Γράφει ὁ κ. Ἀνδρέας Κεφαλληνιάδης, διδάσκαλος
Ἂν καὶ ἡ βυζαντινὴ κοινωνία καὶ γενικότερα ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει κατηγορηθεῖ γιὰ συντήρηση καὶ στασιμότητα, ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα διαψεύδει τοὺς κατηγόρους καὶ αὐτὴ τὴ φορά. Ἡ βυζαντινὴ Ἱστορία μάλιστα ἔχει νὰ ἀναδείξει ἕνα γεγονός, τὸ ὁποῖο θεωρεῖται μοναδικὸ γιὰ τὴν ἐποχή του. Πρόκειται γιὰ τὴ θρησκευτικὴ ἐπανάσταση τῶν Ζηλωτῶν στὴ Θεσσαλονίκη (1342 – 1349). Οἱ Ζηλωτὲς ἐμφανίζονται τὸν 12ο αἰῶνα ὡς ἐκκλησιαστικὸ κίνημα ποὺ ἀπέβλεπε στὴν ἀποδέσμευση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ κράτος. Ἀντίθετοι ἀπὸ αὐτὸ ἦταν ὁ Πολιτικοὶ ποὺ ἤθελαν τὴν Ἐκκλησία ἐξαρτημένη ἀπὸ τὸ κράτος. Μὲ τὶς ἀντιθέσεις αὐτὲς οἱ δύο ἐκκλησιαστικὲς μερίδες βρέθηκαν σὲ σύγκρουση καὶ οἱ Ζηλωτὲς αὔξησαν τοὺς ὀπαδούς τους ἰδίως στὸ χῶρο τῶν μοναχῶν.
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 14ου αἰώνα, στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης εἶχαν ὀξυνθεῖ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα καθὼς ὁ πλοῦτος εἶχε συγκεντρωθεῖ στοὺς λίγους καὶ δυνατούς, ἐνῷ ὁ πολὺς λαὸς ὑπέφερε ἀπὸ τὴ πτώχεια. Ἐπιπλέον, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀριστοκράτες, ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνός, ἀνακήρυξε τὸν ἑαυτό του αὐτοκράτορα κι ἐπιχείρησε νὰ καταλάβει τὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τὴν ἀνακηρύξει πρωτεύουσα τοῦ βυζαντινοῦ κράτους. Οἱ Ζηλωτὲς ὅμως ξεσήκωσαν τοὺς Θεσσαλονικεῖς ἐναντίον τοῦ σφετεριστῆ τοῦ θρόνου καὶ ὑπερασπίσθηκαν μὲ γενναιότητα τὴν πόλη. Ἔτσι ἡ προσπάθεια τοῦ Καντακουζηνοῦ νὰ καταλάβει τὴ Θεσσαλονίκη ἀπέτυχε. Οἱ Ζηλωτὲς ἔπειτα ἀπὸ τὴ νίκη τους πῆραν τὴν ἐξουσία καὶ κυβέρνησαν σὲ συνεργασία μὲ τὶς συντεχνίες τῶν ἐργατῶν. Ἕνα χειρόγραφο τῆς ἐποχῆς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ κυβέρνησή τους στηριζόταν στὴν ἰσότητα, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν εὐσέβεια στὸ Θεό. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ κράτος τῶν Ζηλωτῶν θύμιζε τὴν κοινωνικὴ ὀργάνωση τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινότητας τῶν Ἱεροσολύμων. Οἱ Ζηλωτὲς συνδύασαν τὴν κοινωνική τους πολιτικὴ καὶ τὸ δημοκρατικὸ σύστημα διοίκησης μὲ τὴ νομιμοφροσύνη τους στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης.
Τὸ 1345 οἱ δυνατοὶ ἔκαναν ἀντεπίθεση, γιὰ νὰ πάρουν τὴν πόλη. Τότε οἱ Ζηλωτὲς στράφηκαν καὶ πάλι στὸ λαὸ καὶ τὸν κάλεσαν νὰ τὴν ὑπερασπισθεῖ. Ὁ λαὸς τῆς Θεσσαλονίκης ἐκδηλώθηκε κι αὐτὴ τὴ φορὰ ὑπὲρ τῶν Ζηλωτῶν, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ δράση τους ἔβρισκε βαθιὰ ἀνταπόκριση στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Τὸ 1349 ξέσπασε νέα ἀντεπίθεση. Ὁ Καντακουζηνὸς μὲ τὴ βοήθεια εἴκοσι χιλιάδων Τούρκων αὐτὴ τὴ φορά, χτύπησε καὶ πάλι τὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ Ζηλωτὲς πολέμησαν ἡρωικά, ἀλλὰ δὲν ἄντεξαν στὴν ἐπίθεση τῶν Τούρκων. Ἡ πόλη παραδόθηκε στοὺς εἰσβολεῖς κι ὁ Καντακουζηνὸς ἔσφαξε ἀνελέητα ὅσους Ζηλωτὲς δὲν κατόρθωσαν νὰ ξεφύγουν. Ἡ Θεσσαλονίκη γιὰ μέρες βουτήχτηκε στὸ αἷμα. Ἔτσι ἔσβησε δυστυχῶς τὸ «μικρὸ κράτος» τοῦ Θεοῦ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ βέβαια, κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτάξει ὡς ἐπιχείρημα ἐναντίον τῶν Ζηλωτῶν, ὅτι αὐτοὶ κατέφυγαν στὴ χρήση βίας, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ἐχθρούς. Ναί, ὁ Χριστιανὸς δὲ θέλει τὶς μάχες καὶ τοὺς πολέμους. Ὅταν ὅμως ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ἐπίβουλους εἰσβολεῖς ὀφείλει νὰ πολεμήσει μὲ κάθε θυσία. Τότε ἡ καταφυγὴ στὴ χρήση τῆς βίας εἶναι ἀναγκαῖο κακό. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι καὶ οἱ ἀμυντικοὶ πόλεμοι καὶ οἱ ἐθνικὲς ἐπαναστάσεις προϋποθέτουν τὴ χρήση βίας ὡς ἀπάντηση στὴ βία τῶν ἐχθρῶν, ὅπως συνέβη ἄλλωστε μὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἔθνους ἐναντίον τῶν ξένων ἐπιβούλων, τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, τὸν ἐμφύλιο πόλεμο τοῦ 1946 – 49 κ.λπ.. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη ὅτι οἱ Ζηλωτὲς κατέφυγαν ἀναγκαστικὰ σὲ αὐτὴν ὡς ἀμυνόμενοι, τὴν πρώτη φορὰ ὅταν ὁ Καντακουζηνὸς ἐπιχείρησε νὰ καταλάβει μὲ τὸ στρατό του παράνομα τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴ δεύτερη φορὰ ὅταν προσπάθησε νὰ τὴν καταλάβει μὲ τὴ βοήθεια τῶν Τούρκων. Ἐπιπλέον θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὸ δικαίωμα τῆς ἐπανάστασης ἦταν παραδοσιακὸ προνόμιο τοῦ λαοῦ στὸ Βυζάντιο καὶ νομικὰ κατοχυρωμένο. Οἱ ἐνέργειες τῶν Ζηλωτῶν δὲν ἦταν ἐκδηλώσεις ἀναρχίας, ἀφοῦ οἱ Ζηλωτὲς διακήρυτταν τὴν πίστη τους στὸ νόμιμο αὐτοκράτορα καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀναγνώριζε ἄμεσα τὴν ἐπαναστατική τους δράση.
Μία ἄλλα σημαντικὴ ἀντίρρηση σὲ σχέση μὲ τὸ κίνημα τῶν Ζηλωτῶν εἶναι τὸ κατὰ πόσο εἶναι δυνατὴ ἡ ἐφαρμογὴ ἑνὸς χριστιανικοῦ κράτους. Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο οἱ νόμοι μίας πολιτείας νὰ μὴν εἶναι σύμφωνοι μὲ τοὺς νόμους τοῦ Εὐαγγελίου, ἐφόσον αὐτὸ ἐπιλέξει δημοκρατικὰ ὁ λαός; Τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ ἐξαπλωθεῖ «ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» πρέπει νὰ παραμένει κενὸ γράμμα; Ἡ ὕπαρξη ἀντιφρονούντων δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, ἀφοῦ στὶς δημοκρατίες κυβερνᾶ κάθε φορὰ ἡ πλειοψηφία καὶ ἡ μειοψηφία τὴν ἐλέγχει. Ἡ παραπάνω ἔνσταση εἶναι συναφὴς μὲ τὴ δυνατότητα ὕπαρξης ἢ μὴ ὕπαρξης πολιτικῶν παρατάξεων ποὺ πρεσβεύουν χριστιανικὲς ἀρχές. Φυσικὰ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ πολιτικὴ παράταξη οὔτε ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ κομματίζεται. Ὁ ρόλος της ὀφείλει νὰ εἶναι ἑνοποιητικὸς κι ὁ λόγος της ὑπερκομματικός. Τοῦτο ὅμως δὲν ἀναιρεῖ τὴν ὕπαρξη πολιτικῶν ποὺ τὸ πρόγραμμά τους διέπεται ἀπὸ χριστιανικὲς ἀρχές. Στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ πολιτικὴ πλησιάζει τὴν Ἐκκλησία κι ὄχι ἡ Ἐκκλησία τὴν πολιτική. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ λόγο ἔχει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ ἐγκρίνει ἢ θὰ ἀπορρίψει κάποιο ἢ κάποια ἀπὸ τὰ κινήματα αὐτά. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι, ὅπως ἔγινε στὸ Βυζάντιο μὲ τοὺς ἀντιπάλους τῶν Ζηλωτῶν, ἔτσι καὶ οἱ νεότεροι Ζηλωτές, θὰ πολεμηθοῦν λυσσαλέα ἀπὸ τὸ πανίσχυρο κοσμικὸ κατεστημένο. Χρειάζεται λοιπὸν πολὺς ἀγώνας ἀλλὰ καὶ πολλὴ προσοχή, ὥστε τὰ τυχὸν λάθη καὶ οἱ δικές τους ἀστοχίες, νὰ μὴ γίνουν ἀφορμὴ νὰ λοιδορεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ κίνημα τῶν Ζηλωτῶν ἀπέδειξε ὡς ἱστορικὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀποκοιμίζει τὸ λαό, ὅπως ἰσχυρίστηκαν στὰ νεότερα χρόνια οἱ μαρξιστές, οὔτε ταυτίζεται μὲ τὴν ἄρχουσα τάξη, ἀλλὰ βασίζεται κυρίως στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, στὰ «εὐλογημένα πτωχαδάκια», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ μακαριστὸς π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Ἐπιπλέον ἀπέδειξε ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ὑπῆρξαν πρωτοπόροι στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης, καὶ μάλιστα αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ κομμουνισμοῦ. Ἀνέδειξε ἀκόμα τὸν κοινωνικὸ χαρακτῆρα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀποτελεῖ οὐτοπία, ἀλλὰ μπόρεσε καὶ ἔγινε πράξη. Ἀπέδειξε ἐπίσης ὅτι ἡ ζωὴ στὸ Βυζάντιο, δὲν ἦταν στατικὴ κι ἀπολιθωμένη, ἀλλὰ ζωντανή, ἐπιδεκτικὴ ζυμώσεων καὶ κοινωνικῶν ἀλλαγῶν. Δυστυχῶς, τὸ θρησκευτικὸ κίνημα τῶν Ζηλωτῶν δὲν ἔχει τύχει τῆς ἀνάδειξης ποὺ θὰ ἔπρεπε. Ὡς Χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ προβάλλουμε ὄχι μόνο τὸν πνευματικό, ἀλλὰ καὶ τὸν κοινωνικὸ χαρακτῆρα τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἀπάντηση στὸ κομμουνιστικὸ ψεῦδος. Ὁ Κύριός μας μακάρισε ἄλλωστε τοὺς «πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνη καὶ τοὺς δεδιωγμένους ἕνεκεν αὐτῆς» (Μάτθ. ε΄ 6 , 10 ).Οἱ Χριστιανοὶ Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης, ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἰσότητα, σύμφωνα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ θυσιάσθηκαν γι’ αὐτή. Οἱ ἄθεοι μαρξιστὲς ἐξασφάλισαν προνόμια μονάχα γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἐξαθλίωση γιὰ τὸ λαό. Ἡ σύγκριση κι αὐτὴ τὴ φορὰ καταδεικνύει τὴ συντριπτικὴ ἀνωτερότητα τῆς Πίστεώς μας, θεωρητικὰ καὶ πρακτικά. Ἡ ἐποχή μας πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι μόνο ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου καλλιεργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία καὶ τὴν ἄσκηση τῆς δικαιοσύνης, κι ὄχι οἱ ἀπατηλὲς καὶ ξεπερασμένες θεωρίες τοῦ ἀνιστόρητου ὑλισμοῦ.