Ὅταν βάζουν ἕνα σπόρο στὴ γῆ, γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ πρέπει νὰ τὸν ἀγγίξει ἡ δύναμη τῆς ζέστης, καθὼς καὶ τὸ φώς. Ὅταν φυτεύουν ἕνα δέντρο, πρέπει νὰ τὸ ἀγγίξει ἡ δύναμη τοῦ ἀνέμου, γιὰ νὰ τὸ κάνει δυνατό, νὰ ριζώσει.
Ὅταν κάποιος φτιάχνει ἕνα σπίτι, ἀναζητεῖ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ τὸ καθαγιάσει.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔσπειρε τὸν πολυτιμότερο σπόρο στὸν ἀγρὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ χρειαζόταν ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ τὸν ἀγγίξει, νὰ τὸν ζεστάνει καὶ νὰ τὸν φωτίσει, γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ φύτεψε τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς στοὺς ἄγριους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ θανάτου. Ὁ δυνατὸς ἄνεμος τοῦ Πνεύματος ἦταν ἀναγκαῖος γιὰ νὰ πνεύσει πάνω του καὶ νὰ καθαγιάσει τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς.
Ἡ προαιώνια σοφία τοῦ Θεοῦ εἶχε ἑτοιμάσει τὰ κατοικητήριά Του στὶς ἐκλεκτὲς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς δύναμης καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νὰ κατεβεῖ στὰ κατοικητήρια αὐτὰ καὶ νὰ τὰ καθαγιάσει.
Ὁ Θεῖος Νυμφίος εἶχε διαλέξει τὴ Νύμφη Του, τήν Ἐκκλησία τῶν ἁγνῶν ψυχῶν, κι ἔπρεπε νὰ κατεβεῖ τὸ Πνεῦμα τῆς αἰώνιας χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης γιὰ νὰ ἑνώσει γῆ καὶ οὐρανὸ μ’ ἕνα δαχτυλίδι, νὰ στολίσει τὴ Νύμφη μὲ γαμήλια στολή.
Ὅλα ἔγιναν ὅπως εἶχαν προφητευτεί. Ὁ Κύριος εἶχε ὑποσχεθεῖ πῶς θὰ ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἦρθε. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ὑποσχεθεῖ τὴν κάθοδο τοῦ παντοδύναμου Ἁγίου Πνεύματος στὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ γνώριζε πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ὑπάκουε καὶ θὰ ἐρχόταν; Σὲ ποιόν θὰ ἔδειχνε τέτοια ὑπακοὴ τὸ παντοδύναμο Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον, στὸν Ὁποῖο τρέφει τέλεια ἀγάπη;
Ἀλήθεια, πόσο τέλεια εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ εἶναι πρόθυμη νὰ κάνει τέλεια ὑπακοή! Ἡ τέλεια αὐτὴ ἀγάπη δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ ἐκφραστεῖ τέλεια, παρὰ μόνο μὲ τὴν τέλεια ὑπακοή. Ἡ ἀγάπη εἶναι πάντα ἄγρυπνη, πρόθυμη καὶ ἕτοιμη νὰ ὑπακούσει στὸν ἀγαπημένο. Κι ἀπὸ τὴν τέλεια ὑπακοὴ προέρχεται, σὰν ἀτμὸς ἀπὸ μέλι καὶ γάλα, ἡ τέλεια χαρά, ποὺ προσδίδει στὴν ἀγάπη ἐξαίσιο κάλλος.
Ὁ Πατέρας ἔχει τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁ Υἱὸς ἔχει τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ Πνεῦμα ἔχει τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Χάρη σ’ αὐτὴν τὴν τέλεια ἀγάπη ὁ Πατέρας εἶναι πρόθυμος ὑπηρέτης τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ὁ Υἱὸς εἶναι τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη στὸ δημιουργημένο κόσμο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη τῶν θείων Προσώπων, ὅπως καὶ καμιὰ ἀνθρώπινη ὑπακοὴ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀμοιβαία ὑπακοή Τους.
«Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὸ δέδωκάς μοὶ ἶνα ποιήσω» (Ἰωάν. ἴζ’ 4). «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. στ’ 10). Δὲ δείχνουν τὰ λόγια αὐτὰ τὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ στὸν Πατέρα Του;
«Πάτερ… ἐγὼ δὲ ἤδειν ὅτι πάντοτε μοῦ ἀκούεις» (Ἰωάν. ἰα’ 41,42), εἶπε ὁ Χριστὸς ὅταν ἀνάστησε τὸ Λάζαρο. Σὲ μιὰν ἄλλη περίπτωση ἀργότερα ἔκραξε: «Πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὔν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω» (Ἰωάν. ἴβ’ 28). Δὲ δείχνουν τὰ λόγια αὐτὰ τὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα στὸν Υἱό;
«Καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἶνα μένει μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. ἴδ’ 16): «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὄν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός… καὶ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰωάν. ἰε’ 26). Κι ἔτσι ἔγινε. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, κατέβηκε σ’ ἐκείνους πού εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Υἱός. Δὲ δείχνει αὐτὸ τὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πνεύματος στὸν Υἱό;
Νά, ποιός εἶναι ὁ σωτήριος κανόνας ποὺ συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ ὅλους τοὺς πιστούς: «Τὴ τιμὴ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. ἴβ’ 10). Ὁ κανόνας αὐτὸς ἐφαρμόζεται τέλεια στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Κάθε Πρόσωπο προσπαθεῖ νὰ δώσει μεγαλύτερη τιμὴ στ’ ἄλλα δύο, ὄχι στὸν Ἑαυτό Του. Μέ τον ἴδιο τρόπο ἐπιθυμεῖ μὲ τὴν ὑπακοὴ νὰ εἶναι χαμηλότερα ἀπὸ τ’ ἄλλα δύο. Ἄν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ γλυκιὰ καὶ ἁγία προσπάθεια κάθε Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας νὰ τιμήσει τ’ ἄλλα δύο καὶ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο κατώτερο μὲ τὴν ὑπακοή, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη ποὺ διαθέτει ὁ καθένας γιὰ τοὺς ἄλλους δύο, ἡ Ἁγία Τριάδα θὰ ἦταν ἕνα ἀδιαφοροποίητο Πρόσωπο.
Μὲ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη ποὺ ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τὸν Υἱό, ἔσπευσε μὲ ἀπεριόριστη ὑπακοὴ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία τοῦ Υἱοῦ καὶ κατέβηκε τὸν ὁρισμένο χρόνο στοὺς ἀποστόλους. Ὁ Υἱὸς ἦταν βέβαιος πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ὑπάκουε, γι’ αὐτὸ κι ἔδωσε τὴ συγκεκριμένη ὑπόσχεση γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους. «Καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ ἕως οὐ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. κι’ 49), τοὺς εἶπε. Μὴ ρωτήσετε πῶς ἤξερε ὁ Κύριος ἀπὸ πρὶν ὅτι αὐτὴ ἡ δύναμις ἐξ ὕψους, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ ἤθελε νὰ κατεβεῖ στοὺς ἀποστόλους. Ὁ Κύριος δὲν ἤξερε μόνο αὐτὸ προκαταβολικά, ἀλλὰ κι ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ὅπως καί μετὰ ἀπ’ αὐτήν. Ἄν ὅμως ἐμβαθύνουμε περισσότερο στὸ συγκεκριμένο περιστατικό, θὰ δοῦμε πῶς ἡ προόραση αὐτὴ κι ἡ πρόρρηση τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀναφέρεται μόνο στὸ ἐξωτερικὸ φαινόμενο τῆς καθόδου αὐτῆς. Δὲν ἀγγίζει τὴ συμφωνία καὶ τὴ θέληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ καὶ νὰ κατεβεῖ. Προτοῦ μιλήσει ὁ Κύριος γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνώριζε ἤδη πῶς εἶχε τὴν ἑτοιμότητα καὶ τὴν προθυμία τοῦ Πνεύματος γιὰ νὰ συγκατατεθεί. Στὴν πραγματικότητα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μίλησε μέσα ἀπὸ τὸ Χριστὸ γιὰ τὴν κάθοδό Του. Δὲ λέει στὸ εὐαγγέλιο πῶς ὁ Χριστὸς ἦταν «πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» (Λουκ. δ’ 1); Δὲν ὁμολόγησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὴ Ναζαρὲτ πῶς σ’ Αὐτὸν εἶχε ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ ἐμέ, οὖ εἴνεκεν ἔχρισὲ μέ, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ μέ» (Λουκ. δ’ 18); Εἶναι σαφὲς πῶς ὁ Υἱὸς βρίσκεται σὲ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως καὶ μὲ τὸν Πατέρα, μὲ ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ ὑπακοή. Τὸ ἔχρισὲ μὲ σημαίνει τὴν πραγματικὴ καὶ ζωντανὴ παρουσία τοῦ Πνεύματος σὲ κάποιο πρόσωπο, ἢ ὑπόσχεται κάποια συνεργασία μὲ τὸ ἴδιο Πνεῦμα καὶ τὸ Πνεῦμα δὲν τὸ ξέρει ἀπὸ πρίν; Τὸ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦταν παρὸν στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ὅπως καὶ ὅτι συμφωνοῦσε μὲ κάθε λόγο, κάθε πράξη καὶ κάθε ὑπόσχεση τοῦ Ἰησοῦ, μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Ἕν δὲ τὴ ἐσχάτη ἡμέρα τὴ μεγάλη τῆς ἑορτῆς, εἴστηκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραζε λέγων· ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω» (Ἰωάν. ζ’ 37). Ἐδῶ ἀναφέρεται ἡ γιορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας[1], ποὺ γιορτάζεται τὸ φθινόπωρο. Τὴ γιορτὴ αὐτὴ τὴ γιόρταζαν τὸν ἕβδομο μῆνα, σύμφωνα μὲ τὸν ὑπολογισμὸ τῶν Ἰουδαίων. Ἡ τελευταία μέρα (ἡ ἕβδομη), εἶχε μιὰ ἰδιαίτερη μεγαλοπρέπεια, τὴν ὀνόμαζαν μεγάλη.
Τότε λοιπὸν κραύγασε ὁ Κύριος πρὸς τὸ πλῆθος: ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω. Στὴν ἄνυδρη περιοχὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἦταν δύσκολο νὰ βρεῖ κανεὶς νερὸ ἀπὸ τίς συνηθισμένες πηγές, γιὰ νὰ καλύψει τὸ μεγάλο ὄγκο τῶν ἐπισκεπτῶν. Ἔτσι εἰδικοὶ νερουλάδες κουβαλοῦσαν νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ Σιλωάμ, γιὰ νὰ τὸ παραλάβουν οἱ νοικοκύρηδες μὲ δικά τους δοχεῖα. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ προκάλεσε τότε τὸν Κύριο νὰ μιλήσει γιὰ δίψα καὶ γιὰ νερό; Ἴσως οἱ ἄνθρωποι ποὺ παραπονιοῦνταν γιὰ τὴ δίψα τους. Ἴσως παρακολουθοῦσε τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔκαναν οἱ νερουλάδες, νὰ μεταφέρουν τὸ βαρὺ φορτίο τους ἀπὸ τὸ Σιλωὰμ μέχρι τὸ λόφο, ὅπου βρισκόταν ὁ ναός. Ἴσως καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν ἡ τελευταία μέρα κι ὁ Κύριος θέλησε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ὥρα αὐτὴ γιὰ νὰ προβάλει τὴν ἰδέα τῆς πνευματικῆς δίψας σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους μὲ τίς πέτρινες καρδιὲς καὶ νὰ τοὺς προσφέρει πνευματικὸ νερό. Ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στὴ Σαμαρείτιδα: «Ός δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὐ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. δ’ 14). Καὶ τώρα, καθὼς καλεῖ κάθε διψασμένο ἄνθρωπο, στὸ νοῦ Του εἶχε αὐτὸ τὸ ἴδιο ζωοποιὸ καὶ πνευματικὸ νερό: ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω.
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἢ γραφῇ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ πνεύματος οὐ,οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη (Ἰωάν. ζ’ 38-39). Πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ Κύριος ἐπιδιώκει νὰ τοὺς τονίσει τὴν πίστη σ’ Ἐκεῖνον. Ὑπόσχεται ἀνταπόδοση σ’ ἐκείνους μόνο ποὺ ἔχουν ὀρθὴ πίστη. Καὶ ὀρθὴ πίστη σημαίνει μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀναφέρεται στὶς Γραφές. Δὲ θέλει νὰ τὸν πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἕνα τῶν προφητῶν, ἀφοῦ ὅλοι οἱ προφῆτες μίλησαν γιὰ Ἐκεῖνον. Οὔτε καὶ ἱκανοποιεῖται νὰ τὸν παρομοιάζουν μὲ Ἠλία τὸ δεύτερο ἢ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή. Ὁ Ἠλίας κι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἦταν ἁπλᾶ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, πρόδρομοι τοῦ Κυρίου.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸν ἀναφέρει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, γεννημένο ἀπὸ τὸν Πατέρα προαιώνια καὶ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἐν χρόνῳ. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὁμολόγησε τὴν πίστη του, λέγοντας, «Σὺ εἴ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ἴστ’ 16), ὁ ἴδιος ἐγκωμίασε τὴν πίστη του. Ὅταν οἱ ἄρχοντες κι οἱ Γραμματεῖς προσπάθησαν νὰ τὸν παγιδεύσουν μὲ διάφορες πονηρὲς ἐρωτήσεις, τοὺς ἀποστόμωσε ὁ ἴδιος ἀναφέροντας λόγια ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, πῶς καὶ ἀναμενόμενος Μεσσίας δὲν ἦταν μόνο υἱὸς Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. κβ’ 42-45). Ἦταν θέλημά Τοῦ νὰ τὸν πιστέψουν ὡς τὴ μεγαλύτερη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία ξεπεράστηκε κάθε ἄλλη προηγούμενη ἀποκάλυψη. Κάθε ἄλλη πίστη εἶναι μάταιη, ὅπως καὶ κάθε ἐλπίδα κάθε ἀγάπη εἶναι ἀνώφελη. Ἡ ἀληθινὴ πίστη σ’ Ἐκεῖνον ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Κι αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ βεβαιώσουν ὅσοι ἔχουν ὀρθὴ πίστη. Πῶς μπορεῖ νὰ βεβαιωθεῖ αὐτό; Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατoς ζῶντος. Μὲ τὸ ὕδωρ ζῶν ἐδῶ ὑπονοεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής: τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ πνεύματος. Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει νὰ κατοικήσει μέσα του, κι ἀπὸ τὸ σῶμα του θὰ ρεύσουν ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος. Γιατί ὅμως λέει ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ (ἀπὸ τὸ σῶμα του); Ἐπειδὴ τὸ σῶμα τῶν ἁγίων εἶναι κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο: «Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἔστιν» (Α ́κόρ. στ’ 19); Αὐτὰ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς πιστούς, στοὺς ὁποίους τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶχε ἤδη κατεβεῖ ἐπειδὴ πίστευαν στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ στενότερη ἔννοια, «σῶμα» ἐννοεῖται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδὴ εἶναι τὸ κέντρο τῆς φυσικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς.
«Υἱέ μου, λέει ὁ Σολομῶν, πάσῃ φυλακῇ τήρει στὴν καρδίαν, ἐκ γὰρ τούτων ἔξοδοι ζωῆς» (Παρ. δ’ 23). Κι ὁ προφήτης Δαβὶδ ἀπευθυνόμενος στὸ Θεὸ λέει: «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός. καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μοῦ» (Ψαλμ. ν’ 12). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει στοὺς Γαλάτες: «… ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν» (Γαλ. δ’ 6). Ἀπὸ τὴν καρδιὰ λοιπόν, σὰν ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ρέει τὸ ζωοποιὸ πνεῦμα ὡσὰν ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, σωματικὸ καὶ πνευματικό. Αὐτὸ ἔχει σὰν συνέπεια νὰ γίνει τὸ σῶμα τοῦ πιστοῦ ὅπλο τοῦ πνεύματός του καὶ τὸ πνεῦμα του νὰ γίνει ὅπλο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καθαρίζεται ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, φωτίζεται, όχυρώνεται καὶ ἀθανατίζεται μὲ τίς ροὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἔτσι ὅλα του τὰ διανοήματα, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐνέργεια κατευθύνονται πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ρεῦμα αὐτῆς τῆς ζωῆς ρέει πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὸ ρεῦμα τῆς αἰωνιότητας διαπερνᾷ τὴ ζωή του.
Ὅταν ὁ Κύριος τὰ ἔλεγε αὐτά, οὔπω γὰρ ἤν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶχε ἀκόμα χορηγηθεῖ στοὺς πιστούς, μολονότι συνυπῆρχε μὲ τὸν Υἱό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στὴν πληρότητα καὶ τὴν ἰσχύ Του, δὲν εἶχε ξεκινήσει ἀκόμα τὸ ἔργο του στὸν κόσμο. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμα δοξαστεῖ. Ἡ θυσία Του γιὰ τὸν κόσμο δὲν εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, τὸ ἔργο Τοῦ ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου δὲν εἶχε τελειώσει. Στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ὁ Πατέρας ἀποκτᾷ ἐνεργὸ ρόλο, μὲ τὸ νὰ στείλει τὸν Υἱό Του γιὰ νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Υἱὸς εἶναι ἐνεργὸς μὲ τὸ νὰ ἐκτελέσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ὡς Θεάνθρωπος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐνεργὸ ὅταν ἱδρύει, ἁγιοποιεὶ καὶ συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ. Μὴ νομίσεις μ’ αὐτὰ ὅμως πῶς ὅταν ὁ Πατέρας εἶναι ἐνεργός, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι. Πῶς ὅταν ὁ Υἱὸς εἶναι ἐνεργός, ὁ Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι. Πῶς ὅταν εἶναι ἐνεργὸ τὸ “Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν εἶναι ταυτόχρονα ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός.
Ὅσο ὁ Υἱὸς βρισκόταν σὲ πλήρη ἐνέργεια στὴ γῆ, ὁ Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐργάζονταν μαζί Του. Αὐτὸ φαίνεται στὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη. Κι ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς, «ὁ πατὴρ μοῦ ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰωάν. ε’17). Ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς ἐργάζονται μαζὶ καὶ ταυτόχρονα. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πῶς θὰ στείλει στοὺς μαθητές Του τὸ Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, ἐνῶ κι ὁ ἴδιος θὰ παραμείνει μαζί τους πάσας τὰς ἡμέρας καὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ὁ τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ὁμοούσιος καὶ ἀδιαίρετος. Γιὰ τὸ δημιουργημένο κόσμο ὅμως ὁ Θεὸς ἐκφράζει τὴν ἐνέργειά Του μερικὲς φορὲς πιὸ ἐμφατικὰ μὲ τὴ μιὰ Ὑπόστασή Του κι ἄλλες μὲ μιὰν ἄλλη. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὑποσχέθηκε στοὺς ἀποστόλους τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνυπῆρχε μαζί Του. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ποῦμε πῶς ἡ ὑπόσχεση δόθηκε τόσο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅσο κι ἀπὸ τὸν Υἱό.
Ἄς δοῦμε τώρα πῶς ἐκπληρώθηκε ἡ ὑπόσχεση αὐτή. Πῶς ἔγινε ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ γιορτάζουμε σήμερα.
«Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» (Πράξ. βί). Σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸν Κύριο, οἱ ἀπόστολοι ἔμειναν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ περίμεναν τὴν ἐξ ὕψους δύναμιν, ποὺ θὰ τοὺς ἔλεγε τί νὰ κάνουν στὴ συνέχεια. Ἠταν ὀμόψυχοι, δοσμένοι στὴν προσευχή, ὅλοι σὰν ἕνας ἄνθρωπος, μιὰ ψυχή, μιὰ καρδιά. Τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ διαφέρουν μεταξύ τους ἢ νὰ συμφωνοῦν. Τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς ὅλων τῶν ἀποστόλων τότε ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτό: ἡ ψυχή τους ἦταν γεμάτη ἀπὸ δοξολογία στὸ Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα εἶχαν γίνει καὶ σὲ ἀναμονὴ γιὰ ὅσα ἔμελλε νὰ γίνουν.
«Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἔκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὐ,οὗ ἦσαν καθήμενοι καὶ ὤφθησαν αὐτοὺς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. β’2-4). Τί εἴδους ἦχος ἦταν αὐτός; Δὲν ἦταν ὁ ἦχος τῶν ἀγγελικῶν χορῶν; Δὲν ἦταν ὁ ἦχος ποὺ παράγουν τὰ φτερὰ τῶν Χερουβίμ, ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ (Ἰεζ. ἅ’ 24); Ὅ,τι καὶ νὰ ἦταν, σίγουρα δέν προερχόταν ἀπό τη γῆ, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Δὲν προερχόταν ἀπὸ γήινα φτερά, ἀλλ’ ἀπὸ οὐράνιες δυνάμεις. Ὁ ἦχος αὐτὸς ἐπισήμανε τὴν κάθοδο τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Παρακλήτου. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι φωτιά, ὅπως δὲν εἶναι καὶ περιστέρι. Φανερώθηκε στὸν Ἰορδάνη ὡσεὶ περιστερά, ὅπως τώρα φανερώθηκε μὲ γλῶσσες ὡσεὶ πυρός. Στὴν πρώτη περίπτωση πῆρε τὴ μορφὴ περιστεριοῦ γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀθωότητα καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, πάνω στὸν ὁποῖο κατέβηκε. Τώρα, στὴ δεύτερη περίπτωση, κατέβηκε σὰν φωτιά, γιὰ νὰ δείξει τὴν πύρινη δύναμη, τὴ θερμότητα καὶ τὸ φῶς, μιὰ δύναμη ποὺ κατακαίει τὴν ἁμαρτία, μιὰ θερμότητα ποὺ ζεσταίνει τὴν καρδιὰ κι ἕνα φῶς ποὺ φωτίζει το νοῦ. Τὸ Πνεῦμα εἶναι ἀσώματο, δὲ σαρκώνεται μὲ κανένα σωματικὸ εἶδος. Ἀνάλογα μὲ τίς ἀνάγκες ἀποκαλύπτεται στὴν ὑλικὴ μορφὴ ποὺ συμβολίζει καλύτερα τὸ νόημα τῆς συγκεκριμένης στιγμῆς. Γιατί σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φανερώθηκε ὡς διαμεριζόμενες γλῶσσες ὡσεὶ πυρὸς καὶ σὲ κάθε ἀπόστολο κάθισε κι ἀπὸ μιὰ γλῶσσα; Αὐτὸ τὸ κατανοοῦμε ἀμέσως ἀπὸ τὰ παρακάτω:
«Καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοὺς ἀποφθέγγεσθαι» (Πράξ. β’ 4). Τώρα ἐξηγεῖται γιὰ ποιό λόγο τὸ Πνεῦμα ἀποκαλύφτηκε μὲ τὴ μορφὴ γλωσσῶν, ποὺ μάλιστα ἦταν διαμεριζόμενες. Ἦταν ἐπειδὴ τὸ πρῶτο ἔργο Του ἦταν νὰ δώσει στοὺς ἀποστόλους δύναμη καὶ ἱκανότητα νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες. Ἀπ’ αὐτὸ γίνεται φανερὸ πῶς, ἀπό τὸ ξεκίνημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας ἦταν προορισμένο γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ὅπως τὸ διακήρυξε μὲ σαφήνεια ὁ Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅταν εἶπε στοὺς ἀποστόλους: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κή’ 19). Ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ ἐκλεκτὸς λαός, εἶχε ἀπορρίψει τὸν Κύριο καὶ τὸν σταύρωσε, ὁ ἴδιος ὁ νικητὴς Κύριος ἔκανε τὴ δική του ἐπιλογὴ ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. Ἔτσι δημιούργησε τὸ νέο ἐκλεκτὸ λαό Του ποὺ δὲν εἶχε τὴν ἴδια γλῶσσα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο πνεῦμα. Ἦταν ὁ λαὸς ὁ ἅγιος, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσαν οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ νὰ πᾶνε νὰ διδάξουν ὅλα τὰ ἔθνη ἂν δὲν ἤξεραν τὴ γλῶσσα τους; Ἡ πρώτη δύναμη ἑπομένως, ποῦ χρησιμοποίησαν οἱ ἱεραπόστολοι αὐτοὶ τοῦ εὐαγγελίου, ἦταν ἡ ἱκανότητα νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ μιλᾶνε ξένες γλῶσσες. Οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ἤξεραν νὰ μιλᾶνε μόνο τὴ μητρική τους γλῶσσα, τήν Ἀραμαϊκή. Ἄν ἦταν νὰ μάθουν πολλὲς ἄλλες γλῶσσες μὲ τὸ συνηθισμένο τρόπο, πότε θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν;
Ἀκόμα κι ἂν ἀσχολοῦνταν ὅλη τους τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν, πάλι δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ μάθουν τόσες πολλές, ὅσες τοὺς δίδαξε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ μιὰ στιγμή. Προσέξτε πόσα ἔθνη εἶχαν μαζευτεῖ τότε στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ τὸ καθένα τοὺς μιλοῦσε καὶ διαφορετικὴ γλῶσσα. «Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμίται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοι τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες» (Πράξ. β’ 911)!
Ὁ καθένας ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς ἄκουγε τοὺς ἀποστόλους νὰ μιλᾶνε στὴ δική του γλῶσσα. Κι ὅλοι τους θαύμαζαν, εἶχαν μείνει ἐκστατικοί. Μπροστά τους εἶχαν ἁπλοῦς ἀνθρώπους, μὲ ἁπλῆ συμπεριφορά,συμπεριφορᾷ κι ἁπλὸ ντύσιμο. Κι ὅλοι τους ἄκουγαν νὰ δοξολογεῖται ἀπ’ αὐτοὺς ὁ Θεὸς στὴ δική του γλῶσσα ὁ καθένας! Πῶς νὰ μὴ θαυμάσουν; Πῶς νὰ μὴ μένουν κατάπληκτοι; Μερικοὶ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν τὸ φαινόμενο, ἄρχισαν νὰ λένε πῶς οἱ ἀπόστολοι θά ‘πρεπε νὰ ἦταν μεθυσμένοι. Ὅπως συμβαίνει συχνὰ ὅμως, οἱ νηφάλιοι ἄνθρωποι, στοὺς μεθυσμένους φαίνονται μεθυσμένοι. Λογικοὶ ἄνθρωποι, στοὺς παρανοϊκοὺς φαίνονται παρανοϊκοί. Προσκολλημένοι στὴ γῆ, πῶς μποροῦσαν νὰ κρίνουν ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν πληρωθῇ Πνεύματος Ἁγίου, ποὺ σὰν πνευματοφόροι ἔλεγαν ἐκεῖνα ποὺ τὸ Πνεῦμα τοὺς φώτιζε νὰ λένε;
Στοὺς ἀνθρώπους τῆς καθημερινότητας δὲν ἀρέσουν οἱ ἐκπλήξεις. Κι ὅταν ἔρθουν ἀντιμέτωποι μὲ τέτοιες ἐκπλήξεις, τότε εἴτε ἐκνευρίζονται εἴτε τίς διακωμωδοῦν. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως δὲν εἶναι σὰν τὸ βίαιο ἄνθρωπο, ποὺ μπαίνει ἀπρόσκλητα στὸ ξένο σπίτι. Μπαίνει μόνο στὰ σπίτια ποὺ ἔχουν θεληματικὰ καὶ πρόθυμα τὴν πόρτα τους ἀνοιχτή, ἐκεῖ ποὺ τὸ λογαριάζουν ὡς κάτι πολὺ ἀγαπητό, σὰν ἕναν ἐπισκέπτῃ ποῦ τὸν περιμένουν ἀπὸ καιρό. Οἱ ἀπόστολοι τὸ περίμεναν μὲ ἔντονη ἐπιθυμία. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε σ’ αὐτούς καὶ τοὺς ἔκανε κατοικητήριό Του. Δὲν κατέβηκε κοντά τους μὲ κάποιο ἀπειλητικὸ θόρυβο, μὰ μὲ κραυγὴ χαρᾶς.
Ἀδελφοί μου! Νὰ ξέρατε πόσο χαίρεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πόσο εὐφραίνεται μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ ὅταν βρίσκει ψυχὲς ἁγνές, ποὺ ἔχουν ἀνοιχτὲς τίς πόρτες τῆς ψυχῆς τους, ποὺ τὸ νοσταλγοῦν! Σ’ αὐτὲς φτιάχνει τὸ κατοικητήριό Του μὲ μιὰ κραυγὴ χαρᾶς καὶ τοὺς χαρίζει τίς πλούσιες δωρεές Του. Μπαίνει μέσα τους σὰν φωτιά, γιὰ νὰ κατακάψει καὶ τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα τῆς ἁμαρτίας σὰν φῶς, γιὰ νὰ τοὺς φωτίσει μὲ τὸ οὐράνιο φῶς ποὺ δὲ σβήνει ποτὲ σὰν θέρμη, γιὰ νὰ τοὺς ζεστάνει μὲ τὸ θεῖο πῦρ τῆς ἀγάπης, μ’ ἐκεῖνο ποὺ θερμαίνονται κι οἱ χορεῖες τῶν ἀγγέλων στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος: «Ὅπως ἕνα φανάρι μένει σκοτεινὸ ἂν δὲν τὸ ἀνάψει κανείς, ἔστω κι ἂν ἔχει λάδι καὶ φυτίλι, ἔτσι κι ἡ ψυχὴ μένει σκοτεινὴ ὡσότου τὴν ἀγγίξει τὸ φῶς τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ὀμιλ. 59).
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔδωσε στοὺς ἀποστόλους τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν. Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο τους δῶρο, ποῦ τοὺς ἦταν καὶ τὸ πιὸ ἀπαραίτητο τότε. Ἀργότερα, πάλι, ἀνταποκρινόμενο στὶς ἀνάγκες τῆς ἀποστολικῆς διακονίας, τοὺς χάρισε κι ἄλλα δῶρα, ὅπως τὰ χαρίσματα τῆς θαυματουργίας, τῆς προφητείας, τῆς σοφίας, τῆς εὐγλωττίας, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἀντοχῆς, τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης, τῆς βεβαίας πίστης κι ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης πρός το Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τους ἔδωσε όλ’ αὐτὰ τὰ χαρίσματα πλούσια, μὲ χαρά, κι ὄχι μόνο στοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ καὶ στοὺς διαδόχους τους, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέχρι σήμερα, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη τοῦ καθένα τους ἀλλὰ καὶ τὴν ἁγνότητά τους. Μὲ τὸ ἔργο του στὴ γῆ ὁ Κύριος Ἰησοῦς εὐχαρίστησε πολὺ τόσο τὸν Πατέρα ὅσο καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπὸ τίς πρῶτες μέρες τοῦ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶχε νιώσει τέτοια χαρὰ ὅπως τώρα, τὴ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ του δημιούργησε τὴ δυνατότητα νὰ ἐνεργεῖ στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν πληρότητα τῆς δύναμής Του. Εἶναι γεγονὸς πῶς ἦταν ἀδιάλειπτα ἐνεργὸ στὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ βρισκόταν ἁλυσοδεμένο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς πτώσης τοῦ Ἀδὰμ ὡς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐνέργειά Του ὅμως τότε ἦταν περιορισμένη, τὴν ἐμπόδιζαν οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Μετὰ ἄνοιξε ἕνα δρόμο στοὺς ἀνθρώπους κι ἔριξε ἀρκετὸ λάδι στὸ καντήλι τῆς ζωῆς τους, γιὰ νὰ μὴ σβήσει ὁλότελα. Ἐνεργοῦσε ἐπίσης μέσα ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους, ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ προφῆτες καὶ βασιλεῖς, ἀπὸ καλλιτέχνες καὶ μάγους – στὸ μέτρο ποὺ μποροῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ παραδοθοῦν στὴν ὑπηρεσία Του. Ὅπου χύνονταν δάκρυα νοσταλγίας στὴ γῆ, γιὰ χάρη τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ προέρχονταν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ θέρμαινε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἕνας σοφὸς εἶχε κάποια ἔμπνευση γιὰ τὸν ἕνα καὶ ἀθάνατο Θεό, ἦταν ἀπὸ τὴ σπίθα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν κάποιος καλλιτέχνης τραγουδοῦσε, ζωγράφιζε ἢ ἔφτιαχνε γλυπτὰ καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἄνοιγε τὰ μάτια τῆς τυφλῆς ἀνθρωπότητας γιὰ νὰ δεῖ τὴ θεία ἀλήθεια, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἄγγιζε τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μὲ τὴ ζωοποιὸ πνοή Του. Ὅταν ἕνας πραγματικὰ εὐγενὴς ἄνθρωπος, μὲ πίστη στὸ Θεὸ κι αὐτοθυσία, στεκόταν μὲ παρρησία κι ὑπερασπιζόταν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν καταπιεσμένη δικαιοσύνη, ἐκεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα παρεῖχε τὴ δύναμή Τοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ.
Όλ’ αὐτὰ ὅμως δὲ γίνονταν μὲ μεγάλη ζέση καὶ χαρά. Αὐτὰ δὲν ἦταν παρὰ ψίχουλα ποὺ ρίχνονταν στοὺς πεινασμένους δέσμιους στὴ φυλακή. Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος Ἰησοῦς κατέστρεψε τὴ φυλακὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ παρουσίασε τοὺς δώδεκα ἀποστόλους μπροστὰ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς δώδεκα λαμπρούς, βασιλικοὺς αὐλικούς, τότε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ μιᾷ κραυγῇ χαρᾶς καὶ μὲ τὴν πληρότητα τῆς ἐνέργειάς Του, τοὺς ἔκανε κατοικητήριό Του. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ὡς τότε ἦταν λυπημένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ ‘Ἀδάμ, γιὰ πρώτη φορὰ ἄρχισε πάλι μὲ χαρὰ τὸ ἀπεριόριστο ἔργο τῆς ἐνίσχυσης καὶ τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων.
Γιὰ νὰ τὸ κατανοήσετε καλύτερα, θὰ σᾶς κάνω μιὰ σύγκριση, ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσει: ὁ ἥλιος λάμπει το χειμῶνα καὶ τὴν ἄνοιξη. Τὸ φῶς κι ἡ θέρμη του ὅμως δὲν μποροῦν νὰ κάνουν κάτι ν’ ἀνθίσει, ὅταν βρίσκεται σκεπασμένο ἀπὸ χιόνι. Τὴν ἄνοιξη βέβαια, ὁ ἴδιος ἥλιος, μὲ τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὴν ἴδια θέρμη, κάνει ὅλους τοὺς σπαρμένους σπόρους νὰ φυτρώσουν καὶ ν’ ἀναπτυχθοῦν. Οἱ ἐπιστήμονες μᾶς λένε πῶς τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τῆς γῆς τὸ χειμῶνα ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, πῶς οἱ χιονισμένες περιοχὲς στέκονται μακριὰ ἀπὸ τὸν ἥλιο, πῶς δέχονται τὸ φῶς τοῦ ἥλιου «ὑπὸ γωνία», οἱ ἀκτῖνες δὲν πέφτουν κάθετες. Τὴν ἄνοιξη τὸ ἴδιο αὐτὸ κομμάτι τῆς γῆς ἀρχίζει νὰ στρέφεται πρὸς τὸν ἥλιο, οἱ χιονισμένες περιοχὲς ἔρχονται πιὸ κοντὰ στὸν ἥλιο καὶ τὸ φὼς ὅπως κι οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ἔρχονται κάθετα. Ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ Χριστὸ οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἦταν σάν τη γῆ το χειμῶνα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔδινε ζωὴ καὶ ζέστη. Λόγῳ τῆς ἁμαρτωλῆς κατάστασης τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ὅμως, καθὼς καὶ τοῦ χωρισμοῦ της ἀπό το Θεό, ἔμενε παγωμένη. Κανένας καρπὸς δὲν μποροῦσε νὰ φυτρώσει καὶ ν’ ἀναπτυχθεῖ σ’ αὐτήν. Ὁ Κύριος ἀνα-προσανατόλισε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἔφερε κοντὰ στὸ Θεό, τὴν καθάρισε ἀπὸ τὸ χιόνι καὶ τὸν πάγο, τὴν καλλιέργησε καὶ φύτεψε μέσα της τὸ θεῖο σπόρο. Καὶ τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἄρχισε, ὅπως ὁ ἥλιος τὴν ἄνοιξη, ν’ ἀναπτύσσει μὲ τὴ δύναμή Τοῦ καὶ νὰ παράγει τοὺς γλυκοὺς καὶ θαυμάσιους καρποὺς στὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ χειμῶνας δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ δώσει τὰ θαυμαστὰ πράγματα, μὲ τὰ ὁποῖα στολίζει ἡ ἄνοιξη τὴ γῆ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι χωρισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ζοῦν μὲ ψυχὲς ναρκωμένες ἀπὸ τὸν πάγο καὶ τὸ χιόνι τῆς αὐταπάτης τους, δὲν μποροῦν νὰ πιστέψουν τὰ θαυμάσια δῶρα μὲ τὰ ὁποῖα στολίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκείνους ποὺ τὸ πλησιάζουν καὶ στέκονται ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τίς κάθετες ἀκτῖνες, ποὺ χαρίζουν τὴ θεϊκὴ ζέστη καὶ τὸ φῶς Του. Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας Ἐσκιμῶος, ποὺ γεννήθηκε καὶ πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ μέσα στὸν πάγο καὶ τὸ χιόνι, νά πιστέψει ἕναν ταξιδιώτη ἀπὸ τίς νοτιότερες χῶρες ποὺ θὰ τοῦ μιλοῦσε γιὰ δέντρα καὶ ἄνθη, γιὰ κοιλάδες στρωμένες μὲ πολύχρωμα λουλούδια καὶ γιὰ πράσινους λόφους;
Κανένας ἄνθρωπος ποὺ ζοῦσε εἰς χώραν μακράν, μακριὰ ἀπό το Θεό, παγωμένος καὶ σκοτισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψει τοὺς ἀποστόλους ὅταν ἄρχισαν νὰ κηρύττουν τὰ χαρμόσυνα νέα γιὰ τὸ ζωντανὸ Θεὸ στὸν οὐρανὸς γιὰ τὸν Πατέρα ποὺ καλεῖ κοντά Του ὅλους ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ ὀνομάζονται γιοι Του γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο σὰν ἄνθρωπος, ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἔπαθε γι’ αὐτούς, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν καὶ ἀναλήφθηκε μὲ δόξα στοὺς οὐρανοὺς γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ κατέβηκε στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς χάρισε τὰ οὐράνια δῶρα γιὰ τὴν ὀλοφώτεινη κι ἀθάνατη πατρίδα μᾶς στοὺς οὐρανούς, ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶς χωρίζει μόνο ἡ ἁμαρτία γιὰ τὴν ἁγνότητα τῆς ζωῆς ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπό μας, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν οὐράνια πατρίδα μας καὶ νὰ γίνουμε σύντροφοι καὶ ἀδελφοὶ τῶν ἀγγέλων στὴν αἰώνια ζωή.
Μερικοὶ πίστεψαν τίς χαρμόσυνες αὐτὲς εἰδήσεις, ἄλλοι ὄχι. Ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους ἔρρευσαν σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ποταμοὶ ζῶντος ὕδατος. Μερικοὶ πλησίασαν τὸ νερὸ αὐτὸ καὶ ἤπιαν μέχρι πλησμονῆς, ἄλλοι ὄχι. Οἱ ἀπόστολοι κινοῦνταν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ὡς θεοί. Ἔκαναν θαύματα, θεράπευαν ἀσθένειες, κήρυτταν μετάνοια γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Μερικοὶ τούς δέχονταν μὲ χαρά, ἄλλοι τοὺς λοιδοροῦσαν ἢ τοὺς ἔδιωχναν μὲ ὀργή. Ὅσοι τοὺς δέχονταν, ἔνιωθαν τὴν ἐπαφή τους μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ἐνέργειά Του μέσα τους. Ἔτσι ὁ λαὸς ὁ ἅγιος πλήθαινε, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μεγάλωσε κι ἑδραιώθηκε στὸν κόσμο. Ὁ σπόρος ἄνθισε, ἔβγαλε καρπούς. Ὁ οἶκος τῆς ἀλήθειας, τοῦ ὁποίου ἀκρογωνιαῖος λίθος ἦταν ὁ Χριστός, ἐγκαινιάστηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κι ἁπλώθηκε στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, στὰ τέσσερα ἄκρα τῆς γῆς. Οἱ πύργοι του ἔφτασαν ὡς τὰ μεγαλύτερα ὕψη τοῦ οὐρανοῦ.
Τελοῦμε σήμερα τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ Υἱό, μὲ ἄπειρη χαρὰ καὶ ὑπακοή, θέλησε νὰ κατεβεῖ στὴ γῆ καὶ νὰ λάβει στὰ παντοδύναμα χέρια Του τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄς ἐπιδοθοῦμε λοιπὸν σὲ ὕμνους δοξολογίας πρὸς τὴν Παναγία Παρθένο Μαρία, σ’ Ἐκείνην ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε νωρίτερα ἀπ’ ὅτι στοὺς ἀποστόλους. Οἱ ἀπόστολοι δέχτηκαν τὸ Πνεῦμα ποὺ κατέβηκε σ’ αὐτοὺς ὡς Ἐκκλησία, ὡς μιὰ συντροφιὰ ἁγίων ποὺ εἶχαν ὁμοψυχία. Ἡ ἁγνὴ Παρθένος δέχτηκε τὸ Πνεῦμα ποὺ κατέβηκε σ’ αὐτὴν σὰν ἐκλεκτὸ σκεῦος. «Πνεῦμα Ἁγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις Κυρίου ἐπισκιάσει σοί» (Λουκ. ἅ’ 35), εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὴν ὑπερευλογημένη Παρθένο. Κι Ἐκείνη, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔφερε τὸν πανένδοξο καρπό, ποῦ τὸ ἄρωμά του διαπερνᾷ γῆ καὶ οὐρανὸ κι ἀπὸ τὸν ὁποῖο τρέφονται ὅλοι οἱ πιστοί, ἀπὸ τὸν πρῶτο ὡς τὸν τελευταῖο.
Ἁγία καὶ πάναγνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, αὐγὴ καὶ λίκνο τῆς σωτηρίας μας, ὑπόδειγμα ταπείνωσης καὶ ὑπακοῆς, προστάτρια καὶ μεσίτριά μας στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, προσεύχου ἀδιάλειπτα γιά μας, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους!
Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας: ἔλα κοντά μας κάνε μας κατοικητήριό Σοῦ, μεῖνε μαζί μας ὡς δύναμη, φῶς, θαλπωρή, ὡς ζωὴ καὶ χαρά μας! Καθάρισέ μας ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία, Ἀγαθὲ σῶσε τίς ψυχές μας! Γέμισε τίς καρδιές μας μὲ χαρά, τὴ φωνή μας μὲ ὕμνους, γιὰ νὰ Σὲ δοξολογοῦμε καὶ νὰ Σὲ μεγαλύνουμε, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[1] Σημ. μετ. Ἡ γιορτὴ τῆς Σκηνοποιίας ἦταν ἡ τρίτη ἀπὸ τίς μεγάλες γιορτὲς τῶν Ἑβραίων. Κρατοῦσε ἑπτὰ μέρες, ἀπὸ τὴ 15η ώς την 21η τοῦ μῆνα Τισχρὶ (Ὀκτωβρίου). Ἡ 22α τοῦ μῆνα ἦταν μέρα ἀνάπαυσης. Ἡ ὀνομασία της προέρχεται ἀπὸ τίς σκηνὲς ὅπου ἔμεναν οἱ Ἑβραῖοι στὴν ἔρημο, μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. “Ὅσο κρατοῦσαν οἱ τρεῖς γιορτὲς (τῶν ἀζύμων, τοῦ θερισμοῦ καὶ τῆς σκηνοπηγίας), ὅλοι οἱ ἄντρες τοῦ Ἰσραὴλ ἔπρεπε νὰ πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ παρουσιάζονται στὸ Θεό.