«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ὅταν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἐστιν. Ἐπὰν δὲ πονηρὸς ᾖ, καὶ τὸ σῶμά σου σκοτεινόν» (Λουκ. 11, 34).
Δὲν μπορεῖς νὰ ἔχης ἀγαλλίαση μέσα σου, ἐὰν δὲν ἔχης ἁπλότητα.
• Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει:
«Ποιὸς δὲν θὰ χαιρόταν, ποιὸς δὲν θὰ θαύμαζε ἄνθρωπο ἁπλὸ κατὰ τὸ χαρακτήρα του, ἤ ποιὸς δὲν θὰ συνδεόταν μ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει τίποτα τὸ ὕπουλο; Σὲ ποιοὺς ἄλλους δὲν ἀνήκει ἡ σωτηρία παρὰ σ’ αὐτούς; Σὲ ποιοὺς δὲ τὰ μεγάλα ἀγαθά; Μήπως οἱ ποιμένες δὲν δέχθηκαν πρῶτοι τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία; Μήπως ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μὴ διαπράξη κανένα κακὸ δὲν δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγγέλου, ὅταν φοβήθηκε γιὰ ὑποψία μοιχείας; Μήπως χωρικοὺς κι ἀνυπόκριτους δὲν ἐξέλεγε; Γιατὶ λέει: «Εὐλογημένη εἶναι κάθε ἁπλὴ ψυχή» (Παροιμ. 11-25).
• Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἔλεγε:
«Οἱ Πατέρες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶχαν πολλὴ πίστη καὶ ἁπλότητα καὶ οἱ περισσότεροι ἦταν μὲ λίγα μὲν γράμματα, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχαν ταπείνωση καὶ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα, δέχονταν συνέχεια τὸν θεῖο φωτισμό· ἐνῷ στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἔχουν αὐξηθεῖ οἱ γνώσεις, δυστυχῶς ἡ λογικὴ κλόνισε τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ θεμέλια καὶ γέμισε τὶς ψυχὲς ἀπὸ ἐρωτηματικὰ καὶ ἀμφιβολίες. Ἔτσι, ἑπόμενο εἶναι νὰ στερούμασθε τὰ θαύματα, γιατί τὸ θαῦμα μπορεῖ νὰ τὸ ζήσουμε, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖται μὲ τὴν λογική».
• Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Παΐσιος στὸ βιβλίο του «Ἁγιορεῖται Πατέρες» ἀναφέρει διάφορα θαύματα, ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ἁπλότητα τῶν Πατέρων:
«Ὅταν ἤμουν ἀρχάριος στήν Μονή Ἐσφιγμένου, μοῦ εἶχε διηγηθῆ ὁ εὐλαβής Γερο-Δωρόθεος ὅτι στό Γηροκομεῖο ἐρχόταν καί βοηθοῦσε ἕνα Γεροντάκι μέ τέτοια ἁπλότητα, ἀφοῦ νόμιζε ὅτι ἡ Ἀνάληψη, πού ἑορτάζει ἡ Μονή, ἦταν μία μεγάλη Ἁγία, ὅπως ἡ Ἁγία Βαρβάρα καί, ὅταν ἔκανε κομποσχοίνι, ἔλεγε: «Ἁγία τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν!». Μία μέρα εἶχε ἔλθει στό Γηροκομεῖο ἕνας φιλάσθενος ἀδελφός, καί, ἐπειδή δέν ὑπῆρχε κανένα δυναμωτικό φαγητό, τό Γεροντάκι κατέβηκε γρήγορα-γρήγορα τά σκαλιά, πῆγε στό ὑπόγειο καί ἀπό τό παραθυράκι, πού ἔβλεπε πρός τήν θάλασσα, ἅπλωσε τά χέρια του καί εἶπε: «Ἁγία μου Ἀνάληψη, δῶσ’ μου ἕνα ψαράκι γιά τόν ἀδελφό». Καί ὤ τοῦ θαύματος! πετάχθηκε ἕνα μεγάλο ψάρι στά χέρια του, τό πῆρε πολύ φυσιολογικά, σάν νά μή συνέβη τίποτε, καί χαρούμενος τό ἑτοίμασε, γιά νά τονώση τόν ἀδελφό».
• «Ἐνῶ βρισκόταν σέ ἔρημο τόπο, μόνος του ὁ π. Τύχων, καί τό Κελλί του δέν εἶχε σχεδόν τίποτα, γιά νά ἔχη ὅμως τὸν Χριστό μέσα του, δέν τοῦ χρειαζόταν τίποτα, γιατί ὅπου ὁ Χριστός ἐκεῖ Παράδεισος, καί γιά τόν Παπα-Τύχωνα τό Περιβόλι τῆς Παναγίας ἦταν ἐπίγειος Παράδεισος.
Εἶχε χρόνια ἀρκετά νά βγῆ στόν κόσμο, ἀλλά χωρίς νά τό θέλη, τόν ἀνάγκασαν κάποτε, ποὺ εἶχε γίνει πυρκαϊά στήν Καψάλα, μαζί μέ ἄλλους Πατέρες νά πάη κι αὐτός ὡς μάρτυρας στήν Θεσσαλονίκη. Ὅταν ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος ὁ Γέροντας, τόν ρωτοῦσαν οἱ Πατέρες:
-Πῶς εἶδες τήν πόλη καί τόν κόσμο μετά ἀπό τόσα χρόνια, πού εἶχες νά ἰδῆς τόν κόσμο;
Ὁ Γέροντας ἀπήντησε:
-Ἐγώ δέν εἶδα πολιτεία μέ ἀνθρώπους, ἀλλά δάσος μέ καστανιές.
• Στήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ὁ γερο-Νικόλαος ἀπό τήν Συνοδεία τῶν Μαρκιανῶν μοῦ διηγήθηκε γιά ἕνα Πατέρα, πού εἶχε καί αὐτός παιδική ἁπλότητα, ὅτι κάποτε, ὅταν εἶχε στερέψει τό πηγάδι τους, εἶχε κατεβάσει τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό ξηροπήγαδο, μέ τό σχοινί δεμένη ἀπό τόν χαλκά, καί εἶπε:
-Ἅγιε Νικόλαε, νά ἀνέβης μαζί μέ τό νερό, ἐάν θέλης νά σοῦ ἀνάβω τό κανδήλι, ἀφοῦ μπορεῖς νά τό κάνης αὐτό. Βλέπεις, ἔρχονται τόσοι ἄνθρωποι, καί δέν ἔχουμε λίγο κρύο νερό νά τούς δώσουμε.
Ὤ τοῦ θαύματος! τό νερό ἀνέβαινε σιγά-σιγά, καί ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἔπλεε ἐπάνω, μέχρι πού τήν ἔπιασε μέ τά χέρια του, τήν ἀσπάσθηκε μέ εὐλάβεια καί τήν πῆγε στό Ναό. (Αὐτό ἔγινε πρίν ἀπό πενῆντα χρόνια περίπου)».