«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Τήν παρούσα οπτασία άξιώθηκε νά ίδή ὁ ήγούμενος Κοσμάς, ὁ όποιος ήγουμένευσε σ' ένα Μοναστήρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τό 932.
Κάποια χρονιά ἀσθένησε βαρειά καί έμεινε στό κρεββάτι περισσότερο ἀπό πέντε μήνες. Μία ήμέρα λοιπόν έγινε εκτός εαυτού καί έπί έξι ώρες είχε τά μάτια του στραμμένα άκλινώς πρός τήν στέγη του δωματίου του καί μέ κάποιους κρυφομιλούσε, λέγοντας άναρθρες φωνές. Όταν λίγο συνήλθε, έλεγε στούς παρευρισκομένους άδελφούς: «Δόστε μου τίς δύο μερίδες ψωμί πού μόλις πρό ολίγου έπήρα ἀπό τόν τίμιο Γέροντα». Οἱ άδελφοί άντιληφθέντες ὅτι κάποια οπτασία έβλεπε, τόν παρακαλούσαν νά τούς ἐξηγήση τί μυστήρια πράγματα έβλεπε.
Τό πρωΐ λοιπόν, συνάχθηκε ὅλη ἡ αδελφότης τῆς Μονής καί ὁ Γέροντάς τους άρχισε νά διηγήται τά ἐξῆς: «Αδελφοί καί πατέρες μου, τό νά διηγηθώ λεπτομερώς όσα είδα, είναι άδύνατο στήν άνθρώπινη γλώσσα μου' όσα θυμάμαι μόνο καί μπορώ νά τά εκφράσω, θά σας τά έξιστορήσω. Ἐκεῖ πού καθόμουν στό κρεββάτι μου, βασταζόμενος ἀπό τούς άδελφούς, έβλεπα στό άριστερό μέρος μου πλήθος άπό μαῦρα ανθρωπάρια. Τό χρώμα τους δέν ήταν σέ όλα τό ίδιο, ένώ τά μάτια τους ήταν κόκκινα σάν ματωμένα καί έκοίταζαν σάν θηρία καί φονιάδες. Ήλθαν λοιπόν αὐτά στό κρεββάτι μου καί έτοιμάζοντο νά μέ πάρουν. Εχοντας στήν άρχή έλπίδα σέ ἐσᾶς πού έστέκατε δίπλα μου, δέν τά φοβόμουν πολύ, ύστερα όμως ένοιωσα χωρίς έσάς καί κυριεύθηκα άπό εκείνα. Αλλοι μέ τραβούσαν καί άλλοι μέ έσπρωχναν μέχρι πού μέ ώδήγησαν σ' ένα μεγάλο καί βαθύ γκρεμό, στόν όποιο καί μέ κατέβασαν. Στό ένα μέρος τοῦ φοβερού εκείνου γκρεμοῦ ύπήρχε μία τόσο στενή ὁδός, ώστε μόλις μπορούσε νά περάση τό πόδι ενός άνθρώπου. Απ' αύτό τό μονοπάτι μέ κατέβασαν κάτω καί έγώ προσπαθοΰσα νά κλίνω πάντοτε στό δεξί μέρος, φοβούμενος μήπως γλυστρήσω καί πέσω κάτω στό αχανές εκείνο καί άμέτρητο βάθος, στό όποιο περνούσε ένας ποταμός καί έκανε μεγάλη βοή.
Μετά άπ' αύτό τό μονοπάτι ύπήρχε μία πόρτα πού ήταν άνοικτή καί στεκόταν ἐκεῖ ένας γιγαντιαίος δαίμονας, μαῦρος στήν μορφή, φοβερός στήν όψι καί έβγαζε άπό τά μάτια καί τό στόμα του πύρινες φλόγες, ένώ άπό τήν μύτη του καπνός, ἡ γλώσσα του κρεμόταν πρός τά έξω έως μία πήχυ, τό δεξί του χέρι ήταν τελείως ψυχρό καί παγωμένο, τό δέ άριστερό του χονδρό σάν στύλος, γυμνό καί πολύ μακρύ. Μέ αύτό τό χέρι έπιανε τούς άμαρτωλούς καί τούς ἔρριχνε στό άμέτρητο έκείνο χάος, στό όποιο άλλο τίποτε δέν άκουγες παρά τό «ούαί καί τό άλλοίμονο».
Όταν πλησιάσαμε ἐκεῖ, είπε αύτός ὁ μέγας διάβολος: «Αὐτός είναι φίλος μου» καί μαζί μέ τά λόγια του άπλωσε τό χέρι του γιά νά μέ πιάση. Έγώ κυριεύθηκα άπό πολύ φόβο καί ταράχθηκα. Ξαφνικά έμφανίσθηκαν μπροστά μου δύο λευκογένειοι, ιεροπρεπείς Γέροντες, τούς οποίους ένόμισα ότι ήταν ὁ Απόστολος Ανδρέας καί ὁ Εύαγγελιστής Ιωάννης. Όταν τούς είδε αύτούς ὁ άσχημος εκείνος γίγας, φοβήθηκε καί κρύφθηκε. Παραλαμβάνοντάς με αύτοί οι Αγιοι ἀπό μία έσωτερική πόρτα μέ έφεραν σέ μία πεδιάδα, ἡ οποία είχε πολύ ὡραία καί πανέμορφα χωριά. Μετά άπ' αύτή τήν πεδιάδα συναντήσαμε μία κοιλάδα χλοερή καί πανευφρόσυνη, τῆς ὁποίας τό κάλλος καί τήν χάρι δέν μπορεί νά παραστήση κανείς μέ λόγια. Στό μέσον αύτής καθόταν ένας χαριτωμένος καί ιεροπρεπής Γέροντας καί τριγύρω του είχε πλήθος παιδιών, πού ξεπερνούσαν στόν άριθμό τήν άμμο τῆς θαλάσσης.
Αποδιώχνοντας τότε έγώ τόν φόβο άπό τήν καρδιά μου, τούς ερώτησα ποιός είναι αύτός ὁ Γέροντας καί τά παιδάκια πού τόν έχουν περικυκλώσει; Οί συνοδοί μου μού είπαν: «Ό Αβραάμ είναι καί ὁ κόλπος ἐκεῖνος πού άκούς γιά τόν Αβραάμ». Τότε έγώ, παρακινούμενος άπ' αύτούς, έπήγα τόν προσκύνησα καί τόν άσπάσθηκα μέ μεγάλη εύλάβεια.
Προχωρώντας παραπέρα, φθάσαμε σέ μία κοιλάδα μέ ένα άπέραντο ελαιώνα, τού οποίου τά δένδρα ήταν όπως τά άστρα τοΰ ουρανού. Κάτω άπό κάθε δένδρο υπήρχε μία σκηνή, μέσα σ' αύτήν ένα κρεββάτι καί έπάνω σ' αύτό ένας άνθρωπος. Σ' εκείνες τίς σκηνές έγνώρισα πολλούς, πού τούς ήξερα άπό τόν κόσμο καί μοναχούς άπό τό Μοναστήρι μας πού είχαν πεθάνει.
Ένώ σκεπτόμουν νά ρωτήσω τούς συνοδούς μου τί είναι αύτός ο έλαιών, έπρόλαβαν εκείνοι καί μοῦ είπαν: «Τί διαλογίζεσαι καί άπορεΐς γι' αύτόν τόν έλαιώνα καί ποιά είναι αύτά πού βλέπεις μέσα σ' αύτόν;». Αύτά είναι εκείνα πού λέγουν ἡ Γραφή καί οἱ Πατέρες, ότι θά ύπάρχουν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πολλές κατοικίες, πού θά προσφέρωνται στόν καθένα κατά τό μέτρο τῆς άρετής τους». Μετά άπ' αύτόν τόν ελαιώνα ήταν μία πόλις τῆς οποίας τό κάλλος, τήν άρμονία τών τείχων καί τήν όλη της σύνθεσι δέν εἶναι δυνατόν νά τά διηγηθή κανείς. Στό τείχος εκείνης τῆς πόλεως υπήρχαν πύλες στολισμένες μέ χρυσό καί άργυρο, κάτω τό δάπεδο ήταν χρυσότευκτο καί έπάνω σ' αύτό χρυσά σπίτια, θρόνοι καί τράπεζες. Όλη ή πόλις ἐφωταγωγεῖτο ἀπό ένα άνεκλάλητο φώς, εύωδίαζε παντού καί είχε όλες τίς χάρες καί έξώκοσμες ομορφιές. Τήν περιδιαβήκαμε όλη καί δέν είδαμε ἐκεῖ οὔτε άνθρωπο, ούτε ζώο, οϋτε πτηνό, ούτε κανένα άλλο ζώο ἤ πράγμα πού υπάρχουν έδώ κάτω στήν γή καί στόν άέρα. Στήν άκρη τής πόλεως ήταν κτισμένα θαυμαστά βασίλεια, στήν είσοδο τών οποίων ήταν μία τράπεζα κατασκευασμένη άπό ρωμαϊκό μάρμαρο καί γύρω της έκάθοντο πλήθος άνθρώπων καί συμποσιάζοντο.
Στήν άκρη τού προθαλάμου, εκτεινόταν μία μακρά οικοδομή καί πλησίον της ένα λιακωτό (ταράτσα) πού έβλεπε πρός τήν τράπεζα. Άπό ἐκεῖ λοιπόν έσκυψαν καί μπήκαν μέσα δύο φωτόμορφοι νέοι, οἱ όποιοι είπαν στούς δύο Γέροντες συνοδούς μου γιά μένα: «Άς καθίση καί αύτός στήν τράπεζα». Μαζί μέ τόν λόγο τους έδειξαν μέ τό δάκτυλο σέ μένα καί τόν τόπο, πού μοῦ έπρότειναν νά καθίσω. Κατόπιν έφυγαν γιά άλλο τόπο τής λαμπράς έκείνης κατοικίας, ένώ έγώ έκοίταζα μέ περιέργεια τά εδέσματα έκείνα τής τραπέζης, καθώς καί πολλούς άνθρώπους πού έγνώριζα άπό τήν παρούσα ζωή. Ἀφοῦ έπέρασαν άρκετές ώρες, ήλθαν πάλι μαζί μας αύτοί οἱ νέοι καί είπαν στούς δύο Γέροντες: «Νά έπιστρέψετε αύτόν πίσω καί νά φέρετε έδώ τόν μοναχό Αθανάσιο άπό το Μοναστήρι τοῦ Τραϊανού. Τούτο γίνεται διότι ὁ Δεσπότης Χριστός εύσπλαχνίσθηκε τά πνευματικά του παιδιά, τά όποια βαρυπενθοΰν καί στενάζουν γιά τήν άναχώρησί του».
Ετσι λοιπόν οἱ δύο αὐτοί Γέροντες μέ παρέλαβαν πάλι καί γυρίζαμε πίσω ἀπό άλλη συντομότερη όδό. Στήν διαδρομή μας συναντήσαμε επτά λίμνες άπό διάφορες κολάσεις καί βάσανα, διότι άλλη ήταν γεμάτη άπό πηκτό σκοτάδι, άλλη άπό φωτιά, άλλη άπό βρωμερή ομίχλη, άλλη άπό σκώληκες καί άλλες άπό άλλες τιμωρίες. Όλες οί λίμνες ήταν γεμάτες άπό άναρίθμητα πλήθη άνθρώπων, οἱ όποιοι έκλαιγαν καί ώδύροντο γοερώς.
Ἀφοῦ περάσαμε τίς λίμνες, εύρήκαμε μπροστά μας τόν σεβάσμιο Γέροντα Αβραάμ, τόν όποιον προσκύνησα καί άσπάσθηκα. Εκείνος μοῦ έδωσε ένα χρυσό ποτήρι γεμάτο κρασί, πού ήταν γλυκύτερο καί άπό τό μέλι. Κατόπιν μοῦ έδωσε καί τρία κομμάτια ψωμί πού μοῦ φάνηκε ότι τό ένα τό έφαγα μέ τό κρασί, τό όποιο καί τό ήπια όλο. Τά άλλα τεμάχια ένόμισα ότι τά έβαλα μέσα στόν κόρφο μου καί γι' αύτό χθες σας τά ζητούσα. Μετά άπό λίγο περάσαμε άπό τόν σκοτεινό καί γιγαντιαίο εκείνο δράκοντα, ό όποιος, όταν μέ είδε, έτριζε τά δόντια του λέγοντας μέ θυμό καί πικρία: «Τώρα μέν έγλύτωσες άπό τά χέρια μου, στό έξής όμως δέν θά παύσω άπό τό νά προκαλώ σκάνδαλα καί κακά έναντίον σου καί εναντίον τοῦ Μοναστηριού σου».
Αύτά είναι, όσα θυμήθηκα, πατέρες καί άδελφοί. Πώς τώρα ήλθα πάλι στόν έαυτό μου, δέν γνωρίζω καθόλου!
Ἀφοῦ είπε αύτά ὁ Ήγούμενος Κοσμάς, εστάλη ένας αδελφός στο μοναστήρι του Τραιανού και ευρήκε τον μοναχό Αθανάσιο πεθαμένο και φερόμενο με το κρεββάτι του για ενταφιασμό. Αφού ρώτησε πότε απέθανε ό Αθανάσιος έμαθε ότι χθές την έννάτη ώρα, κατά την οποία ό Ηγούμενος Κοσμάς είδε την ανωτέρω οπτασία και ήλθε στον εαυτό του.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου