«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Μον. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἡ ῾Ιερά Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου, θά εἶναι διά τόν Γέροντα Ἐμμανουήλ, ἡ τελευταία του Μετάνοια, ἡ τελευταία ἐπί τῆς γῆς κατοικία, μετά τήν ὁποίαν θά τόν περιμένῃ ἡ αἰώνια κατοικία τῶν ζώντων ἐν τῷ παραδείσῳ.
Εὑρισκόμενος τώρα, (1995), ἀνάμεσά μας, εἶναι μοναδική χαρά καί εὐλογία νά τρέξωμε κοντά του, ν᾿ ἀκούσωμε πολλά ἀπό τά γεγονότα μιᾶς ὁλοκλήρου ζωῆς ἀφιερωμένης εἰς τόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο. Μέ τό θάρρος λοιπόν τῆς ἐν Χριστῷ φιλαδελφίας καί ἀγάπης, κτύπησα τήν πόρτα τοῦ κελλίου του ἀρκετές φορές, καί δέν βγῆκα ζημιωμένος, οὔτε ἐγώ οὔτε ὅσοι ἐπιθυμήσουν νά ἀναγνώσουν, ὅσα ἀπεκόμισα ἀπό τόν Γέροντα.
Καί πρίν ἀκόμη ἐγγραφῇ ὡς Γρηγοριάτης ἀδελφός στήν Μονή μας, τόν εἶχα ἐπισκεφθεῖ στό κελλίον του, τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων τῆς Νέας Σκήτης. Καί τότε μοῦ εἶχε ὁμιλήσει πολλά. ῞Ολα αὐτά μαζί μέ τήν βιογραφία του, θά προσπαθήσῳ, καί μέ τίς εὐχές τοῦ σεβαστοῦ μου Γέροντος π. Γεωργίου, ῾Ηγουμένου τῆς ῾Ιερᾶς μας Μονῆς, νά τά παρουσσιάσῳ πρός ἰδικό μας ὄφελος καί ἀῒδιον μνημόσυνο τοῦ Γέροντος Ἐμμανουήλ, ὁ ὁποῖος ἑτοιμάζεται γοργά γιά τίς αἰώνιες Μονές.
Γεννήθηκε στό Πλωμάριο τῆς Λέσβου τό 1918. ῏Ητο ἕνας ἀπό τά 13 παιδιά τῶν εὐσεβεστάτων γονέων, Δημητρίου καί Χρυσάνθης. Οἱ συμπατριῶτες του, ὅταν ἤθελον νά εὐχηθοῦν σέ νεονύμφους τοῦ χωριοῦ, τούς ἔλεγον: «Νά ὁμοιάσετε μέ τό ἀνδρόγυνο τοῦ κύρ Δημητροῦ». Τόσο παροιμιώδης ἦτο ἡ ἀγάπη καί ἀφοσίωσίς τους πρός τόν Θεόν. Κάθε Κυριακή καί μεγάλη ἑορτή, οἱ γονεῖς του ξυπνοῦσαν καί ἑτοίμαζον τά παιδιά τους, μία ὥρα πρίν κτυπήσῃ ἡ καμπάνα γιά τήν ἐκκλησία. ῞Ολα τά παιδιά, πηγαίνοντας εἰς τήν ἐκκλησία, ἐσχημάτιζον εἰς τόν δρόμο μία ἁλυσίδα. διότι περπατοῦσαν πιασμένα χέρι-χέρι, ὅπως τά συμβούλευεν ἡ μητέρα τους.
Οὐδέποτε ἄφηναν τίς νηστεῖες καί τίς καθιερωμένες κατ᾿ οἶκον προσευχές. Κεριά, λιβάνι πρόσφορα καί ἄλλα δῶρα γιά τήν ἐκκλησία οὐδέποτε ξεχνοῦσαν νά προσφέρουν. ῎Ετσι ὅλα τά παιδιά τους ἀπέκτησαν τόν φόβον τοῦ Θεοῦ. Δέν ἐπέζησαν ὅλα. Ἀπό τά 13 ἔμειναν τά 7, ἀπό τά ὁποῖα τά 5 ἔγιναν Μοναχοί, ἤ ἔζησαν ἀφιερωμένη ἀσκητική ζωή, καί μόνο δύο ὑπανδρεύθησαν. Τό ἕνα ἀπ᾿ αὐτά ἔγινε Μητροπολίτης Μηθύμνης. ῏Ητο ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἰάκωβος Μαλλιαρός, ὁ ὁποῖος ἦτο ἁγία μορφή. Σχετικά μέ αὐτόν θά μᾶς διηγηθῇ παρακάτω ὁ ἀδελφός του Γέρων Ἐμμανούλ. Δύο ἀπό τίς ἀδελφές του ἡ Βασιλική καί ἡ Περσεφώνη, ἀφιερώθησαν στόν Θεό μέ τόν πόθο νά ἐνδυθοῦν τό Ἀγγελικό Σχῆμα, ἀλλά δέν ἐπρόλαβαν. Εἶχαν ὑποχρεώσεις.
῾Ο ἴδιος ὁ π. Ἐμμανουήλ, ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἦτο τύπος μέ ἡγετικά χαρίσματα. Γι᾿ αὐτό, ὅταν μέ τ᾿ ἄλλα παιδιά τῆς γειτονιᾶς ἔφτιαχναν ἐκκλησίες, πάντα ὡς ἱερέα ἔβαζαν τόν Ἐμμανουήλ. Αὐτό ἦτο καί τό βαπτιστικό του ὄνομα.
῞Οταν ἐμεγάλωσε, ἐσπούδασε καί ἐπῆγε στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ γιά πολλά χρόνια ἐργάσθηκε ὡς ὑπάλληλος τῆς Τραπέζης τῆς ῾Ελλάδος. Συχνά ὅμως ἐπήγαινε στά ἀδέλφια του νά τά ἐπισκεφθῇ,νά συμπροσευχηθῇ καί νά ἐνισχυθῇ στόν πνευματικόν του ἀγῶνα. Τότε ὁ κληρικός ἀδελφός του, ἦτο ῾Ιεροκῆρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Παροναξίας.
-Γέρο Ἐμμανουήλ, πῶς ἀποφασίσατε νά γίνετε Μοναχός;
-Μία περίοδο ζοῦσα μέ τά ὑπόλοιπα ἀφιερωμένα ἀδέλφια μου στήν Ἀθήνα, κοντά στήν ῾Αγία Αἰκατερίνη τῆς Πλάκας. Ἐπικεφαλῆς ὁ κληρικός ἀδελφός μου, εἶχε ἐπιβάλει στό σπίτι μας καλογερικό πρόγραμμα. Ἐγώ ἀσυνήθιστος ἀκόμη σέ τέτοια περιωρισμένα προγράμματα, ἐπέστρεφα τό βράδυ εἰς τό σπίτι στίς 10 ἡ ὥρα. Μοῦ εἶπε τότε ὁ ἀδελφός μου: «Ἀδελφέ μου δέν ἠμπορεῖς νά ἔρχεσαι στό σπίτι, μετά τίς 10. Ἐδῶ εἴπαμε ὅλοι νά καλογερέψωμε μαζί μέ τίς ἀδελφές μας. Ποῦ εἶναι τό Ἀπόδειπνο γιά σένα, ποῦ εἶναι οἱ μετάνοιες καί τά κομβοσχοίνια σου; Λοιπόν ἀποφάσισε, τί ζωή θέλεις νά κάνῃς; Σοῦ δίδω περιθώριο ἕξι μῆνες. Ἐάν θέλῃς γυναῖκα νά σέ ὑπανδρεύσωμεν, ἐάν ὄχι, θ᾿ ἀκολουθήσῃς τήν ζωή τῆς ἐγκρατείας ὅπως καί ἐμεῖς».
Ἐγώ ἀφοῦ προσευχήθηκα καί σκέφθηκα πολύ, τελικά ἀπεφάσισα νά ἀκολουθήσῳ τά ἀδέλφια μου. Εἶπα στόν ἀδελφό μου τήν ἀπόφασίν μου, καί ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε ἀμέσως βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, μέ δίδαξε τό κομβοσχοίνιο καί τίς Ἀκολουθίες τοῦ 24ώρου, κι ἔτσι μπῆκα καί ἐγώ στό δικό τους πρόγραμμα.
Γέροντάς μου, ὁ ὁποῖος μέ διάβασε ρασοφόρο Μοναχό, ἦτο ὁ μακαριστός παπᾶ Ἐλπίδιος, ἀδελφός τοῦ ἁγίου ῾Οσιομάρτυρος Φιλουμένου τοῦ ῾Ιεροσολυμίτου, τοῦ ὁποίου τό Λείψανο παραμένει ἀδιάφθορο ἀπό τότε ὅπου ἀνακομίσθη ἐκ τοῦ τάφου του. Αὐτός ὁ Γέροντάς μου, ἦτο τότε ἐφημέριος στό Νοσοκομεῖο τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ. Ἀφ᾿ ὅτου ἐπῆρα μειωμένη τήν σύνταξίν μου ἀπό τήν ἐργασία μου, ἔφυγα μέ τόν Γέροντά μου καί ἤλθαμε εἰς τό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἐπήραμε τό κελλί «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου» στήν Νέα Σκήτη. Μαζί του ἔζησα περίπου 10 χρόνια. ῾Ο ἴδιος, λόγῳ ἐγκεφαλικοῦ έπεισοδίου, μετέβη στήν Ἀθήνα, ἀλλά δέν ἐπέστρεψε. Ἐκοιμήθη ἐκεῖ καί ἐτάφη στήν ῾Ιερά Μονή ῾Αγίας Τριάδος Ἀττικῆς. Ἐπρόκειτο περί ἁγίου ἀνθρώπου. Κι αὐτό φαίνεται ἀκόμη ἀπό τό γεγονός ὅτι ἔδωσε ἐντολή νά μήν ἀνοίξουν τόν τάφο του. Μετά ταῦτα, ἐγώ ἐπῆρα στήν ἰδίαν Σκήτη τό κελλί τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, ὅπου παρέμεινα μέχρι τό 1995, ὁπότε ἦλθα ἐδῶ στήν Ἱερά Μονή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου.
-Σᾶς ἔχουν συμπαρασταθῆ, Γέροντα, οἱ ῞Αγιοι στήν ζωήν σας;
-Οἱ ῞Αγιοι, ἀδελφέ μου, εἶναι οἱ μεγάλοι μας ἀγαπημένοι ἀδελφοί. Νά τούς κυνηγᾶμε διατί τούς ἔχουμε ἀνάγκη. Περιμένουν καί αὐτοί νά τούς παρακαλέσωμε, γιά νά μᾶς ἐπισκιάσουν μέ τήν Χάριν τους. Ἐγώ ἐάν ἀξιωθῶ καί πάω ἐπάνω (στόν Παράδεισο), φοβοῦμε μήπως μοῦ εἰπῆ ὁ Κύριος: «Καλά, εὐλογημένε, ἐμένα μέ παραμελοῦσες, τοὐλάχιστον τούς ῾Αγίους μου δέν ἐτίμησες;». ῞Ολοι οἱ ῞Αγιοι, εἶναι πρόθυμοι νά μᾶς βοηθήσουν.
Ἐγώ κάποτε, ὡς Μοναχός θυμᾶμαι, ἤμουν πολύ ἄρρωστος. ῎Επρεπε νά κάνω μία ἐγχείρησι στήν καροτίδα. Οἱ ἰατροί μοῦ εἶπαν, ὅτι ἐάν δέν τήν κάνω, θά τελειώσω τήν ζωήν μου σέ ὀλίγες ἡμέρες. Ἐάν θά τήν κάνω, θά συμβοῦν δύο πράγματα· ἤ θά πεθάνω ἐπάνω εἰς τήν ἐγχείρησι, ἤ θά παραμείνω «φυτό». Εἶπα στόν ἑαυτόν μου, ὅτι ἐκείνη τήν νύκτα θά κάνω ἀγρυπνία, νά παρακαλέσω τόν Χριστό, τούς ῾Αγίους μας, νά μέ πληροφορήσουν τί πρέπει νά κάνω. Προσευχόμουν ὄρθιος ἐπί ἀρκετές ὧρες. Κουράσθηκα κάι κάθισα λίγο νά ξεκουρασθῶ. Τότε μέ πῆρε ὁ ὕπνος καί εἶδα τό ἑξῆς ὄνειρο.
Εἶδα ὅτι εὑρισκόμουν σέ μία ἐκκλησία. Στό τέμπλο τῆς ὁποίας οἱ ῞Αγιοι ἦσαν διαστάσεων τριῶν μέτρων καί φάρδους δύο μέτρων. Μέ θαυμασμό ἔβλεπα, ὅτι τά πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ, καί τῆς Παναγίας, ἦσαν ζωντανά, δηλαδή ἐστέκοντο ἐκεῖ ὡς ζωντανοί ἄνθρωποι. Ἐπλησίασα στόν Χριστό, τοῦ ἔβαλα τρεῖς μετάνοιες, καί τοῦ εἶπα· «Πές μου Δέσποτα Χριστέ μου, εἶναι θέλημά σου νά γίνῃ ἡ ἐγχείρησις ἤ ὄχι;» Ἐκεῖνος μοῦ χαμογέλασε χωρίς νά μοῦ μιλήσῃ. Μετά ἐπῆγα δίπλα στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Στεκόταν σοβαρή, ὁλόσωμη καί μέ ἐκύτταζε. Τῆς εἶπα: «Παναγία μου, ἐσύ εἶσαι ἡ ἐγγυήτριά μου στόν Χριστό γιά τήν σωτηρία μου. Σέ παρακαλῶ, πές μου τί νά κάνω;» Καί ἐκείνη μοῦ χαμογέλασε χωρίς νά μοῦ μιλήσῃ. Τότε ἀναρωτήθηκα εἰς τόν ὕπνο μου: «Σέ ποῖον ῞Αγιο ἄρα γε νά εἶναι ἀφιερωμένη αὐτή ἡ ἐκκλησία;». Κυττάζω δίπλα, καί τί βλέπω; Τόν ῞Αγιο Μηνᾶ. Αὐτόν τόν ῞Αγιο τόν εὐλαβούμην ἀπό χρόνια καί τόν αἰσθανόμουν στενό φίλο καί σύντροφό μου σέ κάθε δυσκολία μου. ῞Οταν τόν εἶδα τοῦ εἶπα: «῞Αγιε Μηνᾶ μου, ἐδῶ εἶσαι καί δέν μοῦ μιλᾶς; Εἶσαι ἡ τελευταία μου ἐλπίδα. Σέ παρακαλῶ μή παραβλέψῃς τόν πόνο μου καί τήν δυσκολία πού μέ βρῆκε. Πές μου καθαρά, μέ ἕνα ναί ἤ ἕνα ὄχι, διατί καί ἀγράμματος καί χονδροκέφαλος εἶμαι. Νά γίνῃ ἡ ἐγχείρησις ἤ νά μή γίνῃ;».
Τότε εἶδα μέ χρυσᾶ γράμματα μήκους ἑνός μέτρου μπροστά εἰς τό σῶμα τοῦ ῾Αγίου τρία γράμματα «Ναί».῎Αρχισα νά κλαίω ἀπό τήν χαρά μου, νά κάνω προσευχές εὐχαριστίας καί νά τρέχω πλέον στούς ἰατρούς, νά τούς εἰπῶ, ὅτι ἐπιθυμῶ νά κάνω τήν ἐγχείρησι. ῎Εγινε ἡ ἐγχείρησις, χωρίς κανένα πρόβλημα, καί ἐπέστρεψα στό κελλίον μου. Δόξα σοι ὁ Θεός καί ὁ ῞Αγιος Μηνᾶς, βοήθειά μας νά εἶναι πάντοτε.
-Ἐπειδή κατάγεσθε ἀπό τήν Λέσβο, ὅπου τό 1059-60 ἔκαναν τίς ἐμφανίσεις τους οἱ τρεῖς νεοφανεῖς ῞Αγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος καί Εἰρήνη, ἡ ὁσιομάρτυς Ὀλυμπία καί ἄλλοι Μάρτυρες τῆς πίστεώς μας, εἴδατε ἐσεῖς κάποτε κάποιον ἀπ᾿ αὐτούς τούς ῾Αγίους;
-Καί βέβαια τούς ἔχω ἰδεῖ. ῾Η ἀδελφή μου ἡ Βασιλική, ὅπως σοῦ εἶπα, δέν ἔγινε Μοναχή, διότι δέν ἐπρόλαβε. Γηροκομοῦσε τόν πατέρα μας μέχρι τόν θάνατόν του, πού συνέβη τό 1965. ῎Ηλπιζε καί περίμενε μετά τήν κοίμησιν τοῦ πατέρα μας, νά πάῃ καί αὐτή σέ Μοναστήρι. Δέν ἐπρόλαβε ὅμως γιατί ἐκοιμήθη καί αὐτή μετά ἀπό τρεῖς μῆνες. Περισσότερα γι᾿ αὐτήν, θά εἰποῦμε παρακάτω.
Κάποια ἡμέρα μοῦ εἶπε, ὅτι φεύγῃ ἀπό Ἀθήνα γιά τήν Λέσβο. Θά πάῃ στόν ῞Αγιο Ραφαήλ. Τῆς εἶπα, ὅτι θέλω νά ἔλθω κι ἐγώ. Πράγματι ἐπήγαμε μαζί. ῏Ηταν ἀπόγευμα ὅταν ἀνηφορίζαμε τόν λόφο τῶν Καρυῶν. Τότε ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε τίποτα, παρά μόνον τό ἀγρόκτημα μέ ἐλαιόδενδρα. ῾Η Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἐπειδή εἶναι κατά παράδοσι συντηρητική, δέν ἐβιάζετο νά βγάλῃ συμπεράσματα, πρίν γίνουν καί ἄλλες ἐμφανίσεις καί θαύματα τῶν νεοφανῶν ῾Αγίων ἐκείνης τῆς περιοχῆς. Κοιμηθήκαμε ἐκεῖ τρία βράδυα. Τίς νύκτες ἐβλέπαμε μέ τά μάτια μας τούς ῾Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαον καί Εἰρήνη καί ἄλλους σέ ἀπόστασι 40-50 μέτρων. ῾Ο ῞Αγιος Ραφαήλ, ἐφοροῦσε ἄλλοτε τά ράσα του, καί ἔκανε μετάνοιες καί προσευχές, καί ἄλλοτε ἦταν ντυμένος μά τά ἱερατικά του ἄμφια. Ἐμένα δέν μοῦ ὡμίλησε, ἀλλά μέ τήν ἀδελφή μου τήν Βασιλική ὡμιλοῦσε τακτικά.
-Ποῖα πνευματικά καθήκοντα ἐκτελούσατε, ὅταν εἴσασταν ἀκόμη στήν Νέα Σκήτη, Γέρο Ἐμμανουήλ;
-Μόλις ἐσηκωνόμουν τό πρωῒ, ἔκανα τά 15 κομβοσχοίνια μου, ἐπειδή εἶμαι Μεγαλόσχημος Μοναχός. Μετά ἀμέσως ἔκανα ἀπό ἕνα κομβοσχοίνι γιά τά ἐννέα Ἀγγελικά Τάγματα. Μετά τραβοῦσα κομβοσχοίνι διά τούς τέσσαρας γνωστούς ῾Αγίους Ἀγγέλους· τόν Μιχαήλ, τόν Γαβριήλ, τόν Ραφαήλ καί τόν Φανουήλ ἤ Οὐριήλ. Μετά ἐδιάβαζα τήν μικρή Παράκλησι τῆς Παναγίας, τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, τῶν Ἀσωμάτων καί τόν Κανόνα τῆς ῾Αγίας Τριάδος. Μετά ἐπήγαινα στό ἐκκλησάκι καί ἐδιάβαζα τό Ψαλτήριο καί τό Θεοτοκάριο. Τό μεσημέρι ἐξάπλωνα λίγο νά ξεκουρασθῶ. Τό ἀπόγευμα ἐδιάβαζα τόν ῾Εσπερινό, τήν μεγάλη Παράκλησι τῆς Παναγίας μας, ἐδιάβαζα τούς Χαιρετισμούς τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων καί τέλος ἐδιάβαζα τήν Παράκλησι τῶν ῾Αγίων τῆς ἡμέρας τῆς ῾Εβδομάδος, δηλαδή, τήν Δευτέρα τήν Παράκλησι τῶν Ἀγγέλων, τήν Τρίτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τήν Τετάρτη τῶν ῾Αγίων νεοφανῶν Μαρτύρων τῶν ἐν Λέσβῳ καί τήν Παράκλησιν τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, τήν Πέμπτη τήν Παράκλησιν τῶν ῾Αγίων Ἀποστόλων καί τοῦ ῾Αγίου Νικολάου, τήν Παρασκευή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τῆς ῾Αγίας Παρασκευῆς, τό Σάββατο τῶν ῾Αγίων Πάντων καί τήν Κυριακή τόν Κανόνα πρός τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐπί πλέον, κάθε Δευτέρα ἐδιάβαζα τίς Παρακλήσεις τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, τοῦ ῾Αγίου Μηνᾶ καί μία Παράκλησι πρός τιμήν τῶν ῾Αγίων Σπυρίδωνος, Γερασίμου καί Διονυσίου, διότι ἔχω τεμάχια τῶν ῾Αγίων Λειψάνων τους. Κατά τό βραδάκι μέχρι τώρα διαβάζω τό Μικρό Ἀπόδειπνο καί κάνω ὅσα κομβοσχοίνια μπορῶ. Ἀκόμη καθιέρωσα νά διαβάζω τά Μεγαλυνάρια τῶν ῾Αγίων ὅλου τοῦ ἔτους. Τήν Παράκλησιν τῆς Παναγίας τήν διαβάζω τώρα τά μεσάνυκτα, μαζί μέ 150 Μεγαλυνάρια τῶν ῾Αγίων εἰκόνων της πού ὑπάρχουν διεσπαρμένες σ᾿ ὅλα τά μέρη τῆς ῾Ελλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἐάν μοῦ ἀπομένῃ λίγη ὥρα, διαβάζω κάτι ψυχωφελές.
Γιά νά στολίσω τίς εἰκόνες τῶν ῾Αγίων μου, κάνω περίπου μία ὥρα. ῎Εχω πάνω ἀπό 200 εἰκόνες. Στήν εἰκόνα κάθε ῾Αγίου, ἔχω κρεμάσει καί ἀπό ἕνα κομβοσχοινάκι. Κάθε πρωῒ πού θά πάω στήν ἐκκλησία, τίς περισσότερες πού συναντῶ μπροστά μου, θά τίς προσκυνήσῳ. Αἰσθάνομαι αὐθόρμητα τήν ἀνάγκη νά προσκυνήσω τόν ῞Αγιο γιά νά πάρω δύναμι καί εὐλογία. Πῶς νά σοῦ τό εἰπῶ, Ἀδελφέ μου, δι᾿ ἐμέ μία εἰκόνα δέν εἶναι ἕνα ἄψυχο ξύλο. Εἶναι ὁ ῞Αγιος τάδε. Πῶς νά μήν ὑψώσω τά χέρια μου μπροστά του καί νά μή κάνω προσευχές καί μετάνοιες; Ἀκόμη ἔχω περί τά 20 ἀνθοδοχεῖα. ῎Εχω ἀκοίμητα κανδήλια, νά σκουπίσω τήν ἐκκλησία, νά ξεσκονίσω τίς εἰκόνες...Γι᾿ αὐτό καί δέν κοιμᾶμαι περισσότερο ἀπό πέντε ὧρες.
-Τότε Γέροντα, δέν θά σᾶς μένῃ καιρός πλέον νά μαγειρεύετε.
-Εἶμαι συνηθισμένος στήν ξηροφαγία, ἀφ᾿ ἑνός διότι δέν ξέρω νά μαγειρεύω, καί ἀφ᾿ ἑτέρου διότι δέν μοῦ μένει χρόνος. Στίς νηστεῖες δέν μαγειρεύω ποτέ, ἀλλά καί στίς ἄλλες ἡμέρες σπανίως. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δεινοπαθῶ, ἀλλά τό παίρνω καί αὐτό σάν κάτι γιά τήν σωτηρία μου, καί τό ἀντικρύζω μέ χαρά. Πόσες φορές δέν ἐπέταξα τό νερόβραστο πιλάφι μου στήν γάτα, διότι εἶχε κολλήσει καί εἶχε μαυρίσει ἡ κατσαρόλα!!
-Θυμᾶσθε, Γέροντα, νά μοῦ εἰπῆτε κάποιο θαῦμα τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων;
-Ναί. ῎Ακουσε ἕνα πού συνέβη ἐπί τῶν ἡμερῶν μου. ῞Οταν ἐπῆρα αὐτό τό κελλί τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, τά καλύμματα τῆς ῾Αγίας Τραπέζης, ἦσαν ἐφθαρμένα. ῎Επρεπε νά τά ἀλλάξω. Τό θέμα ἦτο καί οἰκονομικό καί ἐπί πλέον δέν ἐγνώριζα κάποιον νά τά ράψῃ. Εὐτυχῶς θυμήθηκα μία γυναῖκα ἀπό τήν Θεσσαλονίκη. Μοῦ εἶχε ράψει καί παλαιότερα τρεῖς σειρές καλυμμάτων γιά τήν Μεγάλην ῾Εβδομάδα. Μέ τήν οἰκονομικήν βοήθεια εὐσεβῶν γυναικῶν, ἀγόρασε αὐτή ἡ γυναῖκα, Ἀμαλία τό ὄνομά της, τά καλύμματα καί τά ἔραψε. Ἀπό τήν ἐξαντλητική ὅμως ἐργασία τυφλώθηκε. ῞Οταν τήν συνήντησα σέ μία ἔξοδό μου στόν κόσμο, μοῦ εἶπε:
Γέροντα, παρακάλεσε ἐσύ τούς ῾Αγίους 'Αναργύρους, γιά τήν ἐκκλησία τῶν ὁποίων ἔρραψα τά καλύμματα, νά μέ θεραπεύσουν. Σέ εἴκοσι ἡμέρες, ὅπως μοῦ εἶπαν οἱ ἰατροί, θά χειρουργηθῷ, ἀλλά οἱ ἐλπίδες θεραπείας μου εἶναι ἐλάχιστες. Μά κι ἄν ἐπιτύχῃ ἡ ἐγχείρησις, θά βλέπω τούς ἀνθρώπους σάν μιά μαύρη σκιά.
Ἐγώ, συνέχισε ὁ Γέροντας, καί ἀπό ἀγάπη κινούμενος καί ἀπό ὑποχρέωσι, ἔκανα εἰδικόν ἀγῶνα πρός τούς ῾Αγίους Ἀναργύρους. Κεράκια, κανδηλάκια, Παρακλήσεις καί παρακάλια, δέν συταματοῦσα διά πολλές ἡμέρες «῞Αγιοι Ἀνάργυροι, τούς ἔλεγα, λυπηθεῖτε αὐτή τήν ψυχούλα πού μᾶς ἔφτιαξε τά καλύμματα, πού ἐνδιαφέρεται γιά τό σπίτι μας. Παναγία μου, καλή μου Παναγία, πές εἰς τούς ῾Αγίους Ἀναργύρους νά κάνουν τό θαῦμα τους. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, μέ βαρέθηκαν οἱ ῞Αγιοι καί ἔκαμαν τό θαῦμα τους. Μετά 15 ἡμέρες ἀπό τήν ἐγχείρησι, ἔλαβα γράμμα ἀπ᾿ αὐτήν τήν γυναῖκα, πού ἔγραφε τά ἑξῆς:
Σεβαστέ μου Γέροντα, μέ πολύ χαρά σᾶς γράφω, ὅτι ἦλθαν τήν παραμονή τῆς ἐγχειρήσεώς μου τό βράδυ καί οἱ 12 ῞Αγιοι Ἀνάργυροι, στάθηκαν ὅλοι γύρω ἀπό τό κρεβάτι μου, καί μοῦ ἔκαναν οἱ ἴδιοι τήν ἐγχείρησι πού κράτησε ἐπί τρεῖς ὧρες. Ἐγώ ἤμουν σάν κοιμισμένη καί ἔβλεπα νοερά τίς σκιές τους γύρω ἀπό τό σῶμα μου. ῞Οταν ἐτελείωσαν τήν ἐγχείρησι, ἀποκαταστάθηκε τό φῶς μου, καί εἶμαι ὅπως πρῶτα. Τό πρωῒ, ἦλθε μέ τό φορεῖο ὁ νοσοκόμος νά μέ μεταφέρῃ στό χειρουργεῖο. Τοῦ εἶπα ὅτι δέν χρειάζεται, διότι μέ ἐθράπευσαν θαυματουργικῶς οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι. Ἐκεῖνος, λέγοντας ὅτι πρέπει νά ἐκτελέσῃ τήν ἐντολήν τοῦ ἰατροῦ, ἦταν ἀνένδοτος. ῾Οπότε ἐπήγαμε μαζί στόν ἰατρό, στόν ὁποῖον εἶπα τά ἑξῆς «Κύριε ἰατρέ, ξέρετε ὅτι ἔχωμε:ν θρησκεία καί ἡ θρησκεία μας ἔχει ῾Αγίους πού κάνουν θαύματα; ῞Ενα τέτοιο θαῦμα ἔγινε καί σ᾿ ἐμένα χθές τό βράδυ. ῏Ηλθον οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι καί μέ ἐχειρούργησαν». Τότε ὁ ἰατρός, ἀφοῦ διεπίστωσε τήν ὑγείαν τῶν ὀφθαλμῶν μου, μοῦ ἔδωσε ἐξιτήριο λέγοντας: «Πήγαινε, παιδί μου, πρόκειται περί θαύματος, δέν μπορῶ νά εἰπῷ τίποτε».
-Ποῖον ἄλλον ῞Αγιον εὐλαβεῖσθε, ἰδιαίτερα, πάτερ Ἐμμανουήλ;
-Εὐλαβοῦμαι τήν ῾Αγία Παρασκευή καί τόν ῞Αγιον Νεκτάριο. ῎Αα, καλά πού θυμήθηκα τόν ῞Αγιο Νεκτάριο καί ἔχω νά σοῦ εἰπῶ μερικά θαύματά του πού ἔκανε τώρα προσφάτως.
Πρό καιροῦ, κτυπήθηκε κάποιος σέ αὐτοκινητιστικό δυστύχημα, καί οἱ συγγενεῖς του τόν ἐπῆγαν στήν κλινική τοῦ Μπαρούνι στήν Ἀθήνα. ῞Οταν τόν εἶδαν οἱ ἰατροί κομματιασμένον, εἶπαν στούς συγγενεῖς του, ὅτι δέν ἀναλαμβάνουν, διότι γρήγορα θά πεθάνῃ. Ἐκεῖνοι ἐπέμενον, λέγοντες στούς ἰατρούς νά ἐπιχειρήσουν καί ὁ Θεός εἶνα μεγάλος. Πράγματι τόν ἐπῆγαν στό χειρουργεῖο, καί ἄρχισαν νά κόβουν καί νά ράβουν τά διαμελισμένα κρέατα. ῞Οταν ὁ τραυματίας συνῆλθε λίγο, τούς ἐρώτησε:
-Δέν μοῦ λέτε, ποῖος ἦτο ἐκεῖνος ὁ Καλόγερος πού σᾶς ἔδινε τά χειρουργικά ἐργαλεῖα;»
-Δέν ἔχουμε κοντά μας τέτοιον ἄνθρωπον τοῦ εἶπαν.
-Μά ἐγώ ἔβλεπα ἕναν ἡλικιωμένο Μοναχό νά σᾶς βοηθᾷ.
῞Οταν βελτιώθηκε ἡ ὑγεία του καί βγῆκε ἀπό τήν κλινική, οἱ συγγενεῖς του τόν ἐπῆγαν στήν Ἐκκλησία. Προσκυνῶντας τήν εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, τούς εἶπε μέ χαρά: «Αὐτός ἦταν ὁ βοηθός τῶν ἰατρῶν στήν ἐγχείρησι».
῎Αλλοτε πάλι σέ μιά οἰκογένεια τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου, μετά τόν θάνατον τοῦ ἀνδρός, οἱ συγγενεῖς τῆς γυναικός του, ἐπενέβησαν δυναστικῶς νά τῆς πάρουν τήν περιουσία. ῾Η ὑπόθεσις ἔφθασε στά δικαστήρια. ῾Η καϋμένη ἡ γυναῖκα παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τήν λυτρώσῃ ἀπό τίς ἁρπακτικές διαθέσεις τῶν συγγενῶν της. ῞Ενα πρωῒ παρουσιάσθηκε μπροστά της ἕνας ἡλικιωμένος Καλόγερος καί τῆς εἶπε:
-Μή στενοχωρῆσαι τό ζήτημα σου θά τακτοποιηθῇ»
-Ποῖος εἶσαι ἐσύ, πάτερ, πού μέ παρηγορεῖς;
-Ἐγώ εἶμαι ὁ πατήρ Νεκτάριος ἀπό τήν Αἴγινα, τῆς εἶπε καί ἔφυγε.
Ἐκείνη τό ἄλλο πρωῒ ἔστειλε τόν ἀνεψιό της στήν Αἴγινα γιά νά μάθῃ ποῦ μένει αὐτός ὁ Καλόγερος, γιά νά τόν γνωρίσῃ ἀπό κοντά καί νά τόν εὐχαριστήσῃ. ῞Οταν ἔφθασε στό λιμάνι ὁ νεαρός ἐρώτησε «πΠοῦ μένει ὁ πατήρ Νεκτάριος;». Μερικά παιδάκια πού τόν ἄκουσαν, κατάλαβαν ποῖον ἤθελε καί τοῦ ἔδειξαν τόν δρόμο γιά τό Μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου.
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ ὅτι τό σπίτι τῆς γυναικός αὐτῆς ἐχρησιμοποιεῖτο στήν Ἀθήνα, ὡς Μετόχιο τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, καί ὁσάκις οἱ Μοναχές ἐπήγαιναν στήν πόλι, ἐφιλοξενοῦντο ἐκεῖ. ῾Οπότε εἶχε ὑποχρέωσι ὁ ῞Αγιος νά προστατεύσῃ καί βοηθήσῃ τήν γυναῖκα.
῞Ενα ἄλλο συνταρακτικό θαῦμα τοῦ ῾Αγίου τοῦ αἰῶνος μας, εἶναι τό ἑξῆς:
Σέ μιά ὀρθόδοξη ἐνορία μιᾶς πόλεως τῆς Ἀμερικῆς, οἱ Χριστιανοί ἐπερίμεναν μία Κυριακή τόν ῾Ιερέα τους, μά αὐτός ἀκόμη δέν ἐφαίνετο. Σέ λίγο εἶδον νά ἔρχεται ἕνας ἄλλος σεβάσμιος, ἀσπρομάλλης παπᾶς, ὁ ὁποῖος τούς εἶπε: «Καλημέρα παιδιά μου, τί κάνετε; ῾Ο παπᾶς σας ἀρρώστησε, γι᾿ αὐτό ἦλθα ἐγώ νά σᾶς λειτουργήσῳ» Μετά τήν θεία Λειτουργία, προσφέρθηκε ἕνας Χριστιανός νά φιλοξενήσῃ τόν νέο ῾Ιερέα στό σπίτι του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: "Σ᾿ εὐχαριστῶ, ἀλλά πρέπει νά φύγῳ γιατί ἔχω δουλειά".
-Μά ἀπό ποῦ εἶσαι Παπποῦ;
-Εἶμαι ἀπό τήν ῾Ελλάδα.
-Καί ἐκεῖ ποῦ μένεις;
-Μένω στήν Αἴγινα καί ὀνομάζομαι π. Νεκτάριος. Ἐάν κάποιος ἀπό σᾶς ἔλθῃ στήν
῾Ελλάδα, νά περάσῃ ἀπό τήν Αἴγινα καί ἐκεῖ θά μέ βρῆτε.
῎Ετσι ἀποχωρίσθηκαν. Θαυμάζει κανείς τήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ ῾Αγίου, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε ν᾿ ἀντικαταστήσῃ τόν ἀσθενοῦντα ῾Ιερέα, γά νά μή μείνουν οἱ Χριστιανοί ἀλειτούργητοι.
Θυμᾶμαι καί ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός πού συνέβη ἐδῶ στό ἐκκλησάκι μου, τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων.
Μέσα στό ῾Ιερό Βῆμα, ἀπέναντι ἀπό τήν ῾Αγία Τράπεζα, ὑπάρχει ἀπό παλαιά μία μικρή εἰκόνα διαστάσεων 20χ30 πόντων, στήν ὁποίαν εἰκονίζονται στό μέσον ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων καί ἑκατέρωθεν οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι, Κοσμᾶς καί Δαμιανός.
Μία φορά παρουσιάσθηκε ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων στόν προκάτοχο τοῦ Κελλίου, τόν π. Θεοφύλακτο, καί τοῦ εἶπε: «Νά μέ βγάλῃς ἀπό ἐδῶ μέσα ὅπου μέ ἔχεις, διότι μέ προσκυνᾶ μόνον ὁ ῾Ιερεύς ὅταν λειτουργῇ, καί ἐκεῖνος μόνον παίρνει τήν εὐλογία μου. Νά μέ βάλῃς ἔξω μπροστά στήν εἰκόνα τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων τοῦ Τέμπλου, ὥστε ὅλοι οἱ Χριστιανοί, πού ἔρχονται ἐδῶ, νά προσκυνοῦν καί νά παίρνουν τήν εὐλογία μου».
Καί πράγματι αὐτή ἡ εἰκόνα, εἶναι στό σημεῖον, ὅπου ὑπέδειξεν ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων.
῞Ενα ἄλλο θαυμαστό γεγονός τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, εἶναι τό ἑξῆς:
Πρό ὀλίγων ἐτῶν, μετέβη ἡ ῾Ηγουμένη τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Πορταριᾶς τοῦ Βόλου, γερόντισσα Μακρίνα γιά νά κάνῃ ἐγχείρησι. Μοῦ τηλεφώνησε νά τίς κάνω προσευχή στούς ῾Αγίους Ἀναργύρους. ῞Οταν ἐπέστρεψε, μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Γέροντα τά παρακάλια σου πιάσανε τόπο. Ἐπειδή στήν Ἀγγλία οἱ νόμοι τῶν νοσοκομείων δέν ἐπιτρέπουν σέ συνοδούς μας καμμία συμπαράστασι καί παροχή κάποιας βοηθείας, ἤρχοντο οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι καί μέ ἐφρόντιζαν σέ ὅ,τι εἶχα ἀνάγκη. Πρωτοστατοῦσε ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων μαζί μέ τούς 20 ῾Αγίους Ἀναργύρους».
῾Η Γερόντισσα Μακρίνα, εἶναι μία ἁγία Μοναχή. Ζῆ ἀκόμη καί διηγεῖται τό θαῦμα αὐτό σέ ἄλλους Χριστιανούς πρός ὠφέλειάν τους.
-Πέστε μου κάτι ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀδελφοῦ σας Μητροπολίτου Μηθύμνης Ἰακώβου, Γέροντα Ἐμμανουήλ;
-῾Ο σεβαστός μας Γέροντας καί ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μας π. Γεώργιος, μέ παρεκίνησε νά ἐκθέσῳ στήν ἀγάπην σας μερικά ἀπό τά σοφά ἔργα καί διακριτικές πράξεις τοῦ ἀειμνήστου ἀδελφοῦ μου, τοῦ Μηθύμνης Ἰακώβου.
Κάποια φορά τοῦ συνέβη τό ἑξῆς περιστατικό. ῞Ενας ἱερεύς του, πού ἦτο καθ᾿ ὅλα καλός, ἀφοσιωμένος λειτουργός καί ἀγαπητός στήν ἐνορία του, εἶχε μία μικρή συνήθεια. Πρό τοῦ φαγητοῦ, πάντοτε μέσα στό σπίτι του, ἔπινε ἕνα-δύο ποτηράκια ρακή. Μίαν ἡμέραν ἤπιε κάτι περισσότερο καί ζαλίστηκε. ῾Η παπαδιά του τόν ἐξενεύρισε μέ κάτι παρατηρήσεις της. Ἐκεῖνος, μή δυνάμενος νά κρατήσῃ τήν ὑπομονή του καί ἐπηρεασμένος ἀπό τό ποτό, τήν χαστούκισε. Ἐκείνη, δυστυχῶς τοῦ ὑπέβαλε μήνυσι στήν ἀστυνομία. Τό ἔμαθε ὁ Μητροπολίτης καί παρεκάλεσε τόν Εἰσαγγελέα νά μή δημοσιευθῇ στόν τύπο ἡ ὑπόθεσις, διότι ἀδίκως θά διασυρθῇ ἡ Ἐκκλησία καί τό ράσο, γιά ἕνα τόσο μικρό οἰκογενειακό θέμα. ῾Ο εἰσαγγελεύς συνεφώνησε, ἀρκεῖ ὁ Δεσπότης νά ἐκδικάσῃ τήν ὑπόθεσι.
῾Ο Δεσπότης ὅμως, φύσει καλοκάγαθος, οὐδέποτε εἶχε τιμωρήσει κληρικόν του. Τί ἔκανε; Συνεκάλεσε ἱερατικόν συνέδριο. Κοινοποίησε ταπεινά σέ ὅλους τούς ῾Ιερεῖς του τό παράπτωμα τοῦ συναδέλφου των, καί τούς εἶπε: «Μόνοι σας ἀποφασίστε ποίαν τιμωρίαν θά
τοῦ ἐπιβάλλετε. Ἐγώ θά εἶμαι σύμφωνος μέ τήν ἀπόφασί σας, καί ἀνεχώρησε ἀπό τήν σύναξι. Οἱ ῾Ιερεῖς ἀπεφάσισαν ἑξάμηνη ἀργία καί ἐγκλεισμό σέ ἕνα μοναστήρι. Πράγματι ὁ π. Παναγιώτης μετέβη ἐκεῖ. ῾Ο Θεός τόν ἐφώτισε καί μετενόησε γιά τό ἁμάρτημά του. Ἐξωμολογήθηκε, ἔκλαυσε πικρῶς, ἐζήτησε συγχώρησι ἀπό τόν Μητροπολίτη, τούς ἱερεῖς καί τήν παπαδιά του καί ζοῦσε ἐκεῖ εἰρηνικά. Δέν πέρασαν δύο μῆνες, καί ὁ π. Παναγιώτης μετετέθη στίς αἰώνιες Μονές. Τόν ἐπῆρε ὁ Θεός στήν κατάλληλη στιγμή, μέ ὅλη τήν ψυχική προετοιμασία πού ἔπρεπε νά κάνῃ.
῎Αλλο σπουδαῖο περιστατικό εἶναι τό παρακάτω:
Στήν Μητρόπολι Μηθύμνης, εἶχε ἀπό παλαιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πολλά κτήματα μέ ἐλαιόδενδρα. Τότε Δήμαρχος τοῦ Δήμου Μεθύμνης, ἦτο ἕνας τοῦ κόμματος τῆς Ἀριστερᾶς. ῞Οταν ἔμαθε ὅτι αὐτά ἦσαν ἐκκλησιαστικά κτήματα, ἐπῆγε στόν Μητροπολίτη καί τοῦ τά ἐζήτησε γιά νά τά μοιράσῃ στούς πτωχούς. ῾Ο Δεσπότης τοῦ εἶπε, ὅτι αὐτά εἶναι κληροδότημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί πρέπει ἀπ᾿ ἐκεῖ νά πάρωμε τήν ἄδεια. ῾Η ἄδεια ὅμως δέν ἐδόθη καί ὁ Δήμαρχος ἐσυκοφάντησε τόν Μητροπολίτην.
Μέ τήν βοήθεια καί ὑπογραφές ὁμοϊδεατῶν του, ἔστειλε ἔγγραφο στό ῾Υπουργεῖο Ἐσωτερικῶν καί Γεωργίας, κατηγορῶν τόν Δεσπότη ὅτι εἶναι κομμουνιστής, αὐταρχικός, ἀνεπιθύμητος, σκληρός καί ἄλλες κατηγορίες.
Οἱ ῾Υπουργοί ὅμως ἐγνώριζον τήν φωτεινή προσωπικότητα τοῦ ῾Αγίου Μηθύμνης καί δέν ἐπίστευσαν στά καταγγελθέντα. Μάλιστα ἔστειλαν τό ἔγγραφο αὐτό στόν Ἀρχιεπίσκοπο. Τότε αὐτός ἔστειλε στόν Δεσπότη τό συκοφαντικό αὐτό κείμενο γιά νά λάβῃ γνῶσιν τοῦ μηνυτοῦ καί τῶν κατηγοριῶν ἐναντίον του. ῾Ο ἀδελφός μου ἐκράτησε στό γραφεῖο του τό γράμμα τοῦ Δημάρχου, χωρίς κἄν νά τοῦ ἀνακοινώσῃ τίποτε.
῏Ηλθε καιρός καί ἀρρώστησε βαρειά ἀπό καρκῖνο ὁ Δήμαρχος. ῏Ηταν οἱ τελευταῖες ἡμέρες του καί ὅλοι τόν ἐπερίμεναν γιά τό μοιραῖο. ῾Ο παπᾶ Γιώργης ἀρχιερατικός ἐπίτροπος τοῦ Μητροπολίτου, τοῦ ἀνεκοίνωσε τόν προσεχῆ θάνατο τοῦ πρώην Δημάρχου. Μαζί καί οἱ δύο ἐπῆγαν στό σπίτι τοῦ Δημάρχου. Μέ πολύ δυσκολία τούς ἐπέτρεψε ἡ σύζυγος τοῦ ἀσθενοῦς νά περάσουν, λόγῳ τῆς δεινῆς καταστάσεώς του.
-Σεβασμιώτατε, ἐσεῖς εἶσθε; Ποτέ δέν σᾶς ἐπερίμενα.
-Ἐγώ παιδί μου εἶμαι πνευματικός σου Πατέρας καί πῶς νά μή ἔλθῳ;
-Μά ξέρετε Σεβασμιώτατε, τί σᾶς ἔχω κάνει;
-Ξέρω πολύ καλά. Τό γράμμα σου πού ἔστειλες στά ῾Υπουργεῖα ἐναντίον μου τό ἔχω ἐπάνω στό γραφεῖο μου. Αὐτά περάσανε. Τώρα βρίσκεσαι στό κρεβάτι τοῦ θανάτου. Εἶναι καιρός νά ἑτοιμασθῇς γιά τό μεγάλο ταξίδι. ῎Ανθρωπος εἶσαι καί ἐσύ, καί ἀσφαλῶς ἔσφαλες στήν ζωή σου. ῎Εφερα μαζί μου τόν παπᾶ Γιώργη, πού σέ γνωρίζει καλά καί τόν ἀγαπᾶς. ῎Αϊντε νά ἐξομολογηθῇς καί μή στενοχωριέσαι, ἐγώ σέ ἔχω συγχωρήσει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου, γιατί εἶμαι πνευματικός σου Πατέρας.
Πράγματι συντετριμμένος ὁ κ. Δήμαρχος, ἐζήτησε μετά πολλῶν δακρύων συγχώρησι ἀπό τόν Δεσπότη, τοῦ φίλησε τό χέρι καί δέχθηκε τόν παπᾶ Γιώργη γιά τό ἐξιλεωτικό Μυστήριο. ῞Ολα ἔγιναν μέ τήν εὐχή τοῦ Δεσπότη καί τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἀσθενής ἄνοιξε τήν καρδιά του καί μετά δακρύων ἐξηγόρευσεν ὅλα τά ἀπό μικρᾶς ἡλικίας ἁμαρτήματα. Εἰρήνευσε, ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καί τό πλέον εὐχάριστο σέ δύο ἡμέρες ἀνεχώρησε γιά τόν Οὐρανό. Δόξα σοι ὁ Θεός. ῾Ο ἀδελφός μου μέ τήν πατρική στοργή καί τήν ἀνεξικακία πού τόν διέκρινε, βοήθησε καί ἐσώθη μία ψυχή.
῞Ενα ἄλλο περιστατικό:
῞Οταν ὁ ἀδελφός μου, ἦτο ἀκόμη ἀρχιμανδρίτης, τόν ἐκάλεσε μίαν ἡμέρα ὁ Πρύττανις τῆς θεολογικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν, κ. Βασίλειος Βέλλας, καί τοῦ εἶπε: «Πάτερ Ἰάκωβε, ὑπάρχει αὐτή τήν περίοδον κενή ἡ θέσις τῆς ἕδρας τῆς ἐξομολογητικῆς. Ἐπειδή σέ γνωρίζω καί ἐκτιμῶ τήν ζωήν καί τήν θεολογικήν σου παιδεία, σοῦ προτείνω νά ἀναλάβῃς ἐσύ. ῞Ομως, πρόσεχε θά χρειασθῇ νά μεταβῆς μέ ὑποτροφία σέ Εὐρωπαϊκό πανεπιστήμιο γιά μεταπτυχιακές σπουδές. Ἐγώ ἐπιθυμῶ νά σέ στείλωμε σέ πανεπιστήμιο τῆς Ἰταλίας. Τί λέγεις, συμφωνεῖς;
-Κύριε Καθηγητά, σ᾿ εὐχαριστῶ γιά τήν τιμήν καί τήν ἐπιλογή πού ἔκανες γιά τό πρόσωπό μου. Δέχομαι, ἀλλά μέ μία προϋπόθεσι. Ἀντί νά μέ στείλετε στήν Ἰταλία, προτιμῶ νά πάω στό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἐκεῖ ἀνάμεσα σέ ὀρθοδόξους ἁγιασμένους Μοναχούς, πολλά ἔχω νά διδαχθῶ, νά ἀκούσω, νά ὠφεληθῶ γιά νά ὠφελήσω μετά τούς φοιτητάς. Στήν Ἰταλία ποῖον ὄφελος ν᾿ ἀποκομίσω ἀπό τούς αἰώνιους ἐχθρούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας; Ποῖος ἀπό τούς Ὀρθοδόξους θεολόγους ἐπῆγε καί δέν ζημιώθηκε; Τί καλό νά πάρω ἀπ᾿ αὐτούς, πού ἀπεμπόλησαν τήν Παράδοσί μας, διαστρέβλωσαν καί προσέθεσαν ξένα πρός τήν Διδασκαλία τῆς Πίστεώς μας δόγματα;
῾Ο καθηγητής κ. Βέλλας, παρ᾿ ὅτι ἦτο ἀκραιφνής ὀρθόδοξος θεολόγος, δέν ἠμπόρεσε νά κατανοήσῃ τήν δυνατότητα προσφορᾶς πού θά ἠμποροῦσε τό ῞Αγιον ῎Ορος νά προσφέρῃ στόν κάθε ἄνθρωπο καί ἰδιαίτερα σ᾿ ἕνα θεολόγο Κληρικό, καί ἀρνήθηκε τήν μετάβασίν του ἐκεῖ.
῎Αλλο περιστατικό:
῞Οταν ὁ ἀδελφός μου ἦτο ἀσθενής μέ συνεχῆ ἐπιδείνωσι τῆς ὑγείας του, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ῾Ελλάδος κ. Σεραφείμ, τοῦ ἐπρότεινε νά τόν στείλῃ σέ νοσοκομεῖο τῆς Γαλλίας ἤ Ἀγγλίας, γιά νά ἐπιτευχθῇ σίγουρα ἡ θεραπεία του. Τότε ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
Σ᾿ εὐχαριστῶ Μακαριώτατε, γιά τήν ἀγάπην σας. Δέν χρειάζεται νά πάω στήν Εὐρώπη γιά τήν ὑγείαν μου, διότι κι ἐδῶ εἶναι Θεός, καί ἄν θέλῃ μέ θεραπεύει.῎Αν δέν θέλῃ νά μέ θεραπεύσῃ ἐδῶ, οὔτε καί ἐκεῖ δέν θά θέλῃ. Λοιπόν ἄς ἀφήσωμε τόν Πανάγαθο Θεό νά κάνῃ τό θέλημά του. Στήν Εὐρώπη δέν θά πάω. Ἐδῶ θά μείνω καί ὅ,τι θέλει Ἐκεῖνος.
Κάποτε ἐγώ, λέγει ὁ Γέρο 'Εμμανουήλ, ἤμουν ἄρρωστος. ῾Η ἀδελφή μου Βασιλική, εἶδε στόν ὕπνο της τήν ἁγία Φωτεινή τήν Σαμαρείτιδα, ἡ ὁποία καί τῆς εἶπε: «Νά εἰπῇς στόν ἀδελφό σου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄρρωστος, ὅτι ἐγώ γρήγορα θά τόν θεραπεύσω. Ἐπίσης νά εἰπῇς στόν ἀδελφό σου, τόν Μητροπολίτη, ὅτι θέλω νά μέ λειτουργήσῃ στό Παρεκκλήσιό μου».
Τό πρωῒ ἀνεκοίνωσε ὅλα αὐτά τά λόγια ἡ Βασιλική στά ἀδέλφια της. ῾Ο Δεσπότης ἐκάλεσε τόν ἀρχιερτικό ἐπίτροπο καί ἔμαθε ἀπό αὐτόν, ὅτι ὑπάρχει σέ μία ἐρημική περιοχή τῆς Μητροπόλεώς του, ἕνα παρατημένο ἐξωκκλήσιο τῆς ῾Αγίας Φωτεινῆς. ῾Ο Δεσπότης τοῦ εἶπε, ὅτι θά πάῃ αὔριο νά λειτουργήσῃ, χωρίς νά θέλῃ βοηθούς, παρά μόνο τόν νεωκόρο.
Τήν ἑπομένη λίαν πρωῒ ξεκίνησε ὁ Δεσπότης μέ τά ἀδέλφια του γιά τό Ἐξωκκλήσιο. ῎Εφθασαν ἐκεῖ πρίν ἀκόμη φέξῃ. Ἀκόμη δέν εἶχε ἔλθει ὁ νεωκόρος ν᾿ ἀνοίξῃ τήν ἐκκλησία, καί ὅλοι τους ἐκάθοντο μέσα στό αὐτοκίνητο λόγῳ τοῦ ψύχους. Σέ λίγο ἦλθε ὁ νεωκόρος, καί λυπήθηκε πολύ πού καθυστέρησε καί βρῆκε τόν Μητροπολίτη νά κάθεται μέσα στό αὐτοκίνητο.
- ῎Ακουσε παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ Δεσπότης. ῾Ως ἄνθρωπος καί ἐγώ ἔχω τά ἐλαττώματά μου. Τό πιό μεγάλο εἶναι ὅτι στίς ἐκκλησίες ἐπιθυμῶ νά πηγαίνῳ ἀπό πολύ πρωῒ.
Τότε ὁ νεωκόρος τοῦ εἶπε: «πῶς νά ξέρω Δεσπότη μου, ὅτι καί ἐσεῖς οἱ Δεσποτάδες ἔχετε ἐλαττώματα καί ἀδυναμίες;».
Μία ἄλλη φορά, ἤμουν πολύ ἄρρωστος, συνεχίζει ὁ Γέρο Ἐμμανουήλ. ῾Η ἀδελφή μου Εἰρήνη, πού ζῆ ἀκόμη, εἶπε στόν Δεσπότη νά μέ πᾶνε στόν ἰατρό. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε. Δέν θέλουμε ἰατρούς, τούς ἔχουμε ἐδῶ κοντά μας. Πῆρε τά ῞Αγια Λείψανα σήν ποδιά του, ἔβαλε τό ἐπιτραχῆλι του καί διάβαζε εὐχές καί τροπάρια. Σέ δύο ἡμέρες ἐγώ ἔγινα τελείως καλά. ῾Η ἀδελφή μου ἐρώτησε τόν ἀδελφόν μου τόν Δεσπότη.
-Ποῖος τόν ἔκανε καλά;
-Τί θέλεις νά μάθῃς, κάποιος ῞Αγιος φρόντισε καί τόν ἐθεράπευσε.
-Μά ἀδελφέ μου, πρέπει νά μάθωμε νά εὐχαριστοῦμε τόν ῞Αγιον. Νά τοῦ τραβήξωμε κομβοσχοίνι.
-Πάρε τό κομβοσχοίνιό σου καί κάθισε νά ρωτήσῃς τούς ῾Αγίους ποῖος ἦλθε καί τόν ἐθεράπευσε.
-Πράγματι ἡ ἀδελφή μου Εἰρήνη, ἄρχισε τό κομβοσχοίνι. Τήν τρίτη νύκτα, ἦλθε στόν ὕπνο της ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ καί τῆς εἶπε: «Τί ψάχνεις νά μάθῃς ποῖος ἔκανε καλά τόν ἀδελφόν σου; ῎Ηθελα ἐγώ νά τόν βοηθήσῳ, ἀλλά ἐπειδή ἤμουν μακριά καί εἶχα πολλή δουλειά, ἔστειλα τόν Διάκο μου, Νικόλαο καί τόν ἐθεράπευσε. Αὐτόν λοιπόν νέ εὐχαριστήσῃς».
῾Ο ἀείμνηστος Άδελφός μου σ᾿ ὅλα τά χρόνια του, ὡς λαϊκός, ῾Ιερεύς καί Δεσπότης, ἔζησε ὡς ἕνας ἁπλός ταπεινός καί ἀσκητικός Μοναχός. Κάθε νύκτα σηκωνόταν στίς 1 ἡ ὥρα καί ἔκανε τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του, τῶν μετανοιῶν του, τήν μελέτη τῶν βιβλίων του καί τελείωνε στίς 5 τό πρωῒ. Κοιμόταν μετά δύο ὧρες, καί στίς 7 θά ἔπρεπε νά σηκωθῇ γιά νά ἀκούσῃ τίς καθημερινές εἰδήσεις ἀπό τό ραδιόφωνο.
Θαυμαστό ἦτο καί τό μακάριο τέλος του. ῞Οπως ἦτο ξαπλωμένος εἰς τό κρεβάτι του, τόν ἔβλεπα νά κάνῃ διάφορες κινήσεις τῶν χειρῶν του, ὡσάν νά κρατοῦσε κάτι. Ἐγώ δέν ἔβλεπα τίποτε νά κρατᾷ, ἀλλά μόνο τόν ἐκύτταζα. Ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε ξαφνικά· «Πᾶρε τά ῞Αγια καί κοινώνησε τήν ἀδελφή μας Βασιλική». 'Ἐγώ ἔκανα δῆθεν ὅτι ἐπῆρα ἀπό τά χέρια του τό ἀόρατο ῞Αγιο Ποτήριο πού κρατοῦσε. Ἐκεῖνος ἄρχισε ἀμέσως νά ψάλλῃ τό «῎Αξιόν ἐστιν....». ῞Οταν ἐφθασε στήν λέξι «Παναμώμητον», σταμάτησε καί συνέχισα ἐγώ μέχρι τό τέλος. ῞Υστερα ὁ ἴδιος εἶπε: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ῾Αγίων Πατέρων ἡμῶν Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν. Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν». Καί ἔτσι ἔκλεισε τό στόμα καί τά μάτια του γιά πάντα.
-Ποῖες ἀπό τίς ἀδελφές σας ἔζησεν ἀσκητικά, Γέρο 'Εμμανουήλ;
-Ἀκολούθησαν τήν ἀσκητική ζωή, χωρίς νά φορέσουν τό μοναχικό Σχῆμα, δύο ἀδελφές μου, ἡ Βασιλική καί ἡ Περσεφώνη.
Τώρα θά σοῦ εἶπῶ, ὅ,τι θυμᾶμαι ἀπό τήν ζωή καί τό ὁσιακό τέλος τῆς Βασιλικῆς.
Ἐνῶ ὅπως εἶπα, δέν ἦτο διαβασμένη Μοναχή, φοροῦσε μαῦρα ροῦχα καί ἀγωνιζόταν ν᾿ ἀποκτήσῃ τά μοναχικά βιώματα. ῏Ητο ἀγωνίστρια τοῦ Χριστοῦ ἀσυνήθους ἀσκητικότητος. ῎Εκρυβε τήν ἀρετή της καί σχεδόν ποτέ δέν μᾶς εἶπε τίποτε γιά τόν ἀγῶνα καί τίς ἐμπειρίες της. Συχνά, τήν περίοδον τῶν ἐμφανειῶν τῶν νεοφανῶν ῾Αγίων τῆς Μυτιλήνης, ἐπήγαινε στόν λόφον τῶν Καρυῶν καί συνωμιλοῦσε μέ τόν ῞Αγιο Ραφαήλ. Μία φορά ἐρώτησε ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ τήν Βασιλική. Θέλεις νά βγάλωμε τό Λείψανο τῆς ῾Αγίας 'Ολυμπίας;
-Καί τό ρωτᾶς, ῞Αγιε Ραφαήλ;
-Εἰδοποίησε τόν Δούκα, νά ἔλθῃ μέ τά ἐργαλεῖα του τό ἀπόγευμα νά σκάψῃ στό
σημεῖον ὅπου θά δείξω.
῞Αγιέ μου, ἄν γίνεται αὔριο τό πρωῒ, διότι τό ἀπόγευμα εἶναι ἀργά.
-- ῎Οχι νά τοῦ εἰπῇς νά ἔλθῃ σήμερα, διότι σ᾿ ἐκεῖνο τό σημεῖο ἀπό αὔριο θ᾿ ἀρχίσουν ἄλλοι ἐργάτες νά ρίχνουν μπετά.
Πράγματι ἐπῆγαν ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα. ῎Εσκαψε ὁ Δούκας στό ὑποδειχθέν σημεῖο καί μέ τό πρῶτο κτύπημα τοῦ κασμᾶ, ἀκούσθηκε ἕνας γδοῦπος. ῏Ητο ὁ τάφος τῆς Μάρτυρος Ὀλυμπίας. Τά ἔβγαλαν τά λείψανα καί ἡ Βασιλική τά μετέφερε στό σπίτι μας. ῾Η κάρα τῆς ῾Αγίας αὐτῆς εὐωδιάζει συνεχῶς μέχρι τώρα.
Τότε, μαζί μέ τόν Δούκα τόν ἐργάτη, εἶχον ἔλθει καί ἄλλοι δύο νά τόν βοηθήσουν. Δυσπιστοῦσαν ὅμως στίς ἐμφάνειες τοῦ ῾Αγίου Ραφαήλ, καί ἔλεγον δέν εἶναι ῞Αγιος, ἀλλά εἶναι ὁ νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας τῆς Μηροπόλεως, ὁ Παναγιώτης.
Τό ἴδιο βράδυ, συννενοήθηκαν ἀπό κοινοῦ νά παραφυλάξουν τίς διόδους ἀπ᾿ ὅπου θά μποροῦσε νά περάσῃ ὁ Παναγιώτης, γιά νά τόν συλλάβουν. ῾Ο ἕνας ὀχυρώθηκε στό ἀπέναντι χαντάκι, καί ὁ ἄλλος στόν ἀπέναντι λόφο, ἀπ᾿ ὅπου κατά πᾶσαν πιθανότητα θά περνοῦσε ὁ ὑποτιθέμενος νεωκόρος. Τήν νύκτα ξαφνικά ἦλθε ἀνάμεσά τους ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ. Τούς ἐκάλεσε κοντά του καί τούς εἶπε: «῞Ωστε ἐγώ εἶμαι ὁ νεωκόρος ὁ Παναγιώτης ἔε; Δέν εἶμαι ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ; Πάτ! στόν ἕνα, πάτ! στόν ἄλλον τούς ἔδωσε ἕνα γερό χαστούκι, πού οἱ ἄνθρωποι μετά δακρύων ζητοῦσαν συγχώρησι λέγοντας: «Συγχώρησέ μας ῞Αγιε Ραφαήλ. Σέ πιστεύουμε δέν εἶσαι ὁ Παναγιώτης, εἶσαι ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ». Ἀπό τότε, τόσο πολύ καί οἱ δύο τους πείσθηκαν στίς ἀληθινές ἐμφάνειες τοῦ ῾Αγίου, ὥστε κάθε πρωῒ καί βράδυ ἐπήγαιναν μία ὥρα πορεία σ᾿ ἐκεῖνο τό σημεῖον τῶν Καρυῶν, γιά νά ἀνάψουν τά κανδήλια, νά προσευχηθοῦν καί νά προσκυνήσουν τίς εἰκόνες τῶν ῾Αγίων.
῾Η ἀδελφή μου Βασιλική, ὅπως εἴπαμε, ζοῦσε αὐστηρή ἀσκητική ζωή. ῾Υπηρετοῦσε μέ τήν ἀδελφή της τόν πατέρα μας, τόν ἀδελφό μας, τόν Δεσπότη ἐναλλάξ ὡς οἰκιακή βοηθός. ῞Ολη σχεδόν τήν ἑβδομάδα ἐνήστευε καί ζοῦσε μέ τό ἀντίδωρο καί τόν ἁγιασμό. Κάθε Σάββατο καί Κυριακή ἔτρωγε μαζί μέ τόν Δεσπότη. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της, ἐγώ εὑρισκόμουν στήν Ἀθήνα ὅταν πληροφορήθηκα τό γεγονός. Ἐπῆγα ἀμέσως στήν Μυτιλήνη καί ἐπί 4 ἡμέρες δέν ἔφυγα καθόλου ἀπό κοντά της.
Στίς 30 Ἰανουαρίου 1965, εἶχε πολύ ἐπιδεινωθῆ ἡ κατάστασίς της. Τότε εἶχαν συμπληρωθῆ 40 ἡμέρες ἀπό τότε πού ἡ Παναγία τήν εἶχε πληροφορήσει, ὅτι θά ἀναχωρήσῃ γιά τίς αἰώνιες Μονές. ῞Οταν ἡ ἴδια ἄκουσε τούς ἰατρούς νά προτείνουν ἐπίμονα τήν μεταφοράν της στό Νοσοκομεῖο, ἐκείνη ἀντέδρασε λέγοντας:
῎Οχι ὄχι στό Νοσοκομεῖο. ῾Η Παναγία θά μέ πάρῃ σέ λίγο. ῏Ηλθε ἡ ὥρα μου. Ἀπέναντι ἀπό τό κρεβάτι της, εἶχε τό εἰκονοστάσι πρός τό ὁποῖο συνεχῶς ἐνατένιζε. Ξαφνικά μέ συγκρατημένη ἀναπνοή, μέ ἐκστατικά τά μάτια της καί τό φαιδρό πρόσωπό της, ἔβλεπε τούς πολίτες τῆς Οὐρανίου Ἐκκλησίας νά κατέρχωνται κατά τάγματα καί ὁμίλους ἐνώπιόν της. Πρῶτοι οἱ Προφῆται, μετά οἱ Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, ῾Ιεράρχαι, ῞Οσιοι, ῎Αγγελοι μετά ἡ Θεοτόκος καί τέλος ὁ Χριστός, κατέβαινε μέ πολλή δόξα καί ἀνέκφραστη ὡραιότητα. Στό ἀντίκρυσμά Του, ἕνα δυνατό ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ καί ἐκπλήξεως ἄφησε νά ξεφύγῃ ἀπό τά χείλη της: «Ρηνούλα Ρηνούλα (ἡ ἀνιψιά της) ἦλθε ὁ Χριστός νά μέ πάρῃ, ὅλα τά τάγματα τῶν ῾Αγίων Του....» Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Χριστός, ἐπῆρε τήν ἁγία ψυχή της καί ἀνέβηκε στούς Οὐρανούς, ἐνῶ τό κεφάλι της ἔγειρε στά χέρια μου.
Ποτέ, ἀδελφέ μου, ἔλεγε ὁ Γέρο Ἐμμανουήλ, δέν ἐπερίμενα νά καταδεχόταν ὁ Χριστός νά κατέβῃ σ᾿ ἕνα τόσο μικρό καί ταπεινό κελλάκι νά παραλάβῃ τήν ψυχήν τῆς ἀοιδίμου ἀδελφῆς μου.
Ἐφώναξα ἀμέσως νά ἔλθουν μερικές εὐσεβεῖς γυναῖκες νά τήν ἐνδύσουν. Καθώς τίς ἄλλαζαν τά ροῦχα, εἶδαν ὅτι κατάσαρκα φοροῦσε ἡ εὐλογημένη, ἕνα κοντό σαμαροσκούτι, ἀπ᾿ αὐτό δηλαδή πού βάζουν στά σαμάρια τῶν ζώων. Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ αὐτό φοροῦσε ἁλυσίδες σταυρωτά, πού τίς εἶχαν καταφάγει τίς σάρκες της. Ἐμεῖς κυττάζαμε ἔκθαμβοι, διότι δέν ἐγνωρίζαμε τί κρυφούς ἀγῶνας ἔκανε. Τίς νύκτες, κοιμόταν λίγο στό πάτωμα καί ἀντί γιά προσκέφαλο εἶχε ἕνα ξύλο, ἐνῶ τά τριήμερα καί πενθήμερα τῶν νηστειῶν της δέν τά παρέλειπε ποτέ.
῾Ο Θεός, θέλοντας νά δείξῃ τήν εὐαρέσκειά του γιά τήν ἁγιότητά της, ἐπέτρεψε καί ἔγιναν θαύματα στό κρεβάτι της καί μετά καί εἰς τόν τάφο της. ῾Ο ἀδελφός μου ὅμως ὁ Δεσπότης, μᾶς ἀπηγόρευσε νά δημοσιεύσωμε κάτι ἀπ᾿ αὐτά γιά νά μή παραξηγηθοῦμε, ὅτι τό κάνουμε γιά ἐκμετάλλευσι καί ἀπόκτησι αἰσχροῦ κέρδους, λόγῳ τοῦ ὅτι εἴμαστε ἀδέλφια.
Μά ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ δέν ἔπαυσε νά ἀντιδοξάζῃ τούς ῾Αγίους του. Ἐπάνω στό φέρετρό της, ἦλθε καί στάθηκε μία φωτεινή στήλη ἀΰλου πυρός, ἡ ὁποία πρός τό μέρος τοῦ στήθους της ἐκάμπτετο πρός τά ἄνω γιά νά μή σκεπάζῃ τό πρόσωπό της. Αὐτή ἡ στήλη ἐστέκετο μισό μέτρο ἐπάνω ἀπό τό σκήνωμά της, καί ἐστάθη ἐκεῖ μέχρι τήν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Αὐτή ἡ στήλη φωτός φωταγωγοῦσε μέρα καί νύκτα ὅλο τό χῶρο.
Αὐτή ἡ ψυχή, ἡ ἀδελφή μου Βασιλική, ἁγίασε μέ τήν ὑπακοή της στόν Θεό στόν Πνευματικό της καί στόν Δεσπότη τόν ἀδελφό μας ταπεινώθηκε καί ἔφθασε στά μέτρα τῆς ἀπαθείας. Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 55 ἐτῶν.
῾Η ἄλλη μου ἀδελφή ἡ Περσεφώνη, ἀγωνίσθηκε ἀσκητικά, ὅπως καί ἡ Βασιλική. ῞Οταν ἐκοιμήθη ἐγώ εἶχα γίνει Καλόγερος. Ἐπῆγα κοντά της καί μέ τά δύο ἀδέλφια μου, τόν Στρᾶτο καί τόν Γιῶργο, καθόμασταν κοντά της ἀπό ἕνα ὀκτάωρο. Μία νύκτα πού ἐγώ τήν παρακολουθοῦσα, εἶδα τό ἑξῆς φαινόμενο. Εἶδα νά ἔρχεται ὁ θάνατος, μέ ἕνα δρεπάνι στό χέρι. ῏Ηταν ἕνας ἀνθρώπινος σκελετός. Τόν κύτταξα, μέ κύτταξε καί στάθηκε ἐπάνω στό σῶμα τῆς ἀδελφῆς μου. Τότε μοῦ εἶπε: «Σέ τρεῖς ἡμέρες θά ἔλθω νά τήν πάρω». Ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦταν Τετάρτη. ῾Ο ἀδελφός μου ὁ Δεσπότης, ὅπως μοῦ εἶχε εἰπῇ, ἤθελε νά τήν κάνῃ Μεγαλόσχημη Μοναχή. Ἐγώ ὅμως δέν τοῦ εἶπα ἀπό ἀμέλεια ἤ ἀδιαφορία μου, ὅτι εἶδα ἐν ὁράματι τόν θάνατον καί ὅτι θά τήν πάρῃ τό Σάββατο τό πρωῒ. ῎Ετσι δέν ἔγινε Μοναχή. Πρίν πετάξῃ ἡ ψυχή της στούς Οὐρανούς, εἶπε τά ἑξῆς λόγια:
῾Ο Κύριος, ὁ Κύριος ὁ Χριστός μας μέ περιμένει....»
Αὐτή ἡ ἀδελφή μου ἐζοῦσε μέ πολλή φτώχεια, ἀλλά ἔτρεχε νά βοηθήσῃ τούς ἄλλους φτωχούς καί τά ὀρφανά τῆς πόλεως. Μιά φορά μοῦ εἶπε:
-Ἀδελφέ, δέν μπορῶ νά ἔχω κι ἐγώ ἕνα Σταυρέλη (Σταυρό);
-Πόσο κοστίζει, Περσεφώνη;
-Δύο χιλιάδες.
-Πάρτες.
Μέ τά χρήματα αὐτά ἐφρόντιζε γιά τήν τροφή καί τά ροῦχα δύο ὀρφανῶν παιδιῶν, ὅπου εἶχε ἀναλάβει τήν προστασίαν των.
Τήν ἑπομένη φορά, πάλι μοῦ ζητοῦσε χρήματα γιά Σταυρέλη ἤ δῆθεν γιά ἄλλες δικές της ἀνάγκες. Μ᾿ αὐτά ἀγόραζε καινούργια παράθυρα καί τζάμια καί ἔβαλε στό δωμάτιο τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν. ῏Ηταν πονόψυχη καί ἐλεήμων. ῎Εβλεπε πολλά πράγματα, ἀλλά σπανίως μᾶς ἔλεγε.
-Πῶς θά αἰσθανθοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά μας, πάτερ Ἐμμανουήλ;
Χρειάζεται ἡ προσευχή, παιδί μου, γιά νά ζήσουμε τόν Θεό στήν καρδιά μας. Ἀτομική προσευχή στό κελλί. Ἀλλά θά ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρῶτα, γιά τά προβλήματα τῶν ἄλλων καί μετά γιά τά δικά μας. ῎Ετσι ἑλκύουμε τήν ἀγάπη καί συμπάθεια τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας. Νά ζητᾶμε τήν βοήθειά Του, ὅπως τό μικρό παιδάκι τρέχει νά βρῇ ἀγάπη, στοργή καί τροφή ἀπό τήν μητέρα του. Τό μεγαλύτερο ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νά πιστεύῃ ὅτι εἶναι ἀνάξιος γιά προσευχή. ῾Ο Χριστός, σταυρώθηκε καί ἔχυσε τό Αἷμα του γιά ὅλους μας. Δέν ξεχώρισε ἀξίους καί ἀναξίους. «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ καλῶς ἔχοντες, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες». Ἐμεῖς ἀνήκουμε εἰς τούς κακῶς ἔχοντας. ῾Ο Κύριος ἀγρύπνως μᾶς περιμένει νά ζητήσωμε τό ἔλεός Του. ῾Η ἁγία Θεοπρομήτορ ῎Αννα, ἐθυσίασε ὁλόκληρη τήν ζωή της, παρακαλῶντας τόν Θόν νά τῆς δώσῃ καρπόν εὐτεκνίας. Λογικό πρᾶγμα ζητοῦσε. Καί ὁ Θεός τήν ἀξίωσε νά φέρῃ στόν κόσμο τήν Μητέρα τοῦ Λυτρωτοῦ, ἀλλά πότε; ῞Οταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου.
Δέν πρέπει νά ὀκνεύουμε στήν προσευχή ἤ νά ὀλιγοπιστοῦμε. ῾Ο Θεός δέν μᾶς δίνει ποτέ λιγότερο ἤ περισσότερο, παρά ὅσο πρέπει καί ὅσο μποροῦμε νά σηκώσουμε. Ἐμεῖς νά προσευχώμεθα ὄχι μόνο ὅπως πρέπει, ἀλλά καί ὅσο πρέπει. Δέν ζητᾶμε πατάτες καί κρεμμύδια, ἀλλά Παράδεισο. Στό χέρι μας εἶναι νά τόν κερδίσωμε, ἐάν κόψουμε ὅλα τά θελήματά μας.
-῞Ενας ἀδελφός ἐρώτησε τοῦ Παπποῦ: Γέροντα ὅταν ψάλλω κυριεύομαι ἀπό κενοδοξία, τί νά κάνω;
-῎Ακουσε, παιδί μου, νά εἶσαι ψάλτης, εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ψάλλεις τόν Κύριον, τί ἄλλο θέλεις; Ἀλλά νά ἀντιλαμβάνεσαι τί λέγεις καί ἐάν μέ τήν καρδιά σου συμμετέχῃς στά ψαλλόμενα. ῾Η Χάρις τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως εἶναι ταπείνωσις. Μή ξεχνᾶς τί εὐεργεσίες μέχρι τώρα σοῦ προσέφερε ὁ Θεός. Σκέψου ποιός ἤσουν, ποῦ ἤσουν, ποῦ εὑρίσκεσαι καί τί ἔγινες. Εἶχε, ἀγαπητέ μου, ὁ Θεός καλλίτερους ἀπό ἐσένα καί ἀπό ἐμένα νά φέρῃ στόν κόσμο του, καί ὅμως δέν ἔφερε. Αὐτήν τήν στιγμή πού μιλᾶμε ἐδῶ, ἀμέτρητες Ψυχές φεύγουν ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί εἶναι ἀνέτοιμες πνευματικῶς. ῎Αλλοι βογγοῦν, ἄλλοι ὑποφέρουν καί λειώνουν στό κρεβάτι τοῦ πόνου. Ἐνῶ ἄλλοι Ἀδελφοί μας στόν κόσμο, μοχθοῦν νά βγάλουν ἕνα κομάτι ψωμί νά θρέψουν τά παιδιά τους, καί παραμελοῦν οἱ καϋμένοι τά πνευματικά τους καθήκοντα, γιατί τούς ἀναγκάζει ὁ τρόπος ζωῆς καί οἱ διάφορες ἀνάγκες τους.
Μέσα λοιπόν ἀπ᾿ αὐτές τίς ἀποκαρδιωτικές καί ἀπελπιστικές καταστάσεις, ἔρχεται τό χέρι τοῦ Θεοῦ καί σέ παίρνει ἐσένα καί ἐμένα. ῞Οταν σκέπτεσαι αὐτό, δέν γεμίζει ἡ ψυχή σου ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, ὅσο πέτρινη καί ἄν εἶναι; Δέν ταπεινώνεται; Δέν δοξολογεῖ; Δέν ὑπομένει, ὅ,τι φουρτοῦνες καί νά ἐπιφέρῃ ὁ Πανάγαθος Θεός μας, ἀφοῦ ὅλα τά ἐπιτρέπει γιά τό καλό τῆς ψυχῆς μας;
῎Εχω περιπτώσεις πτωχῶν Ἀδελφῶν μας, πού ἄν δέν τούς βοηθήσῃς, δέν ἔχουν οὔτε ψωμί νά ἀγοράσουν. ῞Οταν συμμετέχῃς σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, πῶς νά μή πονέσῃ ἡ ψυχούλα σου; Πῶς νά μήν ἔλθουν τά δάκρυα; Αὐτά ζητᾶ ὁ Χριστός μας. (Αὐτή τήν στιγμή κλαίει ὁ Γέροντας). Αὐτή εἶναι ἡ σωστή συμμετοχή μας στό θέμα τῆς προσευχῆς. Ὅταν ζῇς μέ τόν πόνο καί τό κλάμμα τῶν ἄλλων, δέν χρειάζεται νά εἰπῇς στόν Θεό: «Δός μου ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο, διότι ξέρει Ἐκεῖνος ἀπό τί σύ ἔχεις ἀνάγκη. Βέβαια θά ζητήσῃς γιατί αὐτό εἶναι ὑπόθεσις ταπεινώσεως καί ὑπακοῆς. Μά ἄν εἶσαι κουρασμένος, ξάπλωσε νά κοιμηθῇς, καί τό πρωῒ πάλι θά εἶσαι μέ τόν Θεό. ῞Οταν ζῇς ὅλα τά βάσανα, τήν κόλασι καί τούς πόνους τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφῶν μας, τότε θά ἰδῇς πόσο χαριτωμένα θά ἀντικρύζης τό κάθε πρᾶγμα. Μέσα στήν μνήμη τοῦ θανάτου πάντα νά ζοῦμε. Μέσα στήν κόλασι μέ τόν νοῦν μας νά «βόσκουμε», γιατί ἔτσι θά περιφρουρηθοῦμε ἀπό τήν ἁγία ταπείνωσι.
-Πέστε μας κάτι γιά τήν Παναγία, Γέροντα Ἐμμανουήλ;
-῾Η Παναγία, εἶναι ἡ στοργική Μητέρα ὅλων μας. Τήν ἔχω σέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε ἡμέρα τῆς λέγω τούς Χαιρετισμούς της. Κάνω ὅμως τίποτα; ῎Οχι, ἀλλά ἐπειδή εὐαρεστεῖται ἡ Παναγία μας, τό κάνω. Κάποια φορά, παρουσιάσθηκε ἡ Παναγία μας, σέ ἕνα Χριστιανό Ρῶσσο, καί τοῦ εἶπε: «Θέλω νά μοῦ λέγῃς 150 φορές τόν ῞Υμνο: «Θεοτόκε Παρθένε....πολύ μοῦ ἀρέσει καί χαίρομαι». Ἀπό τότε πού τό ἄκουσα αὐτό, κάνω κι ἐγώ τό ἴδιο. ῎Εφτιαξα ἕνα κομβοσχοίνι μέ 150 κόμπους καί κάθε ἡμέρα, λέγω τόν ῞Υμνον 150 φορές. Μνημονεύω καί μερικές ψυχοῦλες νά τίς παρηγορήσῃ ἡ Μαννούλα μας.
῞Αμα αἰσθανώμεθα τήν Παναγία μας σάν Μάννα, καί τόν Χριστό μας σάν Πατέρα, ἔε αὐτό εἶναι. Τό κελλί μας γίνεται μία φάτνη καί ἡ καρδιά μας μία φωλιά, ὅπου θά ἀναπαύεται ὁ Χριστός μας μέ τούς ῾Αγίους καί τούς Ἀγγέλους του.
Τώρα κάθε νύκτα, διαβάζω τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας μας, καθώς καί τά γνωστά Μεγαλυνάριά της, πού τιμᾶται μέ διάφορες Εἰκόνες της σ᾿ ὅλη τήν ῾Ελλάδα. Τό τί αἰσθάνομαι, δέν μπορῶ νά σοῦ περιγράψω. Ζοῦμε τήν ἀγάπην της, ζοῦμε τήν παρουσίαν της, ἀλλά δέν ἠμποροῦμε νά ἐκφρασθοῦμε.
-Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέγωμε, Γέροντα, Χάρις τοῦ Θεοῦ;
-Δέν μπορῶ νά τό περιγράψῳ. Νά, αἰσθάνομαι ἀνάλαφρος. Πῶς νά τό πῶ δέν ξέρω. (ὁ Παπποῦς ἐδῶ ἀναλύθηκε σέ κλάματα). Ποιός μπορεῖ νά μιλήσῃ γιά τήν Θεία Χάρι τοῦ Θεοῦ; Ποιά λόγια ἀνθρώπου μποροῦν νά ἐκφράσουν τό μεγαλεῖο της; Δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα λόγια.
-῎Εχετε πληροφορία, ὅτι θά πᾶτε στόν Παράδεισο, Γέροντα;
Ἀδελφέ μου, προσπαθοῦμε. Μετά βεβαιότητος δέν ξέρω τίποτε νά μιλήσῳ, διότι δέν ξέρω πῶς θά μέ κρίνῃ ὁ Θεός. Στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἴμαστε. Τελικά τόν λόγον τόν ἔχει ὁ Χριστός.
-Πῶς θά ἀποκτήσωμε τήν ταπείνωσι, Γέροντα;
Διά τῆς ὑπακοῆς καί ἐκκοπῆς τοῦ θελήματός μας. Τό θέλημα, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ Μοναχοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς λέγε, ὅτι δέν ἦλθε νά κάνῃ τό θέλημά Του, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Πατρός Του. ῾Ο μόνος δρόμος γιά τήν ἀπάθεια καί τήν ἁγιότητα εἶναι ἡ ὑπακοή καί ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματός μας, ἔστω καί ὅταν τό θέλημά μας ἐκφράζει κάτι τό σωστό καί λογικό. Τό πετᾶμε στήν ἄκρη γιά νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Γέροντά μας, γιά νά κερδίσουμε ταπείνωσι καί Χάρι Θεοῦ.
-Γιατί πολλές φορές μᾶς φεύγει ἡ Θεία Χάρις;
-Γιά νά γίνουμε καλλίτεροι. Θυμήσου τό παράδειγμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου. Φαινομενικά τόν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, καί οἱ δαίμονες τόν ἄφησαν ἡμιθανῆ ἀπό τό ξύλο. ῞Οταν ἐρώτησε τόν Χριστό: «Κύριε ποῦ ἤσουν...» Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Κοντά σου ἤμουν, ἀλλά ἤθελα νά σέ δοκιμάσω».
Ν᾿ ἀγαπήσωμε τό κελλί μας. Νά, ἐγώ οὔτε στό μισό ῞Αγιο ῎Ορος δέν ἔχω πάει. ῾Η ἔξοδος διασπᾶ τήν προσοχή καί προσευχή τοῦ Μοναχοῦ. Μετά ἀκολουθοῦν τά σχόλια, οἱ κατακρίσεις κλπ. Ἐγώ δέν ἔχω ἐπαφές μέ κανέναν, ἐκτός ἀπό τόν Χριστό καί τούς ῾Αγίους καί τήν Θεοτόκο Μαρία.
Τά τελευταῖα χρόνια ὁ Γέρο Ἐμμανουήλ εὑρίσκεται κατάκοιτος στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μας δεχόμενος καθημερινά ἐκ περιτροπῆς τίς περιποιήσεις ὅλων τῶν Πατέρων. Περιμένει μέ χαρά τό μεγάλο ἄγγελμα τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς του ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος καί τήν ἔνταξί τους στούς κόλπους τοῦ Παραδείσου.
Εἶναι εἰρηνικώτατος καί χαρούμενος διότι πλησιάζει ὁ καιρός τῆς σωματικῆς του τελευτῆς.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου