Γράφει ὁ Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος, Κιλκίς
Δὲν
εἶναι “pride parade” (παρέλαση ὑπερηφάνειας). Εἶναι μᾶλλον δημόσια
δήλωση καὶ ἐπισφράγιση τῆς ἤδη ἐπιτελούμενης αὐτοκαταστροφῆς τους. Ναί.
Παράλληλα εἶναι καὶ ἔμμεση, ἀπεγνωσμένη αἴτηση ἀκρόασης ἀλλὰ καὶ
βοήθειας. Χρειάζονται βοήθεια οἱ ψυχές. Ποιὸς νὰ τοὺς βοηθήσει ὅμως,
ὅταν ἔχουν κλειστά τα αὐτιὰ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς τους; Τὸ γνωρίζουν
πολὺ καλὰ οἱ «αὐτόχειρες» καὶ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ ὁμολογήσουν, ἂν
τοὺς προσεγγίσει κάποιος καὶ συζητήσει εἰλικρινὰ μαζί τους. Εἶναι ἕνας
τρόπος ὁριστικῆς δήλωσης «αὐτοκτονίας» ψυχικῆς καὶ κατὰ δεύτερο λόγο
σωματικῆς. Εἶναι ἀπόλυτα ἐγωιστικὴ ἐνέργεια.
Εἶναι δὲ καὶ
πράξη πρόκλησης καὶ μωρίας. Διότι μοιάζει μ΄ αὐτὸ ποὺ κάνουν τὰ μικρὰ
παιδιά, ὅταν θυμώνουν ἀπὸ τὸν ἔλεγχο ποὺ τοὺς γίνεται. Χτυπᾶνε τὸ κεφάλι
τους στὸν τοῖχο, πέφτουν κάτω καὶ λερώνονται, γκρεμίζουν, κάνουν ὅ,τι
μποροῦν, γιὰ νὰ τρομάξουν τοὺς γονεῖς, γιὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ τὰ
προσέξουν. Ἡ διαφορὰ ἐδῶ ὅμως εἶναι πὼς ξέρουν οἱ πάσχοντες ὅτι δὲν
ὁδηγεῖ πουθενὰ αὐτὸ ποὺ κάνουν. Ξέρουν ἐπίσης ὅτι ὑπάρχει δρόμος
ἐπιστροφῆς, ἀσχέτως σὲ ποιὰ κατάσταση βρίσκεται ὁ καθένας καὶ δὲν τὸν
θέλουν, διότι τοὺς ἔχει δεμένους γερὰ ὁ ἐγωισμός τους.
Γιατί
ὅμως νὰ συμβαίνει αὐτό; Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ.α΄,25-27), ὁ
ἄνθρωπος ἐκπίπτει σ΄ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ἀφοῦ πρῶτα ἐγκαταλείψει τὴν
ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ σχολιάζει ὁ Θεοδώρητος: «Εἶναι ταιριαστὴ ἡ
παρανομία μὲ τὴ δυσσέβεια (τὴν ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας). Διότι, ὅπως
ἀντικατέστησαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ψέμα, ἔτσι μετέβαλαν τὴν
νόμιμη ἐπιθυμία τῆς σαρκικῆς ἀπόλαυσης σὲ παράνομη».
Εἶναι
δύσκολο νὰ πιστέψει κανεὶς πὼς μπορεῖ νὰ γίνει εὔκολα ἡ μετάβαση στὸ
παρὰ φύση. Εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ ὑπερβολή, ὅταν γίνεται ὡς τάση κορεσμοῦ
κάποιας φυσικῆς ἀνάγκης-διεργασίας, ἐνστικτωδῶς, χωρὶς ἐγκράτεια, καὶ
ἄλλο, ὅταν περνάει στὸ παρὰ φύση. Λειτουργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἔξω ἀπὸ τὴ φύση
του, ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀξιοπρέπεια. Δὲν εἶναι
εὔκολο νὰ αὐτοταπεινώνεται, νὰ παραδίνεται ὡς ἄθυρμα στὶς ἁμαρτωλὲς καὶ
ἐξουθενωτικὲς ἐπιθυμίες τὶς δικές του καὶ τοῦ ἑτέρου καὶ νὰ καθίσταται
ἀντικείμενο δυστυχές, ἐλαυνόμενο ἀπὸ τὰ πάθη ἐντεῦθεν κακείθεν. Νὰ
πάσχει ἀπὸ ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας καὶ νὰ περιφέρεται ὡς ζωντανὸ
πτῶμα. Θὰ διαφυλάξει, θὰ περιφρουρήσει αὐτὸ τὸ κάτι, ποὺ τὸν ξεχωρίζει
ὡς ἰδιαίτερο πλάσμα καὶ πρόσωπο, ποὺ τοῦ δίνει οὐσιαστικὴ χαρὰ νὰ
γεύεται τὰ τόσα θαυμάσια τῆς ζωῆς. Οὐσιαστικά το παρὰ φύση εἶναι αὐτὸ
ποὺ δὲν εἶναι φυτεμένο στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν φυσικὴ καὶ φυσιολογικὴ ζωή.
Θέλουν
νὰ πάρουν καὶ ρεβὰνς ἀπὸ κάπου, ἀπὸ κάποιον. O καθένας τοὺς ἔχει τὸ
λόγο του. Ἔτσι βρέθηκαν μὲ τὸν ἴδιο πόνο, μὲ τὴν ἴδια «βαριὰ ἀρρώστια»
καὶ εἶπαν νὰ ἀλληλοπαρηγορηθοῦν στὸν κοινὸ πόνο καὶ στὴν ἀπόγνωσή τους
καὶ νὰ φωνάξουν. Ἴσως νὰ μὴν ἔχουν συνειδητοποιημένο τὸ στόχο. Δὲν ἔχει
σημασία αὐτό. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἔχουν βιώσει κάποιο δυνατὸ χτύπημα,
κάποια δυνατὴ ἐμπειρία στὴ ζωή τους, ποὺ τοὺς κλόνισε, τοὺς ταρακούνησε,
τοὺς «χάλασε». Ἀποστερήθηκαν τουλάχιστον τὴν ἀναγκαία φυσικὴ ἀγάπη κι
αὐτὸ ἦταν καθοριστικὸ στὴ συνέχεια, ὥστε νὰ ἐξοκείλουν καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν
στὴ συγκεκριμένη στάση ζωῆς, ἀναζητώντας τὴν πλήρωση τοῦ κενοῦ μὲ
κίβδηλα ὑποκατάστατα. Κι ἂν ἦταν εὐαίσθητες ψυχές, χωρὶς θεμέλια ἠθικά,
πνευματικὰ καὶ δὲν βρῆκαν στήριγμα, κατανόηση, ἀγάπη, συναντίληψη,
(συμπαράσταση), ὁδηγήθηκαν σ΄ αὐτὴν τὴν αὐτοκαταστροφικὴ συμπεριφορά.
Διότι, τελικὰ ναί, ἀποδέκτης αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς εἶναι ὁ ἐαυτός τους.
Εἶναι ἡ αὐτοκαταστροφή. Πρῶτα ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, καθιστώντας
μαρτυρικὴ τὴ ζωή, ἄσχετα ἂν τὸ πιστεύουν ἢ ὄχι καὶ κατὰ δεύτερο λόγο καὶ
τοῦ σώματος μὲ τὶς ὅποιες συνέπειες.
Γι΄ αὐτὸ
χρειάζεται προσέγγιση ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ, στὴν κάθε ψυχή, ὅπου εἶναι δυνατόν. Ἡ
χριστιανικὴ ἀντιμετώπιση μᾶς ἐνδιαφέρει, ὄχι οἱ γενικότητες. Ὁ
χριστιανὸς δὲν ἀντιπαθεῖ τὸν ἄρρωστο ἀλλὰ τὴν ἀρρώστια. Αὐτὸ εἶναι
ξεκάθαρος κανόνας. Ἔτσι θέλουμε νὰ τοὺς βλέπουμε, νὰ τοὺς προσεγγίζουμε
καὶ νὰ τοὺς τὰ λέμε. Ὅποιος ἔχει συγγενῆ, γνωστό, φίλο, ἃς τὸν
πλησιάσει. Ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν πνίγονται ἀπὸ τὸ
ἀδιέξοδο ποὺ τοὺς ἔχει περιζώσει. Τουλάχιστον ὅσοι συμβαίνει νὰ εἶναι
θύματα αὐτῆς τῆς ἐνορχηστρωμένης παγκόσμιας καταστροφικῆς κίνησης.
Χρειάζονται
θεραπεία. Ἂν καὶ ὅσοι τὴ δέχονται. Ἂν ἔχει σκληρύνει ἡ καρδιὰ τόσο πολὺ
ἢ ἡ συνήθεια τοῦ πάθους ἔχει κατακυριεύσει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, τότε
εἶναι δύσκολά τα πράγματα. Συμβαίνει ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἄρρωστος καὶ νὰ
μὴ θέλει νὰ τὸ παραδεχτεῖ. Ἐπιπλέον νὰ καυχιέται γιὰ τὴν ἀρρώστιά του.
Γὶ΄ αὐτοὺς γράφει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Εἶναι φοβερὸ νὰ κάνει κάποιος
αἰσχρὰ πράγματα. Ὅταν τὰ κάνει καὶ αἰσθάνεται ντροπὴ γὶ΄ αὐτά, τότε
μειώνεται στὸ μισὸ ἡ αἰσχρότητά τους. Ὅταν ὅμως τὰ κάνει καὶ καυχιέται,
τότε φτάνει στὴ βαριὰ κατάσταση τῆς ἀναισθησίας».(Ι. Χρυσόστομος,
Φιλιπ.γ, 19. Ὑπόμνημα Τρεμπέλα).
Πάντως στὴν
κατάσταση ποὺ εἶναι οἱ συνάνθρωποί μας, πιθανότερο εἶναι νὰ ταπεινωθοῦν
καὶ νὰ συνέλθουν μὲ ἕνα λόγο ἀλήθειας, παρὰ μὲ τὴν ἀποπομπὴ καὶ τὴν
ἀπαξίωση. Δὲν αἰσθάνονται τὴν ντροπὴ ποὺ νομίζουμε, διότι ἤδη τὴν ἔχουν
χάσει. Καὶ τὸ ξέρουν καλὰ πὼς δὲν ἔχουν νὰ χάσουν τίποτα, ἀφοῦ ἤδη ἔχουν
χαμένα τὰ πάντα.
Ἔτσι εἶχε καταντήσει ὁ κόσμος
τὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε. Στὴ Γένεση (κεφ. στ, 3): «Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς΄ οὐ
μὴ καταμείνη τὸ πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰώνα διὰ
τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας…», ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει: «Πνεῦμα ἐδῶ
ὀνόμασε τὴν προνοητική του δύναμη, προαναγγέλλοντας τὴν καταστροφή τους,
ἐπειδὴ κατάντησαν αὐτοὶ νὰ εἶναι σάρκες, δηλαδή, νὰ καταδαπανοῦν τὸν
ἑαυτό τους σὲ σαρκικὰ πράγματα, σὰν νὰ ἔχουν μόνο σάρκα καὶ ἀπέμειναν
χωρὶς ψυχή».
Ζοῦν χωρὶς ψυχή!!! Δὲν εἶναι μαρτύριο αὐτό;