ΜΟΝΑΧΟΥ
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ
Στά μέσα Μαρτίου τού 1996, ὁ τότε
προσωρινός υπεύθυνος τής Ιεραποστολής τού Κολουέζι ίερομ. π. Γρηγόριος Γρηγοριάτης
απεφάσισε να επισκεφθή τις ενορίες μιας περιοχης. Πήρε μαζί του τόν κογκολέζο
Ιερέα π. Ιάκωβο, ελληνομαθή, δύο παιδιά τού οικοτροφείου, τά άναγκαια τρόφιμα,
τά εκκλησιαστικά τους είδη καί μέ τό «λαντρόβερ» ξεκίνησαν γιά τά χωριά
Μουσοκατάντα, Καγκέα καί Τσιπάγια. Τό πρώτο χωριό απέχει άπό τό Κολουέζι 70
χιλιόμετρα.
Μέ τήν θεία βοήθεια έφθασαν τό
άπόγευμα στό πρώτο χωριό. Συγκεντρώθηκαν οί Χριστιανοί, τούς ύποδέχθηκαν, τέλεσαν
τόν Εσπερινό καί στήν συνέχεια τήν Ιερά Έξομολόγησι καί τήν νύκτα τήν πνευματική
συζήτησι.
Τό πρωί τέλεσαν τήν Θεία Λειτουργία
κι, ἀφοῦ έφαγαν κάτι, ξεκίνησαν γιά τό δεύτερο χωριό, τήν Καγκέα. Μά, δέν είχαν βγεῖ άκόμη άπό τό πρώτο χωριό καί τ' αύτοκίνητό τους παρουσίασε άπανωτές
βλάβες. Σταματούσε ἐκεῖ πού δέν ύπήρχε λόγος. Εσβηνε ἡ μηχανή του. Ἔβγαζαν οί Πατέρες μέ τόν όδηγό τό φίλτρο τοῦ πετρελαίου, τό καθάριζαν
καί πάλι άδύνατον νά ξεκινήσει. Όταν άναβε ἡ μηχανή, έπήγαιναν 50-100 μέτρα καί
πάλι τ' αύτοκίνητο σταματούσε.
Αλλαξαν πορεία. Απεφάσισαν νά
επιστρέψουν στό Κολουέζι. Ἡ πρώτη αιτία πού βρήκαν καί τούς άνάγκασε νά
έπιστρέψουν, όπως μοῦ εἶπε ὁ παπα Γρηγόριος, όταν επέστρεψαν, ήταν ἡ εξής: Στό
τέρμα τοῦ χωριοῦ Μουσοκατάντα είδαν αριστερά τους μισογκρεμισμένα κτίρια. Ό π.
Ιάκωβος ενημέρωσε τούς άλλους ότι εδώ είναι οί φυλακές τοῦ προέδρου τοῦ χωριοῦ.
Οί φυλακισμένοι, κυρίως νέοι μέ βασικά παραπτώματα μικροκλοπές, μένουν μέσα σ'
αύτά τά κτίρια, χωρίς νά μπορούν νά φύγουν. Τό παράδοξο είναι ότι οί φυλακές
δέν έχουν πόρτες καί παράθυρα. Οί φυλακισμένοι είναι ερμητικά ασφαλισμένοι.
Πώς είναι δυνατόν αὐτό; Είναι δεμένοι μέ άόρατα δεσμά. Ό πρόεδρος τού κάθε
χωριού, πού είναι ταυτόχρονα καί μάγος, τούς έχει δέσει μέ τήν δύναμι τοῦ
σατανά. Ἔτσι δέν φοβάται μή τοῦ φύγουν. Γι' αύτό οί φυλακές είναι
αφύλακτες από σιδερόπορτες και φύλακες.
Ό παπα Γρηγόριος λοιπόν, συνεπέρανε
ότι ὁ μάγος θά τούς έμπόδισε, γιά νά μήν επιτελέσουν τό έργο τοῦ Θεοῦ καί στίς
άλλες ένορίες. Παρότι, Βέβαια ή μαγεία ἐκεῖ είναι παντού διαδεδομένη, οί
εκπρόσωποι της δέν εμποδίζουν στά φανερά τό έργο τῶν Ιεραποστολών. Άλλωστε τήν
Όρθόδοξη Έκκλησία, έφ' όσον δέν γνωρίζουν τό περιεχόμενο της καί τήν αλήθειά
της, τήν θεωρούν μιά άπό τίς διάφορες θρησκευτικές Κοινότητες καί, φυσικά δέν
έχουν κάποιο όφελος νά τήν πολεμήσουν. Οσοι τήν γνωρίζουν, τήν σέβονται, τήν
φοβούνται καί τήν υπολογίζουν. Επιστρέφοντας μέ τό ίδιο αύτοκίνητο οί άδελφοί
γιά τό Κολουέζι, καθ' όδόν έξεπλήσσοντο γιά τό «πέταγμα» τού αύτοκινήτου τους.
Ετρεχε ώσάν βολίδα, χωρίς τήν παραμικρή Βλάβη. Απέδωσαν λοιπόν, τήν άποτυχία
γιά τήν συνέχισι τού ιεραποστολικού τους έργου στόν μάγο.
Μετά άπό ένα μήνα οί ίδιοι Πατέρες
βρέθηκαν γιά περιοδεία σέ άλλη γειτονική περιοχή, στά χωριά τής Μπουκάμα. Ὅταν έπέστρεφαν, κάποιος από τό χωριό Τσιπάγια είπε στόν π. Ιάκωβο τά
εξής: «Τό γεφύρι τοῦ ποταμοῦ πού χώριζε τά δύο χωριά Καγκέα καί Τσιπάγια κόπηκε
στά δύο κι έπεσε μέσα στά νερά». Ξαφνιάσθηκε άκόμη πιό πολύ ό π. Ιάκωβος, όταν ὁ άνθρωπος εκείνος τού άνέφερε καί τήν ημέρα πτώσεως τῆς γεφύρας. Ήταν ἡ μέρα
εκείνη πού οί Πατέρες, πρίν ένα μήνα έτοιμάζοντο νά περάσουν τήν γέφυρα γιά νά
πάνε στό χωριό Τσιπάγια.
Χωρίς άμφιβολία, όλοι μας τότε
δοξάσαμε τόν Θεό γιά τήν έπέμβασί του νά διασώσει τούς Πατέρες καί τό αὐτοκίνητο από βέβαιο πνιγμό. Ό π. Γρηγόριος μοῦ είπε τότε: «Πάρε μολύβι καί
χαρτί καί γράψε. Δέν πρέπει νά ξεχασθή αύτό τό θαυμαστό γεγονός. Ό Θεός μάς
έσωσε άπό Βέβαιο πνιγμό. Δοξασμένο ναναι τό Ονομά Του».
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου