καὶ κουφὰ πνεύματα τῶν
ἀνθρώπων νὰ ἀκοῦνε καὶ νὰ λαλοῦν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἀνέστησαν ἀπὸ
τοὺς τάφους «νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι» (Ἐφ. 2,1,5. Κολ. 2,13). Ἔτσι
μετακίνησαν ὄρη, μετέστρεψαν κοῖτες ποταμῶν, ἄλλαξαν τὸν ῥοῦ τῆς
ἱστορίας, ἀναμόρφωσαν τὸν κόσμο.
Πῶς τὰ πέτυχαν αὐτά; πῶς ἔβγαλαν τὰ ἰσχυρὰ δαιμόνια; Διὰ τῆς
πίστεως, τῆς ἀκραδάντου καὶ θερμῆς «ὡς κόκκου σινάπεως» (Ματ. 17,20· βλ.
& Λουκ. 17,6). Αὐτὴ ἡ πίστι γιγαντωνόταν μὲ τὴν ἁγία ζωή, τὴν
προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Μολονότι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν φυσικὲς
ἱκανότητες, εὐφυΐα καὶ μόρφωσι ὄχι τυχαία, ἐν τούτοις γιὰ τὸν πόλεμο
κατὰ τῆς κακίας καὶ τῆς πλάνης δὲν ἐμπιστεύονταν στὶς δικές τους
δυνάμεις, τὶς θεωροῦσαν ἀνεπαρκεῖς· καὶ συναισθανόμενοι τὴν ἀδυναμία
τους γιὰ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, ὅπως εἶνε ἡ μάχη κατὰ τοῦ δαιμονικοῦ
στοιχείου, κατὰ τοῦ ἀντιθέου φρονήματος, νήστευαν κ᾽ ἔπεφταν γονατιστοὶ
μπρὸς στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ζητοῦσαν μὲ δάκρυα τὴ βοήθειά του λέγοντας·
«Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5).
Ὤ ἐὰν καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία, γεμάτη πίστι, ἔβγαινε σὲ πόλεμο
κατὰ τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου! Θὰ προσέθετε στὴν ἱστορία της νέες νίκες καὶ
θριάμβους, καὶ δὲν θὰ πέθαιναν οἱ ποιμένες της μὲ τὸ στίγμα τῶν
ἡττημένων καὶ ἀπίστων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
― ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἀκολούθει μοι» (1965), Ἀθῆναι 19893, τὸ κεφάλαιο Ἡ σκληρὰ πραγματικότης, σσ. 196-206.
«Κυριακὴ» 2575/2021 Ἡ σκληρὴ πραγματικότητα (Ματθ. 17,19-20)