Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

Τὰ παράδοξα τῆς Κοιμήσεως

Γράφει ἡ κα Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

Ἑορτάζομε καὶ ἐφέτος, ὅπως κάθε χρόνο, μὲ σεβασμὸ καὶ μὲ τιμὴ τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ ὁ ἑορτασμὸς μᾶς γεννᾶ ἀνάμεικτα συναισθήματα: ἀπὸ τὴν μιὰ νοιώθομε θλίψη καὶ πόνο, διότι ἡ Παναγία μας, ποὺ εἶναι «ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων καὶ τῶν ἀβοηθήτων δύναμις», δὲν βρίσκεται πλέον σωματικὰ ἀνάμεσά μας νὰ μᾶς παρηγορῇ στὶς συμφορὲς τοῦ βίου μας καὶ νὰ μᾶς προστατεύῃ ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ ἀπὸ τοὺς πειρασμούς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, νοιώθομε χαρὰ καὶ ἀνακούφιση, διότι μὲ τὴν κοίμησή της «οὐ κατέλιπε τὸν κόσμον» ἀλλὰ συνεχίζει, μὲ μεγαλύτερη μάλιστα παρρησία, νὰ δέεται ὑπὲρ ἡμῶν ἀπὸ τὴν οὐράνια κατοικία της.

«Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται καὶ κλῖμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται» (Στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ). Ὁ ὑμνογράφος δὲν στέκεται τόσο στὸ γεγονὸς τῆς ταφῆς τοῦ ζωηφόρου σώματος τῆς Παναγίας, ἀλλὰ τονίζει περισσότερο τὴν μετατροπὴ τοῦ γήϊνου τάφου σὲ οὐράνια κλίμακα, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐκ τοῦ θανάτου λύτρωση. Ἡ Γεθσημανῆ, μάλιστα, ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος της, δὲν θὰ εἶναι στὸ ἑξῆς τόπος θλίψεως ἀλλὰ τόπος εὐφορίας: «Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος», ἐνῶ οἱ πιστοί καλοῦνται, μὲ προεξάρχοντα τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, νὰ ἀναφωνήσουν τὸν γνωστὸ ὕμνο: «Κεχαριτωμένη χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος».

Λησμονοῦμε, ἔτσι, πρὸς στιγμὴν τὴν θλιβερὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ θανάτου καὶ μεταφερόμαστε στὴν χαρμόσυνη ἀτμόσφαιρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἡ τριπλῆ ἐξ ἄλλου ἐπανάληψη τῆς φράσεως «Κεχαριτωμένη χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος», στὴν κατάληξη καὶ τῶν τριῶν Στιχηρῶν τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κοιμήσεως, δημιουργεῖ τὴν αἴσθηση ὅτι, στὸ τέλος, κυριαρχεῖ ἡ χαρὰ ἔναντι τῆς λύπης. Ὅσο περισσότερο, μάλιστα, ἐμβαθύνει κανεὶς στὴν μελέτη τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἡμέρας, ἄλλο τόσο ὁδηγεῖται στὴν διαπίστωση ὅτι τὸ συναίσθημα τῆς χαρᾶς εἶναι κυρίαρχο.

Πολλά, λοιπόν, τὰ παράδοξα τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως: Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου παραπέμπει στὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ ὁ θάνατός της προξενεῖ τὴν ζωή. Πράγματι, ἡ Θεοτόκος δὲν πέθανε, ἀλλὰ «μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς (τοῦ Χριστοῦ) μετέστη πρὸς τὴν ζωήν». Ἐξ ἄλλου, στὸ πρόσωπό της «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι», ἐφ’ ὅσον ὑπῆρξε «μετὰ τόκον Παρθένος καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα» (Εἱρμὸς θ’ ᾠδῆς).

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ «διπλοῦν θαῦμα», ὅτι παρέμεινε Παρθένος μετὰ τὸν τόκο της, τὴν γέννηση τοῦ Κυρίου, καὶ ὅτι «μετέστη πρὸς τὴν ζωὴν» μετὰ θάνατον, παρουσιάζεται καὶ σὲ ἄλλα τροπάρια, ὅπως στὸ Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου: «ἐν τῇ γεννήσει σου (τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Θεοτόκο) σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος». Γνωστότερη, βεβαίως, εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ διπλοῦ αὐτοῦ θαύματος στὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε…».

Ὁ ὑμνογράφος, ὡς φαίνεται, δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ σταθῇ στὴν πρόσκαιρη θλίψη τῆς κοιμήσεως, ἀλλὰ σκοπεύει νὰ μᾶς μεταφέρῃ στὴν μόνιμη χαρὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς ποὺ προεξαγγέλλει ὁ «θάνατος» τῆς Παναγίας, γι’ αὐτὸ μὲ ἀφορμὴ τὴν Κοίμηση ἀναφέρονται τὰ εὐχάριστα γεγονότα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τῆς Ἐνσαρκώσεως καὶ Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀκόμη καὶ τοῦ «ἀναστάσιμου» θανάτου τοῦ Κυρίου. Τελικά, ἔχουν καὶ τὰ παράδοξα τὴν ἐξήγησή των!

Ἐὰν ὁ Κύριος «ταφὴν ὑπέστη ἑκουσίως ὡς θνητός», τότε ἡ Παναγία «πῶς ταφὴν ἀρνήσεται;» ἀναρωτιέται σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ὑμνογράφος. Ἐξ ἄλλου, «οὐ θαῦμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν κόρην, τοῦ κοσμοπλάστου σαρκικῶς τεθνηκότος» (Συναξάρι). Ὅπως, ὅμως, Ἐκείνου τὸ σῶμα δὲν παρέμεινε στὸν τάφο ἀλλὰ ἀνέστη, ἔτσι καὶ Ἐκείνην «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν», ἀλλὰ «μετέστη πρὸς τὴν ζωήν».

Κατὰ τὴν κοίμησή της, μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει τὸ σχετικὸ Ἐξαποστειλάριο καὶ ἐμφανίζεται στὴν εἰκονογραφία, «ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς» παραδίδει τὸ πνεῦμα της στὸν Δημιουργὸ τῆς ζωῆς. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ διαφορετικά. Ἐκεῖνος ποὺ ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀπὸ τὰ πανάγια αἵματά της, δὲν θὰ ἀφήσῃ τώρα τὸ ἄχραντό της σῶμα νὰ ὑποστῆ τὴν ἀλλοίωση καὶ τὴν φθορὰ τοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ τὴν μεταθέτει «ἐκ γῆς εἰς οὐρανόν» μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια «ἐνδόξως καὶ ὑπὲρ λόγον».

Ἄς παρακαλέσωμε, λοιπόν, τὴν γλυκιά μας μητέρα Παναγία, ποὺ ὁ θάνατός της ἔγινε τὸ «διαβατήριο ζωῆς τῆς ἀϊδίου καὶ κρείττονος» νὰ πρεσβεύῃ ὑπὲρ ἡμῶν στὸν Κύριο νὰ μᾶς χαρίσῃ καὶ ἐμᾶς τὸ διαβατήριο τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἄς μὴ λησμονοῦμε, ὅμως, παράλληλα, νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν δική της προτροπή, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν διαθήκη της πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους: «ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» (Ἰωάν., β΄ 5).

Γινόμενοι, ἔτσι, δοῦλοι Κυρίου, ὅπως ἔγινε ἡ Παναγία, καὶ ἀκολουθοῦντες πιστὰ τὸ θέλημά Του, «ἵνα εὐσεβῶς, σωφρόνως καὶ δικαίως ζήσωμεν» (Τίτ., β΄ 12), ἐπιτρέπομε, κατ’ οὐσίαν, στὴν «ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα» νὰ λάβῃ μεγαλύτερη παρρησία ἀπὸ τὸν Υἱό της καὶ Θεό μας, ὥστε νὰ μεσιτεύῃ νῦν καὶ ἀεὶ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν πάντων ἡμῶν. Γένοιτο!