«Κάλλιο γλύστρα στὸ δρόμο τὸ δικό σου παρὰ
στὸ δρόμο τοῦ ἄλλου νὰ ’σαι ὀρθός». (Κ.Παλαμᾶς)
Τοῦ κ. Ἀριστείδου Δασκαλάκη, Μαθηματικοῦ
Ὁ καλὸς αὐλικὸς (λαϊκὸς ἢ κληρικὸς) εἶναι ἕνα ἀξιοπερίεργο πλάσμα. Παλαιότερα μπορεῖ νὰ κινδύνευε νὰ ἐκλείψει, μὰ τώρα εἶναι σὲ ἀφθονία.
Σὰν τὸν λαγοκέφαλο, τὸ δηλητηριῶδες ψάρι ποὺ «εἰσέβαλε» ἀπ’ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα στὴ Μεσόγειο, μὲ θανατηφόρα νευροτοξίνη ποὺ σκοτώνει.
Δὲν τρώγεται μὲ τίποτα.
Ἔτσι καὶ ὁ καλὸς αὐλικός, ποὺ ὑποτάσσεται σὲ κάθε παράγγελμα τοῦ ἀφεντικοῦ.
Δὲν τὸ γνωρίζει (τὸ ἀφεντικό). Φτάνει ποὺ ξέρει τὶς ὀρντινάτσες τοῦ ἀφεντικοῦ. Αὐτὲς εἶναι γι’ αὐτὸν οἱ κύριοί του, ποὺ θὰ ποῦν ἕνα καλὸ λόγο γι’ αὐτὸν, ποὺ θὰ τοῦ πετάξουν ἕνα ξεροκόμματο ἐλευθερίας, ἰσχύος, ἀναγνώρισης ἢ συντήρησης τῶν μέχρι τώρα δικαίως ἢ ἀδίκως ἀποκτηθέντων, ἔστω καὶ μίας μικρῆς ἀπώλειας αὐτῶν σὲ σχέση μὲ τὴν πλειοψηφία.
Κόλακας καὶ ὑποτελὴς ἀπὸ κάθε ἄποψη. Δύσκολα ταξινομεῖται ὡς εἶδος.
Παρότι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἔχουν μία ψυχὴ αὐτὸς διαθέτει «πολλές».
Ἄλλοτε ἀλαζόνας κι ἄλλοτε ταπεινὸς (κατὰ τὸ φαίνεσθαι). Ἄλλοτε ἀποκρουστικὰ φιλάργυρος κι ἀχόρταγα ἄπληστος. Συχνὰ σπάταλος γιὰ τὰ ἐν οἴκῳ, μὰ πάντα σφικτοχέρης γιὰ τὰ ἐν δήμῳ.
Ἀπ’τὴν μία τὸν βλέπουμε νὰ ἐπιδεικνύει ἀποφασιστικὴ τόλμη μὲ ἄρωμα ἰδιοτέλειας, καὶ ἀπ’τὴν ἄλλη ἐπονείδιστη δειλία γιὰ τὰ ἀνώτερα καὶ ἀξιότερα.
Πότε μὲ αὐθάδη ἀλαζονεία, ὅταν θεωρεῖ ὅτι ἑδραιώνεται καὶ πότε μὲ ἐξεζητημένη εὐγένεια, ὅταν νιώθει πὼς ἀπειλεῖται.
Ἕνας καθαρόαιμος Ἰανός.
Τὸ ἀφεντικὸ –μέσῳ τῆς ὀρντινάτσας– ἀναλαμβάνει τὴν ἱκανοποίηση τῶν καπρίτσιων του κι ἔχει μοναδικὴ μέριμνα νὰ ἐξυπηρετεῖ τὶς ἀνάγκες του, καθότι χωρὶς αὐτὸν δὲν ὑπάρχει.
Ἀρκεῖ ὁ αὐλικὸς νὰ συνεισφέρει στὸν στόχο τοῦ ἀφεντικοῦ. Νὰ μηχανεύεται χίλιους τρόπους νὰ βασανίζει καὶ νὰ ἐκμεταλλεύεται τὰ ἔθνη.
Ἔτσι ὁ αὐλικὸς πέρα ἀπ’τὴν δεδομένη ἄνευ ὅρων ὑποταγή, πληρώνει τὸ ἀφεντικὸ μὲ φιλοφρονήσεις, μὲ τυφλὴ προσήλωση στὸ πρόσωπό του, κολακεῖες καὶ μικροπρέπειες. Κεφαλοκλισίες σὲ κάθε μέτρο, λόγο ἢ πράξη τοῦ ἀφεντικοῦ ἀσχέτως κοινωνικοῦ ὀφέλους ἢ ζημίας. Κάθε ταλέντο καὶ χάρισμα ποὺ τοῦ δόθηκε ἀπ’τὸν Θεὸ τὸ ἀνταλλάσσει μὲ τὴν εὔνοια τοῦ ἀφεντικοῦ ἢ τῆς ὀρντινάτσας του.
Ἡ ἰδιότητα τοῦ αὐλικοῦ, ἐπάγγελμα ποταπό. Αἰσχρὸ, ὅπως τὸ ἀρχαῖο ἐπάγγελμα τῆς ἐκπόρνευσης.
Ξεπουλᾶ στὴν ἀγορὰ τῶν ἀξιῶν, ἱστορία, πίστη, γλώσσα, πολιτισμό. Ἀντὶ πινακίου φακῆς. Λίγη ἀκόμα ἐξουσία, μία στάλα ἐλευθερίας στὴν παγκόσμια σκλαβιά. Ἂς τοῦ βγάλουν τὴν ἁλυσίδα ἀπ’τὸ πόδι, νὰ μπορεῖ νὰ περπατήσει λίγο μέσα στὸ κλουβὶ – ποὺ εἶναι εἰδικὴ παραγγελία γι’ αὐτὸν- κι ἂς τοῦ πάρουν τὴν ψυχή.
Θυσιάζει ἐπὶ μονίμου βάσεως τὴν ἐντιμότητά του, τὴν ὑπόληψή του, τὴν ὑπερηφάνειά του, τὴν αἰδῶ καὶ τὶς τύψεις. Δὲν συναισθάνεται τὸ τίμημα αὐτῆς τῆς θυσίας.
Ὀχυρώνει τὴ συνείδησή του πίσω ἀπ’τὴ συνήθεια τῆς περιφρόνησης τῆς ἀρετῆς, ποδοπατώντας κάθε ἀξία καὶ τὸν ἴδιο τὸν λόγο τοῦ Κυρίου.
Ὅμως ἡ συνείδηση «ἐνοχλεῖ» καὶ ὁδηγεῖ σὲ ψυχοσωματικὲς βλάβες.
(Τὸ εἶχε πεῖ ὁ Παπαδιαμάντης «ἡ ἠχὼ τῆς συνείδησης ὅσο καὶ ἂν πιεσθεῖ ὅσο καὶ ἂν συμπηχθεῖ μιλάει πάντοτε καὶ σπάνια ἐπιστομίζεται»).
Αὐτὸς ὁ αὐλικὸς πέρα ἀπ’τὸ βασικὸ ἐπάγγελμά του, τὴν κολακεία καὶ τὴν ὑποταγή, μπορεῖ, γιὰ νὰ μὴ τὸν ὑποψιασθοῦν νὰ ἐκτελεῖ κι ἄλλο ἐπάγγελμα.
Ἂν εἶναι δημοσιογράφος παπαγαλίζει κείμενα ἕτοιμα,ζεστά, ποὺ ἀποστέλλονται γιὰ κάθε περίσταση ἀπὸ τὶς ὀρντινάτσες. Δὲν ὑπηρετεῖ τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἀλλὰ τὴν στοίχισή του μὲ αὐτὰ ποὺ τοῦ ὑπαγορεύονται.
Ἀργυρώνητος δημοσιογραφίσκος, ὑπερθεματίζει σὲ κάθε ἐνέργεια κυβερνητικὴ, νόμο ἢ ΚΥΑ ποὺ πλήττει τὸν λαὸ. Λοιδορεῖ κάθε ἕνα ποὺ τολμᾶ νὰ ἀντισταθεῖ ἢ ἁπλῶς νὰ ἐκφράσει ἔστω κι ἐλάχιστη ἀντίθεση.
Ἐπαίρεται ὡς θεματοφύλακας τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ἀποτελεῖ ὄργανο ἐπιρροῆς, διαμόρφωσης συνειδήσεων, ἐκτόνωσης τῆς λαϊκῆς ἀντίδρασης. Κοάζει συνεχῶς μὲ ρυθμὸ καὶ νεοταξικὸ σκοπὸ ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύουν οἱ κρατοῦντες.
Καταφέρνει νὰ σιγάσει τὴν ἐνοχλητικὴ φωνὴ τῆς καρδιᾶς, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ τὶς κραυγὲς τῆς λογικῆς.
Ἐὰν εἶναι ἰατρὸς τότε εἶναι πανέτοιμος ὁποιαδήποτε στιγμὴ νὰ τσαλαπατήσει τὸν ὅρκο τοῦ Ἱπποκράτη.
(Νὰ μεταδίδω τοὺς κανόνες ἠθικῆς, τὴν προφορικὴ διδασκαλία καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἰατρικὲς γνώσεις …Θὰ χρησιμοποιῶ τὴ θεραπεία, γιὰ νὰ βοηθήσω τοὺς ἀσθενεῖς κατὰ τὴ δύναμη καὶ τὴν κρίση μου, ἀλλὰ ποτὲ γιὰ νὰ βλάψω ἢ νὰ ἀδικήσω. Οὔτε θὰ δίνω θανατηφόρο φάρμακο σὲ κάποιον ποὺ θὰ μοῦ τὸ ζητήσει, οὔτε θὰ τοῦ κάνω μία τέτοια ὑπόδειξη.
…Σὲ ὅσα σπίτια πηγαίνω, θὰ μπαίνω, γιὰ νὰ βοηθήσω τοὺς ἀσθενεῖς καὶ θὰ ἀπέχω ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐσκεμμένη βλάβη καὶ φθορά,….
Ἂν τηρῶ τὸν ὅρκο αὐτὸ καὶ δὲν τὸν παραβῶ, ἂς χαίρω πάντοτε ὑπολήψεως ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴ ζωή καὶ γιὰ τὴν τέχνη μου. Ἂν ὅμως τὸν παραβῶ καὶ ἐπιορκήσω, ἂς πάθω τὰ ἀντίθετα).
Θεοποιεῖ τὴν ἐπιστήμη προσπαθώντας νὰ ἐξοβελίσει τὸν Χριστὸ ἀπὸ κάθε σπιτικό. Ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει θεὸς στὴ θέση τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἔτσι θὰ καταφέρει νὰ ἐκτελέσει ἀπρόσκοπτα τὸ σκοτεινὸ ἔργο ποὺ τοῦ ἔχουν ἀναθέσει.
Ἐὰν εἶναι πολιτικὸς συντάσσεται μὲ τὶς εἰσαγόμενες ἀπ’ τὴν ἑσπερία ἐντολὲς.
Μόνη του ἰδεολογία ἡ ὑποταγή.
Ἐὰν εἶναι κληρικὸς καὶ δὴ ἐπίσκοπος, ἀνταλλάσσει τὸν Θεό, τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν Ἁγία Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ἐξουσία, μὲ ὀφφίκια, μὲ ἀναστολὴ ἐφοριακῶν ἐλέγχων, μὲ προβολὴ, μὲ ἀργύρια προδοσίας.
Φιλάει χέρια καρδιναλίων, τοῦ πάπα, εὐλογεῖ μασόνους, βγάζει ἐγκόλπια νὰ μὴ προσβάλλει ἀπίστους, εὐλογεῖ τὸ κοράνι, λοιδορεῖ τὴν Πατερικὴ παράδοση, καταδιώκει ὁμολογητὲς κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.
Θεωρεῖ τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τσιφλίκι του, ἀμπαρώνει τὶς εἰσόδους, ἀπαγορεύει τὰ Ἱερὰ Μυστήρια κατ’ ἐντολὴ τῶν κρατούντων, μετατρέπει τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς σὲ συναυλιακοὺς (ἢ συνεδριακοὺς) χώρους, ὅπου μπροστὰ ἀπ’ τὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἀοιδοὶ (ἢ φορεῖς τῆς πλάνης) κράζουν ἀηδίες καὶ μολύνουν τὸν χῶρο.
Πρότυπό του ἡ «ζῶσα ἐκκλησία» τῆς πάλαι ποτὲ Σοβιετίας.
Κι οὔτε λόγος νὰ γίνεται γι’ αὐτὸν γιὰ τὴν αὐταπάρνηση ποὺ προϋποθέτει ὁ μοναχισμός.
Ἀνάμεσα σὲ ὅλες τὶς τέχνες, ἡ τέχνη τῆς ἀνέλιξης εἶναι ἡ πλέον ἐπίπονη.
Εἶναι σημαντικὴ κατάκτηση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς δώρισε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀξιοπρέπεια, τὸν αὐτοσεβασμὸ καὶ πολλὲς ἄλλες ἀρετὲς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται προσπάθεια νὰ καταπατηθοῦν.
Ἡ ψυχὴ ἐξανίσταται, ὅταν προσβάλλεται ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλευθερία, ἡ ἰσότητα.
Ὁ καλὸς αὐλικὸς μαθαίνει καὶ ἀσκεῖται στὸ νὰ καταπνίξει ἐν τῇ γενέσει της αὐτὴ τὴν ἐπικίνδυνη τάση τῆς ψυχῆς. Ὁ ἐπιτήδειος αὐλικὸς φθάνει εὔκολα στὸ ἀπαιτούμενο σημεῖο ἀναισθησίας.
Εἶναι ἀξιέπαινος, γιατί μόνο αὐτὸς ἀναγκάζεται καὶ προορίζεται ἀπ’ τὴν ἱστορία νὰ κατατροπώσει τὰ συναισθήματά του, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴ φύση του ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, νὰ καταπατήσει τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο.
Δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἄλλους θνητούς. Μὲ σπονδυλικὴ στήλη εὔκαμπτη κι εὐλύγιστο σβέρκο, μία εὐλογημένη ἀνθρωπολογία γιὰ τὴ νέα τάξη πραγμάτων.
Εἶναι ὁ τέλειος συνεργάτης. Ὁ τέλειος ὑποτελής. Ἢ μᾶλλον ἕνα τίποτα ποὺ περιμένει ἀπ’ τὸν κύριό του νὰ τοῦ παράσχει δόσεις ζωῆς.
Ἀπαγορεύεται νὰ ἔχει ἄποψη, νὰ ἐκφέρει γνώμη, νὰ σκέφτεται.
Πρέπει ἁπλῶς νὰ προαισθάνεται τὴν ἄποψη τοῦ κυρίου του καὶ νὰ προετοιμάζει τὰ πλήθη παρασύροντάς τα πρὸς αὐτή.
Πρέπει νὰ ἔχει μόνιμη τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ κύριός του δὲν σφάλλει ποτέ.
Χρειάζεται γερὸ στομάχι, νὰ μπορεῖ νὰ χωνεύει κάθε προσβολὴ ποὺ ἐκτοξεύεται πρὸς αὐτόν. Τοῦ ἀπαγορεύεται κάθε μορφασμὸς δυσαρέσκειας, ἀπογοήτευσης.
Πάντα μὲ τὴν ἐπίφαση τῆς φιλίας καταφέρνει νὰ πλανᾶ καὶ νὰ παρασύρει τοὺς ἐχθρούς του.
Μπορεῖ νὰ ἀγκαλιάσει μὲ θέρμη τὸν ἀντίπαλο καὶ ὅταν τὸ ἀπαιτοῦν οἱ περιστάσεις νὰ τὸν στραγγαλίσει.
Οὐσιῶδες πάντως καὶ πρωταρχικὸ ἀντικείμενο τῆς σπουδῆς του εἶναι νὰ γνωρίζει τὶς ἀδυναμίες τοῦ κυρίου του, τὰ λάθη καὶ τὶς παρασπονδίες του, ὥστε ὅταν χρειασθεῖ, ἂν κινδυνεύσει, νὰ τοῦ ἐκτοξεύσει τὸ δηλητήριό του κατάμουτρα.
Εἶναι προσηνὴς καὶ φαινομενικὰ ἐγκάρδιος. Φέρεται ὑπεροπτικὰ σὲ κάποιους καὶ προκλητικὰ δουλικὰ σὲ ἄλλους. Ὅλη του ἡ ζωή μία δυσβάστακτη ἀγγαρεία, ἕνας ἐφιάλτης στὸν ὁποῖο ἔχει ἐθιστεῖ.
Καὶ μέσα στὴν πλάνη καὶ τὴ σκληροκαρδία του δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει ὅτι ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἐφιάλτη μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ τὸν βγάλει.
Δὲν ἀκούει τὰ «οὐαὶ» τοῦ Κυρίου.
Βαδίζει μὲ βεβαιότητα στὴν ἀπώλεια. Νομίζει πὼς κτίζει καριέρα, μέχρι κάποια στιγμὴ κάποιος αἰσθανθεῖ ὅτι δὲν τὸν χρειάζεται πλέον.
Κι ἐνῷ οἱ δαίμονες περικυκλώνουν τὸ κρεβάτι του, αὐτὸς κοιμᾶται καὶ ξυπνάει μὲ τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἐπιτυχίας.
Ἕως ὅτου τὸ ρολόι τῆς καρδιᾶς σταματήσει νὰ τοῦ παρέχει ἐπιπλέον λεπτὰ πλάνης, ἁμαρτίας, καταδίκης.
Καὶ ἀποδεικνύεται ὁ στίχος «πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης» (Ψαλμ. 115,2).
Ὄχι ὅτι λέει ψέματα, ἀλλὰ ὁ ἴδιος εἶναι ἕνα ψέμα.
Ὅτι «Χοῦς εἶ καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει».