Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΤΕ ΑΥΤΟΝ ΠΙΣΩ ΚΑΙ ΝΑ ΦΕΡΕΤΕ ΕΔΩ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ

  «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Τήν παρούσα οπτασία άξιώθηκε νά ίδή ὁ ήγούμενος Κοσμάς, ὁ όποιος ήγουμένευσε σ' ένα Μοναστήρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τό 932.

Κάποια χρονιά ἀσθένησε βαρειά καί έμεινε στό κρεββάτι περισσότερο ἀπό πέντε μήνες. Μία ήμέρα λοι­πόν έγινε εκτός εαυτού καί έπί έξι ώρες είχε τά μάτια του στραμμένα άκλινώς πρός τήν στέγη του δωματίου του καί μέ κάποιους κρυφομιλούσε, λέγοντας άναρθρες φωνές. Όταν λίγο συνήλθε, έλεγε στούς παρευρισκομέ­νους άδελφούς: «Δόστε μου τίς δύο μερίδες ψωμί πού μό­λις πρό ολίγου έπήρα ἀπό τόν τίμιο Γέροντα». Οἱ άδελ­φοί άντιληφθέντες ὅτι κάποια οπτασία έβλεπε, τόν παρα­καλούσαν νά τούς ἐξηγήση τί μυστήρια πράγματα έβλε­πε.

 Τό πρωΐ λοιπόν, συνάχθηκε ὅλη ἡ αδελφότης τῆς Μονής καί ὁ Γέροντάς τους άρχισε νά διηγήται τά ἐξῆς: «Αδελφοί καί πατέρες μου, τό νά διηγηθώ λεπτομερώς όσα είδα, είναι άδύνατο στήν άνθρώπινη γλώσσα μου' ό­σα θυμάμαι μόνο καί μπορώ νά τά εκφράσω, θά σας τά έξιστορήσω. Ἐκεῖ πού καθόμουν στό κρεββάτι μου, βασταζόμενος ἀπό τούς άδελφούς, έβλεπα στό άριστερό μέ­ρος μου πλήθος άπό μαῦρα ανθρωπάρια. Τό χρώμα τους δέν ήταν σέ όλα τό ίδιο, ένώ τά μάτια τους ήταν κόκκι­να σάν ματωμένα καί έκοίταζαν σάν θηρία καί φονιάδες. Ήλθαν λοιπόν αὐτά στό κρεββάτι μου καί έτοιμάζοντο νά μέ πάρουν. Εχοντας στήν άρχή έλπίδα σέ ἐσᾶς πού έστέκατε δίπλα μου, δέν τά φοβόμουν πολύ, ύστερα ό­μως ένοιωσα χωρίς έσάς καί κυριεύθηκα άπό εκείνα. Αλ­λοι μέ τραβούσαν καί άλλοι μέ έσπρωχναν μέχρι πού μέ ώδήγησαν σ' ένα μεγάλο καί βαθύ γκρεμό, στόν όποιο καί μέ κατέβασαν. Στό ένα μέρος τοῦ φοβερού εκείνου γκρεμοῦ ύπήρχε μία τόσο στενή ὁδός, ώστε μόλις μπο­ρούσε νά περάση τό πόδι ενός άνθρώπου. Απ' αύτό τό μονοπάτι μέ κατέβασαν κάτω καί έγώ προσπαθοΰσα νά κλίνω πάντοτε στό δεξί μέρος, φοβούμενος μήπως γλυστρήσω καί πέσω κάτω στό αχανές εκείνο καί άμέτρητο βάθος, στό όποιο περνούσε ένας ποταμός καί έκανε με­γάλη βοή.

Μετά άπ' αύτό τό μονοπάτι ύπήρχε μία πόρτα πού ή­ταν άνοικτή καί στεκόταν ἐκεῖ ένας γιγαντιαίος δαίμο­νας, μαῦρος στήν μορφή, φοβερός στήν όψι καί έβγαζε άπό τά μάτια καί τό στόμα του πύρινες φλόγες, ένώ άπό τήν μύτη του καπνός, ἡ γλώσσα του κρεμόταν πρός τά έ­ξω έως μία πήχυ, τό δεξί του χέρι ήταν τελείως ψυχρό καί παγωμένο, τό δέ άριστερό του χονδρό σάν στύλος, γυμνό καί πολύ μακρύ. Μέ αύτό τό χέρι έπιανε τούς ά­μαρτωλούς καί τούς ἔρριχνε στό άμέτρητο έκείνο χάος, στό όποιο άλλο τίποτε δέν άκουγες παρά τό «ούαί καί τό άλλοίμονο».

