Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Μον. π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

 Ἕνας παντρεμένος άνθρωπος πού είχε παιδιά καί δούλους καί ἄφθονο πλούτο, ἦταν πολύ έλεήμων καί φιλόξενος. Μία νύκτα, αφού έδείπνησε, κοιμήθηκε καί τό πρωΐ τόν εὑρήκαν ξαπλωμένο στήν γῆ, ψυχρό, ἀναίσθητο, σάν νά ήταν πεθαμένος. Οί συγγενείς του τόν ἐσήκωσαν, τόν έβαλαν στό στρώμα, κάνοντάς του διάφορες γιατρειές καί ζεσταίνοντάς τον γιά νά άναζήση, άλλά μάταια έκοπίαζαν. Μετά άπό πολλές ήμέρες ήλθε στόν εαυτό του καί έρωτήθηκε άπό τούς συγγενείς του νά τούς ειπή τί έπαθε καί πού εύρισκόταν τόσες ήμέρες νε­κρός. Εκείνος δέν αποκρινόταν· μόνο έκλαιγε ἀπαρηγόρητα καί ἀκατάπαυστα καί, μέχρι τοῦ θανάτου του, δέν εἶπε τίποτε σέ κανέναν. Όταν πλησίαζε τό τέλος, ἐκάλεσε τόν μεγαλύτερο γυιό του καί τοῦ είπε τά εξής μπρο­στά σέ όλους:

«Αγαπητό μου παιδί, αύτή τήν τελευταία εντολή σου δίνω προστακτικά καί σέ διατάζω νά τήν τηρής αύστηρά όσο μπορείς. Να δίνης ελεημοσύνη στούς πτωχούς και να έχης συμπάθεια στούς ξένους και οδοιπόρους. Να τούς περιποιείσαι στό σπίτι σου με πολλή αγάπη, νά τους υπηρέτης πρόθυμα καί νά τους δίνης άφθονα, ὅσα χρειάζονται, καθώς είδες νά κάνω καί εγώ μέχρι τώρα. Διότι ἡ φιλοξενία είναι ἡ πιό ευπρόσδεκτη στόν Θεό άπ' όλες τίς άρετές καί όποιος τήν εκτελεί επι­μελώς, γιά τήν αγάπη του Θεου, ευρίσκει πολύ μισθό στήν ουράνια Βασιλεία Του. Καί γιά νά παρακινηθήτε όλοι οί συγγενείς μου σ' αυτήν τήν φιλόθεη πράξι της καλωσύνης καί συμπαθείας πρός τους ξένους καί πτω­χούς, τήν τελευταία αυτή ημέρα μου θά σας διηγηθώ τήν φοβερή οπτασία πού είδα, όταν μέ εύρήκατε ωσάν άποθαμμένον πρό ετών, κάτω στό πάτωμα τοῦ σπιτιού μας.

Γνωρίζετε ότι από τήν νεότητά μου είχα πολλή ευ­λάβεια στήν Ύπεραγία Θεοτόκο καί κάθε ημέρα της έδιάβαζα εγκώμια καί ευχές. Γι' αυτό μου τόν πόθο καί τήν αγάπη πού είχα μέ ολη μου τήν ψυχή καί τήν καρ­διά, μέ αξίωσε ό Δεσπότης, μέ τίς δικές της πρεσβείες, νά απολαύσω πολλές δωρεές καί χάριτες· μά προπαντός γιά τήν συμπάθεια πού είχα γιά τούς πτωχούς καί ξέ­νους, καθώς εσείς τό ξέρετε, υποδεχόμενος τόν καθένα μέ αγάπη καί παρέχοντας αφθονα, όλα τά χρειαζόμενα.

Τήν νύκτα εκείνη πού είδα τήν οπτασία, άκουσα φω­νή πού έφώναξε μέ τό όνομά μου λέγοντας: «Σήκω από τό κρεββάτι καί ακολούθησε με». Ὅταν σηκώθηκα, μ' επιασε βίαια εκείνος πού μέ φώναξε από τό χέρι καί μέ ώδήγησε σ' ενα μεγάλο λιβάδι. Τότε αυτός εγινε άφαντος καί εγώ μόνος μου, μή ξέροντας τί νά κάνω, άκουσα πί­σω μου ξαφνικά φοβερές φωνές καί ταραχές. Γυρίζοντας πίσω βλέπω ένα άπειρο πλήθος δαιμόνων καί ήρχοντο κατεπάνω μου νά μέ αρπάξουν ως θηρία άνήμερα. Έγώ, καθώς τούς είδα ὅσο μπορούσα, έτρεχα με ασυγκράτητο φόβο έως ὅτου έφθασα σε ένα σπίτι και μπαίνοντας μέσα έκλεισα την πόρτα. Αλλά αυτοί την έσπασαν και μπήκαν μέσα να μ' αρπάξουν. Άλλά για νά καταλάβης καλλίτερα, άκουσε και αύτά. Είναι τώρα τρία χρόνια άφ' ό­του επήρα ένα ξένο έδώ στό σπίτι μου, άπό τό βράδυ τῆς εορτής τῶν Άγίων Πάντων γιά νά τόν φιλοξενήσω, κατά τήν συνήθειά μας. Φθάνοντας στό σπίτι, εύρήκα καί άλ­λον ξένο, πού είχε κρατήσει ἡ μητέρα σου, κατά τό πρό­σταγμα μου πού τῆς είχα δώσει, νά υποδέχεται καί φιλοξενή τόν καθένα ώς άγγελο Κυρίου καί σέ λίγο έφερε άλλον ένα καί ὁ αδελφός σου. Τότε έγώ έδοκίμασα μεγά­λη χαρά πού άξιώθηκα νά υποδεχθώ καί φιλοξενήσω στό σπίτι μου τούς τρεις αύτούς ξένους κατά τόν τύπο τῆς Παναγίας Τριάδος. Τούς έφίλευσα πλουσιοπάροχα, όσο μοῦ ήταν δυνατόν, κατά τήν συνήθειά μου.

Όταν λοιπόν, επανέρχομαι στήν οπτασία, μπήκαν μέσα οἱ δαίμονες, άρχισα νά φωνάζω στόν Κύριο νά μ' έλεήση μέ τίς πρεσβείες τής Παναχράντου Μητρός Του. Τότε βλέπω τρεις ωραίους άνδρες καί μου λέγουν: «Μή φοβάσαι διότι ἐμεῖς ήλθαμε νά σέ βοηθήσουμε». Ἀφοῦ έδιωξαν τούς δαίμονες μ' ερώτησαν, έάν τούς ήξερα. Έ­γώ τούς είπα: «Όχι, Κύριοι μου, δέν σᾶς γνωρίζω». Οί δέ αποκρίθηκαν: «Ἐμεῖς είμεθα εκείνοι οί τρεις ξένοι πού έφίλευσες στό σπίτι σου μέ πλούσια καί άβραμιαία καρδιά καί μάς έστειλε ό Κύριος πρός βοήθεια σου, νά σέ ανταμείψουμε γιά τήν πολλή άγάπη πού μάς έδειξες" καί νά, οπού σέ έλυτρώσαμε άπό τά χέρια τών δαιμό­νων». Άφού είπαν αύτά, έγιναν άφαντοι.

Έγώ ευχαρίστησα τόν Θεό καί φοβούμενος νά βγω έξω μήπως μέ πειράξουν πάλι, έμεινα λίγη ώρα μέσα στό σπίτι. Μετά άπό λίγο έκανα τό σημείο τοῦ Σταυρού καί βγήκα έχοντας τήν έλπίδα μου στόν Κύριο. Ἀφοῦ εβάδισα λίγο είδα νά τρέχουν πίσω μου δαίμονες λέγοντας τα εξής: Άς τρέξουμε γρήγορα νά τόν πιάσουμε τώρα μήπως και μάς φύγη. Έγώ φοβήθηκα καί τρέχοντας περισσότερο, εφώναξα στήν Θεοτόκο: Παναγία Θεοτόκε, βοήθησε με». "Ετσι τρέχοντας έφθασα σ' ένα πύρινο πο­τάμι, πού ήταν γεμάτο φίδια καί άλλα φοβερά θηρία του Ἄδου. Τό σώμα τους ήταν όλο χωμένο μέσα στίς φλόγες καί μόνο τό στόμα τους είχαν έξω ανοικτό, ωσάν νά πει­νούσαν καί ήθελαν νά μέ φάγουν. Οί δαίμονες πού μέ κυνηγούσαν, μέ φώναζαν νά πέσω μέσα στό ποτάμι ἤ θά μέ ρίξουν εκείνοι. Έγώ τότε έκύταζα τριγύρω, εάν ύπάρχη κάποια άλλη διέξοδος, οπότε καί βλέπω ένα πολύ στενό γεφύρι ώς μία σπιθαμή καί τόσο ψηλό, ώστε μου φαινόταν πώς έφθανε στόν ουρανό. Μή ξέροντας τί νά κάνω άπ' αυτά τά τρία, δηλαδή νά πέσω στό ποτάμι, ό­που φοβόμουν τήν φωτιά καί τούς δράκοντες, νά μείνω στήν εξουσία τών δαιμόνων, πού ήταν χειρότερο ἤ νά α­νέβω τό γεφύρι; Προτίμησα τό τρίτο. "Ετσι ανέβαινα τά σκαλιά ένα ένα μέ πολύ φόβο καί κίνδυνο νά πέσω κάτω στίς φλόγες. Οί πονηροί δαίμονες μέ ακολουθούσαν μέ φωνές καί απειλές. Όταν ήμουν στήν κορυφή τοῦ γεφυριο, έφθασαν καί οί δαίμονες καί έγώ τότε μέ δάκρυα έβόησα πρός τήν Θεοτόκο: «Ύπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με». Τότε, ευρέθηκε ενώπιον μου ἡ φιλεύσπλαχνη Μητέρα της ελεημοσύνης καί μου έδωσε τό δεξί της χέ­ρι λέγοντας: «Μή φοβάσαι, αγαπημένε δοῦλε μου. Επει­δή εσύ μου έδιάβαζες εγκώμια καί προσευχές καί αγα­πούσες τούς πτωχούς, τούς ελαχίστους αδελφούς τοῦ Υ­ιού καί Δεσπότου μου, γι' αύτό ήλθα καί έγώ νά σέ βοη­θήσω στήν ανάγκη σου». Άφοῦ μου είπε αυτά μέ έκράτησε από τό χέρι καί, ώ τοῦ θαύματος! σέ μιά στιγμή μ' έφερε στό σπίτι μου καί μπήκε  ψυχή μου στό σώμα μου, ενώ εσείς μέ θεωρούσατε ώς πεθαμένο.

Λοιπόν, παιδί μου, νά μή άμελήσης καί εσύ τήν υπη­ρεσία αυτή πρός τήν Μητέρα τοΰ Παντοδυνάμου Θεού, τήν Πανάχραντη Θεοτόκο, αλλά κάθε ώρα νά την υμνολογής να την δοξάζης, οπως πρέπει και όπως μέχρι τώρα έκανα καί έγώ ό πατέρας σου. "Ετσι θά τήν έχης βοή­θεια σέ κάθε σου ανάγκη. Αυτό είναι τό πρώτο πρόσταγ­μα μου πού σου παραγγέλλω. Τό δεύτερο είναι, όπως σου προεΐπα, βίαζε τόν εαυτό σου, όσο μπορείς, νά άγαπας τούς ξένους, τούς πτωχούς, τίς χήρες, τά ορφανά, νά τούς δίνης όλα τά αναγκαία, εάν θέλης ν' άπολαύσης σ' αυτόν τόν κόσμο κάθε αγαθό καί νά κληρονομήσης καί τήν αιώνια Βασιλεία του Θεού!».

Αύτά, άφοΰ είπε ό άοίδιμος σ' όλους τούς παρευρι­σκομένους νά εύλαβοῦνται τήν Θεομήτορα καί νά βοη­θούν τούς πτωχούς, παρέδωσε τήν αγία ψυχή του στά χέ­ρια το Θεο. Ό γυιός του, ένθυμούμενος σ' όλη τήν ζωή του τίς πατρικές συμβουλές, έξήσκησε ενάρετη πο­λιτεία καί μετά τό τέλος της επιγείου ζωής του, άξιώθηκε της ουρανίου μακαριότητος.

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου