Ἀδέλφια μου, πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἀποτίναξης τοῦ σκότους, πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἐλευθερίας. Ὥς πότε θά ἀνεχόμαστε τή διαστροφή καί προδοσία τῆς Πίστεώς μας, ὥς πότε θά ἀνεχόμαστε τό ξεπούλημα τῆς Πατρίδας μας καί τούς τυραννοσωτῆρες στό κεφάλι μας. «Ἀνάθεμα τήν ὥρα ποιός ὁρίζει ἐδῶ, τό ἀνάποδο βαφτίζει καί τό λέει σωστό»[1]. Φθάνει πιά! Ἀνάθεμα στούς προσκυνημένους!
Ἀδέλφια, ἄς βάλουμε ἕνα τέλος στό ραγιαδισμό πού μᾶς διακατέχει· μᾶς φυλάκισαν σ’ ἕνα ἐπιχρυσωμένο κλουβί, μᾶς ταΐζουν, μᾶς ποτίζουν, μᾶς πετᾶνε καί καμμία δραχμή καί εἴμαστε εὐχαριστημένοι. Ἀλήθεια ὅμως, εἴμαστε εὐχαριστημένοι; Ποῦ εἶσαι Μακρυγιάννη μου! Δέ βλέπεις; Καί τήν Πατρίδα μᾶς πείραξαν, μᾶς τήν διέλυσαν, καί τήν Πίστη μας τό ἴδιο· κι ἐμεῖς οὔτε μιλᾶμε οὔτε ἐνεργοῦμε. Ἔμαθες γιατί; Διότι εἴμαστε εὐχαριστημένοι ραγιᾶδες! Εἴμαστε κιοτῆδες καί προσκυνημένοι! Εἴμαστε εὐρωπαῖοι, «ἀνήκωμεν εἰς τήν Δύσιν», μιλᾶμε γαλλικά, ἀγγλικά, παίζουμε πιάνο καί τέννις, κάνουμε γιόγκα, γιορτάζουμε τά γενέθλιά μας καί τό σατανικό χάλλοουϊν. Καί μήν ξεχνᾶμε: «τοῦ φοβιτσιάρη ἡ μάνα δέν ἔκλαψε ποτέ»!
Πλησιάζει ἡ ὥρα ἀδέλφια, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πού Κύριος οἶδε τόν ἀριθμό τους, ἀναστενάζουν, βοοῦν καί δέν ἀνέχονται ἄλλο αὐτόν τόν βοῦρκο, δέν ἀποδέχονται ὅλες αὐτές τίς παρά φύσιν βρωμιές πού ὡς διά μαγείας, ἀποκτοῦν «ἐκκλησιαστικό» ἔνδυμα, σχῶρα με Κύριε, διά ἀρχιερατικῶν καί ἱερατικῶν χειλέων (πῶς κρατιέσαι Κύριε, καί δέν ρίχνεις φωτιά νά μᾶς κάψεις!)! Δέν ἀνέχονται ἄλλο τίς σφαγές τῶν ἀθώων ἀνυπεράσπιστων παιδιῶν, δέν ἀνέχονται ἄλλο τήν Προδοσία! Ὁ Κύριος δέν θά ἀργήσει ἄλλο. Ὁ Κύριος ἔρχεται, κάθε κατεργάρης θά κρυφτεῖ στόν πάγκο του...
Πατρίδα μου ὄμορφη, «Σ’ ὅλους τούς τόπους κι ἄν γυρνῶ, μόνον ἐτοῦτον ἀγαπῶ!»[2], ἀναφωνεῖ καί ὁ ποιητής! Μπῆκαν ὅμως οἱ ὀχτροί μέ μάσκα πατριώτη καί χάλασαν τόν τόπο μας, χάλασαν τούς ἀνθρώπους. Κάναμε κόλαση τόν ἐπίγειο αὐτό παράδεισο· κόλαση κάναμε καί τή ζωή μας. Ἦρθε ὅμως, ὁ καιρός, Θεέ μου, Σέ παρακαλοῦμε, διόρθωσε τήν Πατρίδα μας, διόρθωσε τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας Σου! Διῶξε τούς ἀμετανόητους - ἀνόητους ἐχθρούς, εἴτε ἐπίορκοι πολιτικοί καί ἐκκλησιαστικοί εἶναι αὐτοί, εἴτε ἐπίορκοι ἰατροί καί δημοσιογράφοι, εἴτε ὁποιοιδήποτε ἄλλοι πού δέν ἀγαποῦν Χριστό καί Ἑλλάδα.
Ἀδέλφια μου, ἄς ἀλλάξουμε τήν ροή τοῦ κύματος πού σαρώνει ὅλες τίς ἀξίες τῆς ἀγαπημένης μας πατρίδας. Οἱ παγκοσμιοποιητές δέν ἀγαποῦν τόν ἄνθρωπο, τόν μισοῦν ὅπως ὁ Πατέρας τους ὁ ἀνθρωποκτόνος. Μισοῦν μανιωδῶς τόν Χριστό καί θέλουν νά ἐξαφανίσουν τούς μαθητές Του. Στό πλευρό τους, δυστυχέστατα, ἔχουν καί τήν διοικοῦσα Ἐκκλησία... (πλήν ἐλαχιστοτάτων ἐξαιρέσεων!) Ἦρθαν τά πάνω - κάτω, καί δέν ἀκούστηκε «κίχ» ἀπό τούς προσκυνημένους ρασοφόρους! Ὁδεύουμε πρός κατάργηση τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Τό κατήργησε ἡ μᾶζα τοῦ λαοῦ μας στήν πράξη, τό κατήργησαν οἱ ψευδοποιμένες, θέλουν νά τό ἐξαφανίσουν πλήρως καί ἀπό τό Σύνταγμά μας τά πολιτικά ἀνδρείκελα τῇ βοηθείᾳ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρεικέλων. «Καί βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνῆτες», γράφει μέ παράπονο καί πικρία ὁ χιλιοτραυματισμένος Μακρυγιάννης, «Ἕλληνες, σπορά τῆς ἑβραιουργιᾶς, πού εἶπαν νά μᾶς σβήσουν τήν Ἁγία Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιά δέν μᾶς θέλει μέ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον. Καί ἐκάθησα καί ἔκλαιγα διά τά νέα παθήματα. Καί ἐπῆγα πάλιν εἰς τούς φίλους μου τούς Ἁγίους. Ἄναψα τά καντήλια καί ἐλιβάνισα λιβάνιν καλόν ἁγιορείτικον.
Καί σκουπίζοντας τά δάκρυά μου τούς εἶπα: ‘‘Δέν βλέπετε πού θέλουν νά κάμουν τήν Ἑλλάδα παλιόψαθα; Βοηθεῖστε, διότι μᾶς παίρνουν, αὐτοί οἱ μισοέλληνες καί ἄθρησκοι, ὅ,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν ἔχομεν. Φραγκεμένους μᾶς θέλουν τά τσογλάνια τοῦ τρισκατάρατου τοῦ Πάπα. Μήν ἀφήσετε, Ἅγιοί μου, αὐτά τά γκιντί πουλημένα κριγιάτα τῆς τυραγνίας νά μασκαρέψουν καί νά ἀφανίσουν τούς Ἕλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά ἀπό αὐτά πού καταδέχθηκεν ὁ Τοῦρκος ὡς τίμιος ἐχθρός μας’’»[3]!
Ἄς ἑνωθοῦμε ὅλοι οἱ Ἕλληνες, σέ πεῖσμα αὐτῶν πού μᾶς «γέμισαν φατρία καί διχόνοιαν»[4], νά βγοῦμε ἀπό τόν μικρόκοσμο τοῦ τομαριοῦ μας καί νά κοιτάξουμε λίγο ψηλότερα, στήν Ἁγία Πίστη μας, τήν γλυκειά μας Πατρίδα, τά παιδιά μας πού εἶναι τό φυτώριο τοῦ μέλλοντος. Οἱ Ἅγιοί μας εἶναι μαζί μας σέ αὐτόν τόν ἀγῶνα. Ὁ μόνος ἐχθρός μας, ὁ καί δυσκολότερος, εἶναι ὁ ταλαίπωρός μας ἑαυτός. Ἄς βάλουμε ἕνα τέρμα, μέ τήν ἄνωθεν κραταιά βοήθεια, καί νά ποῦμε μέ τή σειρά μας τό δικό μας, δυναμικό «ΟΧΙ» σέ ὅλους τούς δαίμονες, ἐνσώματους καί ἀσώματους, τῆς ἐπιβαλλόμενης ἀντίχριστης ἐποχῆς μας.
[1] Ἐλύτη, «Ὁ ἥλιος ὁ ἡλιάτορας», Ἴκαρος
[2] ὅ.π.
[3] Φυλλάδιον: «Ἐπίκαιρο χειρόγραφο τοῦ θρυλικοῦ Στρατηγοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης Ἰωάννη Μακρυγιάννη (1797 - 1846), Περί πατριωτισμοῦ, Ὀρθοδοξίας, κληρικῶν καί ἄλλων», (Ἀπό τό περιοδικό «ἡ Δράση μας», τ. 517, Μάρτιος 2014). Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
[4] ὅ.π.