Όταν πλησιάσαμε ἐκεῖ, είπε αύτός ὁ μέγας διάβο­λος: «Αὐτός είναι φίλος μου» καί μαζί μέ τά λόγια του ά­πλωσε τό χέρι του γιά νά μέ πιάση. Έγώ κυριεύθηκα ά­πό πολύ φόβο καί ταράχθηκα. Ξαφνικά έμφανίσθηκαν μπροστά μου δύο λευκογένειοι, ιεροπρεπείς Γέροντες, τούς οποίους ένόμισα ότι ήταν ὁ Απόστολος Ανδρέας καί ὁ Εύαγγελιστής Ιωάννης. Όταν τούς είδε αύτούς ὁ άσχημος εκείνος γίγας, φοβήθηκε καί κρύφθηκε. Παραλαμβάνοντάς με αύτοί οι Αγιοι ἀπό μία έσωτερική πόρ­τα μέ έφεραν σέ μία πεδιάδα, ἡ οποία είχε πολύ ὡραία καί πανέμορφα χωριά. Μετά άπ' αύτή τήν πεδιάδα συνα­ντήσαμε μία κοιλάδα χλοερή καί πανευφρόσυνη, τῆς ὁποίας τό κάλλος καί τήν χάρι δέν μπορεί νά παραστήση κανείς μέ λόγια. Στό μέσον αύτής καθόταν ένας χαριτω­μένος καί ιεροπρεπής Γέροντας καί τριγύρω του είχε πλήθος παιδιών, πού ξεπερνούσαν στόν άριθμό τήν άμ­μο τῆς θαλάσσης.

Αποδιώχνοντας τότε έγώ τόν φόβο άπό τήν καρδιά μου, τούς ερώτησα ποιός είναι αύτός ὁ Γέροντας καί τά παιδάκια πού τόν έχουν περικυκλώσει; Οί συνοδοί μου μού είπαν: «Ό Αβραάμ είναι καί ὁ κόλπος ἐκεῖνος πού άκούς γιά τόν Αβραάμ». Τότε έγώ, παρακινούμενος άπ' αύτούς, έπήγα τόν προσκύνησα καί τόν άσπάσθηκα μέ μεγάλη εύλάβεια.

Προχωρώντας παραπέρα, φθάσαμε σέ μία κοιλάδα μέ ένα άπέραντο ελαιώνα, τού οποίου τά δένδρα ήταν ό­πως τά άστρα τοΰ ουρανού. Κάτω άπό κάθε δένδρο υ­πήρχε μία σκηνή, μέσα σ' αύτήν ένα κρεββάτι καί έπάνω σ' αύτό ένας άνθρωπος. Σ' εκείνες τίς σκηνές έγνώρισα πολλούς, πού τούς ήξερα άπό τόν κόσμο καί μονα­χούς άπό τό Μοναστήρι μας πού είχαν πεθάνει.

Ένώ σκεπτόμουν νά ρωτήσω τούς συνοδούς μου τί είναι αύτός ο έλαιών, έπρόλαβαν εκείνοι καί μοῦ είπαν: «Τί διαλογίζεσαι καί άπορεΐς γι' αύτόν τόν έλαιώνα καί ποιά είναι αύτά πού βλέπεις μέσα σ' αύτόν;». Αύτά είναι εκείνα πού λέγουν ἡ Γραφή καί οἱ Πατέρες, ότι θά ύπάρχουν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πολλές κατοικίες, πού θά προσφέρωνται στόν καθένα κατά τό μέτρο τῆς άρετής τους». Μετά άπ' αύτόν τόν ελαιώνα ήταν μία πόλις τῆς οποίας τό κάλλος, τήν άρμονία τών τείχων καί τήν όλη της σύνθεσι δέν εἶναι δυνατόν νά τά διηγηθή κανείς. Στό τείχος εκείνης τῆς πόλεως υπήρχαν πύλες στολισμέ­νες μέ χρυσό καί άργυρο, κάτω τό δάπεδο ήταν χρυσότευκτο καί έπάνω σ' αύτό χρυσά σπίτια, θρόνοι καί τράπεζες. Όλη ή πόλις ἐφωταγωγεῖτο ἀπό ένα άνεκλάλητο φώς, εύωδίαζε παντού καί είχε όλες τίς χάρες καί έξώκοσμες ομορφιές. Τήν περιδιαβήκαμε όλη καί δέν είδαμε ἐ­κεῖ οὔτε άνθρωπο, ούτε ζώο, οϋτε πτηνό, ούτε κανένα άλλο ζώο ἤ πράγμα πού υπάρχουν έδώ κάτω στήν γή καί στόν άέρα. Στήν άκρη τής πόλεως ήταν κτισμένα θαυμα­στά βασίλεια, στήν είσοδο τών οποίων ήταν μία τράπεζα κατασκευασμένη άπό ρωμαϊκό μάρμαρο καί γύρω της έκάθοντο πλήθος άνθρώπων καί συμποσιάζοντο.

Στήν άκρη τού προθαλάμου, εκτεινόταν μία μακρά οικοδομή καί πλησίον της ένα λιακωτό (ταράτσα) πού έ­βλεπε πρός τήν τράπεζα. Άπό ἐκεῖ λοιπόν έσκυψαν καί μπήκαν μέσα δύο φωτόμορφοι νέοι, οἱ όποιοι είπαν στούς δύο Γέροντες συνοδούς μου γιά μένα: «Άς καθίση καί αύτός στήν τράπεζα». Μαζί μέ τόν λόγο τους έδει­ξαν μέ τό δάκτυλο σέ μένα καί τόν τόπο, πού μοῦ έπρότειναν νά καθίσω. Κατόπιν έφυγαν γιά άλλο τόπο τής λαμπράς έκείνης κατοικίας, ένώ έγώ έκοίταζα μέ περιέρ­γεια τά εδέσματα έκείνα τής τραπέζης, καθώς καί πολλούς άνθρώπους πού έγνώριζα άπό τήν παρούσα ζωή. Ἀφοῦ έπέρασαν άρκετές ώρες, ήλθαν πάλι μαζί μας αύτοί οἱ νέοι καί είπαν στούς δύο Γέροντες: «Νά έπιστρέψετε αύτόν πίσω καί νά φέρετε έδώ τόν μοναχό Αθανάσιο ά­πό το Μοναστήρι τοῦ Τραϊανού. Τούτο γίνεται διότι ὁ Δεσπότης Χριστός εύσπλαχνίσθηκε τά πνευματικά του παιδιά, τά όποια βαρυπενθοΰν καί στενάζουν γιά τήν ά­ναχώρησί του».

Ετσι λοιπόν οἱ δύο αὐτοί Γέροντες μέ παρέλαβαν πάλι καί γυρίζαμε πίσω ἀπό άλλη συντομότερη όδό. Στήν διαδρομή μας συναντήσαμε επτά λίμνες άπό διάφο­ρες κολάσεις καί βάσανα, διότι άλλη ήταν γεμάτη άπό πηκτό σκοτάδι, άλλη άπό φωτιά, άλλη άπό βρωμερή ο­μίχλη, άλλη άπό σκώληκες καί άλλες άπό άλλες τιμω­ρίες. Όλες οί λίμνες ήταν γεμάτες άπό άναρίθμητα πλήθη άνθρώπων, οἱ όποιοι έκλαιγαν καί ώδύροντο γοερώς.

Ἀφοῦ περάσαμε τίς λίμνες, εύρήκαμε μπροστά μας τόν σεβάσμιο Γέροντα Αβραάμ, τόν όποιον προσκύνη­σα καί άσπάσθηκα. Εκείνος μοῦ έδωσε ένα χρυσό ποτή­ρι γεμάτο κρασί, πού ήταν γλυκύτερο καί άπό τό μέλι. Κατόπιν μοῦ έδωσε καί τρία κομμάτια ψωμί πού μοῦ φά­νηκε ότι τό ένα τό έφαγα μέ τό κρασί, τό όποιο καί τό ή­πια όλο. Τά άλλα τεμάχια ένόμισα ότι τά έβαλα μέσα στόν κόρφο μου καί γι' αύτό χθες σας τά ζητούσα. Μετά άπό λίγο περάσαμε άπό τόν σκοτεινό καί γιγαντιαίο ε­κείνο δράκοντα, ό όποιος, όταν μέ είδε, έτριζε τά δόντια του λέγοντας μέ θυμό καί πικρία: «Τώρα μέν έγλύτωσες άπό τά χέρια μου, στό έξής όμως δέν θά παύσω άπό τό νά προκαλώ σκάνδαλα καί κακά έναντίον σου καί εναντίον τοῦ Μοναστηριού σου».

Αύτά είναι, όσα θυμήθηκα, πατέρες καί άδελφοί. Πώς τώρα ήλθα πάλι στόν έαυτό μου, δέν γνωρίζω καθό­λου!

Ἀφοῦ είπε αύτά ὁ Ήγούμενος Κοσμάς, εστάλη ένας αδελφός στο μοναστήρι του Τραιανού και ευρήκε τον μοναχό Αθανάσιο πεθαμένο και φερόμενο με το κρεββάτι του για ενταφιασμό. Αφού ρώτησε πότε απέθανε ό Αθανάσιος έμαθε ότι χθές την έννάτη ώρα, κατά την οποία ό Ηγούμενος Κοσμάς είδε την ανωτέρω οπτασία και ήλθε στον εαυτό του.

Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